- Marginalia - https://marginalia.gr -

Η μεγαλύτερη εργατική απεργία του εικοστού αιώνα

Ένα κείμενο για το 1968 της εργατικής τάξης δεν μπορεί παρά να είναι σχόλιο για την απωθημένη μνήμη της μεγαλύτερης σε μαζικότητα και σε διάρκεια απεργίας του 20ού αιώνα στη Γαλλία, πιθανότατα δε και σε ολόκληρη την Ευρώπη – μεγαλύτερης ακόμα και από τις «απεργίες της χαράς» τον καιρό του Λαϊκού Μετώπου.

Σύμφωνα με το πρότυπο αφήγημα που διαμορφώθηκε στις δεκαετίες που ακολούθησαν, ο «Μάης του 1968» είχε σε γενικές γραμμές ως προοίμιο το «κίνημα της 22 Μάρτη» με την κατάληψη του κτιρίου διοίκησης του Πανεπιστημίου 10 στο παρισινό προάστιο της Ναντέρ, ξέσπασε στις αρχές του Μάη με την κατάληψη της Σορβόνης και τα οδοφράγματα της οδού Γκαι Λυσσάκ, φούντωσε και μαζικοποιήθηκε αντί να πτοηθεί από την άγρια κρατική καταστολή, έφτασε σε μια κορύφωση μετά τη Γενική Απεργία που οργάνωσαν τα συνδικάτα για τις 13 Μαΐου, εκτονώθηκε ωστόσο με τις λεγόμενες «συμφωνίες της (οδού) Γκρενέλ» ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους (σωματεία, εργοδοτικές ενώσεις, κυβέρνηση), για να φτάσει σε ένα τέλος, με τη φυγή του Ντε Γκωλ για ένα εικοσιτετράωρο από τη χώρα και τη μυστική συνάντησή με το στρατηγό Μασσύ στο Μπάντεν-Μπάντεν στις 28 Μαΐου, την επιστροφή του και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών για τα τέλη Ιούνη – τις οποίες επρόκειτο να κερδίσει με άνεση.

Η αναγωγή του «1968» στα Πανεπιστήμια, τα γεγονότα του Καρτιέ Λατέν και στις «μέρες του Μάη», συνεπάγεται την παραθεώρηση της έκτασής του στο χώρο και το χρόνο, αλλά και του κοινωνικού βάθους του. Αν μη τι άλλο, οι διαδικασίες ενός κινήματος, μιας κοινωνικής εξέγερσης που ενέπλεξε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καμιά δεκαριά εκατομμύρια κόσμο για ενάμιση μήνα ή και περισσότερο, συγκρότησαν πολλαπλούς χώρους συνάντησης και κοινής δράσης. Στο δημόσιο χώρο που δημιουργούσαν οι απεργίες, οι καταλήψεις και οι γενικές συνελεύσεις των εργατών, οι πολυάριθμες επιτροπές αγώνα και αλληλεγγύης στις γειτονιές και, από τα μέσα του μήνα και μετά, στον νέο κοινωνικό χρόνο μιας γενικευμένης εξέγερσης που παρέλυσε για εβδομάδες την παραγωγή και τις συγκοινωνίες της χώρας, δημιουργήθηκαν οι όροι για την πραγματοποίηση «απροσδόκητων συναντήσεων» ανάμεσα στους φοιτητές και τους εργαζόμενους, την παλιά και τη νέα εργατική βάρδια κ.ο.κ.

Άρα κάθε διήγηση η οποία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θέτει στο φόντο της «νεολαιίστικης έκρηξης» τη Γενική Απεργία της 13ης Μάη, το κύμα των απεργιών διαρκείας και των καταλήψεων εργοστασίων που ξέσπασε τις εβδομάδες που ακολούθησαν, την ανοιχτά «πυροσβεστική» στάση του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΓΚΚ) και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών (Confédération Générale du Travail – CGT), τις συμφωνίες της Γκρενέλ και την απόρριψή τους από τη συντριπτική πλειοψηφία των απεργών, διαπράττει μια προφανή, ηθελημένη ή αθέλητη, λαθροχειρία. Με άλλα λόγια, αγνοεί το προφανές, δηλαδή το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως στις πολύμορφες απεργίες και καταλήψεις συμμετείχαν πάνω από επτά (δέκα κατ’ άλλους) εκατομμύρια εργατών, αριθμός πολλαπλάσιος του συνόλου του φοιτητικού πληθυσμού της χώρας που στα τέλη της δεκαετίας του ‘60 ήταν κάτι παραπάνω από μισό εκατομμύριο.

Ο κορμός λοιπόν, ο συντριπτικός όγκος της κινητοποίησης ήταν εργατικός· οι φοιτητές ήταν μόνο η κορφή του παγόβουνου. Αν θέλουμε άρα να συζητήσουμε στα σοβαρά την εμπειρία του γαλλικού 1968 και τη σημασία της για εμάς σήμερα, είμαστε υποχρεωμένοι να λάβουμε υπόψη μας τον πρωταρχικό παράγοντα διαμόρφωσης της επαναστατικής δυναμικής του, την πολύμορφη κινητοποίηση της εργατικής τάξης, τις διεργασίες και ζυμώσεις που λάμβαναν χώρα στις συνελεύσεις και τις καταλήψεις των εργοστασίων, στα πανεπιστήμια ή στις γειτονιές των γαλλικών πόλεων.

Με ολοένα και αυξανόμενη ένταση την τελευταία εικοσαετία, η σχετική έρευνα έχει στραφεί στην εμπειρία της μαζικής διάστασης, κάτω από την επιφάνεια του στερεότυπου μνημονικού λόγου, και πέρα από τα δημόσια πρόσωπα, διανοούμενους, πολιτικούς, δημοσιογράφους, που εκπροσώπησαν παραδοσιακά το «πνεύμα του Μάη». Με βάση λοιπόν κάποια στοιχεία που προκύπτουν από την πρόσφατη κουβέντα και παραγωγή των κοινωνικών επιστημόνων (κοινωνιολόγων και ιστορικών κυρίως αλλά όχι αποκλειστικά), θα προσπαθήσω στον περιορισμένο χώρο ενός κειμένου να ιχνογραφήσω τους βασικούς άξονες της πολύμορφης εμπειρίας και της επαναστατικής δυναμικής του 1968 σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά υποκείμενα, το χώρο και το χρόνο ανάπτυξης της κοινωνικής εξέγερσης.

Το ραντεβού

Επιστρέφοντας στην πραγματική εμπειρία εκείνου του κινήματος, το πρώτο πράγμα που γίνεται ορατό είναι πως ο κοινός τόπος του πρότυπου αφηγήματος περί «ματαιωμένου ραντεβού» ανάμεσα στους φοιτητές και την εργατική τάξη, είναι τουλάχιστον ανακριβής, αν όχι ολότελα ψευδής, αποτέλεσμα πολλαπλών και αλλεπάλληλων παραλείψεων και αποσιωπήσεων.

Κατά τις εβδομάδες της εξέγερσης η συνάντηση των φοιτητών με τους εργάτες, ενίοτε δε και με του αγρότες και άλλα κοινωνικά στρώματα, πραγματοποιήθηκε με πολλαπλούς τρόπους και σε πολλούς διαφορετικούς τόπους, σε μια διαδικασία άρσης των στεγανών (decloisonnment) ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και ομάδες, γενικευμένης, ριζοσπαστικής, έμπρακτης αμφισβήτησης και επαναδιαπραγμάτευσης των κοινωνικών ιεραρχιών και ρόλων. Το γεγονός πως αυτές οι εμπειρίες, κατεξοχήν φορείς της ουτοπίας, απωθήθηκαν, αποσιωπήθηκαν ή έγιναν αποτέλεσμα ιδεολογικής χειραγώγησης ή στείρας αντιπαράθεσης, αποκομμένες από το συγκεκριμένο τους συγκείμενο, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός πως ό,τι συνέβη το 1968 ήταν κάτι πέρα από το ιδεολογικό πλαίσιο κατανόησης των οργανωμένων φορέων συγκρότησης και μεταβίβασης της συλλογικής μνήμης, των (εργατικών και φοιτητικών) συνδικάτων και των κομμάτων και οργανώσεων της γαλλικής αριστεράς (κομμουνιστικής ή σοσιαλιστικής, επαναστατικής ή ρεφορμιστικής). Με άλλα λόγια, η διεκδίκηση και κατάληψη του δημόσιου χώρου, η διακοπή των μηχανισμών παραγωγής και αναπαραγωγής του συστήματος, η επαναστατική βίωση και διαχείριση του κοινωνικού χρόνου, ο διεσταλμένος χρόνος της εξέγερσης, δεν χωρούσε στις αφηγήσεις τους.

Χαρακτηριστική απέναντι στην τεράστια δυναμική όσμωσης των κοινωνικών αγώνων, ήταν βέβαια η στάση του ΓΚΚ, εχθρική εξαρχής απέναντι στις απόπειρες κοινής δράσης των φοιτητών με τους εργάτες, όπως αποτυπώνεται ανάγλυφα στις περίφημες δηλώσεις του γραμματέα της CGT και μέλους του ΠΓ του ΓΚΚ, Ζωρζ Σεγκύ, στις 21 Μαΐου σύμφωνα με τις οποίες:

Η κοινή γνώμη εντυπωσιάστηκε θετικά από τον τρόπο με τον οποίο σταματήσαμε με αποφασιστικότητα τις προβοκάτσιες και τα τυχοδιωκτικά συνθήματα. Εμείς μόνο διασφαλίσαμε την αποτυχία του σχεδίου για διαδήλωση μπροστά από το κτίριο της κρατικής ραδιοτηλεόρασης. Εμείς μόνο συνεφέραμε τους φοιτητές που ήθελαν να εισβάλλουν στο εργοστάσιο της Ρενώ. Εμείς μόνο ακυρώσαμε τα σχέδια των αναρχικών. […] Ανήσυχη απέναντι στις εκρήξεις βίας και την απουσία της κρατικής εξουσίας, η κοινή γνώμη αναγνωρίζει στη CGT τη μεγάλη ήρεμη δύναμη που θα αποκαταστήσει την τάξη σύμφωνα με τα συμφέροντα των εργαζομένων.

Μετά το κλείσιμο του κύκλου των κινητοποιήσεων, την εχθρότητα απέναντι στην επαναστατική δυναμική του Μάη επρόκειτο να διαδεχθεί η αμηχανία, αφού στις επίσημες αφηγήσεις των γεγονότων το ΚΚΓ επέμενε μεν στη σημασία της Γενικής Απεργίας, όταν όμως η ΚΕ του κλήθηκε να αξιολογήσει το γεγονός αρκέστηκε τελικά σε μια μάλλον όριστη αποτίμηση της «πρώτης μεγάλης αναμέτρησης της εργατικής τάξης με τον κρατικο-μονοπωλιακό καπιταλισμό», αποφεύγοντας να συζητήσει περαιτέρω τη συγκεκριμένη εμπειρία, τα νέα στοιχεία ριζοσπαστισμού και τις μορφές πάλης που αναδύθηκαν από αυτή την άνευ προηγουμένου σε έκταση και ένταση κινητοποίηση της εργατικής τάξης.

Η στροφή στη μελέτη τη εμπειρίας των «ανώνυμων» πρωταγωνιστών, που ακολούθησαν αμέτρητες, πολλαπλές διαδρομές, συχνά μακριά μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας μπορεί να περιγραφεί ως μια διαδικασία ιστορικοποίησης της διαδικασίας ρήξης των στεγανών, έμπρακτης κατάργησης της «κοινωνιας του διαχωρισμού», όπως θα έλεγε ο Γκυ Ντεμπόρ [1], και των «απροσδόκητων συναντήσεων» που προέκυψαν. Αντίθετα λοιπόν από το στερεότυπο περί «ματαιωμένης συνάντησης» ανάμεσα στην εργατική τάξη και τους φοιτητές, τα ίχνη αυτής της συνάντησης έχουν αποτυπωθεί πολλαπλά σε διάφορα ιστορικά τεκμήρια, όπως οι αναμνήσεις γραπτές ή προφορικές όσων συμμετείχαν στα γεγονότα, τα ρεπορτάζ του τύπου, αλλά και τα κατάστιχα της DCRG, της διαβόητης γαλλικής ΚΥΠ, που μας βοηθάνε να συγκροτήσουμε μια πιο πλήρη εικόνα και να χαρτογραφήσουμε όψεις της συνολικής δυναμικής της εξέγερσης.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα της «απώθησης» ή αποσιώπησης των συναντήσεων ανάμεσα σε φοιτητές και εργάτες: μια σεκάνς επικαίρων της γαλλικής ραδιοτηλεόρασης που δείχνει μια πορεία τριών χιλιάδων φοιτητών στις 17 Μάη από το Καρτιέ Λατέν προς το κατειλημμένο εργοστάσιο της Ρενό στη Boulogne-Billancourt, για να βρουν τελικά τις πύλες του κλειστές. Χρησιμοποιημένη έκτοτε ξανά και ξανά σε ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικές εκπομπές, η σκηνή «εικονογράφησε» το ματαιωμένο ραντεβού. Ωστόσο, όπως μας θυμίζουν ο Xavier Vigna και η Michelle Zancarini-Fournel [2], την ίδια στιγμή στο εσωτερικό του εργοστασίου υπήρχε επιτροπή των σπουδαστών του κοντινού παραρτήματος της Eκόλ Νορμάλ, που βρισκόταν σε επαφή με τους εργαζόμενους ήδη πριν από την απεργία, ενώ ταυτόχρονα, και παρά τις προσπάθειες της CGT, στα καφέ της περιοχής συνεδρίαζαν πολυάριθμες επιτροπές «αδελφοποίησης» φοιτητών και εργατών.

Ασφαλώς οφείλουμε να μην παρασυρθούμε από τη μεταφορά του «ραντεβού», της «συνάντησης», θεωρώντας την εργατική τάξη ή το φοιτητικό σώμα σαν κάτι ομοιογενές. Το αντίθετο μάλιστα. Ο φοιτητικός πληθυσμός που είχε τριπλασιαστεί σε μια δεκαετία, χαρακτηρίζονταν για πρώτη φορά από τέτοια ποικιλία κοινωνικής προέλευσης. Η γενιά των baby-boomers έμπαινε εκείνα τα χρόνια στα πανεπιστήμια, όσο και στα εργοστάσια, συγκροτώντας ένα μόνιμο πεδίο «επικοινωνίας». Το ρεπορτάζ της εποχής κατέγραφε χαρακτηριστικά για τα πέριξ του εργοστασίου της Boulogne-Billancourt:

Στα καφέ γύρω από την πλατεία, μεικτές ομάδες φοιτητών και νεαρών εργατών, ντυμένες με παρόμοια ρούχα, «μπλου-τζηνς» και μακριά μαλλιά, έτσι που να μη μπορεί κανείς να διακρίνει την κοινωνική τους προέλευση.

Οι απεργίες του ‘68 είχαν πολλαπλές ταχύτητες, βαθμούς ριζοσπαστικοποίησης και συμμετοχής, όπως και κίνητρα για την εμπλοκή των εργατών σε αυτές. Η πολυμορφία αυτή αποτελεί προϊόν της συνάντησης ομάδων και ρευμάτων που είχαν ξεκινήσει νωρίτερα και εν πολλοίς από διαφορετικές αφετηρίες. Από τα πιο γνωστά τέτοια παραδείγματα ήταν οι «ομάδες Μεντβέντκιν», που ονομάστηκαν έτσι προς τιμήν του σοβιετικού σκηνοθέτη που δημιούργησε το σινεμά-τρένο, που γύριζε σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση κινηματογραφώντας τη ζωή των εργαζομένων. Οι ομάδες Μεντβέντκιν στήθηκαν για πρώτη φορά μετά από πρωτοβουλία των απεργών της Ροντιασετά στη Μπεζανσόν ως κολλεκτίβες βασισμένες στην άρση της διάκρισης χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας και λειτούργησαν μέχρι το 1974 με κέντρο τη Μπεζανσόν και το Σοσό και με συμμετοχή πολλών κινηματογραφιστών.

Η απεργία στο εργοστάσιο παραγωγής συνθετικών υφασμάτων της Ροντιασετά αποτέλεσε ένα από τους δύο άμεσους προδρόμους της έκρηξης του Μάη, για την κοινή δράση εργατών, φοιτητών αλλά και μαθητών στις επιτροπές αλληλεγγύης. Ο έτερος άμεσος πρόδρομος ήταν η απεργία των ειδικευμένων εργατών στη βιομηχανία της Καέν τον Ιανουάριο του ᾽68, που κατέληξε σε βίαιες συγκρούσεις των απεργών και των φοιτητών που κινητοποιούνταν στο πλευρό τους με την αστυνομία. Χαρακτηριστικά, η αλληλεγγύη στους συλληφθέντες και απεργούς ενάντια στην κρατική καταστολή απέναντι στους απεργούς της Ροντιασετά και τους συλληφθέντες διαδηλωτές της Καέν εμφανίζονται ανάμεσα τα πρώτα αιτήματα που προέβαλλε η επιτροπή κατάληψης της Ναντέρ στις 22 Μαρτίου.

Από αυτή την άποψη, το κίνημα της 22ης Μάρτη δεν αποτέλεσε την έναρξη των κινητοποιήσεων, αλλά εναν κρίσιμο κόμβο για την κορύφωση ενός κύκλου που είχε ξεκινήσει από το 1967. Στην απεργία της Καέν, σημαντικό ρόλο έπαιξαν μεταξύ άλλων κάποιοι νεόκοποι μαοϊκοί établis («φυτευτοί») της UJC m-l (Ένωση Νέων Κομμουνιστών μαρξιστική-λενινιστική), νεαροί διανοούμενοι που είχαν ξεκινήσει μόλις ένα χρόνο νωρίτερα μια μαζική κίνηση πλαισίωσης της εργατικής τάξης δουλεύοντας στα εργοστάσια ως εργάτες οι ίδιοι, με σκοπό την καθημερινή επαφή, την παρατήρηση και την επαναστατική διαπαιδαγώγηση των εργατών και των εργατριών, ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων ή υποτιμημένων κομματιών τους, όπως οι γυναίκες και οι μετανάστες.

Οι établis αποτελούσαν τη μαρξιστική εκδοχή μια μακράς παράδοσης πορείας των διανοουμένων προς το λαό, που αντλεί τις ρίζες της από τους Ρώσους ναρόντικους του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Στη Γαλλία αυτή η παράδοση μεταλαμπαδεύτηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα από τους «μαύρους ουσάρους της Δημοκρατίας», τους δασκάλους και τους καθηγητές που έστησαν τα νυχτερινά λαϊκά Πανεπιστήμια στο γύρισμα του αιώνα και μέχρι τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο Μεσοπόλεμο, αναβιώνει μέσα από τη δράση της Χριστιανικής Εργατικής Νεολαίας, ενώ μετά τη δεκαετία του 1940 με το κίνημα των καθολικών ιερέων-εργατών για την αναχαίτιση του «αποχριστιανισμού» της εργατικής τάξης. Διαπιστώνοντας τον βαθμό ιδεολογικής διάβρωσης των ιερέων από τον κομμουνισμό, το Βατικανό είχε απαγορεύσει αυτήν την πρακτική από το 1953 μέχρι το 1965. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι εργάτες-ιερείς ήταν μερικές εκατοντάδες, ενώ οι μαοϊκοί établis περί τις δύο χιλιάδες.

Πέρα από το quartier latin

Είναι προφανές από τα παραπάνω πως αρκεί να στρέψει κανείς το βλέμμα λίγο παραπέρα από το Καρτιέ Λατέν, το 5ο και 6ο διαμέρισμα του Παρισιού, για να αντιληφθεί την ύπαρξη πολύμορφων ριζοσπαστικών ρευμάτων, που εκφράστηκαν προνομιακά από τους πιο νέους, τις γυναίκες και τους μετανάστες. Σε εκείνη τη φάση, το κίνημα π.χ. για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων ή η πάλη για ίσα εργασιακά και πολιτικά δικαιώματα των μεταναστών συγκροτούσαν τους κόμβους ενός νέου εργατικού ριζοσπαστισμού και όχι παράλληλα «κοινωνικά κινήματα», αυτόνομα και εν πολλοίς ανταγωνιστικά με τον επίσημο εργατικό συνδικαλισμό.

Θα άξιζε να αναφέρουμε κάποιες έστω από τις αναρίθμητες περιπτώσεις στις οποίες το Πανεπιστήμιο λειτούργησε ως χώρος μαζικής συνεύρεσης και συνάρθρωσης κινήσεων και συλλογικοτήτων και ως ορμητήριο προς την πόλη, τα εργοστάσια, τα σχολεία κλπ. Η εμβληματική κατάληψη της Ναντέρ οργάνωσε από πολύ νωρίς εξορμήσεις τόσο στο γειτονικό εργοστάσιο της Σιτροέν και στην παρακείμενη φτωχογειτονιά όπου ζούσαν και εργάζονταν κυρίως μετανάστες. Τέτοιες κοινές διαδικασίες και επιτροπές φοιτητών και μεταναστών εργατών λειτούργησαν τόσο στο Παρίσι όσο και στην υπόλοιπη Γαλλία με διάφορα ονόματα. Στη Λυών συγκροτήθηκε κοινή απεργιακή στη βάση ολόκληρης της βιομηχανικής ζώνης στην πόλη και τα προάστια. Με πρωτοβουλία των εργατριών ενός εργοστασίου παραγωγής ηλεκτρικών καλωδίων στο Μονπελιέ, έγιναν κοινές συνελεύσεις με τους φοιτητές των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών με θέμα τις δομές και τις μορφές οργάνωσης του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος. Σύμφωνα με την DCRG (Direction Centrale de Renseignements Généraux – η γαλλική ΚΥΠ) ο αριθμός αυτών των επιτροπών ξεπερνούσε τις 600, περί τις 450 στο Παρίσι και τα προάστια και 170 στην υπόλοιπη Γαλλία.

Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα απώθησης της επαναστατικής δυναμικής εκείνου του κύκλου των κινητοποιήσεων είναι η σχετικά αγνοημένη από την έρευνα, όσο και από το μνημονικό λόγο, εμπειρία της «κομμούνας της Ναντ». Στο βιομηχανικό αυτό κέντρο της βορειοδυτικής Γαλλίας, είχαν στηθεί αγροτικοί συνεταιρισμοί μόλις την προηγούμενη χρονιά, ενώ ταυτόχρονα οι φοιτητές στο τοπικό πανεπιστήμιο κινητοποιούνταν για δικά τους ζητήματα. Οι συλλήψεις του Φλεβάρη, σε μια απόπειρα κατάληψης του πανεπιστημίου με την κάλυψη της UNEF (Union Nationale des Étudiants de France – η γαλλική ΕΦΕΕ), ήταν το τρίτο κίνημα στο οποίο εξέφρασε την αλληλεγγύη του το κίνημα της 22ης Μαρτίου. Καέν, Μπεζανσόν, Ναντ, Ναντέρ: πριν ακτινοβολήσει ως επαναστατικό γεγονός, η φλόγα της εξέγερσης κινήθηκε από την περιφέρεια προς την πρωτεύουσα.

Στις 8 Μαΐου, με κοινή πρωτοβουλία των εργατικών σωματείων, των αγροτικών συνεταιρισμών και των φοιτητικών συλλόγων οργανώθηκε μεγάλο συλλαλητήριο με αιτήματα για την περιφερειακή ανάπτυξη της Δυτικής Γαλλίας. Με πρωτοβουλία κάποιων αριστεριστών, βιετναμέζικες σημαίες κρεμιούνται από το κτήριο του Δημαρχείου στη θέση των αμερικανικών που βρίσκονται εκεί για τον εορτασμό της νίκης στο Β´ Παγκόσμιο.

Μετά την γενική απεργία της 13ης Μάη, ξεκίνησαν στα προάστια της πόλης η εμβληματική κατάληψη της Sud-aviation. Στις μέρες που ακολούθησαν, μαζί με τις συγκοινωνίες παρέλυσε στην περιοχή και το μεγαλύτερο μέρους της βιομηχανικής παραγωγής, αφού η συμμετοχή στην απεργία έφτανε εκεί το 90%. Στις 24 Μαΐου μια Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι των συνδικάτων και των απεργιακών επιτροπών εγκαταστάθηκε στο Δημαρχείο της Ναντ για να συντονίσει τον ανεφοδιασμό της πόλης και την βασική επάρκεια ειδών πρώτης ανάγκης. Αυτή η πρωτόλεια μορφή λαϊκής εξουσίας κράτησε για λίγες μέρες, μέχρι και λίγο μετά την προκήρυξη των εκλογών στο τέλος του μήνα.

Οι πολλαπλοί χρόνοι της εξέγερσης

Αντίθετα με τον κυρίαρχο μύθο, στις διαπραγματεύσεις της Γκρενέλ δεν επιτεύχθηκε συμφωνία. Καταλήχθηκε απλά μια βάση διαπραγμάτευσης ανάμεσα στους κοινωνικούς εταίρους, η οποία όμως απορρίφθηκε από τις περισσότερες εργατικές συνελεύσεις οι οποίες κλήθηκαν να την εγκρίνουν. Ασφαλώς, στις απεργίες του Ιούνη δε συμμετείχε η πλειοψηφία των βιομηχανικών εργατών. Ωστόσο αυτή μαζική μειοψηφία της τάξης δεν περιορίζονταν σε οικονομικά αιτήματα, αλλά έθετε επί τάπητος την ίδια την οργάνωση της παραγωγής, διεκδικώντας τη συμμετοχή των εργατών στην οργάνωση, το σχεδιάσμο και τη διοίκηση του εργοστασίου. Πίσω από το σύνθημα της εργατικής διαχείρισης, διαξαγόταν μια αναμέτρηση ανάμεσα στην αντίληψη της αυτοδιαχείρισης και εκείνη της συνδιαχείρισης με συμμετοχή εκπροσώπων των σωματείων στο ΔΣ των επιχειρήσεων, που επικράτησε τελικά μετά τη δεκαετία του 1970 σε μια μακρά πορεία ήττας και ενσωμάτωσης του επίσημου εργατικού συνδικαλισμού.

Από αυτή τη σκοπιά, ίσως η πιο ενδιαφέρουσα πτυχή της «συνάντησης» του 1968 είναι ότι εντός της συμπλέχθηκαν διαφορετικές χρονικότητες, τάξεων, γενιών, ιδεολογιών, πολιτικών και κινηματικών παραδόσεων. Δεν συναντήθηκαν μόνο οι baby-boomers των πανεπιστημίων και των εργοστασίων, αλλά και η πρώτη μεταπολεμική γενιά εργατών, που είχαν μεγαλώσει στην κρίση του Μεσοπολέμου και στη σκιά της Οκτωβριανής Επανάστασης και είχαν ενηλικιωθεί με τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη στο Δεύτερο Παγκόσμιο, με τη νέα βάρδια εργαζομένων που ενηλικιωνόταν μετά από δυο δεκαετίες διαρκούς οικονομικής ανάπτυξης και πολλαπλασιασμού των πειραμάτων-μοντέλων μετάβασης στο σοσιαλισμό (Κίνα, Γιουγκοσλαβία, Κούβα, αντιαποικιακές επαναστάσεις).

O πόλεμος της Αλγερίας είχε τελειώσει πριν μόλις έξι χρόνια. Έξι χρόνια από τη «σφαγή στο μετρό Charonne», όπου η αστυνομία δολοφονούσε, στις 8 Φεβρουαρίου 1962 εννιά διαδηλωτές ενάντια στον πόλεμο και την παραστρατιωτική δράση της OAS στην Αλγερία. Το 1968, κατά τις απεργίες των ανθρακωρύχων, οι επιτροπές του «αντιφασιστικού μετώπου» που δρούσαν στα σχολεία και στα πανεπιστήμια κατά τη διάρκεια του πολέμου, αναβιώνουν ως επιτροπές αλληλεγγύης που συγκεντρώνουν χρήματα και τρόφιμα για τους απεργούς και οργανώνουν κοινές πορείες μαζί τους.

Σε ό,τι αφορά τον άμεσο πολιτικό και κινηματικό αντίκτυπο των γεγονότων του Μάη-Ιούνη του 1968 στη Γαλλία, οι εκλογές της 23ης Ιούνη σφράγισαν το τέλος -και την ήττα- αυτού του κύκλου των κινητοποιήσεων -όσο για τις αυξήσεις στα ημερομίσθια, όλοι γνώριζαν πως αυτές δεν θα αργούσαν να εξανεμιστούν με άλλους τρόπους. Το πρώτο μάθημα που πήραν όσοι στρατεύτηκαν στην υπηρεσία της επανάστασης, ήταν πως αυτή ήταν αδύνατο να υπερισχύσει χωρίς οργάνωση και ηγεσία ικανή να αναμετρηθεί με τον πανίσχυρο μηχανισμό του ΓΚΚ.

Λίγο παρακάτω ωστόσο, στην Ιταλία, τα ρεύματα του εργατικού ριζοσπαστισμού που αναδύθηκαν στα αριστερά του εξίσου ισχυρού ΙΚΚ ανέπτυξαν μια άλλη δυναμική. Ο κύκλος που είχε ξεκινήσει και εκεί το 1967, έφτασε σε μια πρώτη κορύφωση το Μάρτιο του 1968, στις συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομίας στη «μάχη της Βίλλα Τζούλια» στη Ρώμη, συνεχίσηκε με τη συγκρότηση ενωτικών επιτροπών βάσης από φοιτητές και εργάτες στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα του ιταλικού βορρά, που εξέβαλαν στη δημιουργία επαναστατικών οργανώσεων, της μαοïκής Avantguardia operaia [3] και του Potere Operaio [4]. Έτσι κάτω από τις Άλπεις, το ᾽68 τελείωσε με το θερμό φθινόπωρο των μεγάλων απεργιών του 1969. Κατ᾽άλλους κράτησε μια δεκαετία, περνώντας από τις αλλεπάλληλες μεταμορφώσεις των ρευμάτων του νέου επαναστατικού εργατισμού (operaismo), την ένοπλη πάλη, τον ιστορικό συμβιβασμό του ΙΚΚ, ως τη σκληρή καταστολή του 1977.

Πέρα από τα σύνορα της Γαλλίας, ξεκινούν τόσες ιστορίες για τις οποίες έχουν γραφτεί και θα γραφούν ακόμα πολλές χιλιάδες σελίδες. Πέρα από τις αστόχαστες φλυαρίες περί νεολαιίστικου ξεσπάσματος, στο οποίο, καθώς γράφτηκε ακόμα πρόσφατα, συμμετείχαν τάχα «κατά βάση φοιτητές, όχι εργάτες, καθώς η επανάσταση ελάχιστα απασχολούσε τις προλεταριακές μάζες», διαφαίνεται η δυνατότητα να επιστρέψουμε στην πολύμορφη εμπειρία της εργατικής τάξης κατά τις εβδομάδες της μεγαλύτερης εργατικής απεργίας του 20ου αιώνα, τη γέννηση και την ανάπτυξη μορφών πάλης που υπερέβαιναν τον παραδοσιακό συνδικαλισμό και αμφισβητούσαν το φορντικό μοντέλο οργάνωσης της παραγωγής, τις νέες πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις που συγκροτήθηκαν μέσα από τη σύγκρουση με τα αφεντικά και την κυβέρνηση σε συνθήκες παγκόσμιας (πετρελαϊκής και νομισματικής) κρίσης.

Σχετικά αναγνώσματα