- Marginalia - https://marginalia.gr -

Alain Badiou: «Οι δρόμοι της αποστασίας»

Συνέντευξη στον Eric Hazan

Πηγή: New Left Review 53, Σεπτέμβρης-Οκτώβρης 2008

Πρώτη δημοσίευση στο Eric Hazan, Changement de propriétaire, 2007

Μετάφραση στα ελληνικά: Αντώνης Μπαλασόπουλος [1]

 

Eric Hazan: Μια από τις πιο αξιοσημείωτες όψεις της ανόδου Σαρκοζί στην εξουσία ήταν η υποστήριξη που του δόθηκε από αριστερούς αποστάτες —από αλλαξοπιστήσαντες όπως ο André Glucksmann. Ως κάποιος που εξακολουθεί να πιστεύει λίγο-πολύ τα ίδια πράγματα, πώς εξηγείτε το παράξενο αυτό φαινόμενο;

Alain Badiou: Νομίζω ότι πρέπει να το βάλουμε σε ένα πλαίσιο, ή μάλλον να το εξετάσουμε πιο προσεκτικά. Πρώτα από όλα, θα πρέπει να ρωτήσουμε: γιατί τόσοι μαοϊστές από τη Gauche Prolétarienne (Προλεταριακή Αριστερά· GP); Γιατί από αυτούς προέρχονται αυτοί που «πήραν τον στραβό δρόμο» με αυτό τον τρόπο. Δεύτερο, εξ όσων γνωρίζω,  λίγα μόνο χαμηλόβαθμα στελέχη της GP έκαναν ανάλογη στροφή. Οπότε, για να δώσω στην ερώτησή σας ένα κάπως πιο τεχνικό χαρακτήρα, θα έλεγα: γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι στην ηγεσία της GP να πάρουν μια τόσο αρνητική στροφή;

Υπήρχαν άλλοι μαοϊστικοί οργανισμοί —για παράδειγμα το UCFML, στου οποίου την οργάνωση ενεπλάκην μαζί με τον Sylvain Lazarus, την Natacha Michel και άλλους το 1970.[1] Στην πραγματικότητα, ο Lazarus και η Michel ήρθαν από τη GP, στο μεταίχμιο μιας κάποιας εσωτερικής ρήξης, ενώ το δικό μου υπόβαθρο ήταν τελείως διαφορετικό: Ήρθα από το PSU, από τους σοσιαλδημοκράτες. Δεν γνωρίζω ούτε έναν ηγέτη ή στέλεχος στην οργάνωσή μας που να πήρε άσχημο δρόμο, με την έννοια την οποία εννοούμε εδώ. Άνθρωποι από άλλες οργανώσεις, όπως το GOP και το το VLR, συχνά επέστρεφαν στο PCF (Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας), και υπήρχε μια χούφτα άλλες ομάδες, κυρίως το PCFML, των οποίων η ιδέα ήταν περισσότερο να χτιστεί το παλιό καλό Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο ήταν ήδη σε άσχημη κατάσταση.[2] Συνολικά, αυτοί οι άνθρωποι βρίσκονται ακόμα εδώ ή εκεί μέσα «στην αριστερά» σήμερα. 

Αλλά αυτοί που «πήραν τον στραβό δρόμο» με δημόσιο και εντυπωσιακό τρόπο —μερικοί από αυτούς, όπως ο Glucksmann, καταλήγοντας να γίνουν επίσημοι υποστηρικτές του Σαρκοζί, ήρθαν πράγματι από τη GP, η οποία ήταν ευρέως ηγεμονική σε αυτόν τον χώρο, κυρίως ανάμεσα στους διανοούμενους. Μπορούμε να αναφέρουμε τον Serge July, ιδρυτή της Libération, τον Benny Lévy, που ήταν η ηγετική φυσιογνωμία της GP, τον Jacques-Alain Miller, τον Jean-Claude Milner, τον Olivier Rolin, αρχηγό της στρατιωτικής πτέρυγας, και βέβαια τον ίδιο τον Glucksmann, ο οποίος έγινε μέλος αργότερα, αλλά έγινε. Υπήρχαν ακόμη λιγότερο γνωστοί διανοούμενοι όπως ο Jean-Marc Salmon, ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στο Vincennes και αργότερα έγινε σκληροπυρηνικός φιλοαμερικανός.[3]

