- Marginalia - https://marginalia.gr -

Η ανάδυση μιας νέας εκδοτικής πραγματικότητας και η αναζήτηση της μεθόδου για την έγκαιρη αντιμετώπιση των αδιεξόδων

Η γνωστοποίηση της δημιουργίας ενός νέου ιστότοπου για το βιβλίο, τον πολιτισμό και την πολιτική με  τον τίτλο Marginalia: Σημειώσεις στο περιθώριο, με χαροποίησε ιδιαίτερα για πολλούς, κυρίως θα έλεγα όμως για δύο λόγους.  Ο πρώτος είναι το γεγονός ότι αφετηριακά ο νέος ιστότοπος συνδέει οργανικά το βιβλίο με τον πολιτισμό και την πολιτική, πλαισιωμένος από ορισμένους συνεργάτες (μιλώ μόνον για όσους γνωρίζω) που επιβεβαίωσαν σε ικανό διάστημα χρόνου την αγάπη τους στο βιβλίο και την σταθερή αντισυστημική τους στάση. Ο δεύτερος (ολίγον ιδιοτελής, ομολογώ), διότι ο τίτλος του νέου περιοδικού συμπίπτει με την στήλη που είχαμε καθιερώσει στα «Τετράδια» την δεκαετία του 1980 ως Glossae Marginales- Σημειώσεις στο περιθώριο. «Να που τίποτα δεν πάει χαμένο. ο αγώνας συνεχίζεται, παρ’ όλα αυτά», είπα φέρνοντας στην μνήμη μου την ρήση του αγαπημένου μου Λουΐ Μπλανκί.

Ανακόλουθος, λοιπόν, με τα παραπάνω θα ήμουν αν δεν αποδεχόμουν την πρόσκληση των επιμελητών της στήλης που αφορά την Βιβλιοπολιτική, στον βαθμό που η υπαρκτή σύγκλιση σε ορισμένους κοινούς αξιακούς τόπους είναι ορατή.

Η πρόσκληση εστιάζεται στον σχολιασμό και την κριτική από μέρους μου σε ένα εναρκτήριο στα Marginalia, άρθρο του Χρίστου Μάη για την σημερινή κατάσταση στο βιβλίο και με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ότι αναφέρεται εν πολλοίς, σε απόψεις που έχω διατυπώσει για τα δρώμενα στον χώρο του βιβλίου.

Αρκετά όμως είπα ως εδώ και είναι καιρός να μπούμε στο θέμα με μιαν αφετηριακή επισήμανση. ότι συμφωνώντας, κατά κύριο λόγο, με την κριτική που ασκεί ο Χ. Μάης στα «δύο σύντομα», αξιωματικά θα συμπλήρωνα εγώ, σημειώματά μου, θα χρησιμοποιήσω ως όχημα τις παρατηρήσεις του, επιλεκτικά (το τονίζω) και όχι συνολικά, γιατί θα έπρεπε να  γράψω ένα υπερδιπλάσιο κείμενο, διευκρινίζοντας κάποια ζητήματα και συμπληρώνοντάς τα με το περαιτέρω ξεδίπλωμα των αρχικών μου νύξεων.

Ο Χ. Μάης ξεκινάει τις παρατηρήσεις του τονίζοντας ότι η βασική μου θέση είναι ότι μέχρι την δεκαετία του ’90 «υπήρχε μια ισορροπία ανάμεσα στην πολιτιστική και την εμπορική διάσταση», για να διαφωνήσει στην συνέχεια με κάτι που και εγώ όμως  το αντιλαμβάνομαι όπως αυτός. Ας ξεκαθαρίσουμε λοιπόν ότι σε ένα αξιωματικό άρθρο 800 λέξεων που μου ζητήθηκε από το ΑΠΕ, κεντρικός στόχος μου ήταν ακόμη και με μεγενθυντικό φακό να κάνω εμφανή ορισμένα κραυγαλέα ζητήματα που η κυρίαρχη μιντιοκρατία και το εκδοτικό ολιγοπώλιο προσπαθούν να αποφύγουν.

