- Marginalia - https://marginalia.gr -

Η Παρισινή εργατική τάξη την εποχή της Κομμούνας: το «σούρουπο» του παλιού κόσμου ή η «αυγή» του νέου;

Η «μαρξική» ορθοδοξία: διαφεύγοντας του προβλήματος

Όταν ο Βλαντιμίρ Λένιν και οι άλλοι κομμουνιστές ή σοσιαλιστές διανοούμενοι και ηγέτες στις αρχές του 20ού αιώνα αναφέρονταν στον προλεταριακό χαρακτήρα της Κομμούνας και στο παρισινό προλεταριάτο που κατέλαβε την εξουσία,  λογικό είναι  οι αναπαραστάσεις για αυτό το προλεταριάτο να συγχέονται με εικόνες από τη Ρωσική Επανάσταση. Εάν όμως το 1917 οι βιομηχανικοί εργάτες των μεγάλων εργοστασιακών μονάδων τύπου Πουτίλοφ (μεγάλο εργοστάσιο με χιλιάδες εργάτες) συνιστούσαν το «προλεταριακό παράδειγμα» της επανάστασης του Οκτώβρη, ποιοι εργάτες συνιστούν το αντίστοιχο της Κομμούνας; 

Ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, αναφερόμενος στην περίοδο πριν την Κομμούνα, παρουσιάζει το παρισινό προλεταριάτο και τις άλλες κοινωνικές τάξεις με έναν ανθρωπομορφικό τρόπο, αποδίδει δηλαδή σε ευρύτερες και απρόσωπες κοινωνικές κατηγορίες ανθρώπινες ιδιότητες και συμπεριφορές.  Ωστόσο, ο Μαρξ δεν περιγράφει αναλυτικά το παρισινό προλεταριάτο ούτε αναφέρεται στις παραγωγικές δομές που το αναδεικνύουν, όπως κάνει για παράδειγμα με τις άλλες τάξεις και στρώματα. Με άλλα λόγια, δεν το ορίζει και δεν βοηθάει να κατανοήσουμε τη φυσιογνωμία του.[1] Ούτε στο έργο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία μας διαφωτίζει περισσότερο για τον χαρακτήρα της εργατικής τάξης που έλαβε την εξουσία. 

Ο Φρίντριχ Ένγκελς από την άλλη αναγνωρίζει το 1892 στην εισαγωγή του στο παραπάνω βιβλίο απλώς ότι «στην Κομμούνα έπαιρναν μέρος σχεδόν μόνο εργάτες ή αναγνωρισμένοι εκπρόσωποι των εργατών, οι αποφάσεις της είχαν επίσης έναν αποφασιστικά προλεταριακό χαρακτήρα.» Σε ένα σημείο μόνο γράφει πως «στα 1871, η μεγάλη βιομηχανία, ακόμη και στο Παρίσι, το κέντρο της χειροτεχνίας, είχε τόσο πολύ πάψει να αποτελεί εξαίρεση, ώστε το κατά πολύ πιο σημαντικό διάταγμα της Κομμούνας θέσπιζε μια οργάνωση της μεγάλης βιομηχανίας, ακόμα και της μανιφατούρας, που δεν βασιζόταν μόνο στη συνένωση των εργατών μέσα σε κάθε εργοστάσιο, μα και έπρεπε να συνενώσει όλους αυτούς τους συνεταιρισμούς σε μια μεγάλη ένωση». 

Κατά την άποψή μου, στη φράση αυτή περικλείεται κρυμμένο όλο το ζήτημα που εξετάζουμε εδώ. Ο Ένγκελς υποστηρίζει πως «η μεγάλη βιομηχανία είχε πάψει να αποτελεί εξαίρεση» σε τέτοιο βαθμό ώστε η Κομμούνα θέσπιζε ένα άλλο μοντέλο συνδικαλιστικής οργάνωσης. Ουσιαστικά, στο σημείο αυτό προσπαθεί να πείσει το κοινό του για ένα νέο στοιχείο στη σύνθεση της εργατικής τάξης του Παρισιού για το οποίο όμως ουδέποτε έχει γίνει νύξη ούτε απλά ούτε με έναν εκτεταμένο ή αναλυτικό τρόπο.[2]

Ο Ένγκελς και όλοι οι σύγχρονοί του γνώριζαν ότι η ανάπτυξη της παρισινής βιομηχανίας δεν ακολούθησε την ανάπτυξη του παρισινού προλεταριάτου. Μέχρι το 1870 εξακολουθούσαν να κυριαρχούν οι εργαζόμενοι σε μικρές βιοτεχνίες, χειροτεχνίες και οικιακή εργασία. Από τους 422.000 εργαζόμενους στο Παρίσι μόνο 50.000 απασχολούνταν σε βιομηχανία μεγάλης κλίμακας. Με άλλα λόγια, οι Μαρξ και Ένγκελς φαίνεται ότι απέφευγαν να περιγράψουν την παρισινή εργατική τάξη, ίσως διότι αυτή δεν ικανοποιούσε τις δικές τους αναπαραστάσεις για το νέο επαναστατικό υποκείμενο, το οποίο κατά την άποψή τους ήταν το σύγχρονο βιομηχανικό προλεταριάτο και όχι οι ειδικευμένοι χειροτεχνίτες του μικρού και μεσαίου εργαστηρίου.[3]

Ιχνηλατώντας την απάντηση: ποιοι έκαναν την επανάσταση της Κομμούνας

Το ζήτημα του προσδιορισμού της ταξικής φυσιογνωμίας του «Παρισινού προλεταριάτου» επιχειρεί να διαχειριστεί η Ξένια Μαρίνου στη μοναδική σοβαρή μελέτη που έχει γραφτεί στα ελληνικά με θέμα την Κομμούνα.[4] Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της από τα 2.000.000 των Παριζιάνων, πρωτοβουλία το 1871 φαίνεται να παίρνουν διεθνιστές, νεο-ιακωβίνοι, μπλανκιστές, εργάτες,  μια μειοψηφία 60.000 που θα ακολουθήσουν περίπου τριακόσιες χιλιάδες άνθρωποι. Ποιοι είναι όμως αυτοί; 

Η ίδια επισημαίνει το πρόβλημα του ορισμού της τάξης αναφέροντας πως «οι περισσότερες ιστορικές μελέτες της Κομμούνας αφήνουν κατά μέρος το συγκεκριμένο ζήτημα και αντιμετωπίζουν τους τρεις όρους («εργατική τάξη», «προλεταριάτο», «εργατικές τάξεις») περιγραφικά και σχεδόν ως συνώνυμα». Στη δική της πρόσληψη οι εργάτες διακρίνονται σε «καθαρόαιμους» που είναι το «βιομηχανικό προλεταριάτο» και όσους διαθέτουν «εργαλεία (τσαγκάρηδες, τεχνίτες κτλ.) που μπορούν να εκληφθούν ως μέσα παραγωγής». Με βάση αυτό το κριτήριο θεωρεί πως «το προλεταριάτο απέχει του δράματος», διότι απλώς δεν υπάρχει ακόμα καθόλου προλεταριάτο στην πρωτεύουσα. Στο ερώτημα λοιπόν για το ποια είναι η εργατική τάξη του Παρισιού, απαντά πως δεν πρόκειται ούτε «για τεχνίτες παραδοσιακών επαγγελμάτων» ούτε «για προλετάριους της νέας βιομηχανικής εποχής,» αλλά για «μια μεταβατική τάξη, μεταξύ των παραδοσιακών επαγγελμάτων και των νέων βιομηχανιών και η οποία ρέπει περισσότερο προς το παρελθόν από ό[,]τι στο μέλλον». 

Η προσέγγιση αυτή αναγνωρίζει την ύπαρξη δύο εργατικών τάξεων και επισημαίνει εν τέλει την επιβίωση μιας πιο προλεταριοποιημένης εκδοχής των εργατών χειροτεχνών. Η Μαρίνου αρχικά, δεν περιλαμβάνει τους χειροτεχνίτες στο «καθαρόαιμο» προλεταριάτο. Στην συνέχεια όμως έχοντας ως μοναδικό κριτήριο προσδιορισμού της ταξικής φυσιογνωμίας την ιδιοκτησία του εργαλείου επισημαίνει ότι οι χειροτεχνίτες «στην πορεία αναγκάζονται να αφήσουν τα εργαλεία αυτά σε ενεχυροδανειστήρια για να αντιμετωπίσουν την τετράμηνη πείνα του αποκλεισμού», οπότε «μεταβαίνουν στην καθαρή εργατική τάξη» και «εντέλει προλεταριοποιούνται». Υπογραμμίζει ότι «το θέμα των εργαλείων που γίνονται ενέχυρα αποτελεί για πολλούς μήνες κανόνα στη γαλλική πρωτεύουσα καθώς η οικονομία, κατά τους δύο διαδοχικούς αποκλεισμούς (γερμανικό και κατόπιν γαλλικό), παγώνει και η επιβίωση εξαρτάται από την μαύρη αγορά.» Συνεπώς, «εάν στο προλεταριάτο μεταβεί η παραπάνω ομάδα, τότε παραμονές της Παρισινής Κομμούνας η σκιαγράφηση του πληθυσμού αλλάζει θεαματικά». 

Στην πράξη όμως η συγκεκριμένη προσέγγιση συνεχίζει να υποκρύπτει το πρόβλημα. Ουσιαστικά, αποφεύγει όλη τη συζήτηση για τη φυσιογνωμία και τη διαμόρφωση της εργατικής τάξης η οποία κατακλύζει την ιστοριογραφία της εργασίας και του εργατικού κινήματος μετά τη συμβολή του Edward P. Thompson.[5] Η βασική αιτία είναι ότι επιμένει στο μαρξικό παράδειγμα και ανάγει ντετερμινιστικά την επαναστατικότητα σε κάποιον καθαρό προλεταριακό χαρακτήρα. Προφανώς, μια μελέτη με θέμα τη σχέση της Ελλάδας με την Κομμούνα δεν μπορεί να επιλύσει όλα τα ζητήματα γύρω από ένα θέμα και μάλιστα τόσο κομβικό. Το πρόβλημα μάλλον εντοπίζεται στην ίδια την πολιτική ιστοριογραφία της Κομμούνας, αλλά και στην ίδια την τομσιανή ιστοριογραφία τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, η οποία δεν φαίνεται να εξειδικεύει το ζήτημα στη συγκεκριμένη περίοδο. 

Σε κάθε περίπτωση όμως η προτεινόμενη λύση της Μαρίνου εξηγεί ως ένα βαθμό πολύ καλά γιατί στη δοσμένη ιστορική συγκυρία τα χειροτεχνικά εργατικά στρώματα ριζοσπαστικοποιούνται τόσο έντονα και εξεγείρονται. Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν διαχρονικά και σε όλες τις χώρες τα χειροτεχνικά εργατικά στρώματα του μικρού εργαστηρίου και της μανιφακτούρας είναι η απειλή της προλεταριοποίησης. Συνεπώς, δεν είναι μια λάθος πρόταση, αλλά απλώς απουσιάζει η ευρύτερη πλαισίωση και ανατροφοδότηση με τη σχετική βιβλιογραφία. Απαντάει σε ένα κομβικό μερικό θέμα, αλλά δεν προσφέρει μια συνολική εικόνα. 

Το πρόβλημα της απουσίας μιας πιο συγκροτημένης θεωρίας για τον χαρακτήρα της εργατικής τάξης την εποχή της Κομμούνας θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως αδυναμία της μαρξικής θέασης των πραγμάτων να αντιμετωπίσει αυτό που ο Craig Calhoun παρουσιάζει ως κυρίαρχο δεδομένο στις νεότερες ιστορικές έρευνες: ότι δηλαδή «άφθονα στοιχεία από έρευνες καταδεικνύουν τον κεντρικό ρόλο των τεχνιτών της πόλης στην ανάπτυξη του σοσιαλιστικού αγώνα κατά την περίοδο της Δεύτερης Δημοκρατίας», «τη σημασία των αγροτών και των τεχνιτών της υπαίθρου για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και κυρίως κατά την εξέγερση του 1851» και τη «σχετικά ασήμαντη συμβολή των εργοστασιακών εργατών στην όλη υπόθεση».[6] Με άλλα λόγια, την Κομμούνα «έκαναν» τα στρώματα που συνήθως έκαναν μέχρι τότε επαναστάσεις σε όλο τον κόσμο: υποδηματεργάτες, εργάτες τυπογράφοι, αρτεργάτες, οικοδόμοι και κάθε λογής ειδικευμένοι χειροτεχνίτες εργάτες. 

Το γαλλικό παράδοξο: η γαλλική καθυστέρηση στη βιομηχανική επανάσταση

Στο παρόν σημείωμα ακολουθούμε το παράδειγμα και ουσιαστικά συνθέτουμε την αφήγηση με στοιχεία από τα κείμενα των Willliam Sewel, Michelle Perrot και Alain Cotterau στο βιβλίο Ira Katznelson και Aristide R. Zolberg (επιμ.), Working Class Formation: Nineteenth-Century Patterns in Western Europe and the United States, Πρίνστον, Princeton University Press, 1986. Πρόκειται για ένα από τα πιο συνθετικά έργα της τομσιανής παράδοσης της ιστορίας της εργασίας, υποδεικνύοντας τις διαφορές και τις συνθέσεις στην ιστορία της διαμόρφωσης της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα χρησιμοποιούμε στοιχεία από το άρθρο του Roger V. Gould, «Trade Cohesion, Class Unity, and Urban Insurrection: Artisanal Activism in the Paris Communel», American Journal of Sociology 98/4 (January 1993), σ. 721-54)

  Έχοντας υπόψη τη βρετανική περίπτωση, η ιστορία της διαμόρφωσης της γαλλικής εργατικής τάξης και η ιστορία του γαλλικού εργατικού κινήματος φαντάζουν κάπως παράδοξα. Η Βρετανία ήταν η πατρίδα της βιομηχανικής επανάστασης. Η γαλλική οικονομία από την άλλη παρέμεινε κυρίως αγροτική και βιοτεχνική μέχρι τον εικοστό αιώνα. Ωστόσο, οι Γάλλοι ήταν αναμφισβήτητα οι πρωτοπόροι στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού και της συνείδησης της εργατικής τάξης. Οι περισσότεροι από τους πρώτους σοσιαλιστές θεωρητικούς, με εξαίρεση τον Robert Owen, ήταν Γάλλοι: “Gracchus” Babeuf, Claude-Henri de Saint-Simon, Charles Fourier, Louis Auguste Blanqui, Pierre-Joseph Proudhon, Louis Blanc.  Επίσης στη Γαλλία, και συγκεκριμένα κατά την επανάσταση του 1848, ο σοσιαλισμός απέκτησε διεθνώς πρώτα χαρακτηριστικά ενός μαζικού κινήματος. 

Με βάση τη συνήθη πρόσληψη της ταξικής συνείδησης ως συνέπειας μιας αναπτυσσόμενης βιομηχανικής οικονομίας, η πρόωρη συνείδηση της γαλλικής εργατικής τάξης προκαλεί κάποια αμηχανία. Αυτή όμως η αμηχανία βασίζεται σε μια σειρά παρανοήσεων που αφορούν τόσο τη φύση του γαλλικού βιομηχανικού καπιταλισμού, όσο και τη σχέση μεταξύ της ταξικής συνείδησης και της ανάπτυξης του εργοστασιακού βιομηχανικού καπιταλισμού. Αν και η Γαλλία δεν έζησε μια «βιομηχανική επανάσταση» με βάση το βρετανικό πρότυπο, η γαλλική κοινωνία μετασχηματίστηκε ωστόσο προς τον βιομηχανικό καπιταλισμό κατά τον 19ο αιώνα. Παρότι η γαλλική εκβιομηχάνιση δεν δημιούργησε μια τεράστια μάζα εργοστασιακών εργατών, ωστόσο παρήγαγε μια αφθονία δυσαρεστημένων τεχνιτών που αποτελούσαν τον στυλοβάτη του πρώιμου εργατικού κινήματος, όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και σε όλες τις πρώιμες βιομηχανικές χώρες.

Τα βασικά χαρακτηριστικά της γαλλικής εκβιομηχάνισης ήταν μια πολύ σταδιακή και πρώιμη εκκίνηση, η διατήρηση της κυριαρχίας της βιοτεχνικής παραγωγής, η σχετικά αργή ανάπτυξη του βιομηχανικού εργοστασίου (δηλαδή του εργοστασίου με μηχανή και όχι της μανουφακτούρας) και τα χαμηλά ποσοστά αύξησης του πληθυσμού. Αυτό το ιδιόμορφο μοντέλο άφησε τα σημάδια του στο γαλλικό εργατικό κίνημα. Η γαλλική βιομηχανική παραγωγή ξεκίνησε την ανοδική της πορεία ήδη από τη δεκαετία του 1750, πριν από την έναρξη της βρετανικής «βιομηχανικής επανάστασης», και αυξήθηκε σταδιακά, αλλά σταθερά στη συνέχεια.

Εργαστήρια στο Παρίσι του 19ου αιώνα. Χαρακτικό.

Η αύξηση της παραγωγικότητας που προέκυψε από την εκμηχάνιση και την εφαρμογή της δύναμης του ατμού, ως εκ τούτου, δεν είναι η αιτία της σύγχρονης γαλλικής βιομηχανικής ανάπτυξης, αλλά προστέθηκε σε μια ήδη αναπτυσσόμενη βάση βιοτεχνικής εργοστασιακής παραγωγής (μανουφακτούρα). Η επέκταση αυτή πραγματοποιήθηκε τόσο στις αγροτικές βιομηχανίες, ιδίως στο βαμβάκι, τα λευκά είδη και τα υφαντά, όσο και στην αστική βιομηχανία, όπου τα προϊόντα πολυτελείας ήταν πολύ εμφανή. Μεγάλο μέρος της εργοστασιακής παραγωγής του 19ου αιώνα συνέχισε να έχει ως βάση τη χειροτεχνία (μανουφακτούρα). Αντί να ανταγωνίζεται λοιπόν άμεσα με τα βρετανικά αγαθά βιομηχανικής παραγωγής, η Γαλλία συνέχισε να εκμεταλλεύεται το συγκριτικό της πλεονέκτημα σε προϊόντα υψηλής ποιότητας που απαιτούν υψηλή εξειδίκευση. 

Αν και οι Βρετανοί κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας αγοράς σιδήρου και φθηνών βαμβακερών και μάλλινων υφασμάτων, οι Γάλλοι συνέχισαν να κυριαρχούν στην αγορά για ορισμένα είδη πολυτελείας. Όπως και σε όλες τις άλλες χώρες κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η παραγωγή από τα βιομηχανικά εργοστάσια παρέμενε αρκετά περιορισμένη και η στέγαση, η ένδυση, η διατροφή και τα περισσότερα άλλα καταναλωτικά αγαθά εξακολούθησαν να παράγονται με το χέρι. Οι κλασικές καινοτομίες της βρετανικής βιομηχανικής επανάστασης υιοθετήθηκαν στη Γαλλία αργότερα και σε πολύ μικρότερη κλίμακα  από ό,τι στη Βρετανία. 

Οι συνέπειες για το σχηματισμό της γαλλικής εργατικής τάξης: η ανάδυση του ριζοσπαστικοποιημένου τεχνίτη

Αυτό το γαλλικό πρότυπο εκβιομηχάνισης είχε δύο σημαντικές συνέπειες για τον σχηματισμό της γαλλικής εργατικής τάξης. Η πρώτη ήταν μια σχετική συνέχεια στην αστική εμπειρία των εργαζομένων. Λόγω των χαμηλότερων γενικών ρυθμών αύξησης του πληθυσμού, ο ρυθμός ανάδυσης/δημιουργίας νέων πόλεων στη Γαλλία ήταν πολύ πιο αργός κατά τα πρώτα στάδια της εκβιομηχάνισης από ό,τι στη Βρετανία, τη Γερμανία ή τις ΗΠΑ. Στη Γαλλία, όλες σχεδόν οι σημαντικές πόλεις είχαν μεγάλες και περήφανες αστικές παραδόσεις και οι περισσότερες από αυτές αναπτύχθηκαν αρκετά σταδιακά, ώστε να διατηρούν μεγάλο μέρος της παραδοσιακής χωροταξικής και πολιτιστικής τους μορφής μέσα στον 19ο αιώνα. 

Η δεύτερη σημαντική συνέπεια του γαλλικού μοντέλου εκβιομηχάνισης για τη διαμόρφωση της γαλλικής εργατικής ταξικής ήταν ότι οι τεχνίτες παρέμεναν για καιρό η συντριπτική πλειοψηφία σε σχέση με τους Γάλλους εργοστασιακούς εργάτες. Ακόμη και το 1876 ο εργοστασιακός πληθυσμός που απασχολείται στη βιομηχανία μικρής κλίμακας ήταν διπλάσιος από αυτόν του εργοστασίου μεγάλης κλίμακας. Μέχρι την Κομμούνα του 1871 η ιστορία της διαμαρτυρίας της εργατικής τάξης στη Γαλλία ήταν ουσιαστικά η ιστορία της διαμαρτυρίας των χειροτεχνών.

Η συμβατική υπόθεση ότι το συνειδητό ταξικό εργατικό κίνημα ήταν προϊόν του εργοστασίου ισχύει ακόμη λιγότερο στην περίπτωση της Γαλλίας από ό, τι σε άλλες πρώιμες βιομηχανικές χώρες. Επομένως, μια μελέτη της γαλλικής εργατικής τάξης πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή στις συγκεκριμένες εμπειρίες των τεχνιτών. Πρώτα πρώτα, ο σοσιαλισμός γεννήθηκε από τη συντεχνιακή παράδοση. Σύμφωνα με τον William Sewell ο σοσιαλισμός δεν γεννήθηκε ιστορικά ως ιδέα από τους διανοούμενους, αλλά ουσιαστικά εμφανίστηκε ως πολιτισμικός μετασχηματισμός του ηθικού κολεκτιβισμού της συντεχνιακής παράδοσης του 18ου αιώνα μέσα στα ίδια χειρωνακτικά εργατικά στρώματα κατά τον 19ο αιώνα ως απάντηση στον καπιταλισμό.  Οι μικροαστοί διανοούμενοι απλώς μέσα από τα δικά τους θεωρητικά εργαλεία συγκρότησαν αυτήν την κουλτούρα σε θεωρία και ιδεολογία. 

Μέχρι την Παλινόρθωση των Βουρβόνων το Παρίσι διέθετε εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες. Στην αρχή του 1823 είχε 244.000 εργάτες, από ένα συνολικό πληθυσμό περίπου 730.000-750.000. Αυτή η μεγάλη μάζα εργατών είναι οι χαρακτηριζόμενες ως οι «εργατικές και επικίνδυνες τάξεις» του Παρισιού. Κατά τον 18ο αιώνα οι συντεχνίες αποτελούσαν την πιο χαρακτηριστική μορφή της ζωής στις πόλεις, αποτελώντας μια δομή για την εργασία και ένα μέσο ελέγχου των εργατών, μια μορφή προέκτασης της αυτονομίας τεχνιτών και μαθητευόμενων. 

Οι συντεχνίες καταργήθηκαν το 1791, κατά τη γαλλική επανάσταση, καταστρέφοντας μια δομή εργασίας που υπήρχε αιώνες. Στη θέση των συντεχνιών και στο όνομα της Ελευθερίας, η Εθνοσυνέλευση θέσπισε ένα επαγγελματικό βιβλιάριο το οποίο επέτρεπε στον κάτοχό του να ασκεί όποιο επάγγελμα επιθυμούσε. Γρήγορα προκλήθηκαν προβλήματα, τόσο πολύ ώστε για τους συγχρόνους η διάλυση των συντεχνιών και η εισαγωγή της επαγγελματικής άδειας συνδέθηκαν με μια απότομη πτώση τόσο της παραγωγής, όσο και του εμπορίου. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, ένα από τα πολλά μέτρα ήταν η θέσπιση της μαζικής στρατολόγησης, προκαλώντας την ανάγκη προμήθειας με στρατιωτικό εξοπλισμό χιλιάδων ανδρών. Η ανάγκη αυτή απαιτούσε επίπεδα παραγωγής πολύ πιο πέρα από εκείνα του παραδοσιακού βιοτεχνικού τρόπου παραγωγής, οδηγώντας την Εθνοσυνέλευση στην απόφαση να υιοθετήσει ένα μεγάλης κλίμακας πρόγραμμα παραγωγής. Με αυτόν τον τρόπο δόθηκε η δυνατότητα για την ανάπτυξη της μανουφακτούρας, του χειροτεχνικού εργοστασίου δηλαδή.

Το γεγονός ότι η χειροτεχνική βιοτεχνία επέζησε στη Γαλλία και κατά τον 19ο αιώνα δεν σημαίνει καθόλου ότι δεν επηρεάστηκε από την ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού. Η αγροτική βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας εμφανίστηκε ως μέσο περιορισμού του υψηλού εργατικού κόστους των αστικών συντεχνιών, των περιοριστικών πρακτικών τους και της επιμονής τους στην υψηλή ποιότητα. Όχι μόνο οι αγρότες υφαντές δέχονταν χαμηλότερες αμοιβές απ’ ό,τι οι υφαντές των συντεχνιών στις πόλεις (ως μερικώς απασχολούμενοι γεωργοί θα μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά να δουλέψουν λιγότερο), αλλά ήταν πρόθυμοι να κατασκευάσουν τα ελαφρύτερα, χαμηλότερης ποιότητας, φθηνότερα ρούχα που αποτελούσαν τον κύριο τομέα ανάπτυξης του τομέα της κλωστοϋφαντουργίας. 

Η βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας –στην οποία η παραγωγή παρέμενε αγροτική και οικιακή, αλλά ο συντονισμός και ο έλεγχος βρισκόταν στα χέρια των καπιταλιστών της πόλης που λειτουργούσαν σε μια διαπεριφερειακή ή διεθνή αγορά– ήταν ο πιο προηγμένος τομέας της καπιταλιστικής οικονομίας του 18ου αιώνα. Η εκμετάλλευση θα μπορούσε να είναι τόσο έντονη στη χειροτεχνική βιομηχανία, όσο και στα εργοστάσια κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Αυτή η αναγνώριση έχει μεγάλη σημασία για κάθε προσπάθεια κατανόησης της υπεροχής των τεχνιτών στο πρώιμο κίνημα της εργατικής τάξης, καθώς συνεπάγεται ότι οι τεχνίτες είχαν τόσους πολλούς λόγους να διαμαρτυρηθούν, όσους οι εργάτες στο εργοστάσιο. Βοηθά να εξηγηθεί γιατί τα ποσοστά συμμετοχής των τεχνιτών σε διαμαρτυρίες ήταν εξίσου υψηλά με τα ποσοστά των εργοστασιακών εργαζομένων, αλλά κυρίως γιατί τα ποσοστά συμμετοχής τους στις εξεγέρσεις ήταν πολύ υψηλότερα. Η ουσιώδης διαφορά μεταξύ τεχνιτών και των εργατών εργοστασίων αφορά τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν την εργασία τους.

Η προδιάθεση των τεχνιτών για μια συνειδητή ταξική δράση ως επί το πλείστον ήταν συνέπεια μιας κοινωνικής κατανόησης της εργασίας τους που προερχόταν από το συντεχνιακό σύστημα των μεσαιωνικών και πρώιμων σύγχρονων πόλεων. Αντιθέτως, η σχετική ηρεμία των βιομηχανικών εργατών –τουλάχιστον των εργαζομένων στη βιομηχανία της κλωστοϋφαντουργίας– βασίστηκε σε μια λιγότερο κοινωνική και πιο εξατομικευμένη αντίληψη των σχέσεων παραγωγής. Οι διαφορετικές προσλήψεις της εργασίας προέκυψαν από τις ξεχωριστές διαδρομές του καπιταλισμού στη βιομηχανία κλωστοϋφαντουργίας και στη βιοτεχνία των πόλεων. Η ταξική συνείδηση προέκυψε στη Γαλλία ως μετασχηματισμός της συντεχνιακής πρόσληψης της εργασίας του τεχνίτη κάτω από τον διττό αντίκτυπο των καπιταλιστικών αναπτυξιακών και επαναστατικών πολιτικών. 

Πολλοί χειροτεχνίτες όντας άνθρωποι του Διαφωτισμού έτειναν να θαυμάζουν την «πρόοδο» των μηχανών, αλλά επειδή αυτή συνεπαγόταν την προλεταριοποίηση, δηλαδή την απώλεια των μέσων παραγωγής, και την απώλεια της αυτονομίας, αντιστέκονταν σε αυτή. Οι ράφτες, οι επιπλοποιοί, οι υποδηματοποιοί, οι υαλουργοί, οι τυπογράφοι, οι χαρτοποιοί, οι δημιουργοί ρούχων, οι υφαντές μεταξιού της Λυών, οι νερουλάδες, οι στεγνωτές ρούχων κ.α., αγωνίστηκαν ενάντια στον εξορθολογισμό της παραγωγής και υπερασπίστηκαν την ποιότητα της εργασίας αναδεικνύοντας τη σημασία της παράδοσης. Ουσιαστικά, υπεράσπιζαν μια παραδοσιακή κουλτούρα που συσχέτιζε την ποιότητα εργασίας και του τελικού προϊόντος με τον έλεγχο της εργασίας. Στόχος ήταν η ανεξαρτησία του ειδικευμένου εργάτη από τον εργοδότη. 

Οι τεχνίτες γενικά αντιστέκονταν στις πιέσεις των εμπόρων ή εργοδοτών για μαζικοποίηση της παραγωγής, μεγαλύτερη τυποποίηση και λιγότερο ειδικευμένη εργασία. Εν τέλει, η περισσότερη ειδικευμένη εργασία και άρα το ποιοτικό προϊόν σήμαινε καλύτερο μεροκάματο, ενώ η ανειδίκευτη εργασία σήμαινε πολύ χαμηλότερα μεροκάματα. Συχνά, η αντίθεση αυτή λάμβανε έμφυλο χαρακτήρα, καθώς η υψηλή ειδίκευση ταυτιζόταν με την ανδρική εργασία και η ανειδίκευτη εργασία με τη γυναικεία και παιδική εργασία. Κρίσιμος παράγοντας σε αυτή τη διαμάχη για τον έλεγχο της εργασίας ανάμεσα, από τη μία, σε μάστορες και εμπόρους που εξελίσσονταν σε βιομηχάνους και, από την άλλη, σε ειδικευμένους τεχνίτες που εξελίσσονταν σε μισθωτούς εργάτες, ήταν η ιδιοκτησία του χώρου και των μέσων παραγωγής. Από αυτή την άποψη, η επισήμανση της Μαρίνου για τον ρόλο της απώλειας των εργαλείων για την ριζοσπαστικοποίηση και την εξέγερση των τεχνιτών υποδεικνύει μια κομβική διάσταση στο εργατικό ζήτημα της εποχής. 

Χειροτεχνίτες και βιομηχανικοί εργάτες: δύο διαφορετικές εργατικές τάξεις

Το κίνημα της δεκαετίας του 1830 ήταν εστιασμένο σε δύο πόλεις –το Παρίσι και τη Λυών– οι οποίες και οι δύο είχαν συντριπτικά παραδοσιακές εργατικές δυνάμεις. Ακόμη και κατά την πιο εκτεταμένη εξέγερση του 1848, τα κλωστοϋφαντουργικά κέντρα της Βόρειας και της Ανατολικής χώρας είχαν σαφώς δευτερεύοντα ρόλο. Κατά την περίοδο της Κομμούνας, οι βιομηχανικοί εργάτες στα βόρεια της πόλης σαφώς υπολείπονταν σε δράση. 

Σε κάθε περίπτωση, η προσεκτική παρατήρηση των πρακτικών των εργατών στην υφαντουργία, όταν συμμετείχαν σε κινητοποιήσεις, δείχνει μια εντελώς διαφορετική συνείδηση σε σχέση με  εκείνη των τεχνιτών. Οι περισσότερες απεργίες των τελευταίων ήταν προσεκτικά σχεδιασμένες και καλά οργανωμένες υποθέσεις. Οι εργάτες χειροτεχνίτες ασκούσαν οικονομική πίεση στους μάστορες για να τους ωθήσουν να αποδεχθούν ορισμένους κανονισμούς σχετικά με το επάγγελμα. Τα αιτήματα αφορούσαν υψηλότερους μισθούς, ωράρια, τις αλλαγές στις πρακτικές προσλήψεων, τις βραδινές ώρες, διαμαρτυρίες για τους μαθητευομένους κ.ο.κ. Συνήθως οι εργαζόμενοι σε έναν εργοστασιακό κόσμο αντιδρούν οργισμένα σε μια ενέργεια του ιδιοκτήτη, εγκαταλείπουν τις μηχανές και σχηματίζουν ένα πλήθος έξω από τις πύλες του εργοστασίου. Στη συνέχεια, έκαναν πορεία γύρω από το εργοστάσιο, προσπαθώντας να βρουν και άλλους για να συνενωθούν. 

Οι περισσότερες απεργίες των βιομηχανικών εργατών κλωστοϋφαντουργίας από την άλλη ήταν αυθόρμητες, άσχημα οργανωμένες και πολύ σύντομης διάρκειας. Δεν φαίνεται να προσπαθούσαν να ασκήσουν συντονισμένη πίεση στον ιδιοκτήτη της βιομηχανίας προκειμένου να διαπραγματευτούν πιο αποτελεσματικά, αλλά ήταν περισσότερο εκφράσεις θυμού και αλληλεγγύης στο πρόσωπο κάποιου εργάτη που έπεφτε θύμα κάποιων σοβαρών αδικιών. Μετά από μερικές ώρες (σε σπάνιες περιπτώσεις λίγες μέρες) διαδήλωσης στους δρόμους με τύμπανα και πανό, η εθνική φρουρά ή τα στρατεύματα διέλυαν το πλήθος, οι εργάτες διασκορπίζονταν και η εργασία ξεκινούσε και πάλι συνήθως ως το επόμενο πρωί.

Όταν οι υφαντές απέκτησαν τις οργανωτικές μορφές παραγωγής που χαρακτήριζαν τα αστικά επαγγέλματα, δεν μοιράζονταν με τους χειροτεχνίτες της πόλης την ίδια βαθιά κοινωνική και επαγγελματική ευαισθησία ούτε αντιλαμβάνονταν το επάγγελμα και την εργασία γενικά ως τόπο μιας ηθικής κοινότητας. Ωστόσο, κατανοήσαν το μήνυμα της ένωσης και της αδελφοσύνης των εργατών. Από τη μεριά τους οι τεχνίτες θεωρούσαν ότι το μήνυμά τους ήταν καθολικό, αλλά τελικά απευθύνονταν μόνο σε άλλους τεχνίτες. Μόνο στη δεύτερη μεγάλη έκρηξη της σοσιαλιστικής έκρηξης και οργάνωσης, κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν την Κομμούνα, οι τεχνίτες και οι βιομηχανικοί εργάτες μετασχηματίστηκαν σε ένα κοινό ταξικό συνειδητό εργατικό κίνημα. 

Η συμβολή της οικοδομής και των υπεργολαβιών

Δύο σημαντικές τομές συνέβαλαν στην προλεταριοποίηση του παρισινού προλεταριάτου κατά τη δεκαετία του 1860. Οι αντιστάσεις των ειδικευμένων τεχνιτών απέναντι στην απειλή του εργοστασίου οδήγησαν σε ένα υπεργολαβικό σύστημα παραγωγής. Συγκεκριμένα, ημι-ειδικευμένοι εργάτες, σε μεγάλο βαθμό γυναίκες, παρήγαγαν τυποποιημένα τμήματα για παπούτσια ή ρούχα που ράβονταν αργότερα σε εργοστάσια. Στην πράξη πρόκειται για μια αριθμητική διεύρυνση των ειδικευμένων εργατών έχοντας απωλέσει ταυτόχρονα σε μεγάλο βαθμό τον έλεγχο πάνω στο τελικό προϊόν και άρα της ανεξαρτησίας τους, ένα κρίσιμο ζήτημα στον κόσμο της ειδίκευσης. Επίσης, ο μεγάλος αριθμός εργαζομένων που απασχολούνταν στο σπίτι, σχεδόν σε απομόνωση, δεν  διευκολυνόταν να οργανωθεί συνδικαλιστικά παρά τη σχετική αύξηση του μεγέθους του μέσου εργαστηρίου. Με άλλα λόγια, στο εσωτερικό της ειδικευμένης εργασίας δημιουργήθηκε ένα κατώτερο στρώμα με προλεταριακά χαρακτηριστικά το οποίο αποτελούνταν κυρίως από υποδηματεργάτες και ραπτεργάτες. Αυτοί δεν διακρίνονταν από τη μεγάλη συνδικαλιστική συσπείρωση και τους στενούς οργανωτικούς δεσμούς των υψηλά ειδικευμένων τεχνιτών των ειδών πολυτελείας, όπως αρώματα κ.α.

Η εκτεταμένη ανοικοδόμηση του Παρισιού λόγω του του προγράμματος haussmannization [1], μιας τεράστιας πολεοδομικής ανασυγκρότησης του Παρισιού, προκάλεσε μια νέα τεράστια αλλαγή στο παρισινό προλεταριάτο. Δημιούργησε ένα νέο ανδρικό εργατικό δυναμικό και απορρόφησε έναν μεγάλο, περισσότερο ή λιγότερο κυμαινόμενο πληθυσμό που προέρχεται από αγροτικές περιοχές. Οι οικοδόμοι από τη μία διέπονταν από τα παραδοσιακά χαρακτηριστικά των εργατών τεχνιτών και τις εσωτερικές τους διακρίσεις, ωστόσο από την άλλη συγκροτούσαν μια τεράστια αριθμητική και ομοιογενή σχετικά προλεταριακή μάζα με μεγάλη δυναμική. Οι εργάτες στον κατασκευαστικό τομέα στάθηκαν πρωτοποριακοί οργανώνοντας μαχητικές απεργίες την εποχή της κρίσης. Όλοι αυτοί αποτελούσαν ένα νέο προλεταριάτο με μαχητικές διαθέσεις, αλλά περιορισμένες οργανωτικές δυνατότητες.

Οι επαναστάσεις των χειροτεχνιτών     

Η Γαλλική Επανάσταση προκάλεσε μια εκτεταμένη μεταμόρφωση της κοινωνικής δομής. Αρχικά το εργατικό κίνημα της Παλινόρθωσης διατήρησε τις μορφές, τη γλώσσα και το όραμα των συντεχνιών του παλιού καθεστώτος με ελάχιστες αλλαγές. Ωστόσο, οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες κατά την επανάσταση του Ιουλίου του 1830 οδήγησαν τους τεχνίτες του Παρισιού, της Λυών και άλλων πόλεων της Γαλλίας να μεταμορφώσουν την επαγγελματική τους αντίληψη της εργασίας σε ταξική συνείδηση. Η ταξική συνείδηση είναι ουσιαστικά μια μετασχηματισμένη μορφή της επαναστατικής ρητορικής. Με βάση τη ρητορική της Γαλλικής Επανάστασης η τρίτη τάξη ήταν όλο το έθνος. Οι εργάτες στα 1830 αρχίζουν να θεωρούν πως οι ίδιοι αποτελούν πλέον τον κυρίαρχο λαό. Η αστική τάξη πήρε τη θέση της νέας αριστοκρατίας και έγινε καθεστώς. Συνεπώς, χρειαζόταν μία νέα επανάσταση με την οποία η εργατική τάξη έπρεπε να πάρει την εξουσία ανατρέποντας την αστική τάξη. Με την επανάσταση του 1848 ουσιαστικά θα διαμορφωθεί το υποκείμενο εκείνο το οποίο θα εξεγερθεί το 1871. Η τρίχρωμη σημαία δεν είναι πια η σημαία της Δημοκρατίας, αλλά η σημαία του Λουδοβίκου Φιλίππου και της μοναρχίας. Η σημαία της επανάστασης αντικαταστάθηκε από το κόκκινο χρώμα, ενώ ο σοσιαλισμός έγινε μαζικό κίνημα. 

Με το τέλος του γαλλοπρωσικού πολέμου το Παρίσι ήταν υπό πρωσική κατοχή. Ο λαός και η εθνοφρουρά του Παρισιού ωστόσο, ενώ είχαν αντέξει πρωτύτερα την πρωσική πολιορκία για έξι μήνες, αρνήθηκαν τη συνακόλουθη πρωσική κατοχή αποκλείοντας τους Πρώσους σε μία μικρή περιοχή του Παρισιού και αστυνομεύοντας τα «σύνορα» της περιοχής αυτής. Επανάσταση προέκυψε όταν η κυβέρνηση της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας με πρόεδρο τον Αδόλφο Θιέρσο προσπάθησε να κατασχέσει τα κανόνια της φρουράς, τα οποία κατά τη διάρκεια των ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων είχαν γίνει το κύριο σύμβολο της ανυπακοής του Παρισιού απέναντι στους Πρώσους και στους δικούς τους ηγέτες. Στις 18 Μαρτίου, μια πρωινή επίθεση στον όρχο πυροβολικού της Μονμάρτρης και του Μπελβίλ είχε άσχημη κατάληξη όταν πλήθη ανδρών, γυναικών και παιδιών περικύκλωσαν τα κυβερνητικά στρατεύματα και τους έπεισαν να μην πυροβολήσουν. Ο Θιέρσος φοβήθηκε ότι οι εργάτες του Παρισιού θα έπαιρναν τα όπλα της εθνοφρουράς και θα προκαλούσαν τους Πρώσους και έτσι ο Γαλλικός Στρατός μπήκε στο Παρίσι. Οι προσπάθειες συμβιβασμού μεταξύ της επιτροπής του Παρισιού και της κυβέρνησης στις Βερσαλλίες απέτυχαν και την επόμενη ημέρα η επιτροπή ανακοίνωσε εκλογές στην Κομμούνα, ενώ ο στρατός αποχώρησε στις Βερσαλίες. Στις 26 Μαρτίου το Παρίσι εξέλεξε καινούργιο δημοτικό συμβούλιο, με πρόεδρο τον Λουί Ογκίστ Μπλανκί (Louis Auguste Blanqui 1805-1881) που ήταν φυλακισμένος από την κυβέρνηση, και στις 28 Μαρτίου ανακηρύχθηκε η Παρισινή Κομμούνα. Ωστόσο, ο Θιέρσος δεν θα ανεχόταν αυτό που θεωρούσε ως εξουσία ενός απείθαρχου όχλου στην πρωτεύουσα της Γαλλίας και το Παρίσι αντιμετώπισε μια δεύτερη πολιορκία – αυτή τη φορά από τους Γάλλους και όχι από τον Πρωσικό στρατό – στις 30 Μαρτίου. Ο στρατός της πόλης αντικαταστάθηκε από πολιτοφυλακή αποτελούμενη από όλους τους πολίτες που μπορούσαν να πολεμήσουν υπέρ του Παρισιού. 

Οι ειδικευμένοι εργάτες έπαιξαν εξέχοντα ρόλο στην εξέγερση. Αυτό προκύπτει ξεκάθαρα από τα επαγγέλματα των συλληφθέντων κατά τη διάρκεια της Κομμούνας όπου το 63,6% ήταν ειδικευμένοι χειροτεχνίτες (αποτελούσαν το 42,5% του συνόλου των κατοίκων της πόλης) και μόνο 14,5% ανειδίκευτοι εργάτες (αποτελούσαν το 14,8% του συνολικού πληθυσμού). Οι μικροαστοί ήταν 10,5% (27,3 στο συνολικό πληθυσμό) και οι υπάλληλοι 11,4% (15,4% στο συνολικό ποσοστό). Όμως, η κλειστή κοινωνική οργάνωσή τους εντός των κλαδικών επαγγελματικών σωματείων τους δεν εξηγεί ακριβώς τη συμμετοχή τους στην εξέγερση. Αντιθέτως, η εξέγερση μπόρεσε να συνενώσει τους εργάτες από μια ποικιλία διαφορετικών επαγγελμάτων, ακριβώς διότι η κινητοποίηση των εργατών σε μια εξέγερση δεν εξαρτιέται από την επαγγελματική συνοχή. 

Επιπλέον, εργάτες από επαγγελματικά σωματεία με κλειστό χαρακτήρα και πιο σκληρούς σωματειακούς δεσμούς συμμετείχαν σε χαμηλότερα ποσοστά σε σχέση με εκείνα τα εργατικά στρώματα που συνδικαλίζονταν σε σωματεία με αδύναμη οργάνωση. Ο λόγος ήταν ότι οι εργάτες του Παρισιού κινητοποιήθηκαν στην εξέγερση μέσω δικτύων γειτονιάς και όχι μέσω της συμμετοχής τους σε επαγγελματικά σωματεία. Ως εκ τούτου, οι στενά οργανωτικά δεμένες επαγγελματικές ομάδες συμμετείχαν στην Κομμούνα σε αναλογικά μικρότερους αριθμούς, επειδή ήταν πιο αδύναμα συνδεδεμένες με δίκτυα γειτονιάς.  Αυτή η διάσταση επέτρεψε την εμπλοκή στην εξέγερση των πιο χαμηλά οργανωμένων στρωμάτων των ειδικευμένων εργατών τεχνιτών, όπως ήταν οι οικοδόμοι, αλλά και ένα ευρύτατο φάσμα ειδικευμένων εργατών τεχνιτών οι οποίοι απασχολούνταν με το σύστημα της υπεργολαβίας, όπως οι υποδηματεργάτες και οι ραπτεργάτες. 

Η Κομμούνα πήρε σχεδόν αμέσως μέτρα υπέρ των εργατών: επέβαλε πάγωμα των τιμών στα ενοίκια κατά τη διάρκεια του πολέμου, απαγόρευσε στα ενεχυροδανειστήρια να πουλούν αγαθά καθώς οι εργάτες αναγκάστηκαν να βάλουν ενέχυρο τα εργαλεία τους κατά τη διάρκεια του πολέμου, κρατικοποίησε την εκκλησιαστική περιουσία, ανέβαλε την υποχρέωση καταβολής των χρεών, εξίσωσε τους μισθούς των υπαλλήλων και τους επέβαλε ανώτατο όριο και κατήργησε τους τόκους. 

Ο στρατός των Βερσαλλιών επιτέθηκε στο Παρίσι στις 2 Απριλίου και από τότε το Παρίσι βρισκόταν υπό συνεχή βομβαρδισμό. Όσοι Κομμουνάροι αιχμαλωτίζονταν εκτελούνταν αμέσως και το πλεονέκτημα του στρατού ήταν τέτοιο ώστε από τα μέσα Απριλίου σταμάτησε κάθε διαπραγμάτευση με το Παρίσι. Το τείχος της πόλης καταλήφθηκε την 21η Μαΐου, αλλά η σκληρότερη αντίσταση σημειώθηκε στις ανατολικές εργατικές συνοικίες του Παρισιού όπου οι οδομαχίες συνεχίστηκαν για ακόμα οκτώ μέρες, που έμειναν στην ιστορία ως η «Ματωμένη Βδομάδα» (La semaine sanglante). Καθ’ όλη τη διάρκεια της επέλασης των κυβερνητικών στρατευμάτων θανατώθηκαν πολλοί άμαχοι, και σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές μόνο κατά τη Ματωμένη Βδομάδα σκοτώθηκαν 17.000 Παριζιάνοι, ενώ άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό σε 30.000. Οι τελευταίοι 147 Κομμουνάροι εκτελέστηκαν το απόγευμα της 28ης Μαΐου στο νεκροταφείο Περ Λασέζ όπου είχαν οχυρωθεί, σε ένα σημείο που σήμερα είναι γνωστό ως Τοίχος των Κομμουνάρων.

Ο Μαρξ συχνά απεικονίζει την Κομμούνα ως μια απόπειρα σοσιαλιστικής επανάστασης και της πρώτης κυβέρνησης της εργατικής τάξης -έναν ένδοξο προάγγελο του μέλλοντος. Σε κάθε περίπτωση ήταν μια εξέγερση των προλεταριοποιημένων ειδικευμένων τεχνιτών και όχι του μοντέρνου βιομηχανικού προλεταριάτου. Η Κομμούνα θεωρείται σήμερα από πολλούς περισσότερο ως «σούρουπο» παρά «αυγή». Ήταν λιγότερο κήρυκας μιας εποχής προλεταριακής επανάστασης και περισσότερο η τελευταία πνιχτή κραυγή του παραδοσιακού ριζοσπαστισμού ή του Παρισινού εξεγερτισμού. Μήπως όμως ήταν ταυτόχρονα και κήρυκας του νέου και αυλαία του παλιού;


Το κείμενο του Κώστα Παλούκη επιμελήθηκαν η Δήμητρα Αλιφιεράκη [2] και ο Αντώνης Γαζάκης [3]

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [4]

Υποσημειώσεις[+]