- Marginalia - https://marginalia.gr -

Από τα αρχεία στο μουσείο: «Μακρόνησος. Ψηφιακό Μουσείο»

Πριν από έναν περίπου χρόνο, τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) παρέδωσαν στο κοινό τον διαδικτυακό τόπο Μακρόνησος: Ψηφιακό Μουσείο [1],National Palace Museum [2] της Ταϊβάν και με χιλιάδες μουσεία και συλλογές όλων των ειδών σε όλον τον κόσμο.[3] Το «Ψηφιακό Μουσείο» της Μακρονήσου είναι ένα αμιγώς ψηφιακό μουσείο, το οποίο οργανώνει πρωτότυπα και εκθέτει αρχειακό υλικό (φωτογραφίες, επίσημα έγγραφα, έντυπες εκδόσεις, χειρόγραφα σημειώματα, κάρτες, επιστολές και δηλώσεις μετάνοιας) που εμπεριέχεται σε κάποιο από τα αρχεία των ΑΣΚΙ, στη βάση έξι γενικών θεματικών κατηγοριών: «χρονικό», «χώρος», «άνθρωποι», «βία», «προπαγάνδα» και «ανθολόγια».[4]

Ο χαρακτηρισμός «μουσείο» μας καλεί να φανταστούμε τις κατηγορίες αυτές σαν συμπλέγματα χώρων ενός φυσικού μουσείου, αποτελούμενα από μεμονωμένους χώρους, τις υποκατηγορίες στις οποίες εξειδικεύεται η καθεμιά γενική κατηγορία. Στην σχετικά αναλυτική παρουσίαση και συζήτηση αυτών των κατηγοριών, που ακολουθεί, χρησιμοποιούμε συχνά απλές και σύνθετες μεταφορές που προέρχονται από φυσικούς χώρους. Επιδίωξή μας είναι η χρήση αυτών των μεταφορικών διατυπώσεων, τις οποίες δεν βάζουμε σε εισαγωγικά, να συμβάλουν στην συνειδητοποίηση ότι το ψηφιακό μουσείο της Μακρονήσου μεταφέρει ένα μοντέλο οργάνωσης και έκθεσης αντικειμένων και γνώσης σχετικά με αυτά από τον φυσικό στον ψηφιακό κόσμο.

Οι τέσσερις χώροι του μουσείου αποτελούνται από μία έως πέντε αίθουσες και σχεδόν κάθε αίθουσα υποδέχεται επισκέπτριες και επισκέπτες με ένα τεκμηριωμένο επιστημονικά κείμενο. Τα κείμενα αυτά περιλαμβάνουν και εικόνες, είναι τις περισσότερες φορές, αλλά δυστυχώς όχι πάντα, στοιχειοθετημένα με αρκετή επιμέλεια και έχουν ελάχιστα «τυπογραφικά» σφάλματα. Σκοπός τους είναι να ορίσουν το θέμα της κάθε αίθουσας, να προσφέρουν μια εύληπτη συνθετική παρουσίασή του και να αποτελέσουν μία αφήγηση, που επιτρέπει την κατανόηση των εκθεμάτων μέσω της ένταξής τους σε ένα πλαίσιο. Ενδιαφέροντα πραγματολογικά στοιχεία, τα οποία αναφέρονται στα κείμενα αυτά, συγκεντρώνονται και επεξηγούνται σύντομα σε ένα Γλωσσάρι. Μια πιθανή ενδυνάμωση αυτού του πραγματολογικού λεξικού της Μακρονήσου θα ήταν η προσθήκη ενδείξεων/αναφορών στα κείμενα, στα οποία κάθε λήμμα εμφανίζεται, με τη μορφή υπερδεσμών.

Τα εκθέματα είναι αρχειακά αντικείμενα ή, αλλιώς, «τεκμήρια». Ο επισκέπτης τα προσεγγίζει μέσω μιας λίστας υπερδεσμών (σε σελίδες που περιλαμβάνουν το πολύ 30 υπερδεσμούς η καθεμιά). Ο κάθε υπερδεσμός οδηγεί στην ψηφιοποιημένη, τεκμηριωμένη και πλήρως προσβάσιμη εκδοχή συγκεκριμένου αντικειμένου. Ο επισκέπτης μπορεί να ταξινομήσει τη λίστα των εκθεμάτων με αλφαβητικά κριτήρια (με βάση τον τίτλο κάθε εκθέματος), χρονολογικά (με βάση την καταχωρημένη χρονολογία δημιουργίας του αντικειμένου) και κατά κωδικό τεκμηρίου.[5] Οι διαφορετικές ταξινομήσεις των αντικειμένων και η κατάταξή τους σε συγκεκριμένους χώρους του μουσείου προκύπτουν με τη συνδυασμένη χρήση των τίτλων τους, ενός συνόλου μεταδεδομένων από την αρχειακή τεκμηρίωση κάθε αντικειμένου στο πλαίσιο του αρχείου από το οποίο προέρχεται και της απόδοσης ετικετών (tags) σε κάθε αντικείμενο για τις ειδικές ανάγκες του μουσείου.

Η δυνατότητα διαφορετικής ταξινόμησης των τεκμηρίων/υπερδεσμών, μια δυνατότητα που παρέχει το ψηφιακό μέσο, είναι ουσιαστική για την εμπειρία της αμιγώς ψηφιακής περιήγησης, αφού παρέχει αφενός ένα τυπικά αυθαίρετο αλλά στην πράξη σημασιολογικά ενδιαφέρον κριτήριο ταξινόμησης, το αλφαβητικό, και ένα ιστορικά σημαντικό κριτήριο, το χρονολογικό. Ουσιαστική είναι όμως και για την χρήση του ψηφιακού μουσείου για ερευνητική εργασία μέσα στα φυσικά αρχεία, οπότε η ταξινόμηση με βάση των κωδικό τεκμηρίου μπορεί να είναι πολύ χρήσιμη. Η πλήρης αξιοποίηση, ωστόσο, αυτής της ιδιαίτερης δυνατότητας του ψηφιακού μέσου θα απαιτούσε

Θα ήταν σημαντικό επίσης ο επισκέπτης να έχει άμεσα πρόσβαση στην ένδειξη για το είδος κάθε αρχειακού αντικειμένου, αν πρόκειται δηλαδή για φωτογραφία, έγγραφο, έντυπη έκδοση.

Ο τρόπος σύνδεσης των εκθεμάτων/τεκμηρίων με την αφήγηση που ανοίγει την κάθε αίθουσα είναι τις περισσότερες φορές εντελώς προφανής χάρη στο εισαγωγικό κείμενο και στον λιγότερο ή περισσότερο χαρακτηριστικό τίτλο κάθε εκθέματος. Τις λίγες φορές που αυτό δεν συμβαίνει, οι επισκέπτριες και επισκέπτρες του μουσείου μπορούν μάλλον εύκολα να συνάγουν λογικά τη σύνδεση, όπως για παράδειγμα στην αίθουσα «Δηλώσεις Μετάνοιας [3]» του χώρου «Βία», όπου βρίσκουμε το έκθεμα «Ανοιχτή επιστολή προς τον αξιότιμον κ. Νομάρχη Κοζάνης [4]». Σε διαφορετικά συμφραζόμενα ή χωρίς απολύτως καμία γνώση για τους μηχανισμούς δημοσιοποίησης των δηλώσεων μετάνοιας θα ήταν μάλλον δύσκολο να συνάγει κανείς ότι πρόκειται για χειρόγραφη δήλωση μετάνοιας. Στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα του μουσείου είναι σίγουρα ευκολότερο, αν και όχι πάντα αυτονόητο.

Ο πρώτος μεγάλος χώρος του ψηφιακού μουσείου της Μακρονήσου είναι το «Χρονικό», που αποτελείται από μία αίθουσα για την περίοδο προετοιμασίας των στρατοπέδων εξορίας και βασανιστηρίων, δηλαδή την περίοδο πριν το 1946, μία αίθουσα για την κρίσιμη περίοδο λειτουργίας των στρατοπέδων ανάμεσα στο 1946 και το 1961 και μία αίθουσα για την περίοδο από το 1962 ως σήμερα.βιβλιογραφία [5] και έναν χάρτη της google που εστιάζει στη Μακρόνησο [6]. Δεν είναι σαφές γιατί ο χάρτης εμφανίζεται σε αυτόν τον χώρο του μουσείο και όχι στον παρακείμενο, στον «Χώρο». Σε κάθε περίπτωση θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η τοποθέτηση του οπτικού υλικού και των υπολοίπων τεκμηρίων επί του χάρτη, ώστε να πρκκύπτει μια ψηφιακή ανασύνθεση του ιστορικού τόπου. Δύο ανενεργές ενδείξεις «Αεροφωτογραφία» και «Χάρτης με POIS»[7] υποδεικνύουν πως οι δημιουργοί του μουσείου έχουν ήδη σχεδιάσει να κινηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση.

Ο δεύτερος χώρος με την επιγραφή «Χώρος» περιλαμβάνει τις αίθουσες Εγκαταστάσεις-Κτίσματα και Τοπογραφικά, με κείμενα μικρά και πολύ πληροφοριακές και εύχρηστες λίστες με τοπογραφικά σημεία ιστορικού ενδιαφέροντος. Η διάκριση μεταξύ εγκαταστάσεων/κτισμάτων και τόπων (χωρίς αξιόλογες κτιστές εγκαταστάσεις) δεν έχει μόνο ιστορικό ενδιαφέρον· είναι πρακτικά χρήσιμη για μια περιήγηση στον φυσικό χώρο των στρατοπέδων.

Ο τρίτος χώρος του μουσείου, «Άνθρωποι», περιλαμβάνει τρεις αίθουσες: «Μαρτυρίες», «Ευρετήριο ονομάτων» των ανθρώπων που αναφέρονται στα τεκμήρια, και «Άνθρωποι μετά τη Μακρόνησο», όπου παρουσιάζονται σε ένα εμπεριστατωμένο κείμενο η διαδικασία της απόλυσης και στοιχεία για την μετά την απόλυση ζωή των εγκλείστων, δεν εκτίθενται ωστόσο τεκμήρια.

Το ευρετήριο ονομάτων παρουσιάζει κατά τη γνώμη μας ιδιαίτερο ενδιαφέρον για δύο λόγους. Πρώτον γιατί μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για το πραγματικά τεράστιο έργο μιας αναλυτικής προσωπογραφικής μελέτης για τη Μακρόνησο, η οποία προφανώς θα ξεπερνούσε κατά πολύ τα ονόματα του ευρετηρίου, δεδομένου ότι οι κατά καιρούς έγκλειστοι στη Μακρόνησο φτάνουν με τους πιο συντηρητικούς υπολογισμούς τις 45.000 ανθρώπους.[8] Δεύτερον γιατί ένας άλλος τρόπος παραγωγής αυτού του ευρετηρίου θα ήταν κατά τη γνώμη μας προσφορότερος: αντί για ένα στατικό ευρετήριο θα ήταν προτιμότερο να υπάρχει ένας σύνθετος μηχανισμός αναζήτησης, ο οποίος με βάση τα διαθέσιμα αρχειακά αντικείμενα και τα μεταδεδομένα θα μπορεί να παράγει ad hoc κάθε φορά ευρετήρια προσώπων, ανάλογα με τις παραμέτρους αναζήτησης που επιλέγει κάθε επισκέπτης.

Με τον χώρο «Άνθρωποι» κλείνει μια σειρά μουσειακών χώρων που έχουν έναν σαφή πραγματολογικό προσανατολισμό (χρόνος, χώρος, πρόσωπα). Στους δύο επόμενους χώρους, με τις επιγραφές «Βία» (αίθουσες: «Βασανιστήρια», «Απομόνωση» «Ψυχολογική Βία» «Θάνατοι», «Δηλώσεις Μετάνοιας») και «Προπαγάνδα» (αίθουσες: «προς τους κρατούμενους», «προς την κοινωνία», «αντιδράσεις-αποκαλύψεις»), μπαίνουμε στην παρουσίαση των μηχανισμών με τους οποίους η Μακρόνησος επεδίωκε τους βασικούς της στόχους και στις αντιδράσεις ανθρώπων και κοινωνικών ομάδων στη βία και την προπαγάνδα. Στην δημόσια σφαίρα και ιδίως στην αριστερή έχει χαραχτεί στη μνήμη η βία της Μακρονήσου. Ο Μακρονησιώτης Γιάννης Χοντζέας είχε γράψει κάπου πως «[ο]ταν μας μπαρκάρανε για το Μακρονήσι ξέραμε δυό πράγματα: Πως εκεί δύσκολα βαστάς. Είναι ζήτημα αν βαστάει το 1%. Και στο 1% περιλαμβάνονται πεθαμένοι, τρελοί, σακατεμένοι και μερικοί λίγο υγιείς». Η προπαγάνδα, εξίσου μνημειώδης, τόσο αυτή που αφορούσε στην εθνική διαπαιδαγώγηση των εξορίστων, όσο κι αυτή που αφορούσε στην κοινωνία ως προς τον «νέο Παρθενώνα». Ιδιαίτερα στις αίθουσες αυτών των χώρων αποδεικνύεται η μεγάλη σημασία των αρχικών συνθετικών κειμένων, τα οποία αναλαμβάνουν να ορίσουν τα φαινόμενα, για τα οποία παρουσιάζονται εκθέματα/τεκμήρια, να ορίσουν έτσι και την οπτική από την οποία ο επισκέπτης καλείται να δει τα εκθέματα. Πρόκειται για κείμενα αρκετά πυκνά σε πληροφορίες Και είναι αυτοί οι χώροι που ορίζουν τον χαρακτήρα του μουσείου των ΑΣΚΙ για την Μακρόνησο: δεν θα ήταν (μεγάλη) υπερβολή να πει κανείς ότι πρόκειται βασικά για το μουσείο που εκθέτει και τεκμηριώνει την βία στις ποικίλες της μορφές και την προπαγάνδα της Μακρονήσου.

Ο τελευταίος χώρος επιγράφεται με τον μάλλον αδιαφανή τίτλο «Ανθολογία» και περιλαμβάνει μία μόνη αίθουσα με τίτλο «Τέχνες», όπου συζητιούνται και εκτίθενται τεκμήρια που είναι ή αφορούν καλλιτεχνικές δημιουργίες Μακρονησιωτών ή νεώτερων καλλιτεχνών που δημιούργησαν έργα με αναφορά στη Μακρόνησο. Το εισαγωγικό κείμενο ακολουθείται από μια λίστα με καλλιτεχνικά έργα. Η προσθήκη ορισμένων βασικών πληροφοριών για τα έργα που απαριθμούνται απλώς με τον τίτλο τους θα ήταν μια αναγκαία προσθήκη κατά την γνώμη μας. Το να συμπαρατίθενται, για παράδειγμα, τα ντοκιμαντέρ «η Μακρόνησος» των Γιαννακάκη και Καραμπάτσου, με το «Η Ζωή στους Βράχους» της Δημητρίου και το «Σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας» του Ζισουά, έργα δηλαδή που έχουν σημαντικά διαφορετικές οπτικές, χωρίς καμία επεξήγηση, δεν βοηθάει τον επισκέπτη.

Στην αίθουσα αυτή γίνεται περισσότερο ίσως από αλλού προφανές ότι το ψηφιακό μουσείο της Μακρονήσου μπορεί να επεκταθεί με εκθέματα/τεκμήρια από άλλες πηγές εκτός των ΑΣΚΙ· θα είχε για παράδειγμα ενδιαφέρον, αν μπορεί να ξεπεραστεί ο σκόπελος των πνευματικών δικαιωμάτων, να φιλοξενηθούν στο μουσείο τα ίδια τα αναφερόμενα έργα. Σε κάθε περίπτωση ορισμένα βρίσκονται σε χώρους όπως το youtube και θα μπορούσαν να παρατίθενται υπό τη μορφή υπερσυνδέσμων.

Ο ιστότοπος δίνει δυνατότητα αναζήτησης σε πλήρες κείμενο (στους τίτλους των τεκμηρίων, τα μεταδεδομένα τους και τα συνοδευτικά κείμενα). Η αναζήτηση σε πλήρες κείμενο θα είχε προφανώς ιδιαίτερο νόημα αν τα κείμενα που περιέχονται στα τεκμήρια ήταν μηχαναναγνώσιμα. Σε αυτήν την περίπτωση αναζητώντας για την λέξη «πνοή» για παράδειγμα, αντί για την απουσία αποτελεσμάτων θα προέκυπτε ότι η λέξη χρησιμοποιείται δεκάδες ή και εκατοντάδες φορές στα εκτιθέμενα τεκμήρια, όπως για παράδειγμα στη δεύτερη στήλη του άρθρου «Η ἐξόρμησίς μας» του πρώτου φύλλου της εφημερίδας «Ἀναμόρφωσις». Προφανέστατα η εργασία που απαιτείται για να καταστούν τα αρχειακά υλικά μηχαναναγνώσιμα κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι και σίγουρα η συζήτηση (για τη σκοπιμότητα και το κόστος της εργασίας αυτής ξεπερνά τα όρια αυτής της κριτικής παρουσίασης. Μέσα σε αυτά τα όρια, ωστόσο, βρίσκεται κατά τη γνώμη μας η διαπίστωση ότι είναι πραγματικά κρίμα που το ψηφιακό μουσείο της Μακρονήσου δεν προσφέρει τη δυνατότητα σύνθετων αναζητήσεων με συνδυασμό κριτηρίων και χρήση κανονικών εκφράσεων (regular expressions). Μια τέτοια δυνατότητα θα μπορούσε πραγματικά να επιτρέψει στον καθένα επισκέπτη του μουσείου να δημιουργήσει και να ακολουθήσει τον δικό του δρόμο μέσα στο πολύ πλούσιο υλικό των κειμένων και των τεκμηρίων που εκτίθενται.

Το ψηφιακό μουσείο της Μακρονήσου παρουσιάστηκε με ουσιαστικό και πλούσιο τρόπο στο 13<sup>ο</sup> επεισόδιο της εκπομπής «Ιστορία στο Κόκκινο», όπου συνομίλησαν οι Τάσος Σακελλαρόπουλος και Στρατής Μπουρνάζος. Είναι σημαντικές ιδίως οι πληροφορίες που αφορούν το χρονικό εύρος του προγράμματος, τα ζητήματα ανανέωσης και εμπλουτισμού του εκτιθέμενου υλικού, καθώς και το ζήτημα των πόρων, ανθρώπινων, οικονομικών και χρονικών. Αυτές οι πληροφορίες επιτρέπουν στον επισκέπτη να διαμορφώσει έναν λογικό ορίζοντα προσδοκιών, να κατανοήσει ορισμένους από τους αντικειμενικούς περιορισμούς του προγράμματος, μέσα από το οποίο δημιουργήθηκε το μουσείο, αλλά και να φανταστεί πιθανές προοπτικές ανάπτυξής του. Για τους λόγους αυτούς θεωρούμε ότι αυτές οι πληροφορίες θα έπρεπε να εκτίθενται μαζί με το κείμενο «Γιατί η Μακρόνησος [7]», το οποίο τεκμηριώνει την ιστορική αναγκαιότητα του προγράμματος, στην είσοδο του ψηφιακού μουσείου.

Επιχειρήσαμε σε όλη την έκταση του κειμένου να παρουσιάσουμε το ψηφιακό Μουσείο της Μακρονήσου χρησιμοποιώντας μεταφορές που προέρχονται από τον χώρο των φυσικών μουσείων. Και, ενώ σε γενικές γραμμές αυτή η αναλογία μοιάζει να στέκει και το ψηφιακό Μουσείου της Μακρονήσου μπορεί όντως να λειτουργήσει ως μουσείο, μία κρίσιμη επιλογή – ή μάλλον η απουσία της – υπονομεύουν ως έναν βαθμό αυτήν τη δυνατότητα: σε κάθε αίθουσα εκτίθενται, από όσο μπορούμε να κρίνουμε, όλα τα υφιστάμενα εκθέματα/τεκμήρια και προστίθενται διαρκώς νέα. Χωρίς επιλογή. Αυτή η επιλογή της μη επιλογής ταιριάζει μάλλον στην παρουσίαση ενός ψηφιοποιημένου αρχείου παρά στην παρουσίαση εκθεμάτων σε ένα μουσείο. Είναι, προφανώς, γεγονός ότι το ψηφιακό μέσο κάνει σχετικά εύκολη την παρουσίαση μεγάλου όγκου υλικού. Είναι όμως επίσης γεγονός ότι ο επισκέπτης που θα βρεθεί αντιμέτωπος με τα 73 εκθέματα/τεκμήρια στην αίθουσα «Βασανιστήρια» θα περιέλθει πιθανότατα σε αμηχανία· η οποία εντείνεται, επειδή οι τίτλοι των εκθεμάτων, αυτό δηλαδή που βλέπει ο επισκέπτης καταρχήν για να επιλέξει σε ποιο έκθεμα θα σταθεί πραγματικά, δεν είναι πάντα χαρακτηριστικοί ή σαφείς για το τι είναι το έκθεμα. Η προσδοκία μας θα ήταν το ψηφιακό Μουσείο της Μακρονήσου να κάνει μια επιλογή, με όσο το δυνατόν πιο σαφή και ρητά κριτήρια, λίγων εκθεμάτων για κάθε αίθουσα, και να παρακινεί έτσι στον επισκέπτη να τα δει, να τα επισκεφτεί όλα. Προφανώς είναι δυνατόν, αν κάποιος επισκέπτης επιθυμεί, να έχει πρόσβαση στο σύνολο του υλικού. Θεωρούμε ότι μια τέτοια επιλογή, πέρα από τις πιθανώς ενδιαφέρουσες συζητήσεις που θα γεννούσε, προκειμένου να προκύψουν οι επιλογές, θα προκαλούσε τους επισκέπτες του μουσείου πραγματικά να επισκεφτούν τα εκθέματα.

Το ψηφιακό μουσείο της Μακρονήσου των ΑΣΚΙ κάνει ταυτόχρονα τρία πράγματα που θεωρούμε ότι είναι κρίσιμα:

Για τους λόγους είναι ένα πιλοτικό πρόγραμμα τόσο για την προβολή των αρχείων όσο και για τη δημιουργία ψηφιακών μουσείων στην Ελλάδα.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [8]

Υποσημειώσεις[+]