- Marginalia - https://marginalia.gr -

«Λέξεις που ακόμα δεν υπάρχουν»

Για την Κρίση του μαρξισμού [1]
Λουί Αλτουσέρ
Εκτός Γραμμής, 2021 | 190 σελίδες

Είμαστε στα τέλη του ’70 και ο Αλτουσέρ συμμετέχει με πάθος στη συζήτηση για την κρίση του μαρξισμού. Μια κρίση που, όπως υποστηρίζει, σοβεί ήδη από το ’30, αλλά ο επίσημος σοβιετικός μαρξισμός κατάφερνε μέχρι πρότινος να τη θάβει κάτω από φιλοσοφικά διατάγματα. Τώρα -τότε- η κρίση ήρθε «επιτέλους» στο φως και μας δίνει μια ευκαιρία να την αντιμετωπίσουμε.

Νιώθοντας ότι τα πράγματα βρίσκονται σε οριακή κατάσταση, ο Αλτουσέρ ζητά συγγνώμη και «μιλά ωμά και σχηματικά, χωρίς τις λεπτές διακρίσεις που θα ήταν αναγκαίες»[1]. Θέλει να πάει το μαχαίρι ως το κόκκαλο όπως λέμε, όχι όμως στο κόκκαλο του διπλανού, ως συνήθως, αλλά στο κόκκαλο το δικό του, εκεί που πονάει ο ίδιος πιο πολύ. Δεν μένει στα «λάθη», την καταστολή, την «καθυστέρηση», την «προσωπολατρεία». Ανιχνεύει τις ρίζες της κρίσης στη δική του περιοχή ευθύνης, στη θεωρητική πρακτική του μαρξισμού, στο ίδιο το Κεφάλαιο και στον τρόπο που το διαβάσαμε. Δεν μένει καν στην ευκολία να πει ότι αυτός ο τρόπος ήταν «λάθος», αλλά αναζητά να δει τί μας ώθησε μέσα από τον ίδιο τον μαρξισμό σε αυτό το λάθος.

Το ζητούμενο, τονίζει, δεν είναι να εντοπίσουμε ή ακόμα να διορθώσουμε ένα λάθος, αλλά να στοχαστούμε πάνω στις αιτίες του. Ως μαρξιστές «δεν γίνεται να αρκεστούμε στην ιδέα ότι η μαρξιστική θεωρία θα μπορούσε να υπάρχει κάπου, στην καθαρότητά της» και να την απαλλάξουμε από τις ευθύνες για «την πολιτική πρακτική την οποία εμπνέει ή η οποία την επικαλείται».[2] Η κρίση μάς υποχρεώνει «να αλλάξουμε κάτι στη σχέση μας με τον μαρξισμό, και κατά συνέπεια να αλλάξουμε κάτι στον ίδιο τον μαρξισμό».[3] Και καταθέτει συγκεκριμένες προτάσεις.

Κάποιες από τις αυτές τις προτάσεις ακούγονται στα αυτιά μας σήμερα αρκετά γνώριμες πια. Άλλες παραμένουν σχεδόν ανήκουστες, εκτός κάθε γραμμής. Όλες όμως μαζί έχουν να προσφέρουν πολλά στη σημερινή συζήτηση, στον σημερινό μαρξισμό, στις σημερινές κομμουνιστικές οργανώσεις. Η πρωτοβουλία των εκδόσεων Εκτός Γραμμής να συγκεντρώσουν αυτά τα 6 κείμενα και η καλή δουλειά του μεταφραστή Τάσου Μπετζέλου αποτελούν, με κάθε ειλικρίνεια, μια πολύτιμη συνεισφορά σε αυτή τη συζήτηση.

