- Marginalia - https://marginalia.gr -

Για την «Ξερολιθιά» του Βασίλη Τσιράκη

Ξερολιθιά [1]
Βασίλης Τσιράκης
εκδόσεις Τόπος, 2020 | 192 σελίδες

 

Κάποια μέρα του περασμένου Οκτώβρη, κυκλοφόρησε η Ξερολιθιά, το τελευταίο μυθιστόρημα του Βασίλη Τσιράκη. Ήταν εντός ενός διαλείμματος αυτής της καταραμένης σεζόν, που τα βιβλιοπωλεία ήταν ανοιχτά και παίρναμε βαθιές ανάσες πριν τη νέα βουτιά. Το αγόρασα μέσα στις πρώτες δύο – τρεις μέρες και το διάβασα μέσα στην πρώτη βδομάδα.

Γιατί τόση βιασύνη; 

Δεν ήταν μόνο ότι κάθε νέο έργο του συγγραφέα, προκαλεί πάντα το ενδιαφέρον στον κόσμο που παρακολουθεί την εγχώρια λογοτεχνία, αλλά και σε αυτούς και αυτές που προσπαθούν να δημιουργήσουν από το μετερίζι του κινήματος (άλλη δημιουργία αυτή, συνήθως λιγότερο, καμιά φορά περισσότερο, δημιουργική). Δεν ήταν μόνο το πρόσωπο από κάρβουνο που σχεδίασε ο Γιώργος Ανδρούτσος στο εξώφυλλο. 

Ίσως να ήταν ο τίτλος. Ξερολιθιά. Μπορείς να σκεφτείς τα νησιά, την αρχιτεκτονική και το τοπίο αυτού του τόπου χωρίς τις πεζούλες, τους αναβαθμούς που ομαλοποιούν την κλήση της γης, ώστε να χτίζονται οι οικισμοί, να καλλιεργούνται τα εδάφη και να διανοίγονται τα μονοπάτια; Πώς θα σταθεί το χώμα; Εδώ λοιπόν έρχεται η ξερολιθιά, η πιο παλιά, πιο απλή και ταυτόχρονα πιο δύσκολη τεχνική (και τέχνη) τοιχοποιίας. Αυτές οι πεζούλες έκαναν εντύπωση στον Άγγελο, κεντρικό ήρωα του μυθιστορήματος, όταν προσέγγιζε τη Συκαμιά της Λέσβου. Ένας ντόπιος του είπε πως τις αποκαλούν καθίστρες, «για να παίρνουν την ανάσα τους οι στρατοκόποι». Ίσως αυτός που μαρτύρησε την ονομασία να ήταν ο Στράτης, ένας χωριανός που τόσο αγάπησε τον τόπο του, που ξέχασε το επώνυμό του και έγινε Μυριβήλης από την ψηλότερη κορφή του βουνού (Στράτης Μυριβήλης, Η Παναγιά η Γοργόνα). Ναι, η ξερολιθιά είναι επαρκής λόγος για να διαβαστεί το βιβλίο, αν και δεν μπορώ να κρύψω την προτίμηση για τους σκουρόξανθους σχιστόλιθους των Κυκλάδων σε σχέση με τις πιο χοντρές και λευκές πέτρες του Λεπέτυμνου. 

Όμως, ο κύριος λόγος ήταν ο τόπος και ο χρόνος του βιβλίου. Εδώ είναι οι δύο σημαντικές αποφάσεις που πήρε ο Βασίλης. Φέρνει την ιστορία στην Αθήνα του 21ου αιώνα, αφήνοντας μετά την τριλογία (Σελανίκ, Τα χρόνια ανάμεσα, Οι αλώβητοι), τη συμπρωτεύουσα και τον 20ο αιώνα. Υπό μια έννοια, γράφει για το τώρα και το εδώ. Γιατί για τους Αθηναίους το τώρα είναι πάντα η Αθήνα. Η Θεσσαλονίκη είναι πριν και μετά. Παλιά ή στο μέλλον. 

Αυτά που ζούμε

Η ανάγκη να διαβάσουμε και να μιλήσουμε για «αυτά που ζούμε», είναι που με κίνησε περισσότερο προς την Ξερολιθιά. Αυτό το άγχος μη μας ξεχάσει η Τέχνη. Μην περάσουμε έτσι, ανιστόρητα, χωρίς κανένας ποιητής να τραγουδήσει τις φτωχές λυπημένες συνοικίες μας (Τάσος Λειβαδίτης, Ενθύμημα). Πόσο άδικη, αυτή η αστοιχείωτη αγωνία; Πόσα και πόσα θαυμάσια έργα παράγονται αυτά τα χρόνια στη χώρα και πόση μικρή προσοχή και στήριξη τους έχω δώσει;

Ο Βασίλης Τσιράκης επιλέγει να μιλήσει για τη ζωή της κρίσης. Αυτής της λέξης που σημαίνει τα πάντα και τίποτα μαζί. Που δεν ξέρεις ακριβώς αν κάποτε ξεκινά και κάποτε τελειώνει. Σαν τη μπόρα που -τι διάολο;- θα περνούσε μετά από λίγο, όπως σκεφτόταν στο βιβλίο η Ηρώ, όταν μετά από χρόνια έβγαινε στην αναζήτηση του μεροκάματου. Η εργασία και η ανεργία, αυτή η μόνιμη πανδημία της χώρας μας, κυριαρχεί στις ιστορίες του βιβλίου, όπως βέβαια και στον πυρήνα του δημιουργικού έργου του Βασίλη εδώ και χρόνια.[1] Ειδικά το βίαιο σταμάτημα της δουλειάς, όταν ξυπνάς το επόμενο πρωί και όλα μοιάζουν διαφορετικά. 

Η απόλυση. Έφταιγα εγώ; Τι θα πω στην παρέα; Γιατί εμένα; «Κακά τα ψέματα, ό,τι και να πεις, η απόλυση είναι χοντρή ήττα», όπως σκεφτόταν ο Παύλος, ή καλύτερα όπως σκεφτόταν ο Άγγελος για τον Παύλο. Το άγχος της ανεργίας. Η αίσθηση της «ατομικής ευθύνης», που και πριν τις «επιτροπές επιδημιολόγων» είχαμε ήδη μάθει από τον νεοφιλελευθερισμό. Φταις εσύ που απέτυχες. «Την πάτησες σαν αρχάριος» και «αντί να ξεσκιστείς να βελτιώσεις το εργασιακό σου προφίλ, το έριξες στο σορολόπ», όπως μονολογούσε ο Άγγελος μετά από μια ακόμα αποτυχημένη συνέντευξη. Η αίσθηση της ευαλωτότητας, της ασημαντότητας μπροστά στον εξεταστή -δυνητικό εργοδότη, που γράφει στα «παλιά του παπούτσια τα εξωτικά ταξίδια σου, τις ξένες γλώσσες και τις λογοτεχνικές σου ανησυχίες». 

Η Ξερολιθιά μιλάει για ανθρώπους που ξέμειναν, που η εποχή τους ξέβρασε. Όχι γιατί συνάντησαν κάποια πρωτοφανή ατυχία, όχι γιατί τους πέτυχε μια θεϊκή κατάρα. Αλλά γιατί έτσι συμβαίνει στον κόσμο μας, καμιά φορά φουρτουνιάζουν οι εποχές και ξεβράζουν ανθρώπους χωρίς λόγο και χωρίς έλεος. 

Μιλάει για ανθρώπους σαν τον Άγγελο και την Ηρώ. Καλά παιδιά, μορφωμένα και άξια, ζευγάρι από τα φοιτητικά χρόνια, πρώτα στο γλέντι και την παρέα. Με όνειρα να αλλάξουν τον κόσμο, να γράψουν διηγήματα σαν το Διπλό Βιβλίο ή σενάρια ταινιών, να τραγουδήσουν κομμάτια γραμμένα για τη δική τους φωνή, να τα ακούει ο κόσμος και να περνάει όμορφα. 

Μιλάει για ανθρώπους σαν τον Παύλο, που ήθελε να γίνει ζωγράφος και βρέθηκε κάπως τυχαία να κάνει καριέρα σε κατασκευαστικά έργα στα Βαλκάνια πριν γίνει εργοταξιάρχης στα Ολυμπιακά έργα. Καριέρα; Τρίχες, δηλαδή. Κάποια χρόνια καλών μισθών, κινητών τηλεφώνων, ακριβών αυτοκινήτων και βρισιών στους υφιστάμενούς του. Σιγά το οικοδόμημα, δεν ήταν και καμιά κολώνα απαραίτητη στο αφεντικό για να μην γκρεμιστούν τα κέρδη του. Τοίχος πλήρωσης ήταν, όπως και η πλειοψηφία, που χρειαζόταν για να χωρίζει τους χώρους αλλά μπορούσε ανά πάσα στιγμή να γκρεμιστεί και να αντικατασταθεί. 

Μιλά και για ανθρώπους σαν τη Σόνια, που δεν άντεχε την ασφυξία των Βαλκανίων και ήλπιζε στον δυτικό αέρα της Ελλάδας. Μόνο που εδώ βρήκε το σκουριασμένο νόμισμα που η μια πλευρά του έχει τον εγκλεισμό της ζωής της νοικοκυράς και η άλλη την ταξική και έμφυλη καταπίεση. 

Όμως η Ξερολιθιά δε μιλάει μόνο για ανεκπλήρωτα όνειρα, μιλά και για εφιάλτες που γίνονται πραγματικότητα. Η ανούσια και κουραστική μανιέρα της καθημερινής ζωής των χαρακτήρων, αν και πηγή της δυστυχίας, είναι και το καταφύγιό τους. Αυτό καταλαβαίνουν όταν οι κατραπακιές τους βάζουν σε μια περιδίνηση στην οποία τίθεται στο στόχαστρο η ίδια τους η ύπαρξη, η δυνατότητα επιβίωσης. Όταν βλέπουν πως δεν είναι μόνο η δημιουργικότητα και η αγάπη που μπορεί να συνθλιβεί, αλλά ίσως να μην υπάρχει για αυτούς/ες ούτε καν μια γωνιά να ξαποστάσουν.  

Η ανάγκη του μεροκάματου, η ανάγκη του να πουλάς την εργατική σου δύναμη, η ανάγκη να βρεις εκμεταλλευτή. Αυτή είναι η συντριβή για την οποία μιλά το μυθιστόρημα αυτό. Ο Βασίλης μας εξομολογείται διαρκώς αυτή την παλιά ιστορία. Η μισθωτή εργασία κατατρώει τον άνθρωπο. Του στερεί τη δημιουργία, τα όμορφα ταξίδια, τον περίπατο χωρίς σκοπό, μόνο ίσως για την παρατήρηση της πόλης. Του μαυρίζει σιγά σιγά την ψυχή, τον χαζεύει, του στραπατσάρει τις σχέσεις και τα συναισθήματα. Όμως, τι κάνεις χωρίς αυτή; 

Το καλό θα έρθει από τη θάλασσα; 

Η Ξερολιθιά όμως είναι ένα μυθιστόρημα, δεν είναι πολιτικό πρόγραμμα για να προτείνει δρόμους απάντησης στο «ζήτημα» της ανεργίας. Ή μήπως, επειδή είναι μυθιστόρημα μοιάζει πιο πειστικό από ένα πολιτικό πρόγραμμα; Σε κάθε περίπτωση, τα υποκείμενά της δεν παρακολουθούν αμέτοχα τη μοίρα τους. Πιο φανερά, οι απεργοί στο εργοστάσιο με τον Συγκολλητή να βγαίνει πρώτος μπροστά στις απολύσεις και στην τάση για ηττοπάθεια και συνδιαλλαγή. Αλλά και ο Άγγελος και η Ηρώ, με τις πιο μοναχικές διαδρομές τους, ανάλογες και των διαφορετικών εργασιακών θέσεων του παρελθόντος, σκαλίζουν όσο μπορούν μέχρι να βγουν στον ήλιο. Και εν τέλει φαίνεται δύο στοιχεία να διαμορφώνουν τους όρους ενδεχόμενης σωτηρίας.

Το πρώτο είναι η συλλογικότητα, η αλληλεγγύη, το «από κοινού». Όχι με εύκολες κραυγές, αλλά με πιο συνεσταλμένες, μα πραγματικά τεράστιες, αποφάσεις καθημερινότητας. Να αποφασίσεις να μη χαθείς, ούτε να γυρίσεις πίσω σε κάτι που μισούσες. Μα να μοιραστείς το φορτίο που καβαλάς μαζί με άλλα ξέμπαρκα καράβια. 

Το δεύτερο είναι η αποδοχή του ξένου, του «έξω» που μπορεί να φέρει κάτι νέο. Το προσφυγόπουλο περνά μέσα από τις εικόνες του βιβλίου, ενώνοντας νήματα και επαναφέροντας στην επιφάνεια το σημαντικό, το ουσιώδες, το ανθρώπινο. Η Ηρώ αποφασίζει μαζί με τη μετανάστρια Σόνια να δοκιμάσουν μια νέα προσπάθεια. Και ο Άγγελος, κατανοεί πως αυτό που ίσως του φέρει τη γαλήνη που αναζητά είναι η δημιουργία και η αλληλεγγύη στους ανθρώπους που έρχονται κυνηγημένοι από τη θάλασσα. 

Η θάλασσα. Ο Άγγελος δεν ξέρει τι θα βρει στο μέλλον. Ελπίζει όμως στη θάλασσα, που θα ταξιδέψει χάρτινα καράβια σε ξένους τόπους ή που θα φέρει το διαφορετικό, την ελπίδα. 

«Το καλό θα ΄ρθει από τη θάλασσα»;· μου έρχεται στο μυαλό το συγκλονιστικό βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου. Όπως ήλπιζαν και μονολογούσαν οι «ξενομπάτες» στο νησί. Βέβαια εκεί ο τίτλος είναι «κατ΄ ευφημισμόν», όπως μας έλεγαν στο σχολείο για το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας, που -παρά τις υποσχέσεις του ονόματος- είναι γεμάτο φουρτούνες. Εκεί, η θάλασσα δεν άνοιγε την ελευθερία, αλλά έκλεινε τη φυλακή μιας διαλυμένης κοινωνίας. Χρειάζεται και αυτό το σφίξιμο στο στομάχι για να δεις καθαρότερα. Βέβαια, και εκεί πιστεύω πως ο συγγραφέας κάποια μικρή ελπίδα τρέφει για τη θάλασσα και το αεράκι που φυσά από την Ανατολή παίρνοντας τους χαρταετούς με τα φανάρια και τα σωσίβια που πετούν η Άρτεμις και ο Σταύρος.

Σε ένα βιβλίο που διάβαζα πρόσφατα για την ισπανική γρίπη του 1918,[2] βρήκα μια παρόμοια, ανατριχιαστική φράση: «Ο ιός έρχεται από τη θάλασσα». Αναφερόταν συγκεκριμένα στον τρόπο μετάδοσης της πανδημίας μέσω των, κυρίαρχων τότε, θαλάσσιων μετακινήσεων. Η θάλασσα μπορεί να μη φέρνει την ελπίδα λοιπόν, αλλά τον θάνατο. Μετά διάβασα σε ένα άλλο βιβλίο,[3] μια άλλη ιστορία. Στις 30 Οκτώβρη του 1348, η Βενετία έπειτα από ένα χτύπημα του Μαύρου Θανάτου που αποδεκάτισε τον πληθυσμό της, έβγαλε ένα διάταγμα με το οποίο προσέφερε πλήρη δικαιώματα πολίτη σε όποιον/α έφθανε στην πόλη για τον επόμενο χρόνο. Όσοι πήγαν εκεί, έγιναν από εκεί.

Χάθηκα, μάλλον. Αλλά όταν μπλέκεις με τη θάλασσα, δεν είναι δύσκολο να χαθείς στο χρόνο. Και η Ξερολιθιά, όπως και ο συγγραφέας της, συνηθίζουν να χάνονται στο χρόνο. 

Τα χρόνια (και οι γενιές) ανάμεσα

Είπαμε νωρίτερα ότι με την Ξερολιθιά ο Βασίλης Τσιράκης επιστρέφει στο «εδώ» και το «τώρα». Ισχύει, μόνο εν μέρει όμως. Γιατί στην πραγματικότητα, τα χρόνια μετά την Ολυμπιάδα του 2004 στα οποία εκτυλίσσεται το κύριο μέρος της ιστορίας, είναι ταυτόχρονα πολύ κοντά και πολύ μακριά από το σήμερα. 

Ακριβώς γιατί είναι ΠΡΙΝ. Όλα τα στοιχεία είναι εδώ: Η ανεργία, η προσφυγιά, οι εργατικοί αγώνες. Όπως τα ζήσαμε αυτή την περίεργη δεύτερη δεκαετία του 2000. Όμως, δεν έχουμε φτάσει ακόμα. Είμαστε, για άλλη μια φορά στα «Χρόνια Ανάμεσα». Ο Άγγελος, ο Παύλος και Ηρώ χάνουν τη δουλειά τους, αυτήν που κάποτε είχαν. Δεν φτάνουν 30 μόνο με δουλειές του ποδαριού και επιδόματα. Ο Άγγελος πήγαινε σε συνεντεύξεις εργασίας, όταν έκλεινε η Κηφισίας μετά από χτύπημα της 17 Νοέμβρη. Εγώ θυμάμαι εξίσου αυτό το συγκεκριμένο μποτιλιάρισμα στην Κηφισίας, μόνο που ήμουν στο σχολικό λεωφορείο τότε.

Ο Βασίλης Τσιράκης έρχεται με το βιβλίο αυτό πιο κοντά στις νέες γενιές. Μόνο που για μερικούς από εμάς (που μέχρι πρόσφατα κρατούσαμε σφιχτά την ιδιότητα της νεολαίας), μοιάζει πιο εύκολο να καταλάβουμε (και καμιά φορά θαυμάσουμε) τις γενιές του μεσοπολέμου, παρά τη γενιά των γονιών μας. Ο Βασίλης απευθύνεται στις νεότερες γενιές, αλλά στην πραγματικότητα μιλάει -εκτιμώ- για μια άλλη γενιά, και πιο συγκεκριμένα για ένα κομμάτι της. Αυτό που, όπως ο Άγγελος, γεννήθηκε τη δεκαετία του 60. Είναι και αυτή μια γενιά ανάμεσα και ίσως να την πάτησε κι αυτή, όπως τα πάντα που βρίσκονται σε μεταίχμια. 

Ο Άγγελος γεννήθηκε το 61. Ένας συνομήλικός μου, μιλλένιαλ, θα τον έβριζε ως έναν από τους μπούμερς, και θα ‘χε και δίκιο.[4] Όμως ο καημένος ο Άγγελος, δεν έκανε Μάη του 68, ούτε έριξε τη χούντα, ούτε καν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης δεν έζησε ενεργά. Βέβαια, βρέθηκε τη δεκαετία του 80 μέσα στους αγώνες και την αλλαγή, αλλά πως να συγκρατήσεις το απόκοσμο γέλιο του αχαλίνωτου καπιταλισμού που θριάμβευε επί του ονείρου που έγινε στάχτη. Ούτε ηρωικός, όσο οι λίγο μεγαλύτεροί του, ούτε όμως και τόσο τυχερός. Εντάξει, υπήρχαν δουλειές αν ήθελες. Αλλά δεν πρόλαβε να μπει στη μεγάλη μάσα. Δεν ήταν ούτε ο Άγγελος ούτε ο Παύλος καμιά δεκαετία μεγαλύτεροι και από καλύτερη οικογένεια, ώστε να γίνουν τα αφεντικά αυτής ιστορίας. Μεγάλοι για να βρουν δουλειά μετά την απόλυση, μικροί για να βγουν στη σύνταξη. Too old to rock ‘n’ roll, too young to die. 

Έχω και μια ακόμα σκέψη, που δε γίνεται να μην την εκμυστηρευτώ. Ίσως να είναι απλή συνωνυμία, τυχαία ονόματα, αλλά θυμάμαι και άλλον ένα Άγγελο και άλλον ένα Παύλο. 15 χρόνια πριν, στο πρώτο -αν θυμάμαι καλά- βιβλίο του Βασίλη. Τους «Ποδηλάτες του Χρόνου». Άλλη εποχή εκείνη, και για το συγγραφέα, και για τους ήρωες και ηρωίδες του βιβλίου. Εκείνο μιλούσε για τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Τούτο, μιλάει για την πρώτη του 21ου. Μήπως άραγε είμαστε ξανά μέσα σε μια τριλογία, και πρέπει να περιμένουμε το επόμενο βιβλίο του Βασίλη που μιλάει τελικά πράγματι για το τώρα τώρα. Ποιος ξέρει; 

Πάντως ο Άγγελος των Ποδηλατών, δε σταματούσε να φωνάζει πως θέλει ετούτη η φωτιά να κρατήσει για πάντα. Όσο περίπου κρατάνε οι ξερολιθιές…

Και η λάσπη;

Οι ξερολιθιές δεν έχουν κονίαμα, αλλά είναι μάλλον η πιο περίτεχνη τοιχοποιία. Θέλει χρόνο, να βρεις τις κατάλληλες πέτρες και να τις βάλεις σε διάταξη χωρίς λάξεμα. Κάποιες μεγάλες θα μπουν χαμηλά για τη θεμελίωση, κάποιες άλλες επίπεδες θα μπουν για τη στέψη, κάποιες μικρές ίσως χρησιμοποιηθούν απλά για πλήρωση. Ο έμπειρος πετράς πράγματι ξέρει πως μερικές φορές δεν χρειάζεται συγκολλητική ουσία.

Όμως ο συγκολλητής ίσως αναγκαστεί να υπενθυμίσει πως για να φτιαχτούν οι ανθρώπινες πολιτείες χρειάστηκε και η λάσπη. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [2]

Υποσημειώσεις[+]