- Marginalia - https://marginalia.gr -

«Αμίαντος» του Αλμπέρτο Προυνέτι: Με τα κομμάτια μας δένει τ’ ατσάλι

Αμίαντος: Μια εργατική ιστορία [1]
Alberto Prunetti
μετάφραση: Βαγγέλης Ζήκος
Ακυβέρνητες Πολιτείες, Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2021 | 176 σελίδες

 

Όταν η χώρα ετοιμαζόταν να μπει -εδώ και πάνω από μια δεκαετία πλέον- στον αστερισμό των μνημονίων, δεκάδες πολιτικοί, διανοούμενοι, δημοσιογράφοι και δημοσιολόγοι προσπαθούσαν να μας πείσουν πως αυτό που συνέβαινε στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου -τα περίφημα PIGS- οφειλόταν στο ότι τις προηγούμενες δεκαετίες, απ’ το ‘70 και μετά, ζούσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας, σε μια κοινωνία πλούτου και αφθονίας όπου πρακτικά είχε εξαλειφθεί η φτώχεια και τη λυμαίνονταν τα συνδικάτα και οι συντεχνίες, που έδιωχναν τα εργοστάσια με τις παράλογες απαιτήσεις τους.

Θυμάμαι τότε ότι απορούσα έχοντας ζήσει ακριβώς σε αυτές τις δεκαετίες μάλλον φτωχικά, με γονείς, συγγενείς, φίλους και γείτονες που έφτυναν αίμα για να βγάλουν τα προς το ζην, να θρέψουν τις οικογένειές τους και να καταφέρουν να σπουδάσουν τα παιδιά τους, ώστε αυτά τουλάχιστον να ξεφύγουν από τη σκόνη και τον ιδρώτα της οικοδομής, τη βρώμα, τη σάουνα και την οχλοβοή της κονσερβοποιίας ή το λιοπύρι και τη λάσπη του χωραφιού. 

Απορούσα και έλεγα σε όσους γύρω μου πείθονταν από την περιρρέουσα ρητορική ότι μια χαρά (και δυο τρομάρες) φτωχούς είχε η χώρα και το ‘80 και το ‘90 και τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας, ότι μια χαρά (και τρεις τρομάρες) υπήρχαν και τότε άνθρωποι του μόχθου και του μεροκάματου, ότι μια χαρά (και πολλές τρομάρες) υπήρχαν και τότε εργαζόμενοι και εργαζόμενες που άφησαν νιάτα, πνευμόνια και μέσες σε άθλιους εργασιακούς χώρους, χωρίς ασφάλιση και με επισφαλείς απολαβές.

Καθώς λοιπόν διάβαζα τον «Αμίαντο» του Αλμπέρτο Προυνέτι, έβλεπα στις σελίδες του τον κόσμο ακριβώς αυτών των ανθρώπων ανάμεσα στους οποίους μεγάλωσα, με τα ίδια πάνω-κάτω προβλήματα, τις ίδιες αδυναμίες, τα ίδια αδιέξοδα, αλλά και τις ίδιες διεξόδους, τις ίδιες χαρές και τον ίδιο κώδικα επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής. Και μόνο για αυτή την ορατότητα που προσφέρει σε αυτόν τον ξεχασμένο κόσμο, ο οποίος βρισκόταν στο μεταίχμιο της εποχής του ηρωικού προλεταριάτου από τη μια και του σύγχρονου εσωστρεφούς πρεκαριάτου από την άλλη, πρόκειται για ένα σπουδαίο βιβλίο. Αλλά ευτυχώς δεν είναι σπουδαίο μόνο γι’ αυτό.

Ο Αλμπέρτο Προυνέτι ανασυνθέτει στον «Αμίαντο» την ιστορία της επαγγελματικής ζωής του πατέρα του, μετακινούμενου συγκολλητή μεταλλεργάτη σε ιταλικές βιομηχανίες από τη δεκαετία του ’70 και για 35 χρόνια, ο οποίος λίγο μετά τη συνταξιοδότησή του πέθανε από καρκίνο που του προκάλεσε η εισπνοή αμιάντου και άλλων τοξικών ουσιών κατά τη διάρκεια της εργασιακής του πορείας. 

Θα περίμενε λοιπόν κανείς να διαβάσει ένα βαρύ βιβλίο, γεμάτο καταθλιπτικά περιστατικά· στην πραγματικότητα ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε μια συναρπαστική, γεμάτη χιούμορ, μη-μυθοπλαστική ιστορία ενός εργατοτεχνίτη, που αποτελεί ταυτόχρονα και την ιστορία της εργατικής τάξης αυτή της περιόδου, όχι μόνο της Ιταλίας, αλλά και όλου του δυτικού κόσμου, που ξεκινά από το τέλος της εποχής των τάχα «παχιών αγελάδων» για να περάσει στην περίοδο της, άδηλης αρχικά και αλματώδους στη συνέχεια, αποβιομηχάνισης. 

Μιας εργατικής τάξης που όντως, σε πείσμα όσων κηρύττουν τον θάνατο των τάξεων και το πόσο μπανάλ είναι να μιλά κανείς γι’ αυτήν, λιώνουν τα νιάτα της στη βιοπάλη και με τα κομμάτια της δένει τ’ ατσάλι (η σύγκριση ανάμεσα στις δύο φωτογραφίες στο τέλος του βιβλίου που απεικονίζουν τον πατέρα το 1970 και μετά από 35 χρόνια είναι συγκλονιστική), και παρ’ όλ’ αυτά -ή ακριβώς λόγω όλων αυτών- διαπνεόταν από μια ταξική αλληλεγγύη που πάει πέρα από την ιδεολογία και λειτουργεί σχεδόν υποσυνείδητα και υπόγεια.

Παρακολουθούμε λοιπόν μέσα από τους επαγγελματικούς σταθμούς του Ρενάτο, του ήρωα της ιστορίας, την αδικία, την εκμετάλλευση, την υποκρισία των αφεντικών και της δικαιοσύνης, την επιβάρυνση περιβάλλοντος και υγείας των εργαζομένων στον βωμό του κέρδους, την διάλυση του ανθρώπινου σώματος, ενός σώματος που μόνο αμίαντο δεν μένει μέσα σε αυτές τις συνθήκες εργασίας, και τις διαρκείς μετακινήσεις στα χειρότερα εργοτάξια της Ιταλίας.

Παράλληλα, παρακολουθούμε και το πώς μεγαλώνει ο Αλμπέρτο, ανάμεσα σε κουφάρια εργοστασίων, ανάμεσα στη μπάλα από τη μια και στα βιβλία από την άλλη (και τα δύο πιθανές διέξοδοι από ένα μέλλον ανάλογο με του πατέρα του), ανάμεσα σε συγγενείς και άλλες εργατικές οικογένειες. Και καθώς μεγαλώνει, μαθαίνει όχι μόνο λίγη από την τέχνη του πατέρα του, αλλά κυρίως έναν προλεταριακό κώδικα ζωής (αυτός τουλάχιστον μένει αμίαντος) που θα του φανεί ιδιαίτερα χρήσιμος όταν θα δουλέψει ενήλικος πια σε περιστασιακές χειρωνακτικές εργασίες, πρώτα στην Ιταλία και έπειτα για ενάμιση χρόνο στην Αγγλία, όπως θα αφηγηθεί με κέφι και χιούμορ (ένα χιούμορ που είναι φανερό ότι το οφείλει επίσης στον πατέρα του σε μεγάλο βαθμό) στο επόμενο βιβλίο αυτής της τριλογίας, τα 108 μέτρα [2], που εκδόθηκαν πρώτα στα ελληνικά, τον Δεκέμβρη του 2020, από τις Απρόβλεπτες Εκδόσεις.

Φόρος τιμής στον πατέρα του και στη σχέση του ίδιου μαζί του, το βιβλίο του Προυνέτι διαβάζεται μονορούφι και αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα λογοτεχνίας φτιαγμένης από ευτελή μεν υλικά, χωρίς τις πολυτέλειες της καλολογίας και της ευφάνταστης λογοτεχνικής επινόησης, συνταιριασμένα όμως με τη μαεστρία ενός έμπειρου τεχνίτη. 

Πράγματι, ο Προυνέτι δηλώνει ήδη στις πρώτες σελίδες του βιβλίου ότι θα το φτιάξει όπως δούλευε ο πατέρας του, συγκολλώντας και συνταιριάζοντας ετερόκλητα, μα στέρεα υλικά, και αυτό βλέπουμε να κάνει στη συνέχεια: ξεκινά από μια φωτογραφία του 1969, έπειτα περνά στις παιδικές του αναμνήσεις, μετά ξεφυλλίζει μαζί μας το βιβλιάριο εργασίας του πατέρα του και το αποτύπωμα της εργασιακής του διαδρομής μέσα από σωρούς εγγράφων, για να περάσει στις αναμνήσεις της μητέρας του, συγγενών, συναδέλφων του πατέρα του, αλλά και του ιδίου, να καταλήξει σε δικόγραφα και άλλα νομικά έγγραφα και να κλείσει με μια χειροποίητη ταινία, ένα κολάζ σκηνών με στοιχεία από τη ζωή του πατέρα του και τις ταινίες του Στιβ ΜακΚουίν που τόσο αγαπούσε, τελειώνοντας με μια επική παρέλαση που φέρνει ανατριχίλα. 

Αξίζει και πάλι κάθε έπαινος για τον Βαγγέλη Ζήκο, τον μεταφραστή και αυτού του βιβλίου του Προυνέτι στα ελληνικά, ο οποίος κατόρθωσε να αποδώσει εξαιρετικά τη χυμώδη τοσκανική γλώσσα των σελίδων του και να κάνει τον αναγνώστη να νιώθει άνετα είτε μέσα στην τεχνική γλώσσα των εργοστασίων είτε μέσα στα μαρεμάνικα μπινελίκια. Πολύ όμορφη και η έκδοση από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες, με εύστοχες και πολύ βοηθητικές υποσημειώσεις που δεν φορτώνουν αχρείαστα το βιβλίο και βρίσκονται -επιτέλους!- εκεί που πρέπει, δηλαδή στο κάτω μέρος της σελίδας. 

Αναμένεται σύντομα η έκδοση στα ελληνικά και του τρίτου μέρους της τριλογίας το οποίο έχει ως επίκεντρο αφηγήσεις της μητέρας του συγγραφέα.


Bonus Track: Τα τραγούδια που ακούγονται στο βιβλίο [3]

 

[Σύντομα στα Marginalia θα δημοσιευτεί και συνέντευξη του συγγραφέα στον υποφαινόμενο]

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [4]