- Marginalia - https://marginalia.gr -

Η πολιτική της απολιτικής κουλτούρας: η CIA και το Συνέδριο για την Πολιτιστική Ελευθερία

Το 1966 και το 1967 έφτασαν στα πρωτοσέλιδα του αμερικανικού τύπου συγκλονιστικές αποκαλύψεις ότι η CIA είχε αφομοιώσει πλήθος πολιτιστικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένου του Συνεδρίου για την Πολιτιστική Ελευθερία (Congress of Cultural Freedom – CCF). Το Συνέδριο, ένας θεσμός που δημιουργήθηκε και διαμορφώθηκε από τις πολιτικές ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου, ιδρύθηκε το 1950 με σκοπό να υπερασπίσει την πολιτιστική και πνευματική ελευθερία και ταυτόχρονα να εγκαθιδρύσει και να διατηρήσει μια κοινή αντικομμουνιστική στάση μεταξύ των δυτικών διανοούμενων. Πολλοί από τους πιο επιφανείς διανοούμενους και καλλιτέχνες της περιόδου είχαν συνεργαστεί απευθείας με το CCF. Το ερώτημα που έχει κυρίως απασχολήσει τα περισσότερα βιβλία που έχουν γραφτεί για το θέμα[1] είναι το εάν αυτοί οι καλλιτέχνες και διανοούμενοι λάμβαναν μέρος στις μυστικές πολιτιστικές επιχειρήσεις της CIA ανυποψίαστοι ή ως πρόθυμοι συνεργάτες.

Ο Τζάιλς Σκοτ-Σμιθ, στο πρώτο του βιβλίο για τον πολιτιστικό ψυχρό πόλεμο, «Η πολιτική της απολιτικής κουλτούρας. Το Συνέδριο για την Πολιτιστική Ελευθερία, η CIA και η μεταπολεμική αμερικανική ηγεμονία»,[2] δίνει μια αρκετά πιο ενδιαφέρουσα και περίτεχνη εικόνα καθώς ιχνογραφεί πολιτικές, πολιτιστικές και ιδεολογικές περιπλοκές που οι υπόλοιπες μελέτες για το CCF σε μεγάλο βαθμό αγνοούν.

Έχοντας ως βασικό ερμηνευτικό εργαλείο το πλαίσιο της ηγεμονίας όπως το συνέθεσε ο Αντόνιο Γκράμσι, ο Σκοτ-Σμιθ ιχνηλατεί τις σχέσεις και την αλληλεπίδραση μεταξύ διεθνών, και ιδίως διατλαντικών ελίτ αποκαλύπτοντας στην πορεία λίγο ή πολύ κρυμμένες συνδέσεις ανάμεσα στο πολιτικό, το οικονομικό και το πολιτιστικό-πνευματικό πεδίο. O συγγραφέας προχωρά πέρα από το δημοφιλές επιχείρημα για την εργαλειοποίηση της κουλτούρας και των διανοούμενων από το CCF και εστιάζει στη δυναμική σχέση μεταξύ των κρατικών και ιδιωτικών θεσμικών και ατομικών δρώντων προκειμένου να ξεδιαλύνει τις διαδικασίες διαμέσου των οποίων το CCF έφτασε σε μια αρκετά συνεκτική διανοητική θέση.

Η παρωχημένη κατηγορία των «παραδοσιακών διανοούμενων»

Το CCF ιδρύθηκε σε μια εποχή κατά την οποία η αυτόνομη κριτική σκέψη έμοιαζε να απειλείται. Ο σκοπός του ήταν ακριβώς να διαφυλάξει την ταυτότητα της παραδοσιακής ανεξάρτητης ιντελιγκέντσιας, ωστόσο κάνοντας αυτό, όπως δείχνει ο Σκοτ-Σμιθ, συνέβαλε στην εφαρμογή «ορίων ελευθερίας» που συνέπιπταν απολύτως με τα συμφέροντα της αμερικανικής ηγεμονίας.

Ο Σκοτ-Σμιθ συμφωνεί με την Αν Σόουστακ Σασούν (Anne Showstack Sasoon) πως, σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον ολοένα πιο σύνθετο από τον ύστερο 19ο αιώνα και μετά, το κράτος ανέλαβε νέα καθήκοντα ώστε να εξασφαλίσει την κοινωνική συναίνεση και να επεκτείνει τις παραγωγικές δυνάμεις. Σε αυτή τη διαδικασία, η κοινωνία πολιτών έπρεπε να μετασχηματιστεί ριζικά· «εάν οι παραδοσιακοί διανοούμενοι ήθελαν να διατηρήσουν την επιρροή τους, έπρεπε να αλλάξουν τον τρόπο δουλειάς τους και να αναλάβουν οργανωτικό ρόλο» αλλά, κάνοντας αυτό, «αφομοιώνονται από το καπιταλιστικό σχέδιο καθώς ο παλιός τους ρόλος [ως παραδοσιακοί διανοούμενοι] εκφυλίζεται σε αναχρονισμό».[3] Η επέκταση των κρατικών δραστηριοτήτων σε συνδυασμό με την εθελοντική οργάνωση των διανοούμενων οδήγησε στην επαγγελματοποίηση και την τυποποίησή τους. Το CCF, σύμφωνα πάντα με τον Σκοτ-Σμιθ, αποτελεί κατεξοχήν παράδειγμα αυτής της εξέλιξης.

Η νέα ελίτ εξουσίας, τα διατλαντικά δίκτυα και η συνεργασία κράτους και ιδιωτικού τομέα

Μετά τον πόλεμο στην Ευρώπη, τα κομμουνιστικά κόμματα στη Γαλλία, την Ιταλία και αλλού συγκέντρωναν με άνεση το 30% των ψήφων. Τα κόμματα της αριστεράς ήταν σε όλες τις χώρες πιο δημοφιλή από ποτέ, και αυτό δημιουργούσε φοβερή νευρικότητα στις κυβερνώσες ελίτ στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Ακόμα κι αν ο Ψυχρός Πόλεμος δεν ήταν η μείζων κινητήρια δύναμη της μεγάλης μεταπολεμικής παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης, όπως έχει υποστηρίξει ο Χόμπσμπαουμ,[4] ωστόσο η αναγνώριση εκ μέρους των ΗΠΑ ότι η ταχεία ανάπτυξη των ανταγωνιστών τους ήταν πολιτικά επείγουσα οδήγησε στα μαζικά προγράμματα οικονομικής βοήθειας όπως το Σχέδιο Μάρσαλ. Λόγω του φόβου του κομμουνισμού, οι υπεύθυνοι της αμερικανικής πολιτικής δεν εστίασαν απλώς σε μια επιθετική οικονομική επέκταση, αλλά είδαν τη μεγαλύτερη εικόνα οδηγώντας σε σχεδόν τρεις δεκαετίες ανάπτυξης χωρίς προηγούμενο. Ο Χόμπσμπαουμ το είχε θέσει ως εξής:

Η Χρυσή Εποχή του καπιταλισμού θα ήταν αδύνατο να υπάρξει χωρίς αυτή τη συναίνεση, ότι δηλαδή για να επιβιώσει η ιδιωτική οικονομία («ελεύθερη οικονομία» ήταν ο προτιμώμενος όρος) θα έπρεπε να τη διασώσουν από τον ίδιο της τον εαυτό.[5]

Πίσω στις ΗΠΑ, όπως εξηγεί ο Σκοτ-Σμιθ στο βιβλίο του, το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Ανασυγκρότησης (ERP) προωθήθηκε με τη βοήθεια της Επιτροπής για την Αρωγή του Σχεδίου Μάρσαλ στην Ευρωπαϊκή Ανασυγκρότηση (CMP) –μια συμμαχία επιχειρηματικών και εργατικών φορέων και μιας φιλελεύθερης ελίτ που βρισκόταν σε στενή σχέση με το τμήμα του πολιτικού κατεστημένου το οποίο υποστήριζε τη διεθνιστική εξωτερική πολιτική– η οποία περιλάμβανε άτομα όπως ο Άτσεσον (Acheson), ο Άλεν Ντούλες (Allen Dulles), οι τραπεζίτες Ουίνθορπ Όλντριτς (Winthorp Aldrich) και Φρανκ Άλτσουλ (Frank Altschul), ο πρόεδρος της General Electric Φίλιπ Ριντ (Philip Reed) και ο αρχισυνδικαλιστής Ντέιβιντ Ντουμπίσνκι (David Dubinsky), μεταξύ πολλών άλλων. Στην Ευρώπη, το πολιτικό και οικονομικό κατεστημένο που ήταν στο πλευρό των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών κομμάτων συμφώνησε σε μια μορφή προνοιακού καπιταλισμού υπό κρατική διαχείριση, σπάζοντας τις αντιφασιστικές συμμαχίες της εποχής του πολέμου και αποκλείοντας τους κομμουνιστές από την εξουσία. Στην Ελλάδα, για να επιτευχθεί ο ίδιος στόχος χρειάστηκε ένας εμφύλιος πόλεμος και άμεση βρετανική –και αργότερα και αμερικανική– στρατιωτική επέμβαση.

Οι μεταπολεμικές προσπάθειες εξαγωγής του αμερικανικού μοντέλου και προγραμματικής δημιουργίας κοινωνιών πολιτών όπως τις φαντάζονταν στις κεντρικές υπηρεσίες ιδρυμάτων σαν το Carnegie, το Rockefeller ή το Ford, δεν ήταν προφανώς πάντα ευπρόσδεκτες. Η μεθερμηνεία του δυτικού πολιτισμού στα πρότυπα του αμερικανικού καταναλωτικού μοντέλου προκάλεσε φοβερές αντιστάσεις, ιδίως ανάμεσα στους διανοούμενους της αριστεράς. Από τον Ουίλιαμ Μπλέικ, στον Βίκτορα Ουγκό, τον Χέγκελ και τον Μποντλέρ, ο οποίος περιέγραφε την Αμερική ως «ένα μεγάλο κομμάτι βαρβαρότητας φωτισμένη με υγραέριο», οι Ευρωπαίοι παραδοσιακά περιφρονούσαν μια κοινωνία που τους έμοιαζε ρηχή, ανιστορική και μειονεκτική σε ό,τι αφορά τη φινέτσα και τη λογιότητα.[6] Ο σκεπτικισμός, αν όχι ο ανοιχτός αντιαμερικανισμός μπροστά στην ολοένα και μεγαλύτερη αμερικανική πολιτική και οικονομική παρεμβατικότητα ύψωνε σοβαρά εμπόδια στο μεταπολεμικό ευρωπαϊκό πρόγραμμα, τα οποία έπρεπε οπωσδήποτε να αντιμετωπιστούν. Η προβολή των αμερικανικών αξιών στο εξωτερικό με στόχο τη συγκρότηση ενός ομοιογενούς πολιτιστικού ατλαντισμού απαιτούσε μια πιο συστηματική και επιθετική πολιτιστική διπλωματία.

Σε αυτό το σημείο, και προτού στραφεί στην ίδρυση του CCF, ο Σκοτ-Σμιθ εξηγεί τον ρόλο της νεοσύστατης CIA, των συνδικάτων, αλλά και οργανώσεων όπως η Επιτροπή για την Ενωμένη Ευρώπη (ACUE), η Εθνική Επιτροπή για μια Ελεύθερη Ευρώπη (NCFE) ή η Ομάδα Μπίλντερμπεργκ (Bilderberg Group), οι οποίες αποτελούνταν από προσωπικό μυστικών υπηρεσιών και μεγάλων επιχειρήσεων, καθώς και κορυφαία κυβερνητικά στελέχη από τις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη. Η πεποίθηση πως η χειραγώγηση των ιδεών και της κοινής γνώμης ήταν ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της τάξης στις καπιταλιστικές δημοκρατικές κοινωνίες άρχισε να κυριαρχεί, όπως δείχνει το Σχέδιο TROY. Το 1950, μετά από αίτημα του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ, ψυχολόγοι και επικοινωνιολόγοι από το Χάρβαρντ και το ΜΙΤ κατέστρωσαν ένα σχέδιο διείσδυσης στο Σιδηρούν Παραπέτασμα με διάφορα μέσα, και κυρίως το ραδιόφωνο, για να υπονομεύσουν τη Σοβιετική Ένωση από μέσα. Η CIA συστηματοποίησε γρήγορα αυτές τις προσπάθειες με στενά διαπλεκόμενες κρυφές και φανερές επιχειρήσεις υπονόμευσης των κομμουνιστικών οργανώσεων και υποστήριξης μετριοπαθών αριστερών και σοσιαλδημοκρατικών κινημάτων, όπως στις ιταλικές εκλογές του 1948. Μια επίλεκτη ομάδα «φωτισμένων διανοούμενων», όπως τους αποκαλούσε ο καλά δικτυωμένος στην Ουάσινγκτον δημοσιογράφος Στούαρτ Άλσοπ (Stewart Alsop), οι οποίοι συχνά προέρχονταν από τα κορυφαία κολέγια της Ivy League, μετατράπηκαν σύντομα σε «φιλελεύθερους συνηγόρους του πιο σκληρού αντικομμουνισμού».[7]

 Το CCF ως αντεπανάσταση;

Παρoυσία κορυφαίων διανοούμενων από τις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη, όπως οι Καρλ Γιάσπερς (Karl Jaspers), Τζον Ντιούι (John Dewey), Ιγνάσιο Σιλόνε (Ignazio Silone), Τζέιμς Μπέρναμ (James Burnham), Άρθουρ Κέσλερ (Arthur Koestler), Άρθουρ Σλέσινγκερ (Arthur Schlesinger), Ρεϊμόν Αρόν (Raymond Aron), Μέλβιν Τζ. Λάσκι (Melvin J. Lasky), Τένεσι Ουίλιαμς (Tennessee Williams) και Σίντεϊ Χουκ (Sidney Hook), μεταξύ πολλών άλλων, το Συμβούλιο για την Πολιτιστική Ελευθερία ιδρύθηκε τον Ιούνιο του 1950 στο Βερολίνο, «τη βιτρίνα της Δύσης πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα». Δύο ήταν οι βασικές λειτουργίες του, σύμφωνα με τον Σκοτ-Σμιθ. Πρώτον, υπό την αιγίδα του να παρουσιάσει ως ενιαία τα μεταπολεμικά ενδιαφέροντα και ανησυχίες Αμερικανών και Ευρωπαίων διανοούμενων και, δεύτερον, να συγκεντρώσει, να θεσμοποιήσει και να οργανώσει την απογοήτευση των διανοούμενων με τον σοβιετικό κομμουνισμό αποδίδοντάς της μια ταυτότητα κι έναν ρόλο στην ψυχροπολεμική πάλη των ιδεών.

Τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, η εγκατάλειψη του πολιτιστικού πεδίου και της υπεράσπισης των πολιτιστικών-πνευματικών αξιών ήταν ένα σοβαρό κενό στην προσπάθεια των ΗΠΑ για μια ατλαντική σύνθεση. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1940, ωστόσο, έγινε σαφής η ανάγκη προαγωγής, σε όλα τα πεδία της πολιτιστικής και επιστημονικής δραστηριότητας, της άποψης ότι η ελευθερία να είναι κανείς διανοούμενος στη δυτική παράδοση ήταν πια κάτι που όφειλαν όλοι να υπερασπίσουν ανοιχτά και κατηγορηματικά κατά του ολοκληρωτισμού που εκπροσωπούσε η Σοβιετική Ένωση. Το να μείνει κανείς έξω από αυτή τη συναίνεση ισοδυναμούσε με προδοσία αυτής της πολιτιστικής-πνευματικής παράδοσης. Πίσω δε από μια τέτοια συναίνεση εκφραζόταν άμεσα ή έμμεσα ο ισχυρισμός πως ο χώρος υπεράσπισης αυτής της διανοητικής ελευθερίας ήταν εγγυημένος από την αμερικανική ισχύ, ενώ ταυτόχρονα ο ευρωπαϊκός «Τρίτος Δρόμος» μεταξύ του αμερικανικού καπιταλισμού και του σοβιετικού κομμουνισμού, όπως προωθούνταν λ.χ. από τον Σαρτρ, δυσφημούνταν συστηματικά. Κι όμως, υποστηρίζει ο Σκοτ-Σμιθ, η αμερικανική ηγεμονία όφειλε όχι μόνο να προστατεύσει την ευρωπαϊκή πολιτιστική παράδοση, αλλά επίσης να επιδείξει μιαν ορισμένη πολιτιστική δημιουργικότητα για τη νέα μεταπολεμική κοινωνία.

Μεγάλη έμφαση δόθηκε στην υψηλή κουλτούρα, με στόχο αφενός να δοκιμαστεί το σοβιετικό μπλοκ σε ένα πεδίο που θεωρούνταν ότι ήταν ευάλωτο –και στο οποίο βέβαια οι ΗΠΑ είχαν ακόμη πράγματα να αποδείξουν– και με στόχο κυρίως τις πνευματικές ελίτ. Έχοντας υπόψη τον βαθιά ριζωμένο φόβο για τις μάζες που έτρεφαν οι πολιτικές, οικονομικές και πνευματικές ελίτ της Ευρώπης, η ιδέα ήταν, όπως υποστηρίζει ο Φόλκερ Ρ. Μπέργκχαν (Volker R. Berghahn) στο βιβλίο του America and the Intellectual Cold Wars in Europe, να πειστούν πρώτα οι διανοούμενοι ώστε να επηρεάσουν μετά αυτοί την υπόλοιπη κοινωνία. Στην ακμή του, το CCF μεταξύ άλλων εξέδιδε πάνω από είκοσι υψηλού κύρους περιοδικά, διοργάνωνε καλλιτεχνικές εκθέσεις και περιώνυμα διεθνή συνέδρια. Η υψηλή κουλτούρα ήταν υποτίθεται ανεξάρτητη από την πολιτική και ξεκομμένη από κάθε διδακτική, ηθικολογική ή ωφελιμιστική λειτουργία, μια θεωρητική άποψη που, αν και κεντρική, Η πολιτική της απολιτικής κουλτούρας δεν πραγματεύεται σχεδόν καθόλου. Από μια τεράστια παραγωγή προγραμμάτων και εκδόσεων, ο Σκοτ-Σμιθ επιλέγει να παρουσιάσει συνοπτικά το Preuves και το Encounter, δύο από τα πιο επιδραστικά περιοδικά που εκδίδονταν στο Παρίσι και το Λονδίνο αντίστοιχα, καθώς και το αποκαλούμενο «Φεστιβάλ του Εικοστού Αιώνα», ένα μηνιαίο πρόγραμμα κλασικής μουσικής, μπαλέτου, θεάτρου και λογοτεχνικών εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι το 1952, αποτελώντας σημείο καμπής για την εδραίωση του Συμβουλίου.

Οι αντιδράσεις στο φεστιβάλ ήταν ανάμεικτες. Ωστόσο, το όραμα του διοργανωτή του και Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου Νίκολας Ναμπόκοφ (Nicolas Nabokov) να υπερασπίσει τη δυτική κουλτούρα έναντι του ολοκληρωτισμού κάθε μορφής είχε απήχηση στους προσκεκλημένους διανοούμενους. Ο Ουίσταν Χιου Ώντεν (W.H. Auden) το έθεσε ως εξής:

Κάθε επανάσταση χρειάζεται μια αντεπανάσταση, η οποία πρέπει να διακρίνεται από την αντίδραση. Ο αντιδραστικός νομίζει πως η επανάσταση δεν είναι επανάσταση αλλά εξέγερση, και ως τέτοια μπορεί να κατασταλεί και το στάτους κβο να αποκατασταθεί. Ο αντεπαναστάτης αναγνωρίζει το βασικό νόημα της επανάστασης και την υπερασπίζει έναντι των ίδιων των υπερβολών της. Κάθε επανάσταση, αν κάποιος δεν την πρόδιδε, θα μπορούσε να καταστρέψει τον κόσμο. Ενάντια στις υπερβολές των στρατοπέδων συγκέντρωσης, το χρέος μας είναι να είμαστε αντεπαναστάτες.[8]

Από τον αντικομμουνισμό στο τέλος της ιδεολογίας

Οι διακηρύξεις του Φράνσις Φουκουγιάμα για τον αναπόφευκτο θρίαμβο της φιλελεύθερης καπιταλιστικής δημοκρατίας και το «τέλος της ιστορίας» –με το οποίο εννοούσε πως η ιδεολογική εξέλιξη είχε φτάσει στο τέλος της με την επιβεβαίωση της εγγενούς ηθικής υπεροχής της οικονομίας laissez-faire και της ατομικής ελευθερίας, τις οποίες υποτίθεται πως υπηρετεί η δημοκρατία– ήταν από παλιά αναμενόμενες. Ήδη από τη δεκαετία του 1950 το CCF οργάνωνε μια σειρά σεμιναρίων μικρής κλίμακας που βασίζονταν στην πεποίθηση πως η ιδεολογική κινητοποίηση είχε πλέον εξαντλήσει τη δυναμική της και πως τα διανοητικά εγχειρήματα στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες θα έπρεπε να βασίζονται σε εμπειρικές και πρακτικές βάσεις. Το επιχείρημα ήταν πως ο κόσμος της πολιτικής είχε περάσει σε ένα νέο εξελικτικό στάδιο στο οποίο η διάκριση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς δεν είχε πια νόημα. Κορυφαίοι διανοούμενοι όπως οι Χ. Στούαρτ Χιουζ (H. Stuart Hughes), Ντάνιελ Μπελ (Daniel Bell), Σίμουρ Λίπσετ (Seymour Lipset), Ρεϊμόν Αρόν (Raymond Aron) και Έντουαρντ Σιλς (Edward Shils), στους οποίους αναφέρεται το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, ήταν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο προάγγελοι του τέλους των ιδεολογιών.

Αξιοποιώντας τα διανοητικά επιτεύγματα της εποχής του, το Συμβούλιο για την Πολιτιστική Ελευθερία κατόρθωσε να τα σχηματοποιήσει, να τα συστηματοποιήσει και να τα οργανώσει μετατρέποντάς τα σε επίσημη αμερικανική πολιτική –αυτό είναι το βασικό επιχείρημα του Σκοτ-Σμιθ. Για τον ίδιο λόγο η επιρροή του Συμβουλίου μειώθηκε τη δεκαετία του 1960, την εποχή δηλαδή που ερχόταν ένα νέο κύμα αμφισβήτησης για να διαμορφώσει ένα νέο πολιτικό τοπίο. Γιατί, όπως μας θυμίζει το τέλος του βιβλίου,

η πολιτιστική ηγεμονία δεν διατηρείται μηχανιστικά ή συνωμοτικά. Η κυρίαρχη κουλτούρα δεν είναι μια στατική «υπερδομή» αλλά μια συνεχής διαδικασία. Τα όρια της «πραγματικότητας» όπως αυτή ορίζεται από την κοινή λογική μεταβάλλονται διαρκώς καθώς μετασχηματίζεται η κοινωνική δομή.[9]

Υποσημειώσεις[+]