Η ουσιαστική άποψη που ως σύνολο έχω διατυπώσει, είναι ότι υπάρχει και στον χώρο του βιβλίου μια προϊούσα παρακμή, μια κυριάρχηση της λογικής «το κέρδος πάνω από όλα», που συμβαδίζει με την επικράτηση της παγκοσμιοποιημένης Νέας Τάξης και του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό γενικά. Επί της ουσίας όμως πιστεύω ότι τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Όσο «αγνές» είναι οι σχέσεις που αναδύονται από τις παλιές ελληνικές ταινίες των Αυλωνίτη, Φωτόπουλου, Ηλιόπουλου, Χατζηχρήστου και Βέγγου, άλλο τόσο «αγνές» ήταν οι προθέσεις και η δράση των πριν την δεκαετία του 1990 ελληνικών εκδοτικών οίκων. «Της κακομοίρας» εν πολλοίς, αλλά και με περισσότερο ήθος, ανιδιοτέλεια, αλληλεγγύη και ανθρωπιά και σε καμία περίπτωση το ίδιο με την σημερινή εικόνα του εκδοτικού φασφουνταδισμού, που όλους μας πληγώνει.

Σχετικά με την δεύτερη διαφωνία του Χ. Μάη, για το ότι παρουσιάζω την σημερινή κατάσταση ως  υποταγμένη στην κυρίαρχη ιδεολογία και τις λογικές της, θα παρατηρήσω ότι η αναφορά μου εστιάζεται πάλι στην κύρια πλευρά, που πιστεύω ότι όντως είναι αυτή. Όμως, ακόμα και σε αυτά, τα όντως αξιωματικά κείμενά μου, όχι μόνο δεν απολυτοποιώ την κυρίαρχη κατάσταση, οδηγώντας την λογική μας σε έναν «αντικειμενικό φαταλισμό», αλλά –τουναντίον– επισημαίνω: πως μπορεί «ο κύριος και κατεξοχήν εχθρός των ιδεών και του βιβλίου να είναι το πελατειακό κράτος, συνισταμένη των αγράμματων αριστεροδεξιών συντεχνιών, και το ολιγοπώλιο των μεγαλοεκδοτών, πρόθυμων διαχρονικά στην σταυροφορία «να κάνουν τσιμέντο» όλον τον εκδοτικό χώρο, γεμίζοντάς τον με χάρτινα “φέρετρα”, όμως, όπως συμπληρώνω, «η επικράτηση των μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων δεν είχε  ως αποτέλεσμα το “τέλος της ιστορίας”, ούτε όπως κάποιοι αφελώς φαντάζονται, εξαφάνισε την υπόλοιπη εκδοτική πανίδα και χλωρίδα, τμήματα της οποίας  πέρασαν στην “Αντίσταση”, ανοίγοντας ένα παρατεταμένο ιδεολογικοπολιτικό αντάρτικο, σχηματίζοντας θύλακες συνειδητών αναγνωστών, που εν τοις πράγματι “συμμετέχουν στον αγώνα”, ενισχύοντας τις εκδοτικές εστίες που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν το βιβλίο ως κατεξοχήν διαρκές πολιτισμικό αγαθό».

Τι άλλο, διερωτώμαι από «Φόρος τιμής στην Καταλωνία», είναι το παραπάνω απόσπασμα, ανεξάρτητα από την νίκη των «φασιστών-φρανκιστών» και στον χώρο του βιβλίου;

Άρα η αγωνία μου και η αγωνία όλων μας, υποθέτω, είναι πως αυτοί οι θύλακες, αυτές οι εστίες αντιστάσεως  θα σταθεροποιηθούν και επεκταθούν περαιτέρω διαμορφώνοντας, έστω και μέσα στα πλαίσια του κυριαρχούντος εκδοτοβιβλιοπωλειακού ολιγοπωλίου, τις α-δέσποτες πολιτείες, «το Σούλι και την Μάνη» του βιβλίου απέναντι στην «καθόλου τουρκοκρατία και τον νεοφαναριωτισμό».