Υπάρχει ένας αριθμός τρόπων για να κατανοήσουμε αυτό το φαινόμενο της αλλαξοπιστίας. Ο πρώτος είναι ότι πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους έκαναν μια λανθασμένη ανάλυση της κατάστασης εκείνο τον καιρό, τα χρόνια 1966-73· πίστεψαν ότι η κατάσταση ήταν πράγματι επαναστατική, με την άμεση έννοια. Οι αδερφοί Miller μου έδωσαν τις πιο συμπυκνωμένες διατυπώσεις για αυτό το θέμα. Μερικά χρόνια μετά, γύρω στο 1978, τους ρώτησα: «γιατί τα παρατήσατε έτσι απλά;». Γιατί εξαφανίστηκαν πολύ ξαφνικά —ακόμα και σήμερα υπάρχουν γέροι εργάτες, άνθρωποι από το Μαλί στις εστίες, απ’ το Μαρόκο στα εργοστάσια, που μας ρωτούν: «Πώς και ξαφνικά δεν τους ξαναείδαμε ποτέ αυτούς;». Ο Jacques-Alain Miller μου είπε: «Γιατί μια μέρα συνειδητοποίησα ότι η χώρα είχε ησυχάσει». Και ο Gérard:  «Γιατί καταλάβαμε ότι δεν θα καταλαμβάναμε την εξουσία». Ήταν πολύ αποκαλυπτικές απαντήσεις ανθρώπων που έβλεπαν το εγχείρημά τους όχι ως αρχή ενός μεγάλου ταξιδιού με πολλές διακυμάνσεις, αλλά ως δρόμο προς την εξουσία. Ο Gérard το δήλωσε με κάθε ειλικρίνεια, και αργότερα πήγε στο Σοσιαλιστικό κόμμα, που είναι κάτι άλλο πάλι.

Οπότε υπήρχε η εσφαλμένη κατανόηση της συγκυρίας, η οποία οδήγησε είτε σε παρεμποδιζόμενη φιλοδοξία είτε στη συνειδητοποίηση ότι θα χρειαζόταν πολύς κόπος και δουλειά σε μια κατάσταση που δεν υποσχόταν σχεδόν τίποτε. Μπορούσες να τους δεις με μπαλζακικούς όρους, σαν φιλόδοξους νέους που νόμιζαν ότι θα καταλάμβαναν το Παρίσι χάρη στον επαναστατικό ενθουσιασμό, αλλά έφτασαν να συνειδητοποιήσουν ότι τα πράγματα ήταν μάλλον πιο πολύπλοκα. Απόδειξη αυτού ήταν ότι ένας μεγάλος αριθμός των ανθρώπων αυτών βρήκαν θέσεις εξουσίας αλλού, στην ψυχανάλυση, στα ΜΜΕ, ως φιλοσοφικοί σχολιαστές, και λοιπά. Η απόσυρσή τους δεν πήρε την μορφή του «θα επιστρέψω στην ανωνυμία», αλλά αυτή του «δεν έπαιξα το σωστό χαρτί, θα δοκιμάσω ένα διαφορετικό».

Υπήρχε μια δεύτερη αρχή που ενεπλάκη σε αυτή την αντιστροφή, λιγότερο μπαλζακική και περισσότερο ιδεολογικού χαρακτήρα. Ενσαρκώθηκε από τους «nouveaux philosophes» —οι οποίοι έχουν οι ίδιοι μακρά ιστορία— και από όσους τους ακολούθησαν, συχνά με μια κάποια ακεραιότητα και όχι απαραίτητα για προσωπικά συμφέροντα. Αυτό που συνέβη τότε ήταν μια μετάβαση από τα διλήμματα τύπου «αστικός ή επαναστατικός κόσμος» σε αυτά του τύπου «ολοκληρωτισμός ή δημοκρατία». Αυτή η μετατόπιση μπορεί να οριστεί με μια επακριβή ημερομηνία: αρθρώθηκε από το 1976, και κάποιοι πρώην ακτιβιστές της GP ενεπλάκησαν στην προβολή της. Όχι μόνο αυτοί, αλλά και αυτοί μαζί με άλλους. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Christian Jambet και του Guy Lardreau, όταν έγραψαν το βιβλίο τους L’Ange, ένα είδος φιλοσοφικού απολογισμού της εμπλοκής τους με τη GP.[4]  