Τα δύο κεντρικά κείμενα του τόμου γράφτηκαν στο πλαίσιο της συζήτησης που οργάνωσε η ιταλική εφημερίδα Il Manifesto, με τη συμμετοχή αντιπολιτευόμενων κομμουνιστών και κομμουνιστριών από τις δυο πλευρές του τείχους.[4]) Πλαισιώνονται από τέσσερα ακόμα κείμενα της εποχής, δύο προλόγους σε βιβλία τρίτων,[5] ένα εγκυκλοπαιδικό λήμμα[6] και μια διάλεξη[7]. Όλα σχεδόν διαπερνώνται από τα ίδια βασικά επιχειρήματα, τις ίδιες θέσεις κριτικής απέναντι στον κυρίαρχο μαρξισμό της εποχής. Σε αυτή την παρουσίαση, θα προσπαθήσουμε να ανασυγκροτήσουμε τα επιχειρήματα αυτά, συλλέγοντας σημεία από όλα τα άρθρα —  και ενδίδοντας φυσικά στον πειρασμό να τα σχολιάσουμε υπό το πρίσμα των δικών μας επειγόντων ερωτημάτων, της δικής μας κρίσης.

α. Ο μαρξισμός δεν είναι μια καθολική θεωρία

Ο μαρξισμός, επέμενε από πάντα ο Αλτουσέρ, δεν είναι μια καθολική θεωρία και δεν διεκδικεί τίποτα τέτοιο για τον εαυτό της.

«Η μαρξιστική θεωρία είναι “πεπερασμένη” και περιορισμένη. Περιορίζεται στην ανάλυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, και της αντιφατικής τάσης του (…) είναι το ακριβώς αντίθετο μιας φιλοσοφίας της ιστορίας που θα μπορούσε να “αγκαλιάσει σφαιρικά” … το γίγνεσθαι της ανθρωπότητας».[8]

Σε καθολική θεωρία τη μετέτρεψε ο σταλινισμός, με συνειδητό σκοπό να εγκαθιδρύσει πάνω της ένα κλειστό φιλοσοφικό σύστημα, το γνωστό δίδυμο του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού,  το οποίο χρησιμοποιήθηκε για δεκαετίες για να ενοποιεί, νομιμοποιεί και δικαιώνει τη σοβιετική πολιτική.

Βέβαια, η μετατροπή αυτή δεν έγινε εν κενώ. Εκμεταλλεύτηκε την αμφιθυμία του ίδιου του Μαρξ απέναντι στη φιλοσοφία που παρέλαβε, τις αμφισημίες, τις σιωπές, κάποιες ιδεαλιστικές διατυπώσεις, έναν ορισμένο εγελιανισμό που επιβίωνε ανάμεσα  στις γραμμές του Κεφαλαίου. Εκμεταλλεύτηκε τις «ατυχείς» φιλοσοφικές γενικεύσεις του Ένγκελς, ή κάποιες επείγουσες «πολεμικές» του Λένιν. Να λοιπόν που ο αντι-εγελιανισμός του Αλτουσέρ δεν ήταν μια ιδιοτροπία, μια «καθαρή» φιλοσοφική θέση – τίποτα δεν είναι «καθαρή» φιλοσοφία. Εδώ, στην κορύφωση της μάχης, ξεδιπλώνεται ανοιχτά σε μια σαφή πολιτική θέση, μια καταγγελία της κρατικής σοβιετικής πολιτικής.

Ωστόσο, επιμένει, η μεταχείριση αυτή που επιφύλαξε ο σταλινισμός στον Μαρξ είναι άδικη. Η ίδια

«η μαρξιστική θεωρία δεν είναι αυτοδικαίως καθολική, ούτε μπορεί αυθαίρετα να επεκτείνεται σε κάθε φαινόμενο που παρουσιάζεται στο πεδίο των κοινωνικών και ανθρώπινων “γεγονότων”. Πρέπει κάθε φορά να κρίνουμε βάσει στοιχείων».[9]

