- Marginalia - https://marginalia.gr -

Η διαλεκτική της ουτοπίας στην Ούρσουλα Λε Γκεν

Ο αναρχικός των δύο κόσμων [1]
Ούρσουλα Κ. Λε Γκεν
επιμέλεια: Μάκης Πανώριος | μετάφραση: Χρήστος Γεωργίου
Parsec, 1994 | 466 σελίδες

Τα μοτίβα της Ουτοπίας και της Δυστοπίας συνυπάρχουν στην Λογοτεχνία για τόσο πολύ καιρό που σχεδόν δεν έχει σημασία το «από πότε». Παρότι δεν έχουν ακριβώς σχέση δίπολου, η Ουτοπία και η Δυστοπία είναι συχνά η μία αντιστροφή της άλλης. Σχηματικά, η Ουτοπία είναι εκείνος ο πλασματικός κόσμος που είναι ιδανικός σύμφωνα με τα ηθικά κριτήρια της/του εκάστοτε δημιουργού, ενώ η Δυστοπία ο αντίθετος ηθικά κόσμος σύμφωνα με την/τον δημιουργό. Στο αγαπημένο δημιούργημα της Ούρσουλας Λε Γκεν, The Dispossessed [2] (γνωστό στα ελληνικά με τον προβοκατόρικο, όσο και ελαφρώς παραπλανητικό, τίτλο Ο Αναρχικός των δύο κόσμων [1]), δεν διαφαίνεται απλά μια συζήτηση μεταξύ των δύο. Η ίδια η αρχιτεκτονική του βιβλίου είναι χωρισμένη σε δύο κόσμους: την καπιταλιστική Δυστοπία «Γιούρας» και την κοινοτιστική [3] Ουτοπία «Ανάρες». Πρόκειται για μια σπουδαία διαστημική sci-fi μελέτη για τη σχέση, τις αποκλίσεις και εν τέλει την ουσία των δύο κόσμων.

Εν συντομία, για κάποια/κάποιον που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο, το «The Dispossessed» αφηγείται την ιστορία του Σεβέκ, μιας μαθηματικής ιδιοφυίας, που έχει γεννηθεί στην Ανάρες. Η Ανάρες είναι ένας δορυφόρος του πλανήτη Γιούρας, όπου η ζωή οργανώνεται κατά τις ιδεολογικές αρχές και την διδασκαλία της Όντο, αρκετά κοντινής σε περιεχόμενο με τις ιδέες του μουτουαλισμού [4] και της αυτάρκειας του δικού μας Κροπότκιν. Αντίθετα, ο Γιούρας, ο πλανήτης από τον οποίο προέρχονται οι έποικοι της Ανάρες, θυμίζει αρκετά με την Γη. Τα Κράτη υπάρχουν και οι κοινωνίες οργανώνονται κατά τα καπιταλιστικά πρότυπα παραγωγής. Ο Σεβέκ, ακροβατεί (ή μάλλον καλύτερα αιωρείται) ανάμεσα στους δυο κόσμους, νιώθοντας ταυτόχρονα εκτοπισμένος και από τους δύο. Πέρα όμως από μια ενδεχομένως πρωτοποριακή sci-fi υπόθεση, το βιβλίο αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον αν κανείς εστιάσει στις έννοιες της Ουτοπίας και της Δυστοπίας και στο πώς  τις προσεγγίζει η Λε Γκεν.

Αν κάποιος από τους δύο κόσμους φέρει την ιδιότητα της Δυστοπίας, αυτός αναμφισβήτητα είναι ο πλανήτης Γιούρας. Ο Γιούρας είναι ένας πλανήτης με άφθονους φυσικούς πόρους και αρκετά καλές περιβαλλοντικές συνθήκες για την ανάπτυξη της ζωής. Η φτώχεια και άλλα κοινωνικά  προβλήματα κρύβονται συχνά πίσω από τοίχους καταστολής και κυριαρχίας, ενώ οι κάτοικοι του εμφανίζουν πολιτισμικά αντίστοιχες συμπεριφορές με τις δικές μας (δηλαδή των γήινων τέκνων του καπιταλισμού). Ο κόσμος αυτός είναι πλασμένος από υλικά τα οποία είναι σχεδιασμένα να γεννούν, να σμιλεύουν και να ικανοποιούν επιθυμίες και ηδονικές ανάγκες.

Έτσι, η Λε Γκεν αποκαλύπτει την κριτική ματιά της απέναντι στο καπιταλιστικό εποικοδόμημα, στην βάση του οποίου  βρίσκεται (κατά τα μεταδομιστικά πρότυπα) ο κορεσμός της ηδονής, η απόλαυση. Ακόμα και τα γιουρασιανά αντικείμενα, ιδιαίτερα όσα έρχονται σε επαφή με το σώμα (όπως καθίσματα, στρώματα, μαξιλάρια με την ιδιαίτερη σημασία που έχουν ως αντικείμενα θαλπωρής και ερωτισμού), θαρρείς ότι αναπληρώνουν μια χαμένη στοργικότητα. Υποκαθιστούν θαρρείς το από καιρό χαμένο στοργικό ανθρώπινο άγγιγμα. Η γιουρασιανή κοινωνία είναι μια κοινωνία, όσο άσχημη μπορούμε να την φανταστούμε, που βρίσκει την ομορφιά σε αυτιστικά μοτίβα.

Η κατασταλτική ουσία αυτής της Δυστοπίας φαίνεται και από τον τρόπο που αντιμετωπίζει τις εκάστοτε απειλές και κινδύνους για τη διατήρησή της. Για τον Γιούρας, η Ανάρες είναι το υπερβατικό σύμβολο της εξορίας. Οι αντιφρονούντες, οι επαναστάτες, δεν έχουν απλά φυλακιστεί κι εξοριστεί. Έχουν εκτοπιστεί σε ένα διαφορετικό κοσμικό σύνολο. Έτσι, η επίσκεψη του «ξένου» Σεβέκ συνιστά σε συμβολικό επίπεδο την ανθρωπολογική μελέτη του εξόριστου αναρχικού υποκειμένου της Ανάρες από τους τεχνοκράτες του Γιούρας.

Στον αντίποδα, η ουτοπική εξορία, η Ανάρες, διαφέρει σημαντικά από τον Γιούρας (πώς αλλιώς;). Το κλίμα της είναι ξηρό, το ανάγλυφό της τραχύ. Δίνει την εντύπωση ότι κάθε είδος ζωής πασχίζει για την επιβίωσή του εκεί και απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή για να επιτευχθεί αυτή. Παντού απλώνονται έρημοι, ενώ ο ίδιος ο Σεβέκ περιγράφει μια αχανή έκταση, τη Σκόνη, που αποτελείται από τα υπολείμματα ενός δάσους που δεν άντεξε την -εδώ και μια χιλιετία- ξηρασία του πλανήτη. Σε αυτή την έκταση συντελείται μία από τις πιο μεγαλεπίβολες  επιχειρήσεις των Αναρεσιανών, η αναδάσωση της Σκόνης με στόχο την εκ νέου γονιμότητα του εδάφους. Αυτό το στοιχείο από μόνο του ίσως αποτελεί ένα σχόλιο σε σχέση με το πως βλέπει η Λε Γκεν μια προωθητική κοινωνική διαδικασία: κάτι δύσκολο, διαφορετικό και εν μέρει άγονο, καθώς παρότι οι έποικοι καταβάλουν υπερμεγέθεις προσπάθειες, η αναδάσωση μετά από δέκα χρόνια δουλειάς παραμένει ένα εύθραυστο project. Βέβαια και εδώ επικρατεί σημειολογικά μια «παραγωγική» εικόνα. Οι έποικοι δίνουν ζωή στα φυσικά υπολείμματα του Παλιού Κόσμου. Κυριολεκτικά και μεταφορικά γεννούν κάτι Νέο σε ένα -αρχικά τουλάχιστον- δυσμενές περιβάλλον.

Ακόμα περισσότερο ενδιαφέρον έχουν τα λόγια που χρησιμοποιεί η Λε Γκεν για να περιγράψει την Ουτοπία:

[…] αυτός [ο Σεβέκ] ανήκε σε μια ράτσα που είχε αρνηθεί το παρελθόν της, την ιστορία της. Οι Άποικοι της Ανάρες είχαν γυρίσει τις πλάτες τους στον παλιό κόσμο και στο παρελθόν του, είχαν διαλέξει το μέλλον. Αλλά όπως το μέλλον γίνεται παρελθόν, έτσι και το παρελθόν γίνεται μέλλον. Όποιος αρνείται, δεν ολοκληρώνει τίποτα.

Μέσα σε λίγες γραμμές η Λε Γκεν εξηγεί με μαρξικούς όρους γιατί η Ουτοπία που κατασκευάζει δεν έχει πραγματώσει τον στόχο της. Η Ανάρες και οι Οντονιανοί της κάτοικοι στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν το Νέο, επιτίθενται με βαναυσότητα στο Παλιό. Βρίσκουν κάθε λόγο να αποστρέφονται (και, ω Θεοί, υπάρχουν τόσοι) τον μητρικό πλανήτη Γιούρας σε βαθμό που επιθυμούν, αν γίνεται, να μην γνωρίζουν τίποτα για αυτόν εσωτερικεύοντας, βέβαια, μια ανασφάλεια σε σχέση με την αρτιότητα του δικού τους εποικοδομήματος. Επιλέγοντας να μην τον αντιμετωπίζουν σαν πρότερο κομμάτι τους (που εφόσον υπήρξε δεν γίνεται να αναιρεθεί), ουσιαστικά αδυνατούν να του συμπεριφερθούν σαν ένα δικό τους αντιφατικό στοιχείο και λόγω αυτής της στάσης το καταδικάζουν σε διηνεκή αναπαραγωγή επιβραδύνοντας την προωθητική κοινωνική κίνηση. Με άλλα λόγια αυτό που η Λε Γκεν φαίνεται να υπονοεί είναι πως η Ανάρες αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως τη διαλεκτική απόλυτη άρνηση του Γιούρας και ως τέτοια η Ανάρες αρνείται να αντιμετωπίσει τις αντιφάσεις τις.

Προηγουμένως, αναφερθήκαμε στο σύνολο των κατοίκων της Ανάρες με τον χαρακτηρισμό «Οντονιανοί». Είναι όμως αλήθεια όλοι οι Αναρεσιανοί το ίδιο πιστοί στο Δόγμα της Όντο; Ο Σεβέκ έκπληκτος παρακολουθεί τον φυσικό Σαμπούλ, που του ζητά να μην επικοινωνήσει σε κανέναν άλλο στην Ανάρες το περιεχόμενο των Γιουρασιανών βιβλίων που του δίνει. Ο ίδιος αναπτύσσει μια ανταλλακτική σχέση με τον Σεβέκ (έστω και σε επίπεδο ερευνητικών εργασιών) που και ο πρωταγωνιστής νιώθει ότι είναι ανήθικη. Συνεπώς φαίνεται και εδώ ότι στην σπειροειδή εξελικτική κίνηση της ιστορίας κάθε τι Νέο κουβαλάει μέσα του κάθε τι Παλιό. Αυτή είναι ίσως η σοβαρότερη κριτική παρατήρηση της Λε Γκεν για την Ουτοπία της. Οι κοινωνίες οφείλουν να αντιλαμβάνονται τις αντιφάσεις τους για να κινηθούν προοδευτικά.

Το ρηξικέλευθο σε αυτήν την προσέγγιση έγκειται στο γεγονός ότι η Λε Γκεν επιλέγει να συνδέσει διαλεκτικά την Ουτοπία με την Δυστοπία. Και δεν σταματάει εκεί, αλλά επιπλέον δείχνει ότι η Ουτοπία είναι προϊόν της Δυστοπίας, με τον ίδιο τρόπο που ο Μαρξ περιγράφει ότι ο Σοσιαλισμός είναι προϊόν του Καπιταλισμού. Ένα απόλυτα πολιτικό -και εύστοχο κατά τη γνώμη μου- σχόλιο. Ίσως για αυτό η Ουτοπία που πλάθει η Λε Γκεν είναι τόσο συναρπαστική. Είναι μια Ουτοπία εντελώς ανθρώπινη, πάνω στην οποία μπορούν να καθρεφτιστούν οποιεσδήποτε ουτοπικές απόπειρες και επαναστατικές στασιμότητες του πραγματικού κόσμου μας. Μια Ουτοπία ρεαλιστική, που αναδεικνύει τις αντιφάσεις μας. Κι επομένως, μια Ουτοπία τρομακτική, που μας απογυμνώνει από βεβαιότητες. Μια ουτοπία σίγουρα συγκινητική.

 


Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [5]