- Marginalia - https://marginalia.gr -

«Γεννάτε, γιατί χανόμαστε…»: Σημειώσεις για μια γενεαλογία σωμάτων και (αντι)στάσεων στις βιοπολιτικές κοινωνίες του ελέγχου

Το φθινόπωρο του 2024, η Ελλάδα ξανάγινε θέμα δημόσιας συζήτησης –όχι για την ομορφιά της, αλλά για το δημογραφικό της σκοτάδι. Ο Ίλον Μασκ (Elon Musk), με μια ανάρτηση-καμπανάκι στο X, τόνισε πως στη χώρα πεθαίνουν σχεδόν οι διπλάσιοι απ’ όσους γεννιούνται. Κι αν αυτό ακουγόταν σαν υπερβολή, ήρθε λίγο νωρίτερα και η Moody’s, με τον καθόλου ρομαντικό λόγο των αριθμών, να μιλήσει για επικείμενη κατάρρευση: ένα γήρας χωρίς αντίβαρο, λιγότεροι εργαζόμενοι, περισσότεροι συνταξιούχοι, χαμηλότερα έσοδα, υψηλότερα έξοδα. Ένα μέλλον βαριά σκιασμένο.

«Για την καπιταλιστική κοινωνία αυτό που προέχει πάνω από όλα είναι η βιο-πολιτική, το βιολογικό, το σωματικό, το αισθητό. Το σώμα είναι μία βιο-πολιτική πραγματικότητα· η ιατρική είναι μία βιο-πολιτική στρατηγική».
Michel Foucault [1] (§124).

 

Το φθινόπωρο του 2024, ο Ίλον Μασκ (Elon Musk) έκανε –για δεύτερη φορά– μια ανάρτηση στο X, η οποία αναδημοσίευε ανάρτηση άλλου χρήστη σχετικά με το δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, (ανα)γράφοντας συγκεκριμένα ότι «σχεδόν διπλάσιοι άνθρωποι πέθαναν από όσα μωρά γεννήθηκαν στην Ελλάδα [2]». Στο ίδιο μήκος κύματος, το καλοκαίρι του 2024, ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Moody’s είχε κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου με αφορμή τα δημογραφικά στοιχεία του ελληνικού κράτους προβλέποντας ένα δημογραφικό «κραχ», καθώς η γήρανση του πληθυσμού θα οδηγήσει σε κατάρρευση της αναλογίας εργαζόμενων και συνταξιούχων και, επομένως, σε μία νέα δημοσιονομική κρίση, διότι «ένας ολοένα και πιο γερασμένος πληθυσμός σημαίνει υψηλότερες κατά κεφαλήν κρατικές δαπάνες και χαμηλότερα φορολογικά έσοδα [3]». Και ας σημειωθεί ότι το 2021 είχε προηγηθεί η διοργάνωση του «1ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Γονιμότητας και Αναπαραγωγικής Αυτονομίας: Όρια και Επιλογές», το οποίο προγραμματιζόταν για τον Ιούλιο του ίδιου έτους, υπό την αιγίδα, μάλιστα, της Προεδρίας της Ελληνικής Δημοκρατίας. Παρά το γεγονός ότι οι αντιδράσεις που προκάλεσε το προωθητικό βίντεο του συνεδρίου, το οποίο παρουσίαζε την υπογεννητικότητα ως ατομική ευθύνη των Ελληνίδων, οι οποίες δεν σπεύδουν να προλάβουν ό,τι είθισται να αποκαλείται –αφελώς και απροβλημάτιστα– «βιολογικό ρολόι», ώστε να γίνουν σύζυγοι και μητέρες πριν κλείσουν τα 40, οδήγησαν τελικά στην ακύρωση του συνεδρίου [4], εντούτοις, το δημογραφικό πρόβλημα και η υπογεννητικότητα ως «απειλή» για το μέλλον του ελληνικού πληθυσμού είχαν τεθεί στο επίκεντρο επιστημονικών και πολιτικών συζητήσεων.

Διόλου τυχαίο, λοιπόν, που στις αρχές Οκτωβρίου του 2024 η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε την εκπόνηση ενός εθνικού σχεδίου για το δημογραφικό, με στόχο την αντιμετώπιση του οξύτατου προβλήματος γήρανσης του πληθυσμού και της λεγόμενης «δημογραφικής κατάρρευσης [5]». Θα μπορούσε, ασφαλώς, να μπει κανείς στον πειρασμό να νιώσει ρίγη συγκίνησης για το θερμό και έντονο ενδιαφέρον εκ μέρους τόσο της ελίτ του διεθνούς κεφαλαίου, όσο και της νεοφιλελεύθερης ελληνικής κυβέρνησης και τμήματος της εγχώριας επιστημονικής κοινότητας, για το παρόν και το μέλλον του πληθυσμού εν Ελλάδι, αν παρέβλεπε το γεγονός ότι η χώρα όπου γεννήθηκε η Δημοκρατία, όπως είθισται να λέγεται, υπήρξε ταυτοχρόνως και η χώρα όπου ενταφιάστηκε η Δημοκρατία, όπως είθισται να απωθείται, διότι, για να μην χρεοκοπήσει οικονομικά, η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία αυτοκτόνησε πολιτικά, υποδεικνύοντας με το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015 ότι, εντός καπιταλιστικού συστήματος και αστικής δημοκρατίας, δεν είναι ο λαός το πολιτικό υποκείμενο που ασκεί τον έλεγχο, αλλά αντίθετα είναι το κεφάλαιο και οι (πολιτικοοικονομικές) επιταγές που ελέγχουν το κοινωνικό σώμα· κοντολογίς, capital controls (Υποκείμενο + Ρήμα) τον πληθυσμό (Αντικείμενο)… [6] (σ. 86-107).

Mustafa El Hallaj, Untitled, 1967, woodcut print on paper, edition 5/10, 18.5 x 70.5 cm.The Ramzi and Saeda Dalloul Art Foundation, Beirut, Lebanon.

 

Σχεδόν τρεις αιώνες πριν, το 1729, σε μια χώρα μικρή και δίχως «ανεξάρτητη» οικονομική πολιτική, ο Ιρλανδός συγγραφέας και κληρικός Τζόναθαν Σουίφτ (Jonathan Swift) δημοσίευσε ένα σύντομο σατιρικό κείμενο με τον μακροσκελή, ανοικονόμητο και προκλητικό τίτλο A Modest Proposal For preventing the Children of Poor People From being a Burthen to Their Parents or Country, and For making them Beneficial to the Publick, το οποίο μετέφρασε πιστά στα ελληνικά ο Γαβριήλ Ν. Πεντζίκης με τον εξίσου μακροσκελή, ανοικονόμητο και προκλητικό τίτλο: Σεμνή πρόταση ώστε να παύσουν τα τέκνα των φτωχών ν’ αποτελούν βάρος για τους γονείς τους και τον τόπο και να καταστούν ωφέλιμα στην κοινωνία. Το περιεχόμενο ήταν αντίστοιχα προκλητικό με τον τίτλο και μπορεί να συνοψιστεί στην εξής λιτή πρόταση, η οποία απέβλεπε στην οικονομική επίλυση του προβλήματος διαχείρισης του πληθυσμού επί ιρλανδικού τουλάχιστον εδάφους: στον κανιβαλισμό των φτωχών παιδιών από εκείνους που θα μπορούσαν να αγοράσουν σε μια (ορθο)λογική τιμή θρεπτικό ανθρώπινο κρέας «γάλακτος». Όπως αναφέρει περιπαικτικά: «Είναι πράγματι αληθές ότι ένα βρέφος που μόλις έσκασε απ’ το αυγό, μπορεί να ζήσει για ένα ηλικιακό έτος με το γάλα της μάνας του και λίγη επιπλέον τροφή, που το κόστος της δεν ξεπερνά το πολύ τα δύο σελίνια, τα οποία η μητέρα μπορεί σίγουρα να τα εξασφαλίσει, σε χρήμα ή σε αποφάγια, μέσω της έννομης επαιτείας, και ακριβώς όταν τα βρέφη γίνουν ενός έτους προτίθεμαι να μεριμνήσω γι’ αυτά, με τρόπο τέτοιο ώστε, αντί να αποτελούν βάρος για τους γονείς ή για την ενορία, και να τους λείπει ένδυση και τροφή για τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής τους, να συμβάλουν αντιθέτως στην τροφή και εν μέρει στην ένδυση μυριάδων συνανθρώπων τους [7]» (σ. 5). Θα μπορούσε ασφαλώς να μπει κανείς στον πειρασμό να νιώσει ανατριχίλα και αποστροφή για αυτή τη σαφώς αντισπισιστική, γαστριμαργική πρόταση πολιτικής οικονομίας, αν παρέβλεπε το γεγονός ότι δεν προέκυψε από τη διεστραμμένη φαντασία του Σουίφτ, αλλά υπήρξε απλώς η ειρωνική αναπαράσταση με πνεύμα τοξικής θετικότηταςτων παιδιών [7]» (σ. 10). 

Ακριβώς τρεις αιώνες μετά το σατιρικό κείμενο του Σουίφτ, ήτοι το σωτήριον έτος 2029, προγραμματίζει ο Άδωνις Γεωργιάδης απολύτως σοβαρά, ήδη από το φθινόπωρο του 2024 και από τη θέση του Υπουργού Υγείας του ελληνικού κράτους, να έχει ολοκληρωθεί και υλοποιηθεί ο σχεδιασμός ενός προγράμματος ονόματι «First Steps». Πρόκειται για μια εξόχως ταιριαστή ονοματοδοσία, καθώς το πρόγραμμα προβλέπει τη διεξαγωγή, έως το 2029 ​​εντός της ελληνικής επικράτειας, προληπτικού ελέγχου για 100.000 νεογνά όχι με τη βιοχημική μέθοδο, όπως γίνεται μέχρι τώρα, αλλά με τη γενετική, ήτοι με την αλληλούχιση του DNA των νεογνών. Μάλιστα, ενώ ο βιοχημικός νεογνικός έλεγχος διεξάγεται μέχρι σήμερα αποκλειστικά από το κράτος και με την επιστημονική αιγίδα και επίβλεψη του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού (ΙΥΠ), η ελληνική κυβέρνηση διά χειρός Γεωργιάδη εκχωρεί σε δύο ιδιωτικές εταιρείες, τις RealGenix και Beginnings, την ιδιοκτησία των ερευνητικών και επιστημονικών αποτελεσμάτων γενωμικού ελέγχου, και, στην ουσία, γενετικό υλικό του μέλλοντος, υλικό ζωτικού ενδιαφέροντος για ασφαλιστικές και φαρμακευτικές εταιρείες. Το πρόγραμμα First Steps προβλέπεται να υλοποιηθεί σε δύο φάσεις: από την 1η Ιανουαρίου 2025 έως την 31η Μαρτίου 2026 και από την 1η Απριλίου 2026 έως την 31η Μαρτίου 2029, ώστε να κάνει τα πρώτα βήματα, από τη μία πλευρά, η ιδιωτικοποίηση του νεογνικού προληπτικού ελέγχου, και, από την άλλη πλευρά, η επιστημολογική του μετατόπιση από το βιοχημικό στο γενωμικό πεδίο. Σύμφωνα, όμως, με το ερευνητικό ρεπορτάζ των Reporters United [8] και τις αναδημοσιεύσεις της Εφημερίδας των Συντακτών [9], για να μπορέσει αυτός ο «πρωτοποριακός» προγραμματισμός να υλοποιηθεί, η ελληνική κυβέρνηση κατέφυγε σε «παραδοσιακές» μεθόδους άσκησης εξουσίας, ήτοι προσπάθησε όχι μόνο να κρατήσει μυστική την Προγραμματική Σύμβαση που υπογράφηκε στις 17 Μαΐου 2024 μεταξύ του Υπουργείου Υγείας και των εταιρειών RealGenix και Beginnings, η οποία δεν αναρτήθηκε στη Διαύγεια, καθώς περιέχει «ρήτρα εχεμύθειας», αλλά και να κρατήσει μυστικό το γεγονός ότι υπήρξε ομόφωνη αρνητική γνωμοδότηση του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΙΥΠ επί της προγραμματικής σύμβασης. 

Το πρώτο αποτέλεσμα που είχαν οι αποκαλύψεις του παρασκηνίου από τους Reporters United [8], ήδη από τις 11 Απριλίου 2025, και, ακολούθως, από την Εφημερίδα των Συντακτών, δεν ήταν προφανώς το να ανακρούσει πρύμναν η κυβερνητική πολιτική και να αλλάξει ρότα· αντίθετα, το Υπουργείο Υγείας πέρασε στην αντεπίθεση 40 μέρες μετά, κάνοντας λόγο για «ανυπόστατες καταγγελίες [10]». Όμως, μια επίσκεψη στην ιστοσελίδα του ΙΥΠ τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές (Ιούνιος 2025) εμφανίζει το ακόλουθο μήνυμα στην οθόνη: «Ως αποτέλεσμα των δημοσιευμάτων αυτών το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού έγινε αποδέκτης των ανησυχιών πολλών γονέων νεογνών αλλά και συγκεκριμένων αιτημάτων με τα οποία γονείς ζητούν να καταστραφεί το αίμα των παιδιών τους που ελήφθη για τον προσυμπτωματικό νεογνικό ανιχνευτικό έλεγχο που σκοπό έχει την έγκαιρη διάγνωση σοβαρών παθήσεων, των οποίων η ενωρίς διάγνωση επιτρέπει και την έγκαιρη θεραπεία και αποφυγή μόνιμων βλαβών στην υγεία των παιδιών». Και σπεύδουν οι συντάκτες να διευκρινίσουν: «Έως τώρα δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία διαβίβαση/εκχώρηση αίματος/γενετικού υλικού κανενός νεογνού προς τις εν λόγω ιδιωτικές εταιρείες ούτε σε οποιοδήποτε άλλο φορέα, ούτε προτίθεται να εκχωρήσει γενετικό υλικό παιδιών χωρίς ενημερωμένη και ενυπόγραφη συγκατάθεση των γονέων των παιδιών [11]». 

Οι (ανα)γνώστριες/ες που θέλουν να είναι υποψιασμένες/οι, ας συγκρατήσουν δυο φράσεις: «Έως τώρα» και «χωρίς ενημερωμένη και ενυπόγραφη συγκατάθεση των γονέων των παιδιών». Όσοι/ες επιλέγουν τη σωστή και την αισιόδοξη πλευρά της ιστορίας, μπορούν να καθησυχαστούν από το γεγονός ότι ο Υπουργός Υγείας προανήγγειλε ραδιοφωνικά στις 2 Ιουνίου ότι το πρόγραμμα δεν θα προχωρήσει τελικά. Όχι, όμως, επειδή μεταπείστηκε από τις αντιδράσεις των επιστημόνων ή των πολιτών –εξάλλου, το Δελτίου Τύπου του ΙΥΠ κλείνει τονίζοντας ότι «το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού έχει διατυπώσει εγκαίρως και με σαφήνεια τις θέσεις του προς τον Υπουργό Υγείας και τις αρμόδιες Αρχές [11]»–, αλλά επειδή οι συγκεκριμένες εταιρείες αθέτησαν τους όρους της (κρυφής) Σύμβασης. Άλλωστε, ο Υπουργός επέμεινε κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς ότι: «Η αλληλούχιση του ανθρώπινου γονιδιώματος μπορεί και να οδηγήσει στην μεγαλύτερη επανάσταση της ιατρικής επιστήμης των τελευταίων αιώνων. Σε αυτή την πορεία η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι απούσα [12]». Και πώς θα μπορούσε, δηλαδή, η Ελλάδα να απουσιάζει από την παγκόσμια γενωμική αγορά, η οποία υπολογίζεται ότι θα αγγίξει τα 33,46 δισεκατομμύρια δολάρια χρηματιστηριακής αξίας το 2026, αν και αναδύθηκε μόλις το 2003 με χρηματιστηριακή αξία 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια [13] (σ. 142);

Εντούτοις, ακριβώς επειδή οι σχέσεις εξουσίας και (επιστημονικής) γνώσης έχουν συνυφανθεί και συναρθρωθεί άρρηκτα και πολυεπίπεδα εντός καπιταλιστικής νεωτερικότητας, βγάζοντας όχι μόνο από τη μύγα ξύγκι με οικονομικούς όρους, αλλά και με βιοπολιτικούς όρους, μετατρέποντας τα υποκείμενα σε ρόλο αντικειμένου μελέτης και πειραματόζωου όπως το διάσημο είδος «μύγας του ξυδιού» ή επί το επιστημονικότερον Drosophila melanogaster,ιστορία τους [14]» (σ. 416). Και καταλήγει δείχνοντας πώς το πρόσωπο του ανθρώπου σβήνει όταν ανάβει η οθόνη του ψηφιακού κόσμου: «Σήμερα η βιολογία ενδιαφέρεται για τους αλγόριθμους του έμβιου κόσμου [14]» (σ. 417).[5]

Αν, όμως, θέλουμε να κατανοήσουμε τον επιστημολογικό μετασχηματισμό της ίδιας της ζωής σε αλγόριθμο και των νεωτερικών πειθαρχικών κοινωνιών στις σύγχρονες κοινωνίες του ελέγχου, ήτοι αν θέλουμε να κατανοήσουμε το μοριοποιημένο (παρ)όν μας και τις νέες «τεχνολογίες γενετικής εαυτότητας [selfhood]» που περιγράφουν οι Κάρλος Νόβας (Carlos Novas) και Νίκολας Ρόουζ (Nikolas Rose [15]) (σ. 113), οφείλουμε να μελετήσουμε το παρελθόν μας και να σκεφτούμε τις συνέπειες και τις προϋποθέσεις της ιστορικής διαμόρφωσης αυτού που καλείται «βιοπολιτική», δηλαδή του πεδίου όπου συναρθρώνεται το ατομικό σώμα, ο πληθυσμός και η σεξουαλικότητα.  Όπως έχουμε αναλύσει και άλλου [16], ήδη από τον 18ο αιώνα και, κυρίως, κατά τον 19ο αιώνα, εντός του ιστορικού πλαισίου εδραίωσης του καπιταλισμού και ανάδυσης των λεγόμενων «βιοπολιτικών κοινωνιών», μέσα από τη συναρμογή τεχνολογιών πειθάρχησης του (ατομικού) σώματος των υποκειμένων (ανατομικο-πολιτική του ανθρώπινου σώματος) και ρύθμισης του (συλλογικού) σώματος του πληθυσμού (βιοπολιτική του πληθυσμού), σώμα και πληθυσμός βρέθηκαν στο στόχαστρο ενός πλέγματος σχέσεων εξουσίας και γνώσης. Με τα λόγια του Φουκό (Foucault): «Η ζωή έχει πλέον γίνει, με αφετηρία τον 18ο αιώνα, ένα αντικείμενο της εξουσίας. Η ζωή και το σώμα. Παλαιότερα, υπήρχαν μόνο υπήκοοι, νομικά υποκείμενα, από τους οποίους μπορούσε κανείς να αφαιρέσει τα αγαθά, και επίσης τη ζωή. Τώρα υπάρχουν σώματα και πληθυσμοί. Η εξουσία έχει γίνει υλιστική. Ουσιαστικά, παύει να είναι δικαιική. Πρέπει να μεταχειριστεί αυτά τα πραγματικά πράγματα που είναι το σώμα, η ζωή [17]» (σ. 1020).

Διόλου τυχαίο που βασικός πυλώνας των νεωτερικών βιοπολιτικών κοινωνιών υπήρξε η (κρατική) μέριμνα και η (επιστημονική) κανονικοποίηση της σεξουαλικότητας. Και πάλι με τα λόγια του Φουκό: «Η ζωή εισέρχεται εντός του τομέα της εξουσίας: μετάλλαξη κεφαλαιώδης, αναμφίβολα μία από τις σημαντικότερες, εντός της ιστορίας των ανθρώπινων κοινωνιών· και είναι προφανές ότι μπορούμε να δούμε πώς το σεξ μπόρεσε να γίνει από αυτή τη στιγμή και ύστερα, δηλαδή από τον 18ο αιώνα και μετά, ένα απολύτως κεφαλαιώδες κομμάτι· επειδή, κατά βάθος, το σεξ βρίσκεται για την ακρίβεια τοποθετημένο στο σημείο άρθρωσης μεταξύ των ατομικών πειθαρχιών του σώματος και των ρυθμίσεων του πληθυσμού [17]» (σ. 1020). Διόλου τυχαίο, λοιπόν, που όσο διογκωνόταν ο ανταγωνισμός μεταξύ των αναδυόμενων εθνών-κρατών προς τα τέλη του 19ου αιώνα και πύκνωναν οι (επιστημονικοί και πολιτικοί) λόγου περί εθνικού εκφυλισμού, με τη συνδρομή και της άρτι γεννηθείσας ευγονικής θεωρίας, τα ζητήματα σεξουαλικότητας, κληρονομικότητας και αναπαραγωγής – όπως, κατ’ επέκταση, και καθετί που αφορούσε τη μοντέρνα πλέον έννοια του «παιδιού», του «μέλλοντος των εθνών», και της «παιδικής ηλικίας» –βρίσκονταν αδιάλειπτα και επίμονα στο επίκεντρο της (επιστημονικής και πολιτικής) μέριμνας και παρέμβασης. 

Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο ξεκίνησαν, άλλωστε, τη δεκαετία του 1890 και οι πρώτες συζητήσεις περί στείρωσης κάποιων ομάδων σωματικά και διανοητικά ασθενέστερων πολιτών για την υπεράσπιση της κοινωνίας και την προστασία του έθνους [18] (σ. 156-157).να γεννούν απογόνους [19]».ολοκληρωμένη μορφή της [20]» (σ. 224), εντούτοις, η βιοϊατρική μέριμνα για την αναπαραγωγή της ζωής και τη διαφύλαξη, με κάθε κόστος, της υγείας του πληθυσμού και του μέλλοντος των εθνών αντηχεί, εδώ και τουλάχιστον δύο αιώνες, στην κυρίαρχη ρητορική και πρακτική εντός των βιοπολιτικών κοινωνιών.

Walid Abu Shakra, Olive Tree on al-Baten, 1980, drypoint engraving, edition 22/75, 34.5 x 39 cm.

 

Πάνω σε αυτή τη βιοϊατρική μέριμνα συντελείται σήμερα ο μετασχηματισμός των πειθαρχικών κοινωνιών σε κοινωνίες του ελέγχου, των κοινωνιών της γνώσης σε κοινωνίες της πληροφορίας, καθώς ο ρατσισμός που βασίστηκε στην κληρονομικότητα του αίματος έχει μετασχηματιστεί στη σύγχρονη μορφή ευγονικής που έφθασε να ρυθμίζει την κληρονομικότητα των γονιδίων, δεδομένου ότι μετά από την ανακάλυψη του DNA, «η κληρονομικότητα περιγράφεται με άλλη γλώσσα: πληροφορίες μηνύματα, κώδικες [14]» (σ. 14)· ή, όπως έχει ειπωθεί από καθ’ ύλην αρμόδιους, «το ερώτημα πλέον δεν είναι αν θα χειριστούμε [manipulate] τα έμβρυα, το ερώτημα είναι το πότε, πού και πώς [21]» (σ. 2). 

Αυτή η νέα γλώσσα συγκροτήθηκε στη βάση ιστορικών μετασχηματισμών, οι οποίοι επέτρεψαν τη διολίσθηση από το δίκαιο στον κανόνα, από τη διάκριση νόμιμο-παράνομο στη διάκριση κανονικό-παθολογικό. Σε επιστημολογικό επίπεδο, δηλαδή, συντελέστηκε μια μετατόπιση από μια «οντολογική αντίληψη της ασθένειας ως το ποιοτικό αντίθετο της υγείας σε μια θετικιστική αντίληψη που συνάγει την ασθένεια ποσοτικά από την κανονική κατάσταση [22]» (σ. 351). Με αυτά τα λόγια ξεκινά ο Κανγκιλέμ (Canguilhem) την περιγραφή, μετά την ανάδυση της μοριακής βιολογίας, της εισαγωγής μιας νέας έννοιας στην παθολογία, της έννοιας του σφάλματος: πρόκειται πλέον όχι για ένα σφάλμα ανθρώπινο όπου υπαίτιος είναι ο ασθενής ή ό γιατρός και θύμα ο οργανισμός, αλλά για ένα σφάλμα κώδικα, όπου δεν είναι κανείς υπαίτιος και θύμα είναι ο πληθυσμός: «Στο μέτρο που θεμελιώδεις έννοιες της βιοχημείας […], όπως ο κώδικας ή το μήνυμα, είναι έννοιες δανεισμένες από τη θεωρία της πληροφορίας […] υγεία είναι η γενετική και ενζυματική ορθότητα. […] Η ασθένεια δεν είναι πλέον μια πτώση, μια επίθεση στην οποία υποκύπτουμε, είναι μια καταγωγική διαστρέβλωση μακρομοριακής μορφής. […] Να είσαι άρρωστος σημαίνει να είσαι κακός, όχι όπως λέμε κακό παιδί, αλλά κακό χωράφι [22]» (σ. 356). Για να καταλήξει στη διάγνωση της μοντέρνας, πολύ μοντέρνας, (κρυπτοθεο)λογικής μεταφυσικής που αντικατέστησε το μαύρο ράσο του ιερέα με τη λευκή ποδιά του γιατρού, δημιουργώντας στη θέση της Ιεράς Εξέτασης μια αστυνομία των γονιδίων: «Η κληρονομικότητα είναι το σύγχρονο όνομα της υπόστασης [22]» (σ. 359).

Ενδεχομένως, αν απωθείται η ιστορική διαμόρφωση του (παρ)όντος, τα παραπάνω να ηχούν αρκετά «ανορθολογικά», «αντιεπιστημονικά», κοντολογίς «τεχνοφοβικά», όπως το θέλει η κυρίαρχη ρητορική και υποστασιοκρατία, η οποία απωθεί το ιστορικό και επιστημο-λογικό γεγονός ότι «το όνειρο μιας απόλυτης γιατρειάς είναι συχνά το όνειρο μιας γιατρειάς χειρότερης από την αρρώστεια [22]» (σ. 359), αρνούμενη να γνωρίζει εκείνη ακριβώς την ιστορία και τη φιλοσοφία της επιστήμης που θέτουν στο επίκεντρό τους, όχι την κριτική της επιστήμης εν γένει, αλλά συγκεκριμένα την επιστημονική κριτική της επιστήμης, επιλέγοντας ως μέθοδο όχι τη μεταφυσική αναζήτηση της αλήθειας εν γένει, αλλά συγκεκριμένα την ιστορική παραγωγή της αλήθειας.

Ενδεχομένως, αν απωθείται η ιστορική διαμόρφωση του (παρ)όντος, τα παραπάνω να ηχούν αρκετά «ανορθολογικά», «αντιεπιστημονικά», κοντολογίς «τεχνοφοβικά», όπως το θέλει η κυρίαρχη ρητορική και υποστασιοκρατία, η οποία απωθεί ότι στο κατ’ εξοχήν ερώτημα αυτογνωσίας του δυτικού πολιτισμού, ήτοι στο «Τι είναι Διαφωτισμός;», κάποιος που είχε αφυπνιστεί από τον «δογματικό ύπνο» του καρτεσιανού ορθολογισμού, για να ονειρευτεί έναν κόσμο όπου η κριτική θα ενίσχυε τον Λόγο και δεν θα ήταν από μόνη της επαρκής και αναγκαίος λόγος για να φιμώνεται ο ίδιος ο Λόγος, προειδοποιούσε ότι αν θέλει ο άνθρωπος να εξέλθει από την κατάσταση εξάρτησης και ετερονομίας, οφείλει να ασκήσει (αυτο)κριτική στον τρόπο που σχετίζεται με τρεις αυθεντίες: το βιβλίο, τον ιερέα, τον ιατρό [23] (σ. 33-58).  

Ενδεχομένως, αν απωθείται η ιστορική διαμόρφωση του (παρ)όντος, ο θετικιστικός και τεχνο-επιστημονικός ενθουσιασμός να συμπεριλάβει και τον Καντ (Kant) στο στρατόπεδο των «ανορθολογικών» και των «ψεκασμένων», καθώς θα έχει ήδη απωθήσει ότι το σύνθημα του Διαφωτισμού, κατά Καντ, δεν είναι το «δεν θέλω να γνωρίζω» τις ιστορικές προϋποθέσεις και συνεπαγωγές της καπιταλιστικής νεωτερικότητας –όπου οι αλγόριθμοι διάγουν τη διαγωγή των χρηστών/τριών των social media  και ταυτοχρόνως αποτελούν το medium που συγκροτεί το social από την παραγωγή του κέρδους έως, κυρίως, την (ανα)παραγωγή της ζωής– αλλά το ακριβώς αντίθετο: Sapere aude! (Τόλμα να γνωρίσεις!).[10]

 


Το κείμενο των Θανάση Λάγιου – Βάσιας Λέκκα επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [24]

Υποσημειώσεις[+]