Μπορεί το πτώμα του σοβιετικού μαρξισμού να έχει ταφεί εδώ και 30 χρόνια, αλλά μήπως αυτή η πίεση για καθολικότητα δεν πηγάζει ακόμα από παντού; Στις «Θέσεις» μας, που θέλουν να περιλάβουν όλα, στα κείμενά μας, που θέλουν να τα συνδέουν όλα με όλα; Ακόμα και στα -όχι και τόσο νέα πια- κοινωνικά κινήματα, που διεκδικούν για το δικό τους εαυτό, για τη δική τους οπτική, μια νέα καθολική ερμηνεία «όλων των κοινωνικών και ανθρωπίνων “γεγονότων”»;

β. Η θεωρία της αξίας δεν προσφέρει μια ολοκληρωμένη θεωρία εκμετάλλευσης

Το επιχείρημα αυτό διαπερνά όλα σχεδόν τα κείμενα του τόμου, καταλαμβάνοντας την κεντρική θέση. Ο Αλτουσέρ ξεκινά κι εδώ από ένα ζήτημα που τον απασχολεί καιρό, τη «μέθοδο έκθεσης» (Darstellung) στο Κεφάλαιο. Η μέθοδος αυτή, η οποία για τον Μαρξ διακρίνεται ρητά από τη «μέθοδο της έρευνας», ξεκινά από τον «πιο απλό καθορισμό», το εμπόρευμα και την αξία, και προσπαθεί πάνω σε αυτόν, βήμα — βήμα, να χτίσει ένα ολόκληρο θεωρητικό οικοδόμημα, το οποίο αντιστοιχεί τελικά στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή. Ακολουθεί δηλαδή μια πορεία από το απλό στο σύνθετο, «από το αφηρημένο προς το συγκεκριμένο».

Η μέθοδος αυτή κουμπώνει με την ασαφή αίσθηση του Μαρξ, η οποία παγιώθηκε στη συνέχεια από τη σοβιετική φιλοσοφία, ότι ακολουθεί μια αντίστροφη μεν, αλλά παρόμοια πορεία με την εγελιανή λογική. Ότι παίρνει τη μέθοδο του Χέγκελ και «απλώς» τη γυρίζει ανάποδα. Δίνεται έτσι η μεταφυσική εντύπωση ότι όλη η μετέπειτα ανάλυση ενυπάρχει ήδη εν σπέρματι στο πιο μικρό, αρχικό στοιχείο και ότι η εκδίπλωσή της ακολουθεί μια πορεία αναπόδραστη, προκαθορισμένη, όπου οι ιδέες γεννιούνται αυτόματα η μία από την άλλη. Η συγκεκριμένη πορεία έκθεσης εμφανίζεται ως αναγκαία, ως η μόνη εφικτή, ως η ορθή εφαρμογή της εγελιανής διαλεκτικής στην πολιτική οικονομία.

Ο Αλτουσέρ αντίθετα ισχυρίζεται ότι ο Μαρξ δεν αφήνει τις έννοιες να ξεδιπλωθούν μόνες τους, αλλά προχωρά ο ίδιος βήμα – βήμα, θέτοντας κάθε φορά μια νέα έννοια δίπλα στις άλλες και ανοίγοντας σταδιακά τον θεωρητικό του χώρο. Και ότι η πορεία που διάλεξε, όπως φαίνεται άλλωστε από τη δυσκολία του να επιλέξει, ήταν ένα από τα πολλά ενδεχόμενα, με τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά της.

Ποια είναι αυτά τα μειονεκτήματα: ό,τι μένει έξω από αυτόν τον χώρο, ό,τι δεν εμφανίζεται σαν να προκύπτει αυθόρμητα από την κύρια θεωρητική πορεία του Κεφαλαίου, ακόμα και αν κατέχει σημαντική θέση σε αυτό, μένει κάπως αποκομμένο, στο περιθώριο, δεν διεκδικεί και δεν απολαμβάνει τη δέουσα θεωρητική σημασία. Αυτό συνέβη για παράδειγμα με τα γνωστά «ιστορικά» και «συγκεκριμένα» (σε αντιπαραβολή με τα θεωρητικά και γενικά) κομμάτια του Κεφαλαίου, όπως το κρίσιμο κεφάλαιο για την πρωταρχική συσσώρευση.

