- Marginalia - https://marginalia.gr -

Ellen Meiksins Wood: μια εικονοκλάστρια του μαρξισμού

Στις 14/01/2021 κλείσαμε μια πενταετία από τον θάνατο μιας από τις σημαντικότερες φωνές του σύγχρονου ριζοσπαστισμού, της Ellen Meiksins Wood. Πολυγραφότατη, ευρυμαθής, και με μια ακόρεστη δίψα να αναστοχάζεται πάνω στα καίρια ερωτήματα των κοινωνικών επιστημών. Με αίσθηση καθήκοντος απέναντι στα συμφέροντα της εργατικής τάξης, η Meiksins Wood άφησε πίσω της μια τεράστια παρακαταθήκη έχοντας συνδέσει το όνομά της με επιδραστικά ρεύματα σκέψης και εξίσου σπουδαίους κοινωνικούς επιστήμονες που επανανοηματοδότησαν έννοιες και φαινόμενα που έως τότε γίνονταν αντιληπτά με τρόπους πολύ περιορισμένους κι ενίοτε αποπροσανατολιστικούς.


Τα πρώτα της χρόνια

Γεννημένη το 1942 στη Νέα Υόρκη, η ίδια της η καταγωγή προμήνυε πολλά για την πορεία που θα ακολουθούσε. Οι Εβραίοι γονείς της είχαν φύγει ένα χρόνο νωρίτερα από την γενέτειρα τους την Λετονία, κάτι που κατά πάσα πιθανότητα έσωσε τις ζωές τους.  Και οι δυο τους ήταν ενεργοί με το Εβραϊκό Σοσιαλιστικό κόμμα της χώρας τους, με αποτέλεσμα οι ριζοσπαστικές ιδέες να συντροφεύσουν την Meiksins Wood από τα νεανικά της ακόμα χρόνια. Επηρεασμένη ενδεχομένως από το κλίμα των εποχών, έκανε το προπτυχιακό της στις Σλαβικές Γλώσσες στο Berkeley. Γρήγορα όμως στράφηκε στις πολιτικές επιστήμες, όπου και έγραψε το διδακτορικό της, καταλήγοντας εν τέλει στο Toronto, όπου δίδαξε και πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της με τον εξίσου σπουδαίο Μαρξιστή ιστορικό των ιδεών και σύζυγό της, Neal Wood, επίσης σπουδαγμένο στο Berkeley.

Η ώριμη και ήδη διαμορφωμένη σκέψη του κατά 20 χρόνια γηραιότερου Wood, επηρέασε καθοριστικά την σύζυγό του, ανοίγοντας στην ίδια νέους ορίζοντες και καινούριες προβληματικές που συμπλήρωσαν το έως τότε έργο της. Πιο συγκεκριμένα, η δουλειά του πάνω στην πολιτική σκέψη των φιλοσόφων του κλασικού κόσμου, αλλά και στην λοκιανή απολογία του καπιταλισμού, προσέφεραν θεματικές και αναλύσεις που απασχόλησαν πολύ την Meiksins Wood στο μετέπειτα έργο της. Οι δύο τους συνέγραψαν δύο βιβλία πάνω στα ίδια θέματα, ενώ η ίδια λίγο πριν τον πρόωρο θάνατό της, εξέδωσε δύο τόμους που πραγματεύονταν την ιστορία της δυτικής πολιτικής σκέψης από την Αρχαία Ελλάδα έως τον Διαφωτισμό.

Ακόμα πιο ευτυχής ενδεχομένως ήταν η πολιτική της συνάντηση με έναν συνομήλικό της Αμερικανό ιστορικό, ο οποίος το 1976 με άρθρο που δημοσίευσε σε ιδιαίτερα νεαρή ηλικία στο πασίγνωστο περιοδικό των ιερών τεράτων του βρετανικού μαρξισμού “Past and Present”, αναμόχλευσε μια κουβέντα που κρατούσε επί δεκαετίες ανάμεσα σε συντάκτες του περιοδικού: αυτή της μετάβασης από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Σε αντίθεση με την κρατούσα άποψη ότι τον καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι έμποροι, το άρθρο αυτό έστρεφε την προσοχή μας στην αγροτική οικονομία της Νότιας και Νοτιοανατολικής Αγγλίας, και στο τριμερές σχήμα «γαιοκτήμονας – ένοικος/καπιταλιστής γης – εργάτες γης» το οποίο σε συνδυασμό με την ανάπτυξη μιας αγοράς γύρω από τα αγροτικά κτήματα, προκάλεσε μια σειρά εξελίξεων που διαμόρφωσαν τον καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό. Το όνομά του είναι Robert Brenner, και πολύ συχνά απαντάται πλάι σ’ αυτό της Meiksins Wood, με την οποία συνδιαμόρφωσαν μια σχολή σκέψης η οποία έως και σήμερα επιβιώνει υπό την αιγίδα νεότερων ακαδημαϊκών του Πανεπιστημίου του Sussex. Το όνομα της σχολής αυτής προήλθε από μια ειρωνεία της τύχης, όταν αποδέχτηκαν μετά χαράς την κριτική του Γάλλου ιστορικού Guy Bois, που διέκρινε αυτό το ρεύμα σκέψης από τον κλασικό μαρξισμό ο οποίος σύμφωνα με τον ίδιο βάζει στο επίκεντρό του την οικονομία. Αυτό που πρότειναν οι νεαροί Αμερικάνοι, σύμφωνα με τον Bois, ήταν ένας πολιτικός μαρξισμός.

Πολιτικός μαρξισμός και η εμφάνιση του καπιταλισμού

Σε τι ακριβώς όμως συνίσταται ο πολιτικός μαρξισμός; Η Meiksins Wood και ο Brenner, αγανακτισμένοι με το πνεύμα της εποχής τους που έρρεπε είτε προς μια μαρξιστική τελεολογία, είτε προς τον άτεγκτο στρουκτουραλισμό, αποφάσισαν να βάλουν την ιστορία στο επίκεντρο της ανάλυσής τους. Πιο συγκεκριμένα, εστίασαν στην ταξική πάλη (απ’ όπου και ο επιθετικός προσδιορισμός «Πολιτικός») αλλά και στα βιώματα των ανθρώπων της εκάστοτε εποχής. Ειδικά στο τελευταίο είναι εμφανείς οι επιρροές του E.P. Thompson, ενός ιστορικού στον οποίο η Meiksins Wood αναφέρεται συχνά με θαυμασμό, κι οι επιρροές του είναι έκδηλες στο έργο της. Σύμφωνα λοιπόν με την παραπάνω αντίληψη, η ιστορία δεν είναι προδιαγεγραμμένη, είναι αντιθέτως ένα αέναο πεδίο αντιπαραθέσεων όπου πρωταρχικό ρόλο παίζει η ταξική πάλη. Αυτή δεν διεξάγεται από μονολιθικά κι ομοιόμορφα ανεξαρτήτως γεωγραφικής περιοχής και εποχής μπλοκ. Αντιθέτως, αυτοί που δίνουν τους σκληρούς αγώνες πολύ συχνά και για την ίδια την επιβίωσή τους είναι απλοί άνθρωποι που διαμορφώνουν απόψεις, ιδέες, αξίες, συνήθειες, και πρακτικές μέσα από την καθημερινή τους εμπειρία, τα ίδια τους τα βιώματα, τα οποία φυσικά καθορίζονται σε σημαντικό βαθμό από τις εκάστοτε κοινωνικές σχέσεις παραγωγής με την ιδιαίτερη μορφή που εκείνες μπορεί να έχουν. Σε αντίθεση με σχήματα που λειτουργούν στο ιστορικό και κοινωνικό κενό, ο πολιτικός μαρξισμός αντιπροτείνει μια προσέγγιση που θέτει τον ανθρώπινο παράγοντα στο προσκήνιο. 

Η προφανής αντιπαραβολή, αυτή μεταξύ πολιτικού μαρξισμού και των θεωριών της μετανεωτερικότητας, όπου ο άκρατος ενδεχομενισμός συνιστά την δική τους απάντηση στον άγονο ντετερμινισμό, ήταν εύκολο να λυθεί. Η Meiksins Wood δεν διστάζει να απορρίψει συλλήβδην τις θεωρίες αυτές στην βάση της δικής τους, ιδιαίτερης α-ιστορικότητας. Τα ενδεχόμενα, σε αντίθεση με ό,τι υποστήριζαν οι οπαδοί των ντετερμινιστικών προσεγγίσεων, δεν είναι προδιαγεγραμμένα, είναι ωστόσο οριοθετημένα από την υλική πραγματικότητα που γεννά ο εκάστοτε κοινωνικός σχηματισμός. Η ιστορία ανοίγεται μπροστά μας ως δυνατότητα, χωρίς να μπορούμε να ξέρουμε πού θα καταλήξουμε, μιας κι αυτό θα αντανακλά τον ανά πάσα στιγμή ταξικό συσχετισμό ισχύος. Δεν μπορούμε όμως να καταλήξουμε οπουδήποτε, παραβιάζοντας κάθε κανόνα λογικής και αγνοώντας το σημείο εκκίνησής μας. Η κοινωνία στην οποία ζούμε παίζει καθοριστικό ρόλο στο πού θα φτάσουμε στο μέλλον, κι αυτό εκ των πραγμάτων ακυρώνει τον άκρατο ενδεχομενισμό που δεν λαμβάνει υπόψη του τις ιδιαιτερότητες της κάθε ιστορικής περιόδου. Αυτή η τοποθέτηση της Meiksins Wood και των πολιτικών μαρξιστών ήταν αναζωογονητική και έσωσε τον μαρξισμό από τα θεωρητικά αδιέξοδα στα οποία τον έφεραν οι πολιτικές αναγκαιότητες της ΕΣΣΔ, αποτρέποντάς τον παράλληλα από το να εκφυλιστεί στον μεταμαρξισμό του Laclau και της Mouffe, αποδεχόμενος την ενδεχομενικότητα η οποία κέρδιζε έδαφος την εποχή εκείνη.

Ωστόσο για να τεθεί η ιστορία και πάλι στο προσκήνιο, έπρεπε να ξεμπερδέψουμε με τις τελεολογικές στρεβλώσεις της μαρξιστικής ιστοριογραφίας. Για την μεγάλη Αμερικανίδα θεωρητικό, το πρόβλημα ήταν διττής φύσης. Από τη μία ήταν πολιτικό, καθώς η πεποίθηση πως η εμφάνιση του καπιταλισμού ήταν κατά κάποιον τρόπο προδιαγεγραμμένη, μας οδηγεί στο να αποδεχτούμε στην πράξη μια μορφή αιωνιότητας του καπιταλισμού, ως κάτι που υπήρχε σε λανθάνουσα κατάσταση στις προηγούμενες κοινωνίες, έτοιμο να ανοίξει τα φτερά του την στιγμή που θα αίρονταν όλα τα εμπόδια. Πράγματι, αν προεκτείνουμε αυτή την σκέψη εις το ιστορικό διηνεκές, τίποτα δε μας σταματά από το να καταλήξουμε ότι ο καπιταλισμός είναι ένα μάλλον «φυσικό» φαινόμενο, κάτι απόλυτα συμβατό (ή ακόμα και επιβαλλόμενο από) την ανθρώπινη φύση.

Οι πολιτικές προεκτάσεις αυτής της παραδοχής είναι εμφανείς, και σίγουρα θα σόκαραν ακόμα και τον πιο ένθερμο οπαδό ενός ντετερμινισμού μαρξιστικής απόχρωσης. Χωρίς η ίδια να αμφισβητεί το σχήμα «αρχαίος τρόπος παραγωγής →  φεουδαρχία →  καπιταλισμός», δεν βλέπει καμία τελεολογία εγγεγραμμένη σε αυτό. Η μετάβαση από τον έναν κοινωνικό σχηματισμό στον άλλο έχει συντελεστεί το δίχως άλλο, ωστόσο ούτε δεδομένη ήταν, ούτε απαραίτητη. Όπως θα δούμε παρακάτω, ούτε καν πέρασαν όλες οι κοινωνίες από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Σε μια τέτοια τελεολογική παραδοχή, ωστόσο, ελλοχεύει κι ένας ακόμα κίνδυνος, εξίσου σοβαρός με την μεταφυσικού τύπου υπεραπλούστευση που μόλις παραθέσαμε: Αυτός της ιστορίας δίχως υποκείμενα, της δράσης δίχως δρώντες. Αν όλα ήταν γραμμένα να συμβούν, τότε τι ρόλο παίζει ο άνθρωπος; Ακόμα περισσότερο, τι νόημα έχει να οργανωνόμαστε πολιτικά σήμερα; Αν ο σοσιαλισμός θα έρθει έτσι κι αλλιώς, γιατί τρώμε τα νιάτα μας σε πολιτικούς αγώνες αντί να απολαμβάνουμε ένα ποτήρι κρασί;

Από την άλλη, το πρόβλημα ήταν και μεθοδολογικό, μιας και έπασχε από μια πρωτοφανή έλλειψη ιστορικότητας, αναλωνόμενη σε ένα κυκλικό επιχείρημα. Στο ιδιαιτέρως λεπτό σημείο αυτό θα επανέλθουμε αργότερα με περισσότερες λεπτομέρειες. Είναι σημαντικό να παρατηρήσουμε ότι η Meiksins Wood δεν διέκρινε μεταξύ φιλελευθέρων και μαρξιστών ιστορικών και στοχαστών, καθώς με θλίψη παρατηρούσε την σύγκλισή τους σε μια αφήγηση σύμφωνα με την οποία ο καπιταλισμός υπήρχε σπερματικά εντός του φεουδαρχικού πλαισίου, αναμένοντας τις ευνοϊκές γι’ αυτόν συνθήκες ώστε να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει. Η άρση όλων των εμποδίων που έθετε ένα παρωχημένο πολιτικό σύστημα, και θεσμοί όπως η Εκκλησία, το εθιμικό ή κατακερματισμένο Δίκαιο, ή η κοινότητα του χωριού, σύμφωνα πάντα με την παραπάνω αφήγηση, άνοιγε επιτέλους τον δρόμο σε έναν καπιταλισμό που ως τότε ασφυκτιούσε στα στενά όρια των σημαντικών πόλεων του Μεσαίωνα. Σε συνδυασμό με την ανακάλυψη της Αμερικής και την επέκταση και πύκνωση των εμπορικών δικτύων, το αφήγημα συνεχίζει, ο καπιταλισμός μπόρεσε επιτέλους να εδραιωθεί, μεταξύ άλλων και χάρη στις επιτυχημένες αστικές επαναστάσεις. Η Meiksins Wood αφιερώνει σελίδες επί σελίδων στο να καταρρίψει αυτή την ανάλυση, την οποια θεωρεί εντελώς ασύμβατη με την ιστορική πραγματικότητα.

Όπως μας εξηγεί η ίδια, το προαναφερθέν μεθοδολογικό πρόβλημα έγκειται στο κυκλικό σχήμα που δημιουργεί η προσπάθεια να εξηγήσουμε κάτι του οποίου την ύπαρξη προϋποθέτουμε. Πώς μπορούμε, αλήθεια, να ανιχνεύσουμε την ανάδειξη του καπιταλισμού στους αιώνες που προηγήθηκαν όταν έχουμε προαποφασίσει την ανάδειξη αυτή και ψάχνουμε την επιβεβαίωσή της, τα σημάδια της, τα μηνύματα που άφησε στον επισκέπτη από το μέλλον, όταν «…προϋποθέτουμε αυτό ακριβώς που πρέπει να εξηγηθεί»; Η έξοδος από αυτόν τον φαύλο κύκλο βρίσκεται μόνο αν τον σπάσει κανείς, αρνούμενος να ρίξει μια ματιά στο παρελθόν μέσα από τα μάτια του μέλλοντος. Με άλλα λόγια, η απάντηση βρίσκεται στο να κλείσουμε προσωρινά τα μάτια στα μελλοντικά συμβάντα, στο να αποστασιοποιηθούμε από την σημερινή πραγματικότητα και να επιχειρήσουμε την βουτιά στον ιστορικό χρόνο μέχρι να φτάσουμε στις υπό μελέτη κοινωνίες. Οι χωρικοί, οι ευγενείς, οι έμποροι, οι κληρικοί, οι ζητιάνοι κι οι γυρολόγοι, οι τεχνίτες και μαθητές του ύστερου Μεσαίωνα δεν είχαν την παραμικρή ιδέα ότι κάποια στιγμή στο μέλλον οι ανθρώπινες κοινωνίες θα οργανώνονταν βάσει των καπιταλιστικών προσταγών και του αντίστοιχου πλέγματος κοινωνικών σχέσεων, πρακτικών, και κανόνων που αυτές οι προσταγές επιβάλλουν.

Αντί να αναζητούμε κάποιο master plan το οποίο θα έφερνε εις πέρας κάποια καπιταλιστική τάξη, ψήγματα καπιταλιστικού τύπου οικονομικής ορθολογικότητας, καθώς και καπιταλιστικές πρακτικές (πιο συγκεκριμένα το τρίπτυχο «συρρίκνωση κόστους, μεγιστοποίηση κέρδους, επανεπένδυση»), κι αντί να προβάλουμε στον Άγγλο χωρικό, τον Γάλλο ευγενή, τον Βενετσιάνο έμπορο, τρεις ανθρωπότυπους που διαμορφώθηκαν σε μεταγενέστερες καπιταλιστικές κοινωνίες, πρέπει αντιθέτως να τους δούμε ως αυτό που ήταν χωρίς να προϋποθέτουμε τίποτα. Άλλωστε όπως μας έχουν δείξει όλες οι μελέτες, η ιστορία δεν λειτουργεί με το πάτημα ενός κουμπιού, κι οι αλλαγές συντελούνται στον ιστορικό χρόνο κι επομένως είναι αργές, σταδιακές, και μη άμεσα παρατηρήσιμες. Αν αντί να διαβάσουμε το μέλλον πίσω στο παρελθόν αφοσιωθούμε στο να ερμηνεύσουμε και αναλύσουμε τις ενέργειες των ανθρώπων της εποχής, τότε και μόνο τότε θα έχουμε μια αληθινή αναπαράσταση των γεγονότων που ανέδειξαν το ιστορικό φαινόμενο που λέγεται καπιταλισμός. Παίρνοντας την σκυτάλη από τον Rodney Hilton, τον E.P. Thompson, και φυσικά τον Robert Brenner, η Meiksins Wood διασώζει την έννοια της ιστορικότητας και μαζί της την παρολίγον χαμένη τιμή της ίδιας της επιστήμης της Ιστορίας.

Ταυτόχρονα επέμενε και σε μια άλλη πτυχή της ιδιαιτερότητας του καπιταλισμού, αυτή της μοναδικής δυναμικής που τον διακρίνει και τον ωθεί αναπόδραστα στην αέναη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, μια τάση που όπως σημειώνει δεν απαντάται σε προηγούμενους κοινωνικούς σχηματισμούς. Σ’ αυτή την τρομακτική ικανότητα του Καπιταλισμού να αναπτύσσεται και να παράγει πλούτο, η Meiksins Wood εντοπίζει και τον παράγοντα που ευνόησε την «μετανάστευσή» του από το έως τότε φτωχό και ήσσονος πολιτικής και οικονομικής σημασίας νησί της Μεγάλης Βρετανίας και στην Ηπειρωτική Ευρώπη –περισσότερα γι’ αυτό στην επόμενη παράγραφο. Πράγματι, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των ιστορικών του καπιταλισμού, και υιοθετώντας την οξυδερκή ανάλυση του Brenner, η Meiksins Wood απορρίπτει τα διάφορα σχήματα που ήθελαν την ανάπτυξη καπιταλιστικών θυλάκων στις ιταλικές πόλεις-κράτη, στην Ολλανδική Δημοκρατία, και ειδικά στην Γαλλία ή την Ισπανική Αυτοκρατορία. Κάνοντας μια πολύ σημαντική διάκριση μεταξύ της αγοράς ως ευκαιρία, όπου κάποιος εισέρχεται με την ελπίδα να πλουτίσει ή να συμπληρώσει το εισόδημά του, και της αγοράς ως καταναγκασμό όπου κάποιος εισέρχεται διότι δεν μπορεί να εξασφαλίσει ούτε την ίδια του την αναπαραγωγή έξω από αυτή, τονίζει ότι η πρώτη απαντάται σε κάθε οργανωμένη ανθρώπινη κοινωνία, ενώ είναι η δεύτερη που όντως συνδέεται με, αν όχι και οριζει, τον καπιταλισμό. Ας δούμε όμως μια εναλλακτική πορεία εξόδου από την κρίση του φεουδαρχισμού, όπως η ίδια μας την παρουσιάζει.


Η πολιτική θεωρία της και οι στοχασμοί περί κράτους και Δημοκρατίας

Η μαθηματική της αυστηρότητα στην χρήση των ορισμών την φέρνει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση με τον Perry Anderson, του οποίου την τυπολογία υιοθετεί, όχι για να μιλήσει για το απολυταρχικό κράτος ως προπομπό του καπιταλισμού, αλλά ως μια εναλλακτική διέξοδο από την φεουδαρχία. Στο νέο status quo, το παλάτι αποσπά το πλεόνασμα εργασίας φορολογώντας τους σχετικά ανεξάρτητους αγρότες, και το μεταφέρει πληρώνοντας μισθούς σε γραφειοκράτες και αξιωματούχους. Οι σχετικές δυσκολίες των μη ευγενικής καταγωγής Γάλλων να καταλάβουν ολοένα και περισσότερες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, κι επομένως να αποσπούν το εργασιακό πλεόνασμα των υποτελών τάξεων, είναι για την Meiksins Wood η πραγματική ατμομηχανή της Γαλλικής Επανάστασης. Πράγματι, η τελευταία είναι αστική, υπό την έννοια ότι φέρνει στο προσκήνιο την αστική τάξη, αλλά δεν είναι καπιταλιστική. (Προσέχουμε την διάκριση μεταξύ αστών, επαγγελματιών δηλαδή των πόλεων: δικηγόροι, συμβολαιογράφοι, κλπ. και καπιταλιστών, διάκριση που συναντάμε και στον Wallerstein.) Απορρίπτοντας πλήρως την φιλελεύθερη πρόταση (που βρίσκουμε και στον νεαρό Μαρξ που ακόμα δεν είχε σπάσει τα δεσμά του με τον φιλελευθερισμό) περί της απελευθέρωσης του καπιταλισμού από τα δεσμά της απολυταρχίας μέσω της Γαλλικής Επανάστασης, η Meiksins Wood μας υπενθυμίζει ότι το θέμα δεν είναι πολιτικό, μιας απλής διαδοχής της μίας τάξης δηλαδή από την άλλη.

Ο Καπιταλισμός εν τέλει θα περάσει στην Ευρώπη ακριβώς εξαιτίας των τρομερών πιέσεων που ασκούσε στρατιωτικά και οικονομικά η πάμπλουτη, πλέον, Αγγλία, ειδικά κατά και έπειτα από τη Ναπολεόντεια περίοδο. Αυτή η αιρετική, πλην άκρως τεκμηριωμένη θέση, όπως γίνεται άμεσα αντιληπτό, έρχεται και προστίθεται σε μια ολοένα και αυξανόμενη βιβλιογραφία που αναστοχάζεται πάνω στην Γαλλική Επανάσταση κι επισημαίνει λάθη και βιαστικές ερμηνείες του παρελθόντος. (Δεσπόζουσα θέση κατέχουν οι μελέτες του πολιτικού μαρξιστή George Comninel). Σε πλήρη αντιστοιχία με την διάκριση που κάνει μεταξύ του αγγλικού και του γαλλικού κοινωνικού σχηματισμού, η Meiksins Wood τονίζει πως ο Διαφωτισμός και ο φιλελευθερισμός δεν αναπτύχθηκαν καταρχήν ως συνοδοιπόροι του καπιταλισμού, αλλά ως δυνάμεις αντίθεσης στον απολυταρχισμό. Στην πορεία προφανώς έλαβε χώρα αυτή η ιδιαίτερη όσμωση που επανευφηύρε κι επανανοηματοδότησε τον φιλελευθερισμό. Αντίστοιχη όσμωση παρατηρεί και μεταξύ των πολιτικών θεσμών του απολυταρχισμού, είτε γαλλικού είτε πρωσικού, και του καπιταλισμού, όπου τα ισχυρά συγκεντρωτικά κράτη ανέλαβαν να αναπτύξουν τον καπιταλισμό εντός των συνόρων τους. Έτσι, απορρίπτει όχι μόνο την ομοιόμορφη μετάβαση από την φεουδαρχία στον καπιταλισμό, αλλά και την ίδια την έννοια του νεωτερικού κράτους. Υπάρχουν πολλές τυπολογίες κρατών, επικρατέστερη των οποίων είναι αυτό το sui generis μόρφωμα όπου η απολυταρχική δομή συναντά τον καπιταλισμό και αφού τον αναπτύσσει, προσαρμόζεται πλήρως και υπηρετεί αυτόν ευλαβικά.

Η κοπιώδης και επίμονη προσπάθειά της να δώσει στον αναγνώστη να καταλάβει τις ιδιαιτερότητες της ανάπτυξης των διαφόρων μοντέλων καπιταλισμού γίνεται προφανής όσο διαβάζει κανείς τα βιβλία της. Η εννοιολογική της αυστηρότητα κι η έμφαση που δίνει στα διαφορετικά μονοπάτια που ακολούθησε η κάθε κοινωνία ωστόσο, απορρέουν από αυτή ακριβώς την υψηλή θέση που αποδίδει στην έννοια της ιστορικότητας. Αντί να γκρουπάρει βολικά κάθε διακριτή πορεία που ακολούθησαν οι χώρες κατά το πέρασμά τους στον καπιταλισμό, μιλώντας για μια κι ενιαία μορφή αυτού, για ένα κρατικό μοντέλο εντός αυτού, και για μια καπιταλιστική ιδεολογία που ακολούθησε κατά πόδας τις εξελίξεις αντανακλώντας τις, η Meiksins Wood μας καλεί να εξετάζουμε το κάθε τι στο ιδιαίτερο κοινωνικοϊστορικό του πλαίσιο. Έτσι κατανοούμε καλύτερα ακόμα και τις σημερινές διαφορές ανάμεσα στο ηπειρωτικό μοντέλο και το αγγλοσαξονικό, χωρίς να πέφτουμε σε ιδεαλιστικές παγίδες που δίνουν εξέχουσα θέση σε ιδεολογικά στοιχεία τα οποία μοιάζουν να κατέβηκαν από τον ουρανό και να μπόλιασαν τις σκέψεις των ανθρώπων.

Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι καθώς η μια προκείμενη φέρνει την άλλη, κι ακολουθώντας επαγωγικά τον συλλογισμό της Meiksins Wood, η πρότερη και συμβατική κατανόηση των ιστορικών εξελίξεων στην Ευρώπη της νεωτερικότητας δέχεται ένα πολύ ισχυρό χτύπημα. Φυσικά, τα επιχειρήματα της Meiksins Wood είναι πολύ πιο σύνθετα και εμπεριστατωμένα, και η εν τάχει παράθεσή τους αποτελεί μόνο μια εισαγωγή στον τρόπο σκέψης της. Ωστόσο το μόνο βέβαιο είναι πως είτε επιλέξει κανείς να αποδεχτεί ή οχι την ανάλυσή της, οφείλει να αναμετρηθεί με αυτή.

Για την Meiksins Wood ο αγώνας για τον σοσιαλισμό κι ο αγώνας για τη δημοκρατία ήταν το ένα και το αυτό. Κατέβαλε κοπιώδεις προσπάθειες να αποδομήσει ισχυρά ριζωμένες παρεξηγήσεις, όπως για παράδειγμα αυτή που ήθελε σπουδαίους φιλοσόφους όπως ο Πλάτωνας κι ο Λοκ να εντάσσονται σε ένα γραμμικό σχήμα που οδήγησε στην φιλελεύθερη δημοκρατία. Όπως ένας προσεκτικός αναγνώστης θα περίμενε, η μελέτη της ιστορίας των ιδεών δεν γινόταν από Meiksins Wood με τον παραδοσιακό τρόπο, που ήθελε τις ιδέες αυτές να έχουν μεταλαμπαδευτεί στους στοχαστές με έναν τρόπο μεταφυσικό και α-ιστορικό. Η ίδια αρνούνταν πεισματικά να τις βγάλει από το πλαίσιο της εποχής τους, και προσπαθούσε να τις ερμηνεύσει και να τις νοηματοδοτήσει βάσει των ταξικών συσχετισμών της κοινωνίας του κάθε φιλοσόφου. Για να καταλάβουμε, για παράδειγμα, πως βλέπει ο Λοκ την έννοια της ιδιοκτησίας, δεν αρκεί να τον διαβάσουμε καλά, αυτόν και τους άλλους στοχαστές της Αγγλίας της πρώιμης νεωτερικότητας. Απαιτείται, αντιθέτως, να καταλάβουμε πρώτα και κύρια ποια ήταν τα επίδικα της ταξικής πάλης, ποιες οι επιταγές του κοινωνικού σχηματισμού, ποιες οι ανάγκες της τάξης του κάθε φιλοσόφου.

Ίσως η πιο ενδιαφέρουσα ωστόσο διαπίστωσή της να ήταν πως η δημοκρατία είναι ριζικά ασύμβατη με τον καπιταλισμό. Αυτός αποτελούσε τον μοναδικό σχηματισμό που λειτουργούσε πάνω στην βάση του διαχωρισμού της οικονομικής από την πολιτική σφαίρα (πιο συγκεκριμένα, μέσω του περάσματος πολιτικών λειτουργιών όπως ο έλεγχος κι η οργάνωση της παραγωγής απευθείας στην οικονομική σφαίρα.) Ενώ στην φεουδαρχία η απόσπαση του πλεονάσματος της εργασίας γινόταν υπό την, συνηθέστερα έμμεση, απειλή βίας και στις ασιατικές απολυταρχίες μέσω της φορολογίας και της πληρωμής μισθών σε αξιωματούχους, στον καπιταλισμό λαμβάνει χώρα την ίδια την στιγμή της παραγωγής και χωρίς να μεσολαβεί κανένας πολιτικός μηχανισμός, παρά μόνο σε συνθήκες ακραίας όξυνσης της ταξικής πάλης. Φυσικά το σχήμα αυτό αποτελεί έναν βεμπεριανό ιδεότυπο, αφού όπως σωστά έχει επισημάνει ο Wallerstein στην πλειοψηφία των καπιταλιστικών κοινωνιών, η απόσπαση του πλεονάσματος και ο διαμοιρασμός του στην άρχουσα τάξη γίνεται και με πολιτικά εργαλεία (π.χ. επιδοτήσεις, ανάληψη από το κράτος μέρους του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων, κλπ.).

Ωστόσο, η διαπίστωση της Meiksins Wood είναι ορθή ως γενικός κανόνας, κι εκεί πρέπει να σταθούμε αν θέλουμε να κατανοήσουμε την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής μας. Για να μας βοηθήσει να καταλάβουμε την ιδιαιτερότητα της δημοκρατίας εν καιρώ καπιταλισμού, την αντιπαραβάλλει με την αθηναϊκή δημοκρατία, όπου οι πολιτικές αποφάσεις ήταν ταυτόχρονα κι αυτομάτως και οικονομικές. Καθώς όπως μας εξηγεί, το κράτος, η Πόλις ήταν το κατεξοχήν όργανο οικειοποίησης του πλεονάσματος εργασίας, σε μια κοινωνία όπου η κυρίαρχη ταξική αντίθεση δεν ήταν αυτή μεταξύ αρχόντων και δούλων όπως πολλοί ισχυρίζονται, αλλά όπως τονίζει μεταξύ αριστοκρατών γαιοκτημόνων, κι ελεύθερων εργαζόμενων πολιτών. Προκύπτει λοιπόν ότι η σύγχρονη καπιταλιστική δημοκρατία λαμβάνει πολιτικές αποφάσεις που δεν μπορούν να θίξουν στον πυρήνα του τον καπιταλισμό, κάτι που χάριν αστεϊσμού θα λέγαμε ότι αποδεικνύει κι επιστημονικά τον γνωστό αφορισμό «Αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν το σύστημα, θα ήταν παράνομες.»

Έτσι, ο καπιταλισμός παρά την άκρως εκμεταλλευτική του φύση προσφέρει απλόχερα την δυνατότητα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι ακόμα και στους ίδιους τους εκμεταλλευόμενους, ακριβώς επειδή το παιχνίδι παίζεται στην σφαίρα της παραγωγής κι όχι σε αυτήν της υψηλής πολιτικής (δηλαδή στο κοινοβούλιο ή σε άλλα πολιτικά σώματα). Πιο συγκεκριμένα, σχεδόν το σύνολο της δυτικής νεωτερικής πολιτικής σκέψης εξαντλείται στο να κουβεντιάζει ποιος θα έπρεπε να συμμετέχει στη νομή της πολιτικής εξουσίας, ενώ ήταν σαφές ότι αυτή από μόνη της είναι κενή περιεχομένου. Αν πέτυχε κάτι στον απόλυτο βαθμό ο καπιταλισμός, αυτό για την Meiksins Wood ήταν το να κρύψει τον βαθιά πολιτικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης κι επομένως να την καταστήσει σχεδόν φυσιολογική και αυτονόητη.



Η Meiksins Wood στην εποχή της

Η συνεισφορά της αυτή έρχεται σε μια εποχή που η σοσιαλδημοκρατία, αν και ήδη έπνεε τα λοίσθια, είχε θέσει νέες προβληματικές στους ριζοσπάστες διανοούμενους. Αν η εργατική τάξη καταλάβει το κράτος, ήταν το ερώτημα, μήπως μπορεί να μετασχηματίσει το σύστημα προς όφελός της; Ή μήπως αυτό που ισχύει είναι πως το καπιταλιστικό κράτος θα διατηρεί για πάντα τον χαρακτήρα του, ασχέτως της προέλευσης των κυβερνητών; Η Meiksins Wood δίνει την δική της ιστορική ματιά σε μια κουβέντα που έφτασε στο αποκορύφωμά της με το debate μεταξύ Ralph Miliband και Νίκου Πουλαντζά. Το ζήτημα του κράτους δεν έπαψε να την απασχολεί ούτε με το πέρασμα στη νέα εποχή και τις χιλιαστικές εξαγγελίες περί της συντριβής του υπό την πίεση της παγκοσμιοποίησης. Για εκείνη ο καπιταλισμός δεν γίνεται να νοηθεί χωρίς ένα αρκούντως ισχυρό έθνος-κράτος. Πρώτα και κύρια ακριβώς επειδή η διάκριση οικονομίας από πολιτική απαιτεί την ύπαρξη τόσο ενός μηχανισμού που θα παρέχει δημόσια τάξη, όσο και μιας μηχανής που θα ανοίγει νέες αγορές όταν η συσσώρευση κεφαλαίου φτάσει σε ένα τέλμα. Ακόμα περισσότερο, είναι απαραίτητη η ανισομέρεια της ανάπτυξης κι ο παγκόσμιος καταμερισμός εργασίας, ο οποίος εξυπηρετείται καλύτερα μέσω της ύπαρξης ενός συμπλέγματος κρατών.

Όντας απόλυτα ταγμένη στην υπηρεσία του βασικού στόχου, του σοσιαλιστικού εγχειρήματος όπως θα έλεγε κι εκείνη, πολλά κείμενά της είχαν επίκαιρο χαρακτήρα και μοναδικό τους σκοπό να δώσουν μια μάχη, μάλλον οπισθοφυλακής, απέναντι στον εκφυλισμό των σοσιαλιστικών αξιών. Έχει προαναφερθεί η αντίθεσή της στην στροφή που πήρε η ριζοσπαστική αριστερά από τα χρόνια της νιότης της κι έπειτα. Η ίδια παρατηρούσε μια σταδιακή μετακύλιση από τους ταξικούς αγώνες για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού με υποκείμενο την εργατική τάξη, αρχικά σε ένα ελιτίστικο σχήμα το οποίο ορίζει συμβολικά το έργο του Marcuse, όπου τον αγώνα αυτό τον αναλάμβαναν οι διανοούμενοι, καθώς οι εργάτες είχαν αφομοιωθεί μέσω του καταναλωτισμού, κι έπειτα σε σχήματα που αρχής γενομένης από τον Μάη του ‘68, έβγαζαν τόσο το σοσιαλιστικό πρόταγμα, όσο και τους ταξικούς αγώνες από τον πυρήνα τους. Όπως φυσικά παρατηρούσε η ίδια με οξυδέρκεια, αυτοί που πραγματικά είχαν αφομοιωθεί ήταν όσοι εξέφραζαν τέτοιες απόψεις, έχοντας επαναπαυθεί στην υλική αφθονία που εξασφάλιζε στους δυτικούς η χρυσή τριακονταετία του καπιταλισμού από το 1945 ως το 1973.

Ωστόσο αυτό ήταν μόνο η αρχή. Με θλίψη παρατηρούσε στα επόμενα χρόνια που ο καπιταλισμός ξανάδειχνε το πραγματικό του πρόσωπο την σύγκλιση του μεταμαρξισμού και του μεταμοντερνισμού, και την δημιουργία ενός αμαλγάματός τους. Αυτό αποδεχόταν πλήρως τον καπιταλισμό, τον κατακερματισμό του ατόμου σε παράλληλες ταυτότητες, τα πολλαπλά αγωνιστικά υποκείμενα που καλούνται να βρουν μια ανύπαρκτη συγκολλητική ουσία εν όψει κοινών αγώνων, την αδιαφορία για την μελέτη των υλικών συνθηκών και των βιωμένων εμπειριών των ανθρώπων, και την πρωτοκαθεδρία της γλώσσας και της, αποκομμένης από την κοινωνική πραγματικότητα, ιδεολογίας.

Αυτή η Νέα Αριστερά, όπως ονομάστηκε, ήταν για την Meiksins Wood μια ξεδοντιασμένη, αν όχι και ενσωματωμένη, φωνή αντίστασης. Έχοντας αφαιρέσει το οικονομικό και το πολιτικό κομμάτι από την ατζέντα της, έχοντας περιθωριοποιήσει τους εργάτες, κι έχοντας διατυμπανήσει ότι η κοινωνική πραγματικότητα κατασκευάζεται από την ιδεολογία, έπαψε οριστικά να μιλάει για σοσιαλισμό ή αν ακόμα το κάνει, τότε αυτός έχει απογυμνωθεί από κάθε ουσιαστικό του νόημα. Συνδετικός κρίκος μεταξύ του πρώτου μεταπολεμικού αναθεωρητισμού και της σύγχρονης μεταμοντέρνας αριστεράς είναι για την ίδια ο στρουκτουραλισμός κι ο ευρωκομμουνισμός και, σε μικρότερο βαθμό λόγω της περιορισμένης απήχησής του, ο δυτικός μαοϊσμός. Απέναντι σ’ αυτό που ονόμαζε ειρωνικά «Νέο Αληθινό Σοσιαλισμό» η ίδια προέτασσε έναν συνεπή αντικαπιταλισμό αγώνα υπό την καθοδήγηση της εργατικής τάξης, ως το μόνο πολιτικό υποκείμενο που έχει γνήσιο συμφέρον την ανατροπή του παρόντος κοινωνικού σχηματισμού. Μόνο τότε θα ανοίξει ο δρόμος και για την άρση των υπόλοιπων κοινωνικών ανισοτήτων και αδικιών, και για την οικοδόμηση μιας πραγματικά δημοκρατικής κοινωνίας.

Η Meiksins Wood ήταν το δίχως άλλο προϊόν της εποχής της. Ανήκοντας στην τελευταία γενιά του 20ού αιώνα που παρήγαγε μαζικά μαρξιστές διανοούμενους, μοιραία ήρθε σε επαφή και αντιπαράθεση με κορυφαίους θεωρητικούς του αιώνα που μας πέρασε. Στα έργα της γίνεται συνεχώς αναφορά, είτε για να στηρίξει τα επιχειρήματά της είτε για να στρέψει τα βέλη της προς θέσεις με τις οποίες διαφωνεί, σε μελετητές όπως ο E.P. Thompson, ο Perry Anderson, ο Louis Althusser, ο C.A. Cohen, ο Νίκος Πουλαντζάς, και πολλοί άλλοι. Ωστόσο σε αντίθεση με αυτούς, το έργο της είναι ελάχιστα γνωστό στην χώρα μας, μεταξύ άλλων και γιατί στα ελληνικά έχουν μεταφραστεί μόνο δύο έργα της, εκ των οποίων το ένα είναι μάλλον δυσεύρετο, ενώ το άλλο είναι ήσσονος σημασίας. Παρόλα αυτά η μελέτη του έργου της φαντάζει ολοένα και πιο επίκαιρη καθώς οι βεβαιότητες του παρελθόντος γίνονται «σκόνη στον άνεμο» όπως θα έλεγαν και στην μητρική της γλώσσα, ενώ οι πολύ σύνθετες σχέσεις μεταξύ καπιταλισμού, κράτους, ιδεολογίας, και πολιτικών υποκειμένων που θα ξανακαταστούν κομβικές μετά από δεκαετίες όπου πέρασαν στο προσκήνιο, οφείλουν να ιδωθούν μεταξύ άλλων και μέσα από το εικονοκλαστικό της πρίσμα.


Το κείμενο επιμελήθηκαν η Κλεονίκη Αλεξοπούλου [1] και η Δήμητρα Αλιφιεράκη [2]

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [3]