Η σύνδεση του βιβλίου των Gotz Aly & Karl Heinz Roth με τη δημογραφία είναι άμεση, θεμελιώδης και πολιτικά κρίσιμη, γιατί το έργο δείχνει πως η στατιστική καταγραφή του πληθυσμού δεν ήταν ποτέ μια «ουδέτερη», «αντικειμενική» ή «τεχνοκρατική» διαδικασία. Δεν είναι μια επιστήμη-τεχνολογία που απλώς μετράει τι είμαστε, αλλά καθορίζει πώς «πρέπει» να υπάρχουμε για να συμμετέχουμε στην κοινωνική/οικονομική ζωή της «πολιτισμένης», λευκής και αρρενωπής Δύσης.
Η Ασταμάτητη Καταγραφή. Καταμέτρηση, Ταυτοποίηση και Έλεγχος στο Τρίτο Ράιχ [1] (Antifa Scripta, Νοέμβριος 2022) των Gotz Aly & Karl Heinz Roth ξετυλίγει τα μέσα με τα οποία το ναζιστικό καθεστώς χρησιμοποίησε τις στατιστικές και τις τεχνολογίες καταγραφής για να επιτύχει τον έλεγχο και την εξόντωση των «ανεπιθύμητων» ομάδων, όπως οι Εβραίοι, οι Ρομά και άλλες «περιθωριοποιημένες ομάδες». Το βιβλίο φέρνει στο φως μια πτυχή του ναζιστικού καθεστώτος που συνήθως παραμένει υποφωτισμένη: την τεχνοκρατική και γραφειοκρατική υποδομή του Ολοκαυτώματος.
Οι συγγραφείς, βασισμένοι σε αρχειακή έρευνα, δείχνουν πώς οι μηχανισμοί απογραφής, ταξινόμησης και επεξεργασίας δεδομένων (ιδίως μέσω IBM μηχανών και punched cards) αποτέλεσαν πυλώνα της κρατικής καταπίεσης, του φυλετικού διαχωρισμού και της μαζικής εξόντωσης. Αντί για τον «παρανοϊκό Χίτλερ» ή την «παράνοια της ναζιστικής ιδεολογίας», οι Aly & Roth μάς προτείνουν να δούμε το ψυχρό, τεχνολογικά ορθολογικό πρόσωπο της γενοκτονίας. Η μαζική συλλογή στοιχείων –από το θρήσκευμα μέχρι την καταγωγή, και η διασταύρωση των δεδομένων– επέτρεψαν στο ναζιστικό κράτος να ελέγχει πλήρως τον πληθυσμό του, να σχεδιάζει στρατηγικά πογκρόμ και να εκτελεί εξοντώσεις με «διοικητική αποτελεσματικότητα».

Ειδικότερα, οι συγγραφείς αναλύουν την ιστορία της στατιστικής τεχνολογίας στη Γερμανία, από τις πρώτες μηχανές Hollerith της δεκαετίας του 1890 έως την ανάπτυξη και άδεια χρήσης της τεχνολογίας διάτρητων καρτών της IBM, η οποία βοήθησε στην καταγραφή δεδομένων του βιό-κοσμου του Ράιχ. Η συλλογή αυτών των δεδομένων έγινε για να ικανοποιήσει την επιθυμία του κράτους να παρακολουθεί και να ελέγχει τις φυλετικές ομάδες για λόγους εθνικής ασφάλειας. Οι G. Aly και K.H. Roth επισημαίνουν ότι οι τεχνικές καταγραφής που εφαρμόστηκαν και εξελίχθηκαν από τους Ναζί για την παρακολούθηση, τον έλεγχο του πληθυσμού αποτέλεσαν την βάση για το σύγχρονο σύστημα καταγραφής του πληθυσμού. Ωστόσο, όπως μας θυμίζουν οι G. Aly και K.H. Roth η στατιστική και η καταγραφή των στοιχείων δεν είναι κάτι νέο που έφερε η ψηφιακή εποχή, αλλά είναι μια θεμελιώδης βάση των νεωτερικών κρατών, που αναδείχθηκε – εδραιώθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα μέσα από το Κράτος Πρόνοιας.
Το βιβλίο κινείται σε πέντε βασικούς άξονες. Αρχικά περιγράφει τον ρόλο του ειδικού, πώς δηλαδή οι τεχνοκράτες, στατιστικολόγοι, γιατροί, επιστήμονες μέσα στο ναζιστικό καθεστώς ταξινόμησαν, κατηγοριοποίησαν και εξόντωσαν ολόκληρα τμήματα του πληθυσμού. Οι συγγραφείς χρησιμοποιούν αρχειακό υλικό και τεχνικά έγγραφα (κυρίως από συνεργασίες με IBM [3]) για να δείξουν πώς η τεχνολογία εξυπηρέτησε τη γενοκτονία. Αναδεικνύεται η γραφειοκρατία όχι ως «ουδέτερη» δομή, αλλά ως συνένοχος της εξουσίας. Στη συνέχεια περιγράφει τον ρόλο και το μέγεθος της καταγραφής των στοιχείων και της στατιστικής επιστήμης ως εργαλείων επίτευξης των στόχων του Τρίτου Ράιχ. Η στατιστική γνώση γίνεται όπλο. Το βιβλίο δείχνει πώς οι αριθμοί έγιναν μέσο ώστε να εντοπίζονται, να παρακολουθούνται και να απομακρύνονται οι «ανεπιθύμητοι». Πρόκειται για μια πρόωρη μορφή βιοπολιτικής διακυβέρνησης. Παράλληλα, περιγράφει την ταξινόμηση των πολιτών σε άξιες και ανάξιες ζωές με όρους ευγονικής, και τους τρόπους με τους οποίους ταξινομήθηκαν και υπολογίστηκαν τα δεδομένα τα οποία συλλέχθηκαν από τις απογραφές. Επιπλέον, περιγράφει τις επιστημονικές ορολογίες και την ρητορική που η κρατική εξουσία και ο κυρίαρχος βιοϊατρικός λόγος κατασκεύασε για να κατηγοριοποιήσει την ανθρώπινη ύπαρξη.
Το 1933, με την άνοδο των Ναζί, η στατιστική αναδείχθηκε σε βασικό εργαλείο κρατικής πολιτικής. Οι στατιστικολόγοι ανέλαβαν την απογραφή του πληθυσμού βάσει «επιστημονικών» κριτηρίων φυλετικής υγιεινής και ευγονικής, με στόχο τη βιολογική ανασύσταση του Volk. Η γενετική καταγραφή του πληθυσμού στο Τρίτο Ράιχ αποτέλεσε κεντρικό εργαλείο της ναζιστικής πολιτικής ελέγχου και κατηγοριοποίησης. Από το τέλος του 1933 ωστόσο, η γενετική καταγραφή, αρχικά διαδεδομένη στους ακαδημαϊκούς κύκλους, γρήγορα ενσωματώθηκε στους κρατικούς μηχανισμούς και τη διοίκηση. Ειδικότερα, η απογραφή του 1933 επικεντρώθηκε στις οικογενειακές πολιτικές, ενώ το 1934 δημοσιεύτηκε δοκίμιο του Φρίντριχ Τσαν [4] (Friedrich Zahn) (πρόεδρος του Διεθνούς Ινστιτούτου Στατιστικής από το 1931-1936 και της στατιστικής υπηρεσίας της Βαυαρίας από το 1907 ως το 1939) με τίτλο Περί της οικονομικής αξίας του ανθρώπου ως αντικειμένου της στατιστικής, σύμφωνα με τον οποίο η μοναδική αξία ενός ατόμου για την στατιστική μετριέται μέσα από την παραγωγική του ικανότητα.
Για τον Τσαν, η στατιστική ήταν οργανικά συνδεδεμένη με το εθνικοσοσιαλιστικό ιδεώδες, το οποίο στόχευε σε μια ταξινόμηση του όλου. Και αυτό με τη σειρά του οδήγησε στη διάκριση ανάμεσα στο παραγωγικό και το μη παραγωγικό, στο χρήσιμο και στο μη χρήσιμο και με τις στατιστικές καταγραφές να ενσωματώνονται στα εργαλεία βιοπολιτικού ελέγχου.
Παράλληλα, ο Νόμος για την Ενοποίηση του Συστήματος Υγείας το 1934 προέβλεψε τη δημιουργία συμβουλευτικών κέντρων για τη γενετική και φυλετική μέριμνα, τα οποία είχαν ως βασικό ρόλο την παρακολούθηση και φακέλωμα πολιτών με υποψίες γενετικής «κατωτερότητας». Η διαδικασία περιλάμβανε ανακρίσεις, δικαστικές αποφάσεις σε δικαστήρια κληρονομικής υγείας και υποχρεωτικές στειρώσεις, που αυξήθηκαν σταθερά από το 1934, φτάνοντας τις 65.000 ετησίως. Παράλληλα, ιδρύθηκαν εθνικά κέντρα για τη γενετική καταγραφή στα ψυχιατρικά ιδρύματα, με στόχο την καταγραφή όχι μόνο των ασθενών, αλλά και των οικογενειών τους. Επεκτάθηκαν όμως και ένα βήμα πιο πέρα, με τη συγκρότηση αρχείων που ταξινομούσαν τον πληθυσμό σύμφωνα με γενετικά και κοινωνικά κριτήρια, διαχωρίζοντας τους «αντικοινωνικούς», τους «αποδεκτούς» και τους «γενετικά ανώτερους».
Το 1938, η καταγραφή κάλυπτε ήδη εκατοντάδες χιλιάδες κατοίκους μεγάλων πόλεων, ενώ η ολοκληρωτική παρακολούθηση της ζωής και των γενετικών χαρακτηριστικών έγινε κομβική για την εφαρμογή των πολιτικών ευγονικής και κοινωνικού ελέγχου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Έρβιν Κουντζ (Erwin Cuntz), βασικός τεχνοκράτης της ναζιστικής Γερμανίας, πρότεινε τη συγκρότηση ενός γερμανικού πύργου (Cuntz’s Tower [5])αριθμό μητρώου [6].
Ο Κουντζ εντάσσεται στις κεντρικές δομές του Statistisches Reichsamt (Στατιστική Υπηρεσία του Ράιχ), καθώς το ναζιστικό καθεστώς ενισχύει τις υπηρεσίες πληθυσμιακής παρακολούθησης. Συμμετέχει στη σχεδίαση της απογραφής του 1933, που ήταν καθοριστική για τον αρχικό εντοπισμό Εβραίων, κομμουνιστών και άλλων «ανεπιθύμητων» στοιχείων. Αναπτύσσει πιο λεπτομερείς μονάδες επεξεργασίας πληθυσμιακών δεδομένων μέσω punched card μηχανών (σε συνεργασία με την Dehomag/IBM). Εργάζεται πάνω σε στατιστικά μοντέλα που κατηγοριοποιούν πληθυσμούς βάσει φυλετικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών, τα οποία ενσωματώνονται στο «φυλετικό κράτος», ενώ μετά την εισβολή στην Πολωνία, ο Κουντζ συμμετέχει σε απογραφές και χαρτογράφηση πληθυσμών στις κατεχόμενες περιοχές, με σκοπό τη διοικητική και εθνοτική αναδιάρθρωση.
Ο Πύργος του Κουντζ συνιστούσε μια υλική υποδομή επιτήρησης, που ενσάρκωνε τη λογική του Πανοπτικού: μια διαρκής, κεντρικά οργανωμένη ορατότητα των σωμάτων του πληθυσμού. Ενώ το Πανοπτικόν του Μπένθαμ στόχευε στον πειθαρχικό έλεγχο των φυλακισμένων μέσα από το αόρατο μάτι της εξουσίας, ο «γερμανικός πύργος» θα λειτουργούσε με τον αριθμό μητρώου για κάθε Γερμανό πολίτη, αναπαράγοντας το ίδιο σύστημα εξουσίας, με την διαφορά ότι γενικεύεται η απανθρωποποίηση της ζωής και αντικαθιστάται με νούμερα [7].
Από την άλλη, το διάταγμα της 6ης Ιανουαρίου 1938 θεσμοθέτησε την υποχρεωτική δήλωση κατοικίας και οποιασδήποτε μετακίνησης, με αρμόδια αρχή την αστυνομία. Το σύστημα βασίστηκε στο τοπικό μοντέλο του Αμβούργου (σε ισχύ από το 1891 και αυστηροποιημένο το 1929), το οποίο υιοθετήθηκε ως ενιαίο πλαίσιο για όλο το Ράιχ, συνοδευόμενο από την καθιέρωση του υποχρεωτικού δελτίου ταυτότητας [6]. Η καταγραφή του πληθυσμού δεν ήταν ουδέτερη. Αντίθετα, ενσάρκωνε μια βιοπολιτική τεχνολογία της εξουσίας που στόχευε στην κανονικοποίηση των σωμάτων, στην παρακολούθηση της κινητικότητας και στην πρόληψη της «παρέκκλισης».
Τα μέτρα που ακολούθησαν περιλάμβαναν τη χρήση δελτίων ταυτότητας (εφαρμοσμένα από το 1938 –με καθιέρωση του υποχρεωτικού δελτίου ταυτότητας το 1939), τις αναγκαστικές στειρώσεις και την «ευθανασία» στους αντικοινωνικούς και στους λοιπούς χρήζοντες βοήθειας (έναρξη το φθινόπωρο του 1939), καθώς και την εκτεταμένη καταγραφή και επιλογή των αντικοινωνικών στοιχείων μέσω εξειδικευμένων αναφορών.
Άλλωστε, στις 18 Νοεμβρίου 1938, ο Χέρμαν Γκέρινγκ (Hermann Göring), ένα από τα υψηλόβαθμα στελέχη του Ναζιστικού καθεστώτος, ανακοίνωσε τη δημιουργία του Εθνικού Μητρώου, με στόχο την καθολική επιτήρηση του γερμανικού πληθυσμού. Η προσπάθεια αυτή βασίστηκε σε προηγούμενα μέτρα, όπως το βιβλιάριο εργασίας του 1935, που αρχικά αφορούσε κατώτερες εργατικές ομάδες, το οποίο εκδιδόταν από τα Γραφεία Εργασίας (η αντιστοιχία στην ελληνική πραγματικότητα είναι η ΔΥΠΑ- πρώην ΟΑΕΔ). Προχώρησε όμως ένα βήμα πιο πέρα: μέσω της συνεργασίας με τα ληξιαρχεία και τις υπηρεσίες πληθυσμιακής καταγραφής επέτρεψε την ανταλλαγή δεδομένων για την παρακολούθηση μετακινήσεων και την αφαίρεση θανάτων από τα μητρώα. Έτσι, το Εθνικό Μητρώο στόχευε στον πλήρη έλεγχο του πληθυσμού και βασίστηκε σε καρτέλες καταγραφής.
Οι ερωτήσεις αφορούσαν προσωπικά και επαγγελματικά στοιχεία, στρατιωτικές υποχρεώσεις και εκπαιδευτικό υπόβαθρο, ενώ για τις γυναίκες υπήρχε πρόβλεψη για αριθμό τέκνων και οικιακές γνώσεις. Από το 1941, το μητρώο περιλάμβανε και φυλετικές κατηγοριοποιήσεις (π.χ. Ρομά), και οι μετακινήσεις των πολιτών παρακολουθούνταν συστηματικά μέσω της υποχρεωτικής αστυνομικής ταυτότητας, που περιλάμβανε φωτογραφία, αποτυπώματα και γραφικός χαρακτήρας.
Η βιοπολιτική, κατά τον Μισέλ Φουκό, συγκροτείται ακριβώς μέσα από τέτοιες τεχνολογίες γνώσης και διακυβέρνησης: στατιστικές, μητρώα, δελτία ταυτότητας. Ο αριθμός μητρώου γίνεται το νέο όνομα του υποκειμένου, η νέα ταυτότητα, όπου η γυμνή ζωή μεταφράζεται σε δεδομένα, ο πληθυσμός σε σύνολο αριθμών, και το άτομο σε καταχωρημένο αρχείο.
Στη Γερμανία, η Dehomag –θυγατρική της IBM– παρείχε τεχνολογικά μέσα για την επεξεργασία δεδομένων, ειδικά στις απογραφές του 1933 και του 1939. Η απογραφή του 1939 στόχευσε στην καταγραφή της «βιολογικής» σύνθεσης της οικογένειας, με δεδομένα από στρατιώτες, τη Χιτλερική Νεολαία και πανεπιστημιακά ινστιτούτα. Η τεχνολογική εξέλιξη της στατιστικής στηρίχθηκε στις διάτρητες κάρτες του Αμερικανού στατιστικολόγου Χέρμαν Χόλεριθ (Herman Hollerith), ο οποίος θεωρείται πρωτοπόρος της μηχανογραφημένης επεξεργασίας δεδομένων. Είναι πιο γνωστός ως ο δημιουργός του διατρητοκαρτεσιανού (punch card [8]) συστήματος, που αποτέλεσε τη βάση για την εξέλιξη των υπολογιστών και, οι οποίες κωδικοποιούσαν πληθυσμιακές πληροφορίες.

Η απογραφή του 1939 αποτέλεσε επίσης κρίσιμο εργαλείο για τον σχεδιασμό της τελικής λύσης των Εβραίων και άλλως τμημάτων του πληθυσμού,[2] μέσω της επικαιροποίηση των μητρώων, και τη συλλογή δεδομένων για συγγένειες εξ αίματος, κυήσεις και κληρονομικές ασθένειες, στο πλαίσιο των δημογραφικών πολιτικών. Από το 1942, τα SS χρησιμοποίησαν τις ίδιες τεχνολογίες για την καταγραφή φυλετικών αρχείων και, από το 1943–44, για τα δεδομένα των κρατουμένων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Όσον αφορά την καταγραφή και την γραφειοκρατική απομόνωση των Εβραίων στη ναζιστική Γερμανία, αυτή ξεκίνησε με την απογραφή του Ιουνίου 1933. Όπως και στις προηγούμενες απογραφές, οι Εβραίοι που καταμετρήθηκαν ήταν εκείνοι που ασκούσαν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και ερωτήθηκαν για την υπηκοότητά τους. Εξάλλου, ήδη από την απογραφή του 1933, οι Εβραίοι καταγράφηκαν στο πλαίσιο μιας ειδικής και πιο λεπτομερούς διαδικασίας, διαφορετικής από εκείνη που αφορούσε τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Οι ειδικοί (στατιστικολόγοι, ευγονιστές και γιατροί) για τη φυλετική ταξινόμηση στο Τρίτο Ράιχ δεν ήταν ικανοποιημένοι με τα δεδομένα του 1933 σχετικά με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις της εβραϊκής κοινότητας, επειδή τα διαθέσιμα ποσοστά δεν αποκάλυπταν τα πραγματικά στοιχεία για τους «φυλετικά εβραίους» (συμπεριλαμβανομένων εκείνων με μικτή καταγωγή) που θεωρούνταν επικίνδυνοι για το κοινωνικό σύνολο. Σε περιπτώσεις αμφιβολίας, την απόφαση για τον τελικό χαρακτηρισμό αναλάμβανε η υπηρεσία γεωλογικών ερευνών του Ράιχ, η οποία δημιουργήθηκε το 1934 από επιτροπή ειδικών υπό την αιγίδα του υπουργείου εσωτερικών, με συνεργασία της αστυνομίας που διένεμε τους πολίτες [6].
Ο στόχος αυτής της απογραφής ήταν να αναδείξει τις «βιολογικές» και κοινωνικές σχέσεις του Ιουδαϊσμού εντός του Ράιχ. Παρ’ όλα αυτά, η πλήρης καταγραφή των Εβραίων αποδείχθηκε δύσκολη, καθώς οι στατιστικολόγοι δεν είχαν καταλήξει σε έναν ενιαίο και αποδεκτό ορισμό για το τι συνιστά «εβραϊκή καταγωγή». Αυτό επιλύθηκε τελικά το 1935, με την εισαγωγή του νόμου περί γερμανικής ιθαγένειας στο πλαίσιο των Νόμων της Νυρεμβέργης, ο οποίος καθόρισε δύο κατηγορίες: τον «πλήρη Εβραίο» και τον «κατά νόμον Εβραίο», δηλαδή άτομα μικτής καταγωγής. Ωστόσο, το αφήγημα πίσω από την επικινδυνότητα βασίζεται στον αντισημιτισμό και συγκροτήθηκε πάνω σε ένα κοινό δίκτυο αφηγήσεων που συνδέονταν με την «θηλυπρέπεια», την «ξενικότητα» και την απειλή προς το εθνικό κράτος.
Οι αφηγήσεις αυτές δεν λειτούργησαν απλώς ως μορφές κοινωνικού στιγματισμού, αλλά αξιοποιήθηκαν ενεργά για τη διάχυση και παγίωση της ναζιστικής ιδεολογίας. Ένα διαδεδομένο αντισημιτικό στερεότυπο ήθελε τους Εβραίους να παρουσιάζονται ως «ψευδο-γυναίκες», καθώς σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η εβραϊκή παράδοση των ρόλων των φύλων πρόσδιδε στον άνδρα μελετητή της Τορά μια μορφή ανδρικής ταυτότητας αποκομμένη από την αστική, παραγωγική σφαίρα, που αντιστοιχούσε στη «γυναικεία» οικονομική εξάρτηση (Klapholz, 2020 [9]).
Εν ολίγοις, η καθημερινότητα των πολιτών στη μεταπολεμική Γερμανία είχε υποστεί βαθιές μεταβολές υπό την επίδραση των τεχνολογιών καταγραφής που εισήχθησαν από το 1938–39 και ενισχύθηκαν εκ νέου το 1943–44. Όπως επισημαίνουν εύστοχα οι συγγραφείς του βιβλίου, είναι δύσκολο να φανταστούμε τη ζωή πριν από το 1938, δηλαδή πριν από τη θεσμική εγκαθίδρυση της υποχρεωτικής καταγραφής του πληθυσμού. Έως τότε, μόνο οι πολίτες που ταξίδευαν στο εξωτερικό φρόντιζαν να έχουν μαζί τους έγγραφα ταυτοποίησης. Κανένας δεν κυκλοφορούσε καθημερινά με «χαρτιά» στην κατοχή του· η έννοια της συνεχούς τεκμηρίωσης της ταυτότητας –όπως τη βιώνουμε σήμερα– ήταν ανύπαρκτη. Η ριζική αυτή μετατόπιση δεν υπήρξε απλώς τεχνική ή διοικητική εξέλιξη· αποτέλεσε βιοπολιτική τομή, θεμελιώνοντας ένα νέο καθεστώς ύπαρξης, όπου η καταγραφή δεν καταγράφει μόνο το παρόν, αλλά συνιστά τον πληθυσμό ως αντικείμενο διαχείρισης, πρόληψης και ελέγχου.
Οι «στρατιώτες της επιστήμης» (wissenschaftliche Soldaten) —έτσι είχαν μετονομάσει το Γ΄ Ράιχ τους στατιστικολόγους— δεν ήταν ούτε οι επινοητές ούτε οι υπεύθυνοι της ναζιστικής πολιτικής, αλλά το εργαλείο της. Η γραφειοκρατία ήταν εκείνη που οργάνωσε την εφαρμογή των νόμων της Νυρεμβέργης, την καταγραφή των Εβραίων και των Mischlinge, τις απαλλοτριώσεις σε βάρος των Εβραίων στο πλαίσιο των μέτρων «αριοποίησης» της οικονομίας, τις επιχειρήσεις γκετοποίησης και, στη συνέχεια, εκτοπισμού, καθώς και τη διαχείριση των στρατοπέδων συγκέντρωσης και των κέντρων θανάτωσης (σ. 63). [10]
Μετά το 1945, οι στατιστικολόγοι και διοικητικοί τεχνοκράτες του Τρίτου Ράιχ ουδέποτε λογοδότησαν για τη συμμετοχή τους στους μηχανισμούς εξόντωσης και κοινωνικής μηχανικής του ναζιστικού καθεστώτος. Εξαφανίστηκαν προσωρινά, τροποποιώντας ελαφρώς την εξωτερική τους εμφάνιση, το ύφος του δημόσιου λόγου τους και, επιφανειακά, τις ιδεολογικές τους θέσεις. Σύντομα επανεντάχθηκαν στις κρατικές και ακαδημαϊκές δομές της Δυτικής Γερμανίας, συμβάλλοντας ενεργά στην ανοικοδόμηση του κράτους. Δεν ήταν απλώς τεχνοκράτες σε ρόλους υποστήριξης· αντιθέτως, επανεγκαθίδρυσαν την εξουσία τους «ως οι παλιοί γνώριμοι» σε θέσεις-κλειδιά, μεταφέροντας την τεχνογνωσία του ναζιστικού κράτους στην υπηρεσία της μεταπολεμικής δημοκρατικής Γερμανίας.
Το 1951 ιδρύθηκε το Ομοσπονδιακό Γραφείο Εγκληματολογικής Έρευνας (Bundeskriminalamt), ενώ το 1973, ακριβώς απέναντι από την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία στο Βισμπάντεν, δημιουργήθηκε το Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο Πληθυσμιακών Μελετών (Bundesinstitut für Bevölkerungsforschung). Το Ινστιτούτο αυτό εξέδιδε το περιοδικό Πληθυσμιακές Μελέτες, στηριζόμενο στα αρχεία της στατιστικής υπηρεσίας. Στις σελίδες του, μαθητές του Κόλερ –παλαιού στελέχους του ναζιστικού μηχανισμού– επανέφεραν, με νέο λεξιλόγιο αλλά παρόμοια αγωνία, παλιές ιδέες: λόγοι περί «υψηλής γεννητικότητας των Τούρκων» ή περί της «πληθυσμιακής έκρηξης στον Τρίτο Κόσμο» αντιμετωπίζονταν ως προβλήματα προς έλεγχο, μέσω πολιτικών πληθυσμιακής παρέμβασης.

Το βιβλίο των G. Aly και K.H. Roth αποτελεί μια πολύτιμη συμβολή για το πώς η στατιστική και οι δημογραφικές πολιτικές χρησιμοποιήθηκαν από το ναζιστικό καθεστώς για να ταξινομήσουν και να κατηγοριοποιήσουν τις γυμνές ζωές με όρους άξιας και ανάξιας ζωής, βάζοντάς τες, μέσω της δημιουργίας εθνικών μητρώων και ταυτοτήτων, σε μια κατάσταση εξαίρεσης όπως την ορίζει ο Αγκάμπεν.
Μέσα στο βιβλίο τους και γενικότερα στην έρευνά τους μιλούν για το πώς η στατιστική η απογραφή πληθυσμού, η συλλογή των δεδομένων, και η δημιουργία εθνικών μητρώων για τον πληθυσμό αποτέλεσαν εργαλεία για την τελική λύση για εβραίους, αντικοινωνικούς, ρομά, μετανάστες/στριες πρόσφυγες, λεσβίες, ομοφυλόφιλους, «κατώτερα φυλετικούς», εστιάζουν όμως κυρίως στους εβραίους, στους Ρομά, στους μετανάστες γενικά, και στα άτομα τα οποία ήταν κλεισμένα μέσα στα ψυχιατρικά άσυλα. Παρότι αναγνωρίζουν ότι κι άλλες κοινότητες του πληθυσμού απομονώθηκαν γραφειοκρατικά, μετατράπηκαν οι ζωές τους απλά σε ψηφία, και εντέλει θανατώθηκαν από το εθνικοσοσιαλιστικό ιδεώδες, εάν έπαιρναν υπόψη, όχι μόνο τη φυλή -που το κάνουν ήδη- αλλά επίσης το φύλο, τη σεξουαλικότητα, την ηλικία και την τάξη, τότε ίσως να κατέληγαν σε ακόμη πιο ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Η καταδίωξη της ομοφυλοφιλίας από το ναζιστικό καθεστώς δεν ήταν απλώς αποτέλεσμα ενός συντηρητικού ηθικού πλαισίου. Αντίθετα, εντάσσεται πλήρως στη βιοπολιτική λογική του Ράιχ, δηλαδή στη συστηματική επιτήρηση και ρύθμιση του πληθυσμού με στόχο τη φυλετική καθαρότητα και την αναπαραγωγική πειθαρχία. Η ομοφυλοφιλία, ως πρακτική μη αναπαραγωγική και εκτός της ετεροκανονικής τάξης, θεωρήθηκε απειλή για τη δημογραφική και φυλετική επιβίωση του «γερμανικού έθνους».
Ο ναζιστικός λόγος συνδύαζε την ομοφοβία με τον ρατσισμό, συγκροτώντας ένα αφήγημα «εκθήλυνσης» του έθνους. Οι ομοφυλόφιλοι άνδρες δεν θεωρούνταν μόνο σεξουαλικά αποκλίνοντες, αλλά και πολιτικά ύποπτοι· ένοχοι όχι μόνο για την «ανωμαλία» τους, αλλά και για την αποδυνάμωση της γερμανικής αρρενωπότητας. Παρουσιάζονταν ως σύμμαχοι της φυλετικής παρακμής, είτε ως εκφυλισμένοι Άριοι είτε ως Εβραίοι που δρουν υπονομευτικά εκ των έσω. Αυτή η σύνδεση ανάμεσα στη σεξουαλικότητα και τη φυλή δεν είναι αθώα· προέρχεται από τις «επιστημονικές» θεωρίες του 19ου και 20ού αιώνα που αντιμετώπιζαν την ομοφυλοφιλία ως μορφή «αντιστροφής/αναστροφής φύλου», «εκθήλυνσης» και φυλετικής επιμειξίας ενός υπάνθρωπου είδους.
Παράλληλα, η σεξουαλική απόκλιση συσχετίστηκε με την ταξική κατωτερότητα. Ο ομοφυλόφιλος άνδρας παρουσιαζόταν ως προϊόν των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, των «εκφυλισμένων» αστικών περιοχών και των μη πειθαρχημένων σωμάτων. Έτσι, η καταδίωξη της ομοφυλοφιλίας δεν είχε μόνο ηθικοσεξουαλική διάσταση, αλλά και ταξική και φυλετική: ο σεξουαλικά «παρεκκλίνων» γινόταν το σύμβολο του ακάθαρτου, του ασταθούς, του επικίνδυνου στοιχείου που απειλεί την κοινωνική τάξη [11]. Οι φυλακίσεις, οι εκτοπισμοί και η καταναγκαστική εργασία χιλιάδων ομοφυλόφιλων ανδρών δεν ήταν μεμονωμένα περιστατικά, αλλά μέρος ενός συστηματικού σχεδίου πειθάρχησης. [12]
Η σεξουαλικότητα, όπως εξάλλου και το φύλο (μια και επίσης μιλάμε για δίωξη της τρανς και ίντερσεξ ζωής), εδώ λειτουργεί ως ένα ακόμα πεδίο εφαρμογής των τεχνικών ελέγχου και εξόντωσης που το ναζιστικό κράτος εφάρμοσε σε όλες τις μορφές του «άλλου»: Εβραίοι, Ρομά, άτομα με αναπηρία, κομμουνιστές/στριες, ομοφυλόφιλοι, λεσβίες –όλοι/όλες/όλα αντιμετωπίστηκαν ως απειλές που έπρεπε να καταγραφούν, να ταξινομηθούν και, τελικά, να αφαιρεθούν από τον κοινωνικό κορμό. Και η δίωξη της ομοφυλοφιλίας/ λεσβιανισμού, καθώς και των τρανς και ίντερσεξ, δείχνει ξεκάθαρα πώς το φύλο, η φυλή, η σεξουαλικότητα και η τάξη συνυφαίνονται στις πολιτικές εξόντωσης μέσω της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Ο ομοφυλόφιλος άνδρας δεν αποκλείστηκε μόνο λόγω της επιθυμίας του, αλλά επειδή η επιθυμία αυτή αντιστρατευόταν τις βιοπολιτικές στοχεύσεις του καθεστώτος. Μέσα από τη στατιστική, την καταγραφή και τη γραφειοκρατική ταξινόμηση, η ναζιστική εξουσία δεν επιδίωκε απλώς την εξουδετέρωση της απόκλισης, αλλά την εξαφάνισή της από το αρχείο –από τη μνήμη, από το μέλλον, από την ίδια τη ζωή.
Το δημογραφικό «πρόβλημα» που ανέφεραν οι Ναζί δεν ήταν παρά η κατασκευή μιας απειλής από το «μη-εξελιγμένο» ή «κατώτερο» «Τρίτο» γένος (δηλαδή, οι φυλετικές, κοινωνικές και σεξουαλικές ομάδες που θεωρούνταν «ανεπιθύμητες»). Σε αυτό το περιβάλλον, οι γιατροί —και οι κάθε είδους ειδικοί— επένδυαν τη γραφειοκρατική διαδικασία διαχωρισμού με μια αύρα επιστημονικού ορθολογισμού-στατιστικών δεδομένων, η οποία διαπερνούσε όλα τα επίπεδα, από τους γάμους και τα επιδόματα τέκνου, μέχρι τις στειρώσεις, τη «φυλετική ταξινόμηση» και τη «διαλογή» (σ. 82 [6]).
Σήμερα ο «ειδικός» (στατιστικολόγος, τεχνοκράτης) του Τρίτου Ράιχ αντικαθίσταται από τον αλγόριθμο, που επιπλέον «προβλέπει» αν είσαι καλός πελάτης, επικίνδυνος μετανάστης ή επιλέξιμος για επίδομα. Έτσι μέσα από τον καπιταλισμό της παρακολούθησης [13], όπως το ονομάζει η Shoshane Zubof, η ασταμάτητη συλλογή των Big Data -των προσωπικών δεδομένων- που συγκεντρώνονται και εμπορευματοποιούνται από μεγάλους tech κολοσσούς, αναδεικνύει τη μετάβαση από τον καπιταλισμό της πλατφόρμας [13] στον techno-φεουδαρχισμό, όπου η κεντρικοποιημένη εξουσία και η χρήση της τεχνολογίας οδηγούν σε κατάχρηση και απώλεια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και ελευθερίας.
Εν κατακλείδι, το βιβλίο Η Ασταμάτητη Καταγραφή. Καταμέτρηση, Ταυτοποίηση και Έλεγχος στο Τρίτο Ράιχ, αναδεικνύει πώς η ήδη υπάρχουσα τεχνολογία της στατιστικής και της ήδη υπάρχουσας διοικητικής ταξινόμησης και λογικής μέτρησης και ελέγχου του πληθυσμού, χρησιμοποιήθηκε από το ναζιστικό κράτος για την ταυτοποίηση, παρακολούθηση και εξόντωση των (υπερ)πληθυσμών. Γνώση και τεχνολογία που δόθηκε στους Ναζί, εκείνοι τη «βελτίωσαν» στο πλαίσιο της γενοκτονίας, και έφτασε στις μέρες μας με τον σύγχρονο ενιαίο αριθμό πολίτη (όπως ο Προσωπικός Αριθμός [14]) επιτρέποντας την πλήρη διασύνδεση κρατικών βάσεων δεδομένων γύρω από την ταυτότητα του ατόμου, παράλληλα με μια λογική δημογραφικού «προβλήματος».
Το βιβλίο προειδοποιεί ότι το ζήτημα δεν είναι η τεχνολογία αυτή καθαυτή, αλλά όσο αναπαράγεται η ταξινόμηση της ζωής σε ανθρώπινη και σε γυμνή, η τεχνολογία υπηρετεί την καταστολή και τη γενοκτονία.
Το κείμενο του Ανδρέα Ζακαλκά επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [15]
Υποσημειώσεις