Μια πολύ εύστοχη επισήμανση του Χ. Μάη, την οποία και ο ίδιος συμμερίζομαι, είναι ότι ο χώρος του βιβλίου δεν αλώθηκε από «βαρβάρους», που μας ήρθαν από άλλους χώρους «φυτευτοί». Έχοντας διανύσει μισόν αιώνα στα εκδοτικά δρώμενα γνωρίζω καλά ότι το σημερινό εκδοτικό ολιγοπώλιο στον χώρο του βιβλίου στελεχώνεται, σε σημαντικό βαθμό, από διάφορους πρώην, που όμως είχαν άμεση σχέση με το βιβλίο. Το νυν, λοιπόν, εκδοτικό κατεστημένο το συγκροτούν κατά πλειοψηφία, όσον αφορά το επάγγελμα, πρώην πωλητές, χονδρέμποροι ή υπάλληλοι από το χώρο του βιβλίου και όσον αφορά την πολιτική προέλευση, πρώην αριστεροί που στην συνέχεια σημαντικό τμήμα τους μεταλλάχθηκε  στους γνωστούς στην Ιερουσαλήμ μικροευρωπαίους επαρχιώτες.

Αυτό όμως που σχηματικά παραπάνω περιέγραψα χρειάζεται περισσότερη επεξεργασία διότι ο καθείς μπορεί να αντιληφθεί ότι η διάκριση «μικρός» – «μεγάλος» είναι ανεπαρκής, στον βαθμό που η πραγματικότητα επιβεβαιώνει την απαράδεκτη προχειρότητα-τσαπατσουλιά πολλών «αθώων μικροβιοτεχνιών» (συλλογικών ή μη αδιάφορο αν το βιβλίο που βγαίνει είναι «κακό») και την ύπαρξη ελάχιστων (το τονίζω) μεγάλων, αλλά και αρκετών «μεσαίων» εκδοτικών μονάδων που ανταποκρίνονται με επάρκεια σε αυτό που θα ορίζαμε υπεύθυνη εκδοτική παρουσία.

Ως εξαιρετικά ενδιαφέρον και ως αφορμή για να ξεκινήσουμε μιαν ουσιαστική συζήτηση θεωρώ το τελευταίο μέρος του άρθρου του Χ. Μάη. Αυτό που επισημαίνει την υπό διαμόρφωση συγκρότηση μιας νέας εκδοτικής-βιβλιοπωλιακής γενιάς, που έχει ήδη ξεκινήσει ένα «αντάρτικο» απέναντι στο εκδοτικό κατεστημένο. Αυτό, το νέο εκδοτικό κύμα, παρουσιάζει πολλά κοινά στοιχεία με την δική μας ιδεολογικοεκδοτική αντίδραση τόσο απέναντι στην χούντα, όσο και στην τότε παραδοσιακή Αριστερά, αλλά και ορισμένες εμφανείς διαφορές.  Θα σταθώ, λοιπόν, στο σημείο αυτό, με την διευκρίνιση ότι τα όσα αναφέρω αποτελούν πρώτες ανολοκλήρωτες σκέψεις-νύξεις, που θίγουν ορισμένα ζητήματα που εγείρει η τοποθέτηση του Χ. Μάη.

Τα στην περίοδο της δικής μας δράσης στα χρόνια της δικτατορίας εκδοτικά, ανήκαν ως και πλείστα από τα  σημερινά, στα εκτός της επίσημης ιστορικής Αριστεράς ριζοσπαστικά κινήματα και ρεύματα. Αυτό αποτελεί ένα κοινό συγκλίνον στοιχείο, που δεν εκμηδενίζει όμως και τις υπαρκτές μεταξύ τους διαφορές.