Το σημαντικότερο πρόβλημα αφορά τη θεωρία της αξίας και της υπεραξίας, τον σκληρό δηλαδή πυρήνα του μαρξισμού. Εδώ, το μαχαίρι πιάνει μεδούλι. Στη μέθοδο παρουσίασης του Κεφαλαίου, η υπεραξία εμφανίζεται για πρώτη φορά στο πλαίσιο της θεωρίας της αξίας, ως το προϊόν της υπερεργασίας που παρέχει ο μισθωτός, πέρα από τον χρόνο που είναι αναγκαίος για την αναπλήρωση του μισθού του. Παρουσιάζεται δηλαδή -σύμφωνα με τον Αλτουσέρ- με μια μορφή λογιστική. «Αν περιοριστούμε σε αυτό», προειδοποιεί, τότε διατρέχουμε τον κίνδυνο να εκλάβουμε τη συγκεκριμένη, λογιστική παρουσίαση της υπεραξίας «ως μια πλήρη θεωρία της εκμετάλλευσης»:

«Για να μιλήσουμε καθαρά, τότε διατρέχουμε τον κίνδυνο να αναγάγουμε την εκμετάλλευση στον απλό υπολογισμό της υπεραξίας, αφήνοντας στο “εξωτερικό” τόσο τις συνθήκες εργασίας (πρώτο “εξωτερικό”) όσο και τους όρους της αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης (δεύτερο “εξωτερικό”), αυτού του εμπορεύματος που ούτε παράγεται ούτε καταναλώνεται όπως τα άλλα εμπορεύματα, και το οποίο, όπως είχε αποσαφηνίσει ο Μαρξ στην πολεμική του ενάντια στον σιδερένιο νόμο των μισθών, είναι μέρος και διακύβευμα της πάλης των τάξεων (τρίτο και τελευταίο “εξωτερικό”)».[10]

Η υποτίμηση αυτών των όρων ως «εξωτερικότητες» είχε, για τον Αλτουσέρ, απτά πολιτικά αποτελέσματα: «κατέληξε να διαμορφώσει, στην ιστορία του μαρξιστικού εργατικού κινήματος, ένα θεωρητικό και πολιτικό εμπόδιο για μια ακριβή σύλληψη των συνθηκών και των μορφών της εκμετάλλευσης».[11] «Στην πραγματικότητα», καταλήγει, η εκμετάλλευση

«δεν μπορεί να εξετάζεται παρά μόνο στο πλαίσιο των συγκεκριμένων μορφών και συνθηκών της, στο πλαίσιο των αδυσώπητων εξαναγκασμών που διέπουν την εργασιακή διαδικασία (τεχνικός καταμερισμός και τεχνική οργάνωση, διάρκεια, εντατικοποίηση, κατάτμηση κ.λπ.), τον καταμερισμό και την πειθαρχία της οργάνωσης της εργασίας αφενός, και στο πλαίσιο των εξαναγκασμών που διέπουν τη διαδικασία παραγωγής και αναπαραγωγής της εργασιακής δύναμης αφετέρου (κατανάλωση, κατοικία, οικογένεια, εκπαίδευση, υγεία, προβλήματα των γυναικών κ.λπ.)».[12]

