- Marginalia - https://marginalia.gr -

Για τη δραματοποίηση μιας εν εξελίξει δίκης

Την Τετάρτη, 23 Σεπτεμβρίου, ακριβώς δύο εβδομάδες πριν την ανακοίνωση της απόφασης του δικαστηρίου για τη δίκη της Χρυσής Αυγής, ολοκληρώθηκε στον κινηματογράφο Τριανόν ένας πρώτος κύκλος παρουσιάσεων της σκηνικής πράξης «Με τις μέλισσες ή με τους λύκους».

Αφορμή και έναυσμα για να τολμήσουμε αυτό το θεατρικό εγχείρημα ήταν το κείμενο της αγόρευσης του Θανάση Καμπαγιάννη, συνηγόρου πολιτικής αγωγής και εκπροσώπου των Αιγύπτιων αλιεργατών στη δίκη της Χρυσής Αυγής, το οποίο κυκλοφόρησε το Φεβρουάριο από τις εκδόσεις Αντίποδες. Πρόκειται –θεωρούμε– για ένα ιστορικό κείμενο, παρόλο που μετράει μόνο λίγους μήνες δημόσιας ζωής και ως ένα ιστορικό κείμενο επιχειρήσαμε να το επεξεργαστούμε. Κατά τη γνώμη μας, το κείμενο αυτό αντικατοπτρίζει το ήθος του αγωνιστή δικηγόρου, καθώς και όλης της ομάδας της πολιτικής αγωγής, που στάθηκε με αξιοπρέπεια και μαχητικότητα απέναντι στις προσβολές, τις προκλήσεις και τις απειλές της αντίπαλης πλευράς. Πέραν αυτού, και ενώ δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε την τεχνική αρτιότητά του, αναγνωρίσαμε στο κείμενο αυτό –εκτός από τη δύναμη του λόγου– αυτοτελείς καλλιτεχνικές και ποιητικές ποιότητες που μας συγκίνησαν. Ταυτόχρονα, είναι κατά τη γνώμη μας ένα κείμενο που εμπεριέχει πολλαπλές απευθύνσεις. Μέσα από την προφανή απεύθυνση στην πρόεδρο του δικαστηρίου, εμείς είδαμε το Θανάση Καμπαγιάννη να απευθύνεται στους κατηγορούμενους (λέγοντάς τους «Χάσατε, ηττηθήκατε»), όχι για να προεξοφλήσει την απόφαση του δικαστηρίου, αλλά για να περιγράψει την πολύμορφη κοινωνική κίνηση που έχει ήδη απομονώσει τους δολοφόνους φασίστες και έχει κρατήσει ανοιχτά τα ψαράδικα των Αιγύπτιων αλιεργατών, αλλά και σε όλες και όλους εμάς, θέτοντάς μας την ερώτηση «Με ποιους είμαστε;» και κατορθώνοντας ταυτόχρονα να περιγράψει τι σημαίνει να είσαι μέλισσα σε έναν κόσμο λύκων.

Θα είχε σημασία να πούμε ότι αυτή η ιστορική δίκη της οποίας ένα απόσπασμα δραματοποιήσαμε, επιχειρήθηκε εξ αρχής να διεξαχθεί στο σκοτάδι. Όμως, χάρη στην ακούραστη δουλειά της πολιτικής αγωγής, του αντιφασιστικού κινήματος, των οικογενειών των θυμάτων και ελάχιστων εγχειρημάτων ενημέρωσης έγινε κατορθωτό το περιεχόμενό της να επικοινωνηθεί σε όλη την κοινωνία, ως όφειλε. Με έναν τρόπο, και η δική μας καλλιτεχνική εργασία εγγράφεται στο πλαίσιο των προσπαθειών που έγιναν και γίνονται, ώστε η δίκη αυτή να μη μείνει πίσω από τις κλειστές πόρτες της αίθουσας τελετών του εφετείου ή των γυναικείων φυλακών Kορυδαλλού, αλλά να συναντήσει όσο το δυνατόν ευρύτερα κοινωνικά ακροατήρια.

Νομίζουμε ότι είναι σαφές, αλλά έχει σημασία να τονίσουμε ότι δεν παρακολουθούμε τη δίκη αυτή κρατώντας μία στάση ουδετερότητας, δεν είμαστε αμερόληπτες και αμερόληπτοι απέναντι στις αντιμαχόμενες πλευρές. Στεκόμαστε αδιαπραγμάτευτα στο πλευρό της πολιτικής αγωγής, των θυμάτων και των οικογενειών τους και ενάντια στα κατηγορούμενα στελέχη της Χρυσής Αυγής. Αντιστοίχως, αλλά και ανεξάρτητα από αυτή την πολιτική μας στάση, ούτε και η καλλιτεχνική μας απόπειρα δε θα μπορούσε να στέκεται ουδέτερη, στην προσπάθειά της να μη δυσαρεστήσει τους εκφραστές της άποψης ότι «άλλο πολιτική, άλλο τέχνη». ‘Ένα από τα εργαλεία για τη δουλειά μας ήταν το συλλογικό συναίσθημα της γενιάς μας, που είδε και έζησε την άνοδο του φασισμού και διαμόρφωσε την αισθητική της και μέσα από αυτά τα βιώματα –πώς θα μπορούσε άλλωστε να γίνει αλλιώς;

Οι συντελεστές με τη Μάγδα Φύσσα | Φωτογραφία: Μαριάννα Στεφανίτση

 

Ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία που είχαμε να επεξεργαστούμε εξ αρχής ήταν ότι το κείμενο με το οποίο δουλέψαμε δεν είναι ένα θεατρικό κείμενο. Είναι προϊόν μίας άλλης –κοπιαστικής– εργασίας. Είναι σαφώς ένας λόγος πραγματικός, που περιγράφει πραγματικές ιστορίες πραγματικών ανθρώπων που επιβίωσαν από δολοφονικές επιθέσεις, ανθρώπων που δολοφονήθηκαν σε δημόσια θέα, ανθρώπων που έχασαν αγαπημένους ανθρώπους, ανθρώπων που νίκησαν το φόβο και μίλησαν για τη φρίκη που αντίκρυσαν. Άρα, ζει μέσα του μια παραστατικότητα και μία ποίηση της πραγματικής ζωής, την οποία προσπαθήσαμε να διερευνήσουμε. Ωστόσο, από καλλιτεχνικής άποψης, δεν επιχειρήσαμε μια ρεαλιστική προσέγγιση απόδοσης του κειμένου, ούτε μια αισθητική διακόσμηση του δικαστικού λόγου. Προσπαθήσαμε μέσα από τη δική μας ματιά να δημιουργήσουμε πάνω στις αντιθέσεις της σκληρής δόμησης του κειμένου και της καλλιτεχνικής έκφρασης, τις συγκλίσεις και τις αποκλίσεις του λόγου σε σχέση με τη μουσική και το σκηνικό χώρο.

Βρισκόμαστε λίγες μόνο μέρες πριν την ανακοίνωση της απόφασης του δικαστηρίου για το ποιο θα είναι το μέλλον της Χρυσής Αυγής και έχουμε την πεποίθηση ότι το κείμενο της αγόρευσης του Θανάση Καμπαγιάννη, όπως και οι υπόλοιπες αγορεύσεις των συνηγόρων της πολιτικής αγωγής, χρειάζεται να μελετηθούν. Ζούμε σε μια εποχή που μας κάνει να συνηθίζουμε τη βαρβαρότητα. Μας εξοικειώνει με εικόνες ανθρώπων που πεθαίνουν από φωτιά, από γυαλιά κι από μαχαίρι ή με εικόνες ζωντανών να κοιμούνται πλάι σε πεθαμένους. Ταυτόχρονα, μας αναγκάζει να συνυπάρχουμε με φωνές που μπροστά σε μια πυρκαγιά που απειλεί ανθρώπινες ζωές -άλλοτε με ψιθύρους, άλλοτε με κραυγές- μπορούν να λένε «ας καούν».

Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι δεν τελειώνουμε με τη Χρυσή Αυγή –ή τουλάχιστον με αυτό που σηματοδοτεί για την κοινωνική συλλογική ζωή– ακόμα και με μία καταδικαστική απόφαση. Ακόμα και με τη Χρυσή Αυγή –ως οργάνωση–τριχοτομημένη και αποδυναμωμένη, η ρατσιστική βία που μπορεί να αναδύεται μέσα από σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και να φτάνει να γιγαντώνεται στον τρόπο με τον οποίο το κράτος και όλες οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών έχουν διαχειριστεί πληθυσμούς που χαρακτηρίζονται «πλεονάζοντες» δεν έχει εξαλειφθεί.

Εμείς, συμμετέχοντας –όσο μπορούμε– στο αντιφασιστικό κίνημα, έχουμε τη βιωμένη εμπειρία: είμαστε άτομα που ζούμε, εργαζόμαστε και διασκεδάζουμε σε γειτονιές που έχουν αποδείξει ότι η οργάνωση σε κοινότητες, η συνύπαρξη και η δόμηση μιας κοινής καθημερινότητας στη βάση της αλληλεγγύης και όχι του μίσους, είναι πλούτος και τύχη και αυτή την τύχη σκοπεύουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τη διαφυλάξουμε.

Στις πρώτες πέντε παραστάσεις, δύο πολύ σημαντικές για μας γυναίκες μας τίμησαν με την παρουσία τους.

Η μία είναι η Δήμητρα Ζώρζου, η οποία θα μπορούσε όντως να έχει κατέβει από το περιπολικό, να έχει μπει σε ένα ταξί και να έχει γυρίσει σπίτι της, όπως τη συμβούλευσε η μητέρα της το βράδυ της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Όμως στη θέα ενός ανθρώπου πεσμένου κάτω, είδε σ’ αυτόν όχι έναν ξένο, αλλά τον αδερφό της και άλλαξε –μαζί με τη φίλη της– τη ροή της ιστορίας. Και το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε για μας είναι πως αν βρισκόμασταν στη θέση της, θα είχαμε κι εμείς το θάρρος και το κουράγιο της.

Η άλλη είναι η κυρία Μάγδα Φύσσα. Ο τρόπος με τον οποίο έχει σταθεί απέναντι στη βαρβαρότητα του κόσμου εδώ και 7 χρόνια δε μας συγκινεί απλώς, μας συγκλονίζει. Την ευχαριστήσαμε για την παρουσία της και της υποσχεθήκαμε ότι στις 7 Οκτωβρίου, όποια κι αν είναι η απόφαση της προέδρου θα την ακούσουμε μαζί της. Προσβλέπουμε λοιπόν, στην ελάχιστη δικαίωση της μνήμης του Παύλου Φύσσα, του Σαχτζάτ Λουκμάν και εκατοντάδων άλλων θυμάτων που θα σημάνει η καταδίκη των φασιστών και της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή, που δρούσε για χρόνια με την ανοχή ή τη σύμπραξη του ελληνικού κράτους και της ελληνικής αστυνομίας.


Την επιμέλεια του κειμένου έκανε ο Γιώργος Ηλιάδης.


 

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [1]