Η περίοδος λ.χ. κατά την οποία συγκροτήθηκε  η τότε εκδοτική παρέμβαση (Κάλβος, Στοχαστής, Κείμενα, Επικαιρότητα, Νέοι Στόχοι, κ.λπ.) ήταν περίοδος ανόδου του διεθνούς ριζοσπαστικού, αντιιμπεριαλιστικού κινήματος. Ήταν η περίοδος των Βιέτ Κογκ, της Πολιτιστικής Επανάστασης, των Μαύρων Πανθήρων, των Τουπαμάρος, του Γαλλικού Μάη, του Ιταλικού Θερμού Φθινοπώρου, της Άνοιξης της Πράγας. Η φλόγα που άναψαν οι Χο Τσι Μινχ, Μάο, Φ. Κάστρο, Τσε Γκεβάρα, Α. Νταίηβις, Μάλκομ Χ., Κ. Λαμάρκα, Κ. Μαριγκέλα, Ρ. Σεντίκ, Σ. Αλλιέντε, κ.α. συνεπικουρούμενοι από διανοούμενους όπως  οι Φ. Φανόν, Ζ.Π. Σαρτρ, Π. Σουήζυ, Κ. Κόσικ, Σ. Αμίν, Χ. Μαρκούζε, Κ. Καστοριάδης, Γκυ Ντε Μπορ, κ.ά. παρέμενε αναμμένη, σε αντίθεση με την σημερινή περίοδο που διαμορφώνεται πάνω στις στάχτες που άφησε η στρατηγική ήττα της καθόλου Αριστεράς από τους σταυροφόρους της Νέας Τάξης. Αυτό και μόνο το γεγονός οριοθετεί ένα διαφορετικό πεδίο δράσης που είναι εξ αντικειμένου περισσότερο αμυντικό, προσπαθώντας σε αυτή την φάση να διασώσει ό,τι μπορεί να διασωθεί.

Είναι όμως αυτή η ίδια η ήττα που δίνει την δυνατότητα σε αυτούς που παραμένουν όρθιοι, συνεχίζοντας «παρ’ όλα αυτά (Μπλανκί)», να  εγκύψουν σοβαρά σε μια πλούσια εμπειρία που εμείς τότε δεν είχαμε, να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία αντιμετωπίζοντας κριτικά το παρελθόν, συνεχίζοντας τον αγώνα αυτών που «τοποθετούνται στους αντίποδες της κυρίαρχης, ευπώλητης, εκδοτικής παραγωγής  [δημιουργώντας] ένα κοινό «τόπο», μια άλλη «πρόταση» για το αναγνωστικό κοινό».

Αυτό όμως προϋποθέτει ένα ξεπέρασμα του κυρίαρχου συντεχνιακού πνεύματος με δράσεις και πρακτικές που ξεφεύγουν από το επίπεδο της όπως-όπως απλής αναπαραγωγής.

Και κάτι τελευταίο. Στην διάρκεια της πολυετούς έρευνάς μου για να καταγράψω με αφορμή την ζωή και το έργο του πατέρα της Ανεξαρτησίας μας Ρήγα Βελεστινλή, την δράση των εταιρειών που συγκροτήθηκαν τον 18ο αιώνα στα πλαίσια  αντίδρασης κατά του κυρίαρχου συγκροτήματος εξουσίας, διαπίστωσα ότι ήταν υπερβολικά πολλές. Η εμβάθυνση στο φαινόμενο με οδήγησε στο συμπέρασμα ότι κατ’ ουσίαν ο πραγματικά εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός τους, υποβίβαζε εν τοις πράγμασι την καθεαυτό σημασία τους.

Δεν υπαινίσσομαι τίποτα περισσότερο από αυτό που γράφω. Τα δεκάδες εγχειρήματα των νέων εκδοτικών οίκων που αναδύθηκαν στα χρόνια του μνημονιακού ζόφου, μπορούν δυνητικά να κινηθούν τόσο στο πεδίο περιορισμένης σημασίας, όσο και στο πεδίο υπέρβασής της.

Ιδού, λοιπόν, η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.