Στα τέλη του ’70, οι παραπάνω «εξωτερικότητες» έχουν ήδη εισβάλει ορμητικές στο προσκήνιο της ταξικής πάλης: τα περιβαλλοντικά κινήματα επερωτούν τους υλικούς όρους της παραγωγής και της κατανάλωσης, το φεμινιστικό κίνημα θέτει στο επίκεντρο την εκμετάλλευση κατά την αναπαραγωγή. Νέα αυθόρμητα εργατικά κινήματα αντιστέκονται στην εντατικοποίηση της εργασίας και την πειθάρχηση, λαϊκές κινητοποιήσεις εστιάζουν στην κατοικία, την υγεία, την εκπαίδευση και διεκδικούν τα κοινά που ιδιοποιείται η συνεχιζόμενη πρωταρχική συσσώρευση. Ήρθε πια η στιγμή -για τον Αλτουσέρ, για εμάς- ο μαρξισμός να τα δει όλα αυτά όχι ως «εξωτερικότητες», όχι ως δευτερεύουσες αντιθέσεις όπως θα λέγαμε σήμερα, αλλά ως ισότιμες, ως ισάξιες θεωρητικά και πολιτικά πλευρές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

γ. Ο μαρξισμός δεν έχει θεωρία για το κράτος

Ακόμα πιο έξω από τον δικό του θεωρητικό χώρο, αυτόν που με τόσο κόπο άνοιξε, ο Μαρξ δεν πρόλαβε να μιλήσει για μια σειρά καθοριστικά θέματα, για το κράτος, την ιδεολογία, την πολιτική, την ταξική πάλη, το κόμμα, το συνδικάτο. Το καθήκον αυτό ανέλαβαν στη συνέχεια άλλοι και άλλες, αλλά ο Αλτουσέρ προειδοποιεί: ήταν απλοί άνθρωποι, έγραφαν μέσα στη φούρια της ταξικής πάλης, ψάχνανε λέξεις που δεν υπήρχαν για να μιλήσουν για κάτι νέο, κάνανε λάθη. Χρειάζεται λοιπόν ακόμα πολύ δουλειά στα κρίσιμα αυτά πεδία.

Αυτή η θέση του Αλτουσέρ ήταν που προκάλεσε το μεγαλύτερο σκάνδαλο: «δεν υπάρχει μια αληθινά “μαρξιστική θεωρία” του κράτους».[13] Ο Λένιν και ο Μαρξ «αγωνιωδώς» έλεγαν ότι υπάρχουν «τύποι κράτους», ότι κάθε κράτος είναι ένας «ειδικός μηχανισμός»,[14] δεν ξέρουμε όμως ακόμα τί είναι αυτό που το διαφοροποιεί Σε τί διαφοροποιείται π.χ. ένα σοσιαλιστικό κράτος; Πώς τελικά «μαραίνεται»; Ο Αλτουσέρ, εδώ τουλάχιστον, μένει στο ερώτημα. Όταν όμως διαπραγματεύεται τη σχέση μεταξύ κράτους και ταξικής πάλης, πάει ένα βήμα παρακάτω, κι έχει ενδιαφέρον.

«Το γεγονός ότι η πάλη των τάξεων (της αστικής και της προλεταριακής) έχει διακύβευμα το κράτος ουδόλως σημαίνει ότι η πολιτική πρέπει να ορίζεται σε σχέση με το κράτος».[15] Σε μια εποχή που από τη μια πλευρά του τείχους το θέμα ήταν η μοίρα του σοσιαλιστικού κράτους και από την άλλη το ενδεχόμενο συμμετοχής των κομμουνιστικών κομμάτων (απαλλαγμένων πια -δυστυχώς κατά τον Αλτουσέρ- από την επιδίωξη της δικτατορίας του προλεταριάτου) σε αστικές κυβερνήσεις, ο Αλτουσέρ μας καλεί «να διακρίνουμε επιμελώς την προλεταριακή πολιτική από το άμεσο διακύβευμά της», δηλαδή το κράτος, στοχεύοντας έτσι σε μια «κριτική της πολιτικής», όπως αυτή επιβάλλεται από την ιδεολογική αντίληψη και από την πρακτική της αστικής κοινωνίας.[16]

Το ζητούμενο όσο αφορά την πολιτική είναι «να μην την ανάγουμε στις μορφές που έχουν επισήμως καθιερωθεί ως πολιτικές από την αστική ιδεολογία: το κράτος, τη λαϊκή εκπροσώπηση, τα πολιτικά κόμματα, την πολιτική πάλη για την κατοχή της εξουσίας του υπάρχοντος κράτους». Αν μπούμε σε αυτή τη λογική, υποπίπτουμε στη «νομική αυταπάτη της πολιτικής», στην αυταπάτη ότι η πολιτική ορίζεται από το δίκαιο και αυτό το δίκαιο καθιερώνει μόνο τις μορφές που ορίζονται από την αστική ιδεολογία.[17] Στον αντίποδα αυτής της κομφορμιστικής πρακτικής, ο Αλτουσέρ ζητά «να μάθουμε να αφουγκραζόμαστε την πολιτική εκεί που γεννιέται και γίνεται» καθώς «εντελώς απρόβλεπτες πολιτικές πρωτοβουλίες γεννιούνται έξω από τα κόμματα, ακόμα και έξω από το εργατικό κίνημα (οικολογία, αγώνας των γυναικών, των νέων κ.λπ.)»,  «πιάνοντας το κόμμα εξαπίνης».[18]

Σίγουρα, σήμερα αυτά ακούγονται πολύ πιο οικεία από ό,τι τότε, ακόμα και κοινότοπα. Οι τρόποι και οι τόποι όμως με τους οποίους το κόμμα θα συναντηθεί με αυτές τις πρωτοβουλίες, με αυτά τα κινήματα, παραμένουν ζητούμενο. Στο κλείσιμο της παρέμβασής του, ο Αλτουσέρ στέκεται με επιφύλαξη απέναντι στον Ινγκράο, όταν ο τελευταίος αποδέχεται μεν τη «διαφορετικότητα των κινημάτων», μόνο όμως για να τονίσει ξανά «τη σημασία που έχει η στιγμή της γενικής διαμεσολάβησης», ακριβώς εξαιτίας αυτής της διαφορετικότητας.[19] Ο Αλτουσέρ, όπως είδαμε, αποστρέφεται κάθε καθολικότητα, κάθε «σφαιρική» συμπερίληψη, κάθε «γενική διαμεσολάβηση» και έτσι δεν συμμερίζεται εύκολα την άποψη ότι αυτός είναι ο ρόλος του κόμματος. Εδώ, διαφαίνεται νομίζω μια θέση πραγματικής αυτονομίας των διαφορετικών κινημάτων. Παρόλα αυτά, επιμένει στην αναγκαιότητα της ηγεμονίας και -ακόμα περισσότερο- στην αναγκαιότητα της οικοδόμησης ενός επαναστατικού κράτους. Πώς συνδυάζονται όλα αυτά;

δ. Το κόμμα πρέπει να αλλάξει προς τα έξω και προς τα μέσα

Για να συνδυαστούν, θα πρέπει η παραδοσιακή ιδέα που έχει το κομμουνιστικό κόμμα για τον εαυτό του, είτε ως «κόμμα της εργατικής τάξης», είτε ως «ηγετικό κόμμα»[20] να αλλάξει και να αναγνωριστεί στην πράξη η ύπαρξη άλλων κομμάτων και άλλων κινημάτων. Από αυτήν τη σκοπιά ο Αλτουσέρ αντιλαμβάνεται το θέμα του «πλουραλισμού», κομβικό στην τότε συζήτηση για τη μοίρα των σοσιαλιστικών κρατών. Σε αυτό το πλαίσιο, ο πλουραλισμός, η ύπαρξη περισσοτέρων κομμάτων σε συνθήκες μετάβασης, μόνο πλεονεκτήματα έχει να προσφέρει. Το κόμμα δεν πρέπει να καταργήσει το «δημοκρατικό παιχνίδι» αλλά αντίθετα να το διευρύνει, να ανατρέπει και να επαναστατικοποιεί τους κανόνες του, προς την κατεύθυνση της ελευθερίας και άρα του μαρασμού του κράτους.

Απαραίτητη προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η αυτονομία του κόμματος απέναντι στο κράτος. Και όχι μόνο στον σοσιαλισμό: το κόμμα, «ακόμα κι αν μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να συμμετέχει στην κυβέρνηση»[21], δεν πρέπει επουδενί να θεωρείται «κόμμα διακυβέρνησης». Θα πρέπει να παραμείνει καταστατικά και πολιτικά αυτόνομο, να ζει και να δουλεύει στις μάζες, ενάντια στο κράτος, ακόμα και αν είναι το κράτος «του», η κυβέρνησή «του».

Μιλάμε όμως, ήδη για ένα άλλο κόμμα:

«όπως είναι φυσικό, όλη αυτή η κατάσταση καταλήγει να θέτει επί τάπητος τη μορφή οργάνωσης του ίδιου του κόμματος, για το οποίο αντιλαμβανόμαστε (κάπως αργά!) ότι έχει συγκροτηθεί επακριβώς με βάση το μοντέλο του αστικού πολιτικού μηχανισμού (καθώς έχει το δικό του κοινοβούλιο που διαλέγεται, δηλαδή “τη βάση”, και την εκλεγμένη ηγεσία του, η οποία, ό,τι και αν συμβαίνει, έχει τα μέσα να παραμένει στη θέση της, και να διασφαλίζει (…) την κυριαρχία της “γραμμής” της). Είναι προφανές ότι αυτή η βαθιά μόλυνση της αντίληψης για την πολιτική από την αστική ιδεολογία είναι το σημείο όπου πρόκειται να κριθεί (ή να χαθεί) το μέλλον των εργατικών οργανώσεων».[22]

Να μια προειδοποίηση που φτάνει ως τις μέρες μας το ίδιο δυνατή. Ακόμα και αν σκέφτονται φωναχτά πολλά από τα προηγούμενα σημεία, οι οργανώσεις που αναφέρονται στο μαρξισμό ελάχιστα έχουν επερωτήσει την ίδια τη δομή και λειτουργία τους. Πόσο παράδοξο είναι να προτείνουν στην κοινωνία και την εργατική τάξη δομές οργάνωσης σαν αυτές της Κομμούνας, των Σοβιέτ, των εργατικών επιτροπών και να κρατάνε για τον εαυτό τους τη δομή των αστικών κομμάτων, του αστικού κράτους; Καθόλου παράδοξο, αν λάβουμε υπόψη αυτό που λέει παραπάνω ο Αλτουσέρ, ότι η γραφειοκρατία είναι η μορφή που παίρνει η αστική ιδεολογία μέσα στα εργατικά κόμματα.

Κατά συνέπεια, ακόμα και για τον Αλτουσέρ που τόσο αγαπάει τη θεωρία, αυτή η πρακτική «μόλυνση» δεν είναι ένα ακόμα σημείο κριτικής, αλλά το καθοριστικό σημείο, το μόνο σημείο μέσα σε όλα αυτά τα κείμενα οξείας κριτικής για το οποίο φωνάζει «εδώ κρίνεται το μέλλον των οργανώσεών μας».

ε. Ο μαρξισμός δεν (πρέπει να) μιλάει για τον κομμουνισμό

Υπάρχει, τέλος, ένα ακόμα σημείο για το οποίο ο Μαρξ -σχεδόν- σιωπά και, για τον Αλτουσέρ, πολύ καλά κάνει. Η μαρξιστική θεωρία, για να επιστρέψουμε στην πρώτη θέση, θέτει στον εαυτό της το καθήκον να μιλήσει για τον καπιταλισμό, για τις αντιφατικές του τάσεις και μέσα από αυτές να διαγράψει τη δυνατότητα, το ενδεχόμενο, για «κάτι άλλο». Ο κομμουνισμός του Μαρξ δεν αναδύεται ως ένα μελλοντικό όραμα που καθοδηγεί τη δράση, αλλά -ακριβώς αντίστροