- Marginalia - https://marginalia.gr -

Φωτο-ζουρνάλ #02

Αυτό το μήνα, ένας δημοσιογράφος, ένας ιστορικός και μία ανθρωπολόγος μιλούν με αφορμή μία από τις πρώτες φωτογραφίες που απεικονίζουν επιζώντες των γερμανικών στρατοπέδων εξόντωσης. Οι περισσότεροι άνθρωποι στη Δύση όταν φαντάζονται τα ναζιστικά στρατόπεδα σκέφτονται την εμβληματική εικόνα της πύλης του Άουσβιτς και τις σωρούς των νεκρών στο Νταχάου. Στη Σοβιετική Ένωση, όμως, οι πρώτες φωτογραφίες ήρθαν από το στρατόπεδο Μαϊντάνεκ και ήταν εικόνες απόλυτης καταστροφής. Στις 12 Αυγούστου του 1944, η Izvestiia δημοσιεύει πρωτοσέλιδο ένα τρίπτυχο που έμελε να γίνει εμβληματικό στη σοβιετική εικονογραφία των ναζιστικών εγκλημάτων: ένας σωρός παπουτσιών, ένας σωρός από δοχεία αερίου Zyklon-B, ένας σωρός πτωμάτων. Τέτοιες εικόνες κατέκλυσαν για μήνες το σοβιετικό τύπο. Όταν ο Vladimir Yudin μπήκε με τον Κόκκινο Στρατό στο Άουσβιτς, στις 27 Γενάρη του 1945, είχε ήδη τραβήξει χιλιόμετρα φιλμ με αντίστοιχη θεματολογία. Αυτό που βρήκε εκεί, όμως, ήταν εντελώς καινούργιο: σχεδόν 7,000 επιζώντες.

Eπιζών ψάχνει για γυαλιά, Άουσβιτς-Μπίρκεναου, 1945. (Vladimir Yudin/Tass)

Αλέξης Οικονομίδης

Στέκεται ακριβώς στο όριο. Πίσω του, το Lager, το Στρατόπεδο. Η ακραία εμπειρία της μαζικής αποανθρωποποίησης του ανθρώπου. Ο χώρος όπου χάθηκαν, μέσα του και γύρω του, τα τελευταία ίχνη του πολιτισμού, όπου εκμηδενίστηκε η ίδια η υπόστασή του, όπου αλλοιώθηκε και μεταλλάχθηκε σε κάτι άλλο, απροσδιόριστο, κάποιοι το είπαν μη ανθρώπινο, δεν ξέρω αν είναι έτσι, μπορεί να πρόκειται απλώς για τις όψεις της ανθρώπινης φύσης που πρώτες καλύπτει, χωρίς όμως να εξαλείφει, ο πολιτισμός. «Ένας κόσμος νεκρών και φαντασμάτων» – έτσι τον είπε ο Primo Levi, εκείνος ο μικρόσωμος Ιταλός χημικός που τον συνέλαβαν καθώς προσπαθούσε να οργανώσει μια ένοπλη ομάδα στα βουνά και τον έστειλαν εδώ με άλλους εξακόσιους πενήντα. Μόνον εκείνος επέζησε μαζί με άλλους δύο, ο άνθρωπος της φωτογραφίας μπορεί να τον είχε γνωρίσει αν κρατήθηκε κι αυτός στο Auschwitz III Monowitz, το λεγόμενο Buna.

Και μπροστά του …, τι ακριβώς; Η απέραντη μοναξιά του επιζώντος, που σύντομα θα συνειδητοποιήσει ότι έχει αφήσει πίσω του, στο Lager, όλους τους συγγενείς, τους φίλους, τους οικείους. Και οι ενοχές του επιζώντος: Γιατί χάθηκαν εκείνοι και επέζησα εγώ; Τι κακό έκαναν εκείνοι και τι λάθος εγώ; Η αγνώριστη πια, αδιάφορη και εχθρική πόλη, το κατειλημμένο σπίτι, η διαλυμένη κοινότητα. Υπάρχουν μόνον οι λίγοι που γλύτωσαν κρυμμένοι, οι λίγοι που βγήκαν στο βουνό με τους αντάρτες, οι λίγοι που επέζησαν από τα στρατόπεδα. Οι συναγωγές δεν υπάρχουν πια και οι πλάκες του αρχαίου νεκροταφείου έχουν γίνει πεζοδρόμια, δημόσια κτήρια, χριστιανικές εκκλησίες. Ίσως μια νέα πατρίδα, στην Παλαιστίνη ή τη Νέα Υόρκη, με την προσδοκία ότι μπορεί εκεί να κάνει μια νέα αρχή ή με την ελπίδα, έστω, ότι οι εφιάλτες δεν θα τον ακολουθήσουν τόσο μακριά.

Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι επιζώντες βιάστηκαν να παντρευτούν, να φτιάξουν οικογένεια, να ξαναφτιάξουν το σπιτικό που έχασαν. Στα παιδιά τους έδωσαν κατά κανόνα τα ονόματα χαμένων συγγενών, έτσι που προεκτείνοντας τη γενεαλογική γραμμή προς το μέλλον, να την αποκαθιστούν και προς το παρελθόν. Να ενώνουν τα κομμένα κομμάτια της, να γεφυρώνουν τα χάσματά της. Και στα απομεινάρια των οικογενειών εντάχθηκαν ηλικιωμένοι που επέζησαν και που, ως «θείοι» και «θείες» πια, ανέλαβαν να καλύψουν την απουσία παππούδων και γιαγιάδων. Μια διαρκής, απεγνωσμένη προσπάθεια να ξαναγίνουν «κανονικοί», να περιληφθούν κι αυτοί στη νέα κανονικότητα της μεταπολεμικής ζωής, από την οποία, ωστόσο, ήταν στην πραγματικότητα αποκλεισμένοι, σημαδεμένοι για πάντα από τη σφραγίδα του Lager. «Ήξερα μια κυρία», διηγείται η Ρίκα Μπενβενίστε, «που μετά το στρατόπεδο δεν φόρεσε ποτέ της ριγέ»…

Ο άνθρωπος της φωτογραφίας στέκεται ακριβώς στο όριο, προσπαθώντας να διακρίνει θολά, μέσα από τα ξένα ματογυάλια, τον κόσμο που έρχεται μετά τη δραματικότερη τομή της ανθρώπινης Ιστορίας. Γι’ αυτόν τον κόσμο θα πουν αργότερα πως, αφού υπήρξε το Auschwitz, δεν μπορεί πια να περιλαμβάνει, στη διανοητική και ηθική του συγκρότηση, κανέναν θεό. Πως, αφού υπήρξε το Auschwitz, δεν μπορεί να περιλαμβάνει ούτε ποιήματα – «θα είναι βαρβαρότητα να γράφει κανείς ποίηση», θα πει ο Adorno. Το πιο σκληρό ωστόσο, το πιο απειλητικό, τρομερό στη λιτότητά του, το είπε, νομίζω, πάλι ο Primo Levi: Αυτός ο κόσμος ο καινούργιος, ο μεταπολεμικός, ο κτισμένος πάνω στο «ποτέ πια», μπορεί πάντως να περιλαμβάνει ένα νέο Auschwitz. Γιατί, πολύ απλά, «αφού συνέβη, μπορεί να ξανασυμβεί».


Ιάσονας Χανδρινός

Ο σωρός με τα ματογυάλια που φωτογράφισε ο Vladimir Yudin υπήρξε πάντοτε για μένα το πιο δύσκολο κομμάτι της ξενάγησης. Εδώ και έξι σχεδόν δεκαετίες βρίσκεται στο Μπλοκ 5, ένα από τα πέντε μπλοκ που σήμερα στεγάζουν τη μόνιμη μουσειακή έκθεση. Ο χώρος επιγράφεται «πειστήρια εγκλημάτων» (Evidence of crime) και φιλοξενεί μια επιλογή από αντικείμενα των δολοφονημένων: Εκτός από τα γυαλιά, εκτίθενται σε ειδικές προθήκες μαγειρικά σκεύη, βαλίτσες, ταλίτ – τα μεγάλα κεφαλομάντηλα των ορθόδοξων Εβραίων–, παπούτσια, προσθετικά μέλη, βούρτσες, βαφές παπουτσιών και μαλλιά. Η τεράστια βιτρίνα με το βουνό από μαλλιά, ο μόνος χώρος στον οποίο απαγορεύεται αυστηρά η φωτογράφηση για λόγους σεβασμού, πλαισιώνεται από τη συνοδευτική πληροφορία, πως χάρη στις χημικές αναλύσεις που έκαναν οι Σοβιετικοί στους εκατοντάδες σάκους γεμάτους μαλλιά που βρέθηκαν στοιβαγμένοι στο έρημο στρατόπεδο τον Ιανουάριο του 1945, άρχισε να ξεδιπλώνεται το μυστικό των θαλάμων αερίων και της μαζικής δηλητηρίασης με το Zyklon B, η αποκωδικοποίηση του μαζικού εγκλήματος.

Η περιδιάβαση εδώ σε παίρνει μακριά από την αμερικάνικη μουσειακή λογική – τον βομβαρδισμό από οπτικά ερεθίσματα που εκβιάζουν τη συγκίνηση. Νιώθεις πως δε βρίσκεσαι καν σε μουσείο αλλά σε ένα τεράστιο μουσείο εγκληματολογίας. Και αυτό που βλέπεις δεν είναι μια απλή παράθεση των υλικών καταλοίπων του χρόνου, αλλά ο απροσχημάτισμος, ανελέητος τρόπος αφηγηματοποίησης του ανείπωτου. Το σοκ του Μπλοκ 5 σε κάνει πλουσιότερο. Στη συνέχεια της ξενάγησης μαθαίνεις για τις δεκαετίες επιφανειακών ανασκαφών στο στρατόπεδο, ευλαβικές τομές στη γη σε χαμηλό βάθος, σε μια έκταση ίση με 150 γήπεδα ποδοσφαίρου που συντηρούν την αρχαιολογία του τρόμου. Σκέφτεσαι τις ατέλειωτες ουρές των ανθρώπων που έφταναν εδώ από κάθε γωνιά της Ευρώπης κουβαλώντας χαρτοφύλακες, βαλίτσες, εσώρουχα, παλτά, χρυσαφικά και κοσμήματα, ρολόγια, παράσημα από παλιούς πολέμους. Μπαίνοντας στο Effektenlager είχαν στις τσέπες τους ταυτότητες, επιστολές, φωτογραφίες, συνταγές μαγειρικές, ληξιαρχικές πράξεις γάμου, προικοσύμφωνα, παρτιτούρες. Καθημερινά σχεδόν οι δολοφόνοι συγκέντρωναν τα αντικείμενα της σκύλευσης νεκρών και της λεηλασίας των ζωντανών, βουνά ολόκληρα, στον «Καναδά», όπως ονόμαζε η αργκώ του στρατοπέδου το συγκρότημα με τις ξύλινες παράγκες στην περιοχή των κρεματορίων, συσχετίζοντας τη μακάβρια δουλειά της διαλογής της λείας των Ες-Ες, με την εντύπωση της τότε ανθρωπότητας για το ποιο ήταν το πλουσιότερο μέρος στον πλανήτη. Αυτά τα υλικά στέλνονταν μαζικά στη Γερμανία για επαναχρήση διαδικασία που μέχρι σήμερα δίνει τροφή σε κάποιες από τις πιο ανθεκτικές φήμες γύρω από το μαζικό έγκλημα, λ.χ. το σαπούνι από το λίπος των ανθρώπων. Και κανείς δε μπορεί να διαψεύσει μέχρι σήμερα τον ισχυρισμό των επιζώντων, πως γνώριζαν ήδη από τότε, ότι τα μαλλιά τους προορίζονταν να γίνουν μαξιλαράκια στα καθίσματα των Γερμανών πιλότων της Λουφτβάφφε.

Στο πρώην ναζιστικό στρατόπεδο εξόντωσης και νυν θησαυροφυλάκιο της μνήμης του κόσμου, Άουσβιτς-Μπίρκεναου η εισαγωγή της υλικής παραμέτρου στη διαλεκτική μνήμης και λήθης είναι κάτι παραπάνω από μνημονική στρατηγική. Είναι ένα στοίχημα ακύρωσης της φθοροποιητικής επίδρασης του χρόνου. Η ταλαιπωρημένη έννοια της αυθεντικότητας εδώ αποκτά μια στοχαστική κυριολεξία. Ό,τι χάθηκε εδώ, πρέπει με κάποιο τρόπο να συνεχίσει να ζει για πάντα. Ό,τι ίχνος άφησε πίσω του όποιος δεν επιβίωσε θα πρέπει να γίνει κτήμα των μελλοντικών γενεών. Ό,τι μπορεί να χρησιμεύσει ως evidence, από το πιο ταπεινό αντικείμενο ως το πιο αποκαλυπτικό έγγραφο, πρέπει να διασωθεί και να εκτεθεί, αιώνια βουβό επιχείρημα απέναντι σε κάθε αρνητές ή υμνητές των πολέμων και των γενοκτονιών. Στο μεγαλύτερο νεκροταφείο της ανθρωπότητας, το Άουσβιτς-Μπίρκεναου, δεν υπάρχουν κόκκαλα για να δεξιωθούν το πένθος. Υπάρχουν όμως οι κοκκάλινοι σκελετοί των γυαλιών.


Ελεάνα Γιαλούρη

Eκείνοι που δεν επέζησαν εκείνης της εμπειρίας, δεν έμαθαν ποτέ περί τίνος επρόκειτο, εκείνοι που τη βίωσαν δεν θα την πουν ποτέ, ποτέ εντελώς.
Τζιόρτζιο Αγκάμπεν

Φωτογραφία από το Άουσβιτς, μετά την απελευθέρωση από τους Σοβιετικούς και μία από τις πρώτες (και ελάχιστες) φωτογραφίες που απεικονίζουν επιζώντες. Ο φωτογράφος, και ο ίδιος Εβραίος.

Εικόνα που διακρίνεται από αμφισημίες και αντιθέσεις, παρόμοιες με αυτές στις οποίες αναφέρεται· προκαλεί αμηχανία και σαστίζει, καθώς στέκει σε αυτό ακριβώς το όριο ανάμεσα στην εμπειρία και την μερικότητα της αφήγησης, ανάμεσα σε αυτό που ο Barthes αποκαλεί studium (το προφανές, το συνειδητό, το περιγραφικό), και punctum (το υποκειμενικό, το εμπειρικό, το απρόσμενο), ανάμεσα στο τεκμήριο του συμβάντος και το ανείπωτο της βίωσής του.

Εδώ συλλαμβάνεται και αποτυπώνεται η χρονική στιγμή εκείνη όταν η υποκειμενικότητα έρχεται αντιμέτωπη με την «κοινοτοπία του κακού» (Χάνα Άρεντ), η οποία συνοψίζεται εδώ στην κοινοτoπία ενός σωρού από γυαλιά όρασης, που στην πρώτη ματιά μοιάζουν με οστά σε ανοιχτό τάφο (ή μήπως μαζικά παραγόμενα αντικείμενα σε χωματερή;) και δημιουργούν μια διερώτηση (ή ένα ειρωνικό σχόλιο;) για το όριο ανάμεσα στην ηθική και την αναγκαιότητα, το κειμήλιο και το καθημερινό ή/και το χρηστικό, το ατομικό και το συλλογικό, το υποκείμενο και το αντικείμενο, την απουσία και την παρουσία, τη ζωή και το θάνατο.

Έχοντας υποστεί την ταπείνωση του σώματος και την εκμηδένιση της ανθρωπινότητας στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο επιζήσας ανασύρει μέσα από ένα σωρό αντικειμένων την υποκειμενικότητα του. Τα αντικείμενα αυτά δεν είναι απλώς «κτήματα» των εκλιπόντων, αλλά επεκτάσεις των σωμάτων τους, καθιστώντας τους οιονεί δωρητές οργάνων, συνεισφέροντες σε μια «δεύτερη ζωή» όπου συνυπάρχει το ανέλπιστο της επιβίωσης με την καχυποψία (γιατί/πώς αυτός επέζησε;), αλλά και η αντίσταση στη βιοεξουσία επάνω στον «άλλο».

Παραμένει το ερώτημα αν το αδιόρατο χαμόγελο του επιζώντα είναι απότοκο χαράς για τη διάσωσή του, σαλέματος του νου από όσα είδε και άκουσε, ή απλώς, ανακούφισης που βρήκε το κατάλληλο ζευγάρι γυαλιά.