Στο βιβλίο αυτό διαφαίνεται έμπρακτα η ανατροπή. Το βιβλίο στρέφεται γύρω από την ιδέα ότι από ένα ορισμένο σημείο και μετά, η απόλυτη δέσμευση δεν διακρίνεται από την απόλυτη δουλεία, και η ιδέα της χειραφέτησης δεν διακρίνεται από αυτή της βαρβαρότητας. Συνδεδεμένο με αυτό ήταν το ερώτημα των σοβιετικών γκουλάγκ όπως τα απεικόνισε ο Σολτζενίτσιν. Και πάνω από όλα ήταν το θέμα της Καμπότζης και του Πολ Ποτ, το οποίο έπαιξε κρίσιμο ρόλο για αυτούς οι οποίοι είχαν εμπλακεί ενεργά στην στήριξη των Ερυθρών Χμερ, και μετά έμαθαν την φρικτή αλήθεια για το τι είχε συμβεί. Όλα αυτά δημιούργησαν έναν τυποποιημένο λόγο μετάνοιας: «Έμαθα πως ο απόλυτος ριζοσπαστισμός μπορεί να έχει φρικτές συνέπειες. Συνεπώς, ξέρω ότι πάνω από όλα πρέπει να διατηρήσουμε την ανθρωπιστική δημοκρατία ως εμπόδιο απέναντι στον επαναστατικό ενθουσιασμό.»

Φυσικά δέχομαι ότι πολλοί το πίστευαν αυτό ειλικρινά, και όχι επειδή ήθελαν ένα χώρο μπροστά στους προβολείς των ΜΜΕ. Ένας αριθμός από αυτούς παρέμεινε έντιμος —όπως ο Rony Brauman, όπως και οι Jambet και Lardreau, οι οποίοι πήγαν αρκετά μακριά στην κατεύθυνση που ανέφερα, αλλά μετά σταμάτησαν· είδαν ότι αυτός δεν ήταν λόγος να γίνουν φιλοαμερικανοί ή να εναγκαλίζονται με ανθρώπους όπως ο Σαρκοζί.[5] Σε γενικές γραμμές οι άνθρωποι αυτοί, τους οποίους μπορεί κανείς να αποκαλέσει έντιμους αποστάτες, παραδόθηκαν στην πολιτική του μικρότερου κακού, η οποία με τη μία μορφή ή την άλλη ηγείται πάντοτε του σοσιαλιστικού κόμματος. Αλλά άλλοι, όπως ο Glucksmann, εργαλειοποίησαν αυτόν τον φόβο του ολοκληρωτισμού και ανέβηκαν στην πλάτη του. Είδαν ότι η μορφή του αποστάτη από το κομμουνιστικό εγχείρημα —ο οποίος εμφανίζεται στα ΜΜΕ για να στιγματίσει τη φρίκη του και μπορεί να ισχυριστεί ότι τη δοκίμασε στο πετσί του, να λέει ότι με το ζόρι γλίτωσε και ότι κόντεψε να γίνει υποστηρικτής του Πολ Ποτ— μπορούσε να γεμίσει ένα κενό στην αγορά. Δεν έκαναν λάθος. Ενορχηστρώθηκαν, τους άνοιξαν όλες οι πόρτες· σπάνια έβλεπες και κανέναν άλλο στις τηλεοράσεις. Έχτισαν μια ολόκληρη μιντιακή αυτοκρατορία διανοούμενων στη βάση αυτής της επιχείρησης. 

EH: Και με τον Bernard Henri-Lévy τι γίνεται;

AB: Ο Bernard Henri-Lévy, όπως θα φαντάζεστε, δεν υπήρξε ποτέ μαοϊστής εκ πεποιθήσεως, αλλά μάλλον συμπαθών. Αλλά υπήρχε ο Olivier Ronin, ο οποίος συνέχισε εδραιώνοντας το όνομά του στον λογοτεχνικό χώρο. Και άλλοι, οι οποίοι ήταν ακτιβιστές ή έτρεφαν συμπάθεια για τη GP, όπως ο Jean-Claude Milner — ο οποίος, στη δεκαετία του 1980, και ξεκινώντας από το βιβλίο του Les Noms Indistincts, διακήρυξε ότι δεν θα έπρεπε να να παίρνουμε αψήφιστα τις τυπικές αστικές ελευθερίες, και ότι η υπόθεση της Καμπότζης θα έπρεπε να αποκληθεί «γενοκτονία». Αλλά ο Milner αποτελεί μέσο μετάβασης σε ένα τρίτο σημείο εισόδου.

Τούτο αφορά την μακρά ιστορία Παλαιστίνης και Ισραήλ, το ζήτημα του ονόματος «Εβραίος», κλπ. Αυτή η όψη ήταν ιδιαίτερα σημαντική στην περίπτωση της GP, εφόσον η ηγετική του φυσιογνωμία ήταν ο Benny Lévy, αλλιώς Pierre Victor. Ήταν ο χαρισματικός ηγέτης της GP, και επιπλέον τον είχε χρίσει ο Σαρτρ. Είχε μια τεράστια ικανότητα για διανοητική αποπλάνηση, ενώ ήταν και ιδιαίτερα δεινός ρήτορας, και ο συνδυασμός εντυπωσίασε πολλούς ακτιβιστές πριν αποπλανήσει και τον Σαρτρ. Αυτή η τρίτη όψη δεν μπορεί να ιδωθεί όπως οι άλλες, ως ορατή πολιτική στροφή 180 μοιρών, ως αποστασία· ήταν μάλλον η ιδέα ότι υπήρχε κάτι υψηλότερο από την πολιτική. O Benny Lévy μπορούσε να ισχυριστεί, ουσιαστικά, ότι σε τελική ανάλυση τον ενδιέφερε ένα και μόνο πράγμα, το απόλυτο, και ότι η εμπλοκή του με τη GP υπήρξε μια παραπλανημένη αναζήτηση του απόλυτου. Επί τω προκειμένω, μεταστράφηκε με την πολύ κυριολεκτική έννοια: από την προοδευτική πολιτική στις ιουδαϊκές σπουδές. Στα αλλαγμένα του μάτια, η επαναστατική πολιτική δέσμευση έμοιαζε όχι απλά δευτερεύουσα και περιοριστική, αλλά και λανθασμένη ως στροφή. Όλα αυτά συνδιαμορφώνουν ένα εκλεπτυσμένο είδος αποστασίας.

Πολλοί από αυτούς που ήρθαν από τη GP ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο. Όχι στο σημείο που έφτασε ο Benny Lévy, κάνοντας τη θρησκεία και την εβραϊκή ταυτότητα το οργανωτικό κέντρο της ύπαρξής τους. Αυτό το οποίο έκαναν όμως —είτε ήταν Εβραίοι είτε όχι, δεν ήταν αυτός ο καθοριστικός παράγοντας— ήταν να μετατρέψουν την εξόντωση των Εβραίων της Ευρώπης και το όνομα «Εβραίος» σε σύμβολα γύρω από τα οποία θα έπρεπε όλοι να συνασπιστούν κόντρα σε κάθε πολιτικό ριζοσπαστισμό ο οποίος θα μπορούσε να καταλήξει στον ολοκληρωτισμό. Αυτοί που είχαν επί μακρόν ενοχληθεί από το ερώτημα του Ισραήλ, και αυτοί που κάποια στιγμή, συχνά για προσωπικούς λόγους (το να είσαι αντιισλαμιστής σήμερα βρίσκεται πάντα πολύ κοντά στον «φόβο των μαζών», τον φόβο των γκέτο και των φτωχών), έγιναν αντιαραβιστές —όλοι τους προσελκύθηκαν από αυτό τον συμβολισμό. Ένας κάποιος επαγγελματικός ρεπουμπλικανισμός, συναποτελούμενος από μια κοσμικότητα που ήταν όσο επιθετική όσο ήταν και διεφθαρμένη, και ένας χαμηλής ποιότητας φεμινισμός, έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο σε αυτή την θλιβερή υπόθεση. Όλα τους ήταν συστατικά από τα οποία ο Λεπέν και αργότερα ο Σαρκοζί ήταν οι μόνοι που επωφελήθηκαν.

Συμπερασματικά, θα έλεγα ότι η GP στιγματίστηκε από τρία χαρακτηριστικά: πρώτον, μια είδους ανυπόμονη μεγαλομανία σε ό,τι αφορά την πορεία της ιστορίας, μια πεποίθηση ότι οι μαοϊστές ήταν σε θέση να καταλάβουν την εξουσία ή τουλάχιστον να ανατρέψουν την υπάρχουσα κατάσταση ταχύτατα. Δεύτερον, ήταν υπερβολικά ιδεολογικοποιημένοι. Αυτό που πήραν από την (κινεζική) πολιτισμική επανάσταση ήταν η ιδέα ότι η ιδεολογία και η ατομική επανεκπαίδευση είχαν τον κύριο λόγο —κάτι το οποίο τους οδήγησε να εξαπολύσουν μια σειρά από γκροτέσκες εκστρατείες, εντελώς αποκομμένες από την πραγματικότητα, από καθαρό ιδεολογισμό, από ένα ριζοσπαστισμό που ήταν σφοδρός και κατά φαντασίαν στον ίδιο βαθμό. Θυμάμαι ότι, υπερεκτιμώντας τον ρόλο της ιδεολογίας, δημιούργησαν «απολίτικες»  επιτροπές πάλης στο Renault Billancourt. Έφτασαν στο χείλος του ένοπλου αγώνα, και την στιγμή που αποτραβήχτηκαν φοβισμένοι, άρχισαν επίσης και οι στροφές 180 μοιρών, οι οποίες εντάχθηκαν σε μια ρητορική συμπόνοιας και μετάνοιας: «κοιτάξτε πού κοντέψαμε να φτάσουμε». Τρίτον, ήταν πάντα κοινοτιστές. Μια από τις πολλές συγκρούσεις μας μαζί τους —οι σχέσεις μας ήταν πάντοτε φρικτές— ήταν όταν αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα «Κίνημα Αράβων Εργατών» στα εργοστάσια. Εμείς αντισταθήκαμε σε αυτό τον κοινοτιστικό διχασμό, αντιπροτείνοντας την ιδέα ενός «Διεθνούς Προλεταριάτου της Γαλλίας.» Ήταν ένας καθοριστικός αγώνας με μακροπρόθεσμες συνέπειες: αυτοί οι οποίοι ιδρύουν ένα κίνημα Αράβων εργατών μπορεί μια μέρα να τα γυρίσουν και να γίνουν απολογητές οποιουδήποτε άλλου κοινοτιστικού σημαίνοντος. Ένας ικανός αριθμός αυτών που σήμερα είναι πληρωμένοι εκτελεστές του ισραηλινού στρατού ήταν λυσσαλέα υπέρ των Παλαιστινίων τον καιρό της GP —με ένα τυχοδιωκτικό και πολύ επισφαλή τρόπο, υπερβολικά φαντασιόπληκτο σε σχέση με την πραγματική κατάσταση.

Και πάλι —και δεν μιλάω εδώ μόνο για τους δικούς μου ανθρώπους— ο συνδυασμός αυτών των τριών χαρακτηριστικών αφορά μόνο, σε ό,τι έχει να κάνει με τον μαοϊσμό, τη GP· και ακόμη πιο συγκεκριμένα, τη GP μετά το 1969. Μπορείς να πεις ότι εκείνη η GP ήταν η κληρονόμος, στη Γαλλία, ό,τι χειρότερου χαρακτήρισε την Ερυθρά Φρουρά κατά την διάρκεια της πολιτισμικής επανάστασης στην Κίνα. Μεταξύ του 1967 και του 1969 ορισμένες ομάδες της Ερυθράς Φρουράς ανέπτυξαν την ιδέα ότι μπορείς να ανατρέψεις μια κατάσταση μέσω της πανίσχυρης ιδεολογίας και των εντυπωσιακά βίαιων πράξεων. Πάντοτε θεωρούσα ότι ο Κουάι Νταφού, η ηγετική φυσιογνωμία της Ερυθράς Φρουράς στο Πεκίνο, έμοιαζε πολύ με την ηγεσία της GP. Λάτρευαν τον Λιν Μπιάο, τον αγαπημένο τους κινέζο ηγέτη, ο οποίος έλεγε ότι «πρέπει να αλλάξεις τον άνθρωπο στο βαθύτερο δυνατό επίπεδο». Τους άρεσε αυτού του είδους η ακτιβιστική μεταφυσική.

EH: Παράξενο. Εγώ θυμάμαι ότι η δική σου πολιτική οργάνωση φημιζόταν ως πολύ σεκταριστική, ενώ η GP προσέλκυε τους αξιοπρεπείς τύπους. Και δεν είμαι ο μόνος που το αντιλαμβάνεται έτσι. To UCFML διαδήλωνε κουβαλώντας πανό με τον Μαρξ, τον Ένγκελς, τον Λένιν, τον Στάλιν, και τον Μάο, και φωνάζοντας τα ονόματά τους με αυτή τη σειρά.

AB: Όχι, δεν ήταν καθόλου έτσι, τι μπέρδεμα! Αυτοί για τους οποίους μιλάς ήταν το PCFML — μια κλειστή ομάδα, ουσιαστικά σταλινικοί. Συντάχθηκαν με το κινεζικό κράτος από την εποχή της κινεζο-σοβιετικής σύγκρουσης. Μπορείς να πεις ότι από τη σκοπιά του παρόντος, η διαφορά μεταξύ του PCMLF και του UCFML… αλλά στην επαναστατική πολιτική, όπως ξέρεις καλά, οι αποχρώσεις έχουν σημασία. To PCMLF και το UCFML ήταν η νύχτα με τη μέρα.

Νομίζω ότι έχουν υπάρξει τρεις διαφορετικές ερμηνείες του μαοϊσμού στη Γαλλία. Η πρώτη και παλαιότερη ήταν ότι σε αντίθεση με την ΕΣΣΔ υπό τον Χρουστσόφ, η Κίνα έμεινε πιστή σε ένα αρχικό σκληροπυρηνικό σταλινισμό —και ότι η εγκατάλειψη του σταλινισμού θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα σε μια ευρύτερη διάλυση (κάτι για το οποίο δεν είχαν άδικο). Αυτοί λοιπόν δημιούργησαν το PCMLF πιστεύοντας ότι θα ξανάχτιζαν ένα πραγματικό κομμουνιστικό κόμμα ταξικής πάλης, κόντρα στον ρεβιζιονισμό του επίσημου ΚΚΓ και της ΕΣΣΔ. Ήταν μια ερμηνεία τόσο δογματική, όσο και νοσταλγική. Αλλά ήταν και το μόνο μέρος που έβρισκες παλιούς ακτιβιστές της εργατικής τάξης —υπήρχε νεολαία σε όλες τις μαοϊστικές ομάδες· αλλά όχι μεγαλύτεροι σε ηλικία νοσταλγοί της μεγάλης εποχής Thorez, τη δεκαετία του 50, όταν το Κόμμα κυριαρχούσε στα εργοστάσια και τις εργατικές συνοικίες. Ήταν μια πραγματικά συντηρητική ερμηνεία. Στο άλλο άκρο ήταν η υπερ-αριστερή ερμηνεία της GP, η οποία ήταν σχεδόν αναρχική: εξαπέλυες θαρραλέες επιθέσεις, προετοίμαζες εντυπωσιακές κινήσεις, έκανες «την επανάσταση μες στο μυαλό», «έλιωνες μέσα στις μάζες», πάντα βέβαια με ένα πολύ οξύ βλέμμα προς την πλευρά των ΜΜΕ. Η οργάνωση ήταν πολύ κεντρική —αλλά μυστικά· δημόσια υποτίθεται ότι διαλυόταν κάθε πέντε λεπτά για να «απελευθερώσει» την ενέργεια των μαζών.

Όσο για μας, το UCFML, θα έλεγα ότι ήμασταν κεντροαριστερή οργάνωση, με την έννοια που πάντα προήγαγε ο Μάο, ο οποίος περιέγραφε τον εαυτό του ως «κεντριστή». Υπήρχαν τρία βασικά σημεία μαοϊστικής σημασίας τα οποία θέταμε σε εφαρμογή. Το πρώτο ήταν ότι πάντοτε έπρεπε να έχεις σύνδεση με τον λαό, ότι για τους διανοούμενους η πολιτική ήταν ένα ταξίδι μέσα στην κοινωνία και όχι μια συζήτηση σε κλειστό δωμάτιο. Η πολιτική εργασία οριζόταν ως εργασία στα εργοστάσια, στις εργατικές συνοικίες, στις εστίες. Το ζήτημα ήταν πάντοτε να δημιουργείς πολιτικές οργανώσεις στο μέσο της πραγματικής ζωής του κόσμου. Το δεύτερο ήταν ότι δεν θα έπρεπε να συμμετέχεις στους θεσμούς του αστικού κράτους: ήμασταν ενάντια στα παραδοσιακά συνδικάτα και τον εκλεκτορικό μηχανισμό. Καμία διείσδυση στις λεγόμενες γραφειοκρατίες των εργατών, καμία συμμετοχή στις εκλογές· αυτό μας διαφοροποιούσε ριζικά από τους τροτσκιστές. Το τρίτο σημείο ήταν ότι δεν θα έπρεπε να βιαστούμε να αυτοαποκληθούμε κόμμα, να υιοθετήσουμε παλιές μορφές οργάνωσης· θα έπρεπε να μείνουμε πολύ κοντά σε πραγματικές πολιτικές διαδικασίες. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών, βρεθήκαμε έντονα αντιμέτωποι με τα δύο άλλα κύρια ρεύματα. Το ιδρυτικό μας φυλλάδιο επιτέθηκε και κατά του PCMLF στα δεξιά και κατά της GP «στα αριστερά» μας. Αγώνας σε δύο μέτωπα…

EH: Και το Tel Quel;

AB: Ήταν μαοϊστές της επόμενης μέρας.[6] Το πρώτο μάθημα που άντλησαν αυτοί στο Tel Quel απ’ τον Μάη του 68 ήταν ότι έπρεπε να γίνουν μέλη του ΚΚΓ —μια εισοδιστική φιλοσοφία που μάλλον επανέλαβε την στάση των σουρεαλιστών στη δεκαετία του 1920 και του 30, με την ιδέα ότι θα μπορούσε να γίνει η κομματική επανάσταση από μέσα, δια της καινοτομικής δύναμης της λέξης. Στη συνέχεια υιοθέτησαν μια μαοϊστική πόζα, η οποία κατά την άποψή μου παρέμεινε ένα επιφανειακό στρώμα επάλειψης. Αλλά πρέπει να ειπωθεί ότι πέρασαν μέσα απ’ τον μαοϊσμό, και ο Philippe Sollers ήταν ένας από αρκετούς που πήραν παράξενη πορεία ανάμεσα στη δεκαετία του 70 και το σήμερα, από τον Waldeck Rochet στον Balladur και τη Royal, μέσω του Μεγάλου Τιμονιέρη.[7]

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι ο μαοϊσμός τύπου GP είχε χαρακτηριστεί από το γεγονός ότι ήταν πολύ της μόδας ανάμεσα στους διανοούμενους για περίπου πέντε χρόνια ή κάτι τέτοιο, ας πούμε από το 1969 ως το 1974, και πολλοί μετακινήθηκαν προς τα εκεί για αυτό το λόγο —εκτός του Sollers και του Σαρτρ υπήρχε ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, για παράδειγμα. Αυτό το οποίο έθελξε τους διανοούμενους και καλλιτέχνες αυτούς ήταν η αύρα ακτιβισμού και ριζοσπαστισμού, και δεν κοίταξαν και πολύ προσεκτικά την πραγματική πολιτική που ασκούσε η GP —μια πολιτική που συχνά περιείχε εξαπάτηση και στάχτη στα μάτια του κόσμου. Σχεδόν το καθετί το οποίο έβγαινε προς τα έξω μέσω της προπαγάνδας της GP ήταν μισό ψέμα· εκεί που υπήρχαν γατάκια, αυτοί περιέγραφαν μια τίγρη της Βεγγάλης.

EH: Υπήρχαν διαφορές κοινωνικού υποβάθρου ανάμεσα στους χώρους αυτούς;

AB: Δεν έχω μελετήσει το σημείο αυτό με κάποια λεπτομέρεια, αλλά η προσωπική μου αντίληψη των πραγμάτων είναι ότι υπήρχαν ξεκάθαρα πολλοί μεγαλοαστοί στη GP, το οποίο θυμίζει το ρωσικό αναρχικό κίνημα. Υπήρχαν επίσης πολλές γυναίκες από το ίδιο περιβάλλον, οι οποίες είχαν αποξενωθεί από τις οικογένειές τους. Είναι γνωστό ότι οι συναντήσεις της GP γινόταν σε τεράστια διαμερίσματα —έλαβα κι εγώ μέρος ορισμένες φορές. Όταν η GP έστειλε μια μεγάλη διμοιρία στα εργοστάσια της Ρενώ τον Ιούνη του 1968 —πρέπει να θυμηθούμε ότι ένας από αυτούς, ο Gilles Tautin, σκοτώθηκε από την αστυνομία— οργάνωσαν ένα δίκτυο έκτακτης ανάγκης για να φέρουν πίσω αυτούς που είχαν σκορπιστεί στα περίχωρα· και ένα μεγάλο μέρος της παρισινής αστικής τάξης των διανοουμένων, περιλαμβανομένου εμού, πήγαν με τα αυτοκίνητά τους για να βοηθήσουν αυτούς τους ακτιβιστές. Η ταινία του Γκοντάρ Tout va bien δίνει μια καλή εικόνα αυτού του είδους της συμπάθειας, που ήταν ταυτόχρονα αστική, ακτιβιστική, απόμακρη και του συρμού. Η έλξη που ασκούν τα γεγονότα στο εργοστάσιο στον χαρακτήρα που υποδύεται ο Υβ Μοντάν είναι εντελώς χαρακτηριστική της έλξης που ασκούσε η GP στους διανοούμενους εκείνο τον καιρό. Αλλά θυμηθείτε ότι η GP, όπως και το UCFML, είχε ακόμη ως μέλη εργάτες, νεολαία, Aλγερινούς, κάθε είδους ανθρώπους.

EH: Νομίζω ότι αν η εμπειρία μου με τους κομμουνιστές δεν με είχε κάνει επιφυλακτικό, μπορεί να είχα πάει και εγώ σε εκείνη την κατεύθυνση.

AB: Ναι, και εγώ, αν δεν με είχε απωθήσει το στοιχείο της κραυγαλέας πόζας —η καύχηση για πράγματα που δεν υπήρχαν στην πραγματικότητα— και μια κάποια υστερικοποίηση του ακτιβισμού, για την οποία ένιωσα πολύ γρήγορα ότι δεν θα έμενε σταθερή στην πορεία της. Όσο με αφορά, έκανα μια μόνιμη δέσμευση, δεν ήταν κάποιου είδους νεανική φάρσα. Ο δικός τους τρόπος δράσης ήταν τυχοδιωκτικός και εσφαλμένος, αλλά ήταν ταυτόχρονα συναρπαστικός· ένα είδος πολιτικής που ήταν ταυτόχρονα μόδα, και που οι προσωπικές της ρίζες δεν πήγαιναν στην πραγματικότητα πολύ βαθιά. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά της GP συνετέλεσαν στις εντυπωσιακές ανατροπές που βλέπουμε τώρα. Η πολιτική ως κάτι συναρπαστικό δεν είναι καλή προσέγγιση. Το κλασικό παράδειγμα στη Γαλλία ήταν ο Jacques Doriot, η μεγάλη ελπίδα της δεκαετίας του 1930 όταν ήταν κομμουνιστής δήμαρχος του Σεν Ντενί. Ήταν ο διονυσιακός ηγέτης που ετοιμαζόταν για τη μάχη στην κορυφή των προλεταριακών στρατευμάτων. Αυτού του είδους ο οραματιστής μπορεί να κάνει την απόλυτη στροφή 180 μοιρών. Γιατί έρχεται κάποια στιγμή που, για να μείνεις στα φώτα της δημοσιότητας, για να διατηρήσεις την ίδια σου την γεμάτη συναρπαστικότητα αυτο-εικόνα, πρέπει να μπορείς να καταφέρεις μια απόλυτη αλλαγή πορείας. Ο Doriot έγινε διαβόητος φασίστας, ένας εξτρεμιστής συνεργάτης των Nαζί.

Το φαινόμενο του ντοριοτισμού επιδεινώθηκε από ένα γαλλικό χαρακτηριστικό: τη σύνδεση ανάμεσα στους διανοούμενους και την πολιτική —ένα εξαιρετικό πράγμα, από πολλές απόψεις, αλλά και κάτι που έχει τις δικές του παθολογίες. Έτσι συνέβη, γύρω στο 1969, να εδραιωθεί ένα είδος ηγεμονίας της πιο επιφανειακής μορφής «μαοϊσμού» στον χώρο των διανοουμένων και έτσι γίνεται και σήμερα να βλέπουμε ένα ανάλογα παράδοξο φαινόμενο: πρώην μαοϊστές διανοούμενους που κάνουν μια απότομη στροφή και βγαίνουν στις τηλεοράσεις για να καταδικάσουν κάθε προοδευτική πολιτική. Όταν ο Doriot δολοφονήθηκε στο αυτοκίνητό του με αυτόματα, φορούσε στολή των SS. Σε ό,τι αφορά τους «μαοϊστές» αποστάτες μας, θα πρέπει μάλλον να μιλούμε για τον ντοριοτισμό ως φάρσα.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [2]

Υποσημειώσεις[+]