- Marginalia - https://marginalia.gr -

Εδώ έζησε – Η ιστορία μιας έξωσης. Ένα κόμικ για μεγάλους

Εδώ έζησε – Η ιστορία μιας έξωσης
Isaac Rosa, Cristina Bueno
Angelus Novus, 2017 | 264 σελίδες

Το «Εδώ έζησε – Η ιστορία μιας έξωσης» του Isaac Rosa και της Cristina Bueno (Εκδόσεις Angelus Novus, 2017, μετάφραση Κορίνα Βασιλοπούλου) είναι ένα ιδιαίτερο βιβλίο. Οι δύο Ισπανοί δημιουργοί του υπογράφουν μια ιστορία ενηλικίωσης ενός νεαρού κοριτσιού στην Ισπανία της εποχής του απόγειου της κρίσης κατοικίας, των μαζικών εξώσεων και των δραματικών επιπτώσεων που σημειώθηκαν στη ζωή ενός μεγάλου μέρους του πληθυσμού της χώρας. Οι συγγραφείς κάνουν την επιλογή της μορφής του κόμικ, επιλογή δύσκολη και ασυνήθιστη για μια ιστορία με έντονες κοινωνικές αναφορές, και δικαιώνονται απολύτως γι’ αυτή την επιλογή τους. Ο αναγνώστης μέσω της προσωπικής ιστορίας της μικρής ηρωίδας γνωρίζει, χωρίς ίχνος διδακτισμού και απόπειρας ωραιοποίησης, την πορεία που οδήγησε στον εγκλωβισμό εκατοντάδων χιλιάδων ιδιοκτητών / δανειοληπτών σε οικονομικά αδιέξοδα και στην απώλεια των σπιτιών τους, αλλά και που ταυτόχρονα βοήθησε πολλούς από αυτούς να αναστοχαστούν ό,τι έγινε, να αποβάλουν το αίσθημα της προσωπικής ενοχής για τη χρεωκοπία τους και να διεκδικήσουν συλλογικά τη στέγη όχι ως ατομική ιδιοκτησία αλλά ως κοινωνικό δικαίωμα.

Δυο λόγια για την υπόθεση που εξιστορείται στο βιβλίο: Η εξάχρονη Αλίθια μένει με τη μητέρα της σ’ ένα μικρό διαμέρισμα που αγόρασε η τελευταία με τη βοήθεια ενός στεγαστικού δανείου μετά τον χωρισμό της. Στη φαινομενικά ανέμελη ζωή τους εισβάλλει (κυριολεκτικά, όσο και) απρόσμενα μια γριά, πρώην κάτοικος του διαμερίσματος, που έχει βιώσει την τραυματική εμπειρία της έξωσης, και που το μυαλό της δεν μπορεί να χωνέψει την ιδέα ότι το διαμέρισμα αυτό δεν είναι πλέον «σπίτι της». Αν η ενηλικίωση συνδέεται με τη δημιουργία προσωπικών και φιλικών σχέσεων με άτομα έξω από το οικογενειακό (και το σχολικό) πλαίσιο, η ενηλικίωση της Αλίθια ξεκινά ακριβώς από αυτό το σημείο: Συνδέεται με τη γιαγιά-πρώην κάτοικο του σπιτιού, μέσα από τη δική της εμπειρία αντιλαμβάνεται την εύλογη συναισθηματική ταύτιση της ηλικιωμένης γυναίκας με το σπίτι στο οποίο έζησε, συμμερίζεται το συναισθηματικό κενό και την οδύνη που συνεπάγεται γι’ αυτήν η απώλεια του σπιτιού της, και πολύ φυσιολογικά (και ως ενήλικη πλέον…) στρέφεται κατά της μητέρας της για το γεγονός ότι αγόρασε μέσω πλειστηριασμού το διαμέρισμα, παραβλέποντας (λόγω και της δελεαστικής τιμής του…) ότι αυτό προερχόταν από τραπεζική κατάσχεση, δικαιώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο, έστω και συμβολικά, μια υφαρπαγή που στα μάτια της μικρής φαντάζει πλέον βαθιά ανήθικη και καταδικαστέα.

Στέκομαι ιδιαίτερα σ’ αυτό το σημείο της ιστορίας, επειδή θεωρώ ότι με αυτή την πρωτότυπη σύλληψη οι συγγραφείς αναδεικνύουν κάποιες σημαντικές όψεις του κοινωνικού φαινομένου: Γίνεται αρχικά ορατό πως και εδώ, δεν έχουν θέση οι εύκολοι μανιχαϊσμοί, πως σε πολλές περιπτώσεις τα θύματα της κοινωνικής κρίσης είναι δυνατόν σε κάποια άλλη στιγμή να λειτουργήσουν ως θύτες, αλλά και πως, από την άλλη, αυτό που απαιτείται δεν είναι μια ηθική καταδίκη, αλλά μια επίπονη εργασία ενίσχυσης της συλλογικής συνείδησης και της αίσθησης του αμοιβαίου κοινωνικού και συντροφικού χρέους. Εξ ίσου ενδιαφέρον είναι νομίζω το γεγονός ότι μέσω της αφήγησης αποδομείται η ιδέα του ενιαίου συμφέροντος που συνέχει την οικογένεια, (αλλά και την όποια φυλετική, θρησκευτική κ.ά. κοινότητα), αφού τα μέλη της, εμπνεόμενα από διαφορετικά σύνολα αξιών, οδηγούνται στην υιοθέτηση διαφορετικών στάσεων και διαφορετικών κοινωνικών πρακτικών που θέτουν σε δοκιμασία τους οικογενειακούς, φυλετικούς, θρησκευτικούς, κλπ. δεσμούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι συγγραφείς του «Εδώ έζησε» αποφεύγουν σταθερά να φιλοτεχνίσουν μια ειδυλλιακή εικόνα της ζωής και των επεισοδίων της «λαϊκής οικογένειας», προτιμώντας τη σαφώς πιο ρεαλιστική εικόνα της οικογένειας που είναι εκτεθειμένη στις κοινωνικές αντιθέσεις και τα μηνύματα που αυτές μεταφέρουν.

Τα παραπάνω στοιχεία νομίζω ότι συνηγορούν στην άποψη ότι το «Εδώ έζησε», παρά το γεγονός ότι αποτελεί ένα εμβληματικό έργο για την ισπανική στεγαστική κρίση και τις ειδικά ακραίες μορφές που προσέλαβε με τις μάχες που διεξήχθησαν πολύ συχνά για την αποτροπή των εξώσεων, διαθέτει κάποια στοιχεία οικουμενικότητας που υπερβαίνουν τόσο το συγκεκριμένο πλαίσιο της ισπανικής κρίσης, αλλά και συνολικά τις συνθήκες εκείνες που χαρακτήρισαν την κρίση στέγης ως μια καίρια όψη της δομικής κρίσης που έπληξε (και που σε μεγάλο βαθμό συνεχίζει να πλήττει) τον καπιταλιστικό κόσμο.

Το σύντομο αυτό σημείωμα θα ήθελα να το «εμπλουτίσω» με δυο προσωπικές σκέψεις που μου δημιουργήθηκαν με την ανάγνωση του βιβλίου, σε συνδυασμό βέβαια με όλη τη δημόσια συζήτηση που εκτυλίσσεται και στην Ελλάδα σχετικά με την εδώ στεγαστική κρίση, τα «κόκκινα» δάνεια και τους συνεχιζόμενους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας.

Η πρώτη σκέψη αφορά την ίδια την κατοικία ως ένα καπιταλιστικό εμπόρευμα με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πράγματι, μέσα από τις σελίδες του κόμικ αναδεικνύονται τα χαρακτηριστικά εκείνα που προσδίδουν στην κατοικία (ή τουλάχιστον στην εργατική-λαϊκή κατοικία) μια ιδιαίτερη θέση στο σύνολο της καπιταλιστικής παραγωγής εμπορευμάτων.

Πράγματι, η κατοικία ως χώρος προστασίας της «ιδιωτικής ζωής», αλλά και ως σημείο αναφοράς στην ένταξη του ατόμου σ’ ένα πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων «γειτονιάς», συνδέεται περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο αγαθό-εμπόρευμα με την ατομική και οικογενειακή-συλλογική μνήμη των ανθρώπων, τα βιώματα (ειδικά της παιδικής ηλικίας) που διαμορφώνουν αμετάκλητα την προσωπικότητά τους. Η παιδική μνήμη είναι στοιχειωμένη από γεγονότα (ευχάριστα ή τραυματικά) που εκτυλίσσονται μέσα στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού. Γι’ αυτό ακριβώς, η απώλεια της κατοικίας ως συνέπεια της πτώχευσης ενός νοικοκυριού, ιδίως όταν η απώλεια αυτή συνδυάζεται με την εφιαλτική εμπειρία της έξωσης, έχει ένα συναισθηματικό κόστος δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με την οικονομική αξία του σπιτιού ή του στεγαστικού δανείου. Το συναισθηματικό κόστος της απώλειας του σπιτιού δεν είναι καθόλου αμελητέο, ακόμα και στην «ιδανική» περίπτωση όπου το χρεωκοπημένο νοικοκυριό παραμένει στο σπίτι που περνάει στην κυριότητα της τράπεζας, καταβάλλοντας σ’ αυτήν ένα ενοίκιο, αφού η απώλεια της ιδιόκτητης κατοικίας, ειδικά για το πτωχευμένο νοικοκυριό, συνεπάγεται ένα έντονο αίσθημα ανασφάλειας και αποτυχίας. Μια από τις μεγάλες αρετές του βιβλίου των Ρόσα – Μπουένο είναι το ότι αναδεικνύουν με πολύ ευφυή τρόπο αυτή την ιδιαιτερότητα της (λαϊκής) κατοικίας ως εμπορεύματος, και τις αντίστοιχες συνέπειες της απώλειάς της.

Η δεύτερη σκέψη που πηγάζει από την ανάγνωση του «Εδώ έζησε» συνδέεται κάπως έμμεσα με το κείμενο του βιβλίου και αποτελεί περισσότερο λογική συνέχεια της πρώτης σκέψης. Αν λοιπόν η κατοικία είναι ένα τέτοιο εμπόρευμα με τις ιδιαιτερότητες που εκτέθηκαν προηγουμένως, σε σημείο που κάποιοι να θεωρούν ότι δεν θα έπρεπε να λογίζεται ως «εμπόρευμα» αλλά ως κοινωνικό αγαθό, τότε θα πρέπει να σκεφτούμε ότι και η χρηματοδότησή του δεν θα πρέπει να γίνεται με τους όρους με τους οποίους χρηματοδοτείται ένα οποιοδήποτε επιχειρηματικό σχέδιο.

Ας το εξηγήσουμε καλύτερα: Είναι γνωστό ότι η τεράστια ανάπτυξη της αγοράς κατοικίας στις αναπτυγμένες δυτικές χώρες από τη δεκαετία του 1960 και μετά, συνδέθηκε με την αλματώδη επέκταση των ιδιωτικών τραπεζών και του πιστωτικού τομέα. Για την απόκτηση ενός σπιτιού, ένας μέσος μισθωτός ήταν αναγκασμένος να συνάψει ένα τραπεζικό δάνειο η αποπληρωμή του οποίου εκτεινόταν σε ένα διάστημα είκοσι ή τριάντα ετών, ενίοτε και μεγαλύτερο. Είναι προφανές ότι οι κίνδυνοι εμφάνισης ενός «ατυχήματος» που θα δυσχεράνει, αν δεν απαγορεύει τελείως την αποπληρωμή του δανείου σε ένα τόσο μεγάλο διάστημα δεν είναι καθόλου αμελητέοι, ιδίως όταν μιλάμε για την εποχή της ρευστοποίησης των εργασιακών συμβολαίων, και της γενίκευσης της επισφάλειας. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η απόκτηση κατοικίας μέσω της πιστωτικής αγοράς και με τους κανόνες που τη διέπουν, ενέχει τον κίνδυνο ενός απρόβλεπτου συμβάντος που θα καταστήσει ανέφικτη την αποπληρωμή του δανείου και θα οδηγήσει τελικά στην απώλεια της κατοικίας με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τους δανειολήπτες. Υπ’ αυτή την έννοια, η απόκτηση κατοικίας με μακροχρόνια στεγαστικά δάνεια συνιστά μια μορφή «χρηματιστικοποίησης» της αγοράς ακινήτων, παρ’ όλον ότι συνήθως οι όροι του δανεισμού είναι δεδομένοι εκ των προτέρων (σταθερό επιτόκιο, κλπ.) και δεν συνδέονται με την αβεβαιότητα του χρηματιστηρίου.

Ποια θα μπορούσε να είναι μια κοινωνικά αποδεκτή απάντηση σ’ αυτή την αντίφαση; Πώς να συνδυαστεί η ανάγκη χρηματοδότησης της αγοράς στέγης σε ευρεία κλίμακα με τους κινδύνους που συνεπάγεται η σύναψη μακροχρόνιων στεγαστικών δανείων; Οι άστεγοι και οι «καταληψίες» του «Εδώ έζησε» μοιράζονται τις εμπειρίες τους, οργανώνουν τη συλλογική τους αντίσταση και ανιχνεύουν κάποιες πιθανές απαντήσεις και σ’ αυτό το ερώτημα. Το αίτημα της επαναφοράς της σχετικής σταθερότητας των συμβάσεων εργασίας, της καταπολέμησης της εργασιακής επισφάλειας και της αυθαίρετης μονομερούς περικοπής μισθών, συντάξεων, και κοινωνικών επιδομάτων είναι σίγουρα μια πρώτη προϋπόθεση.

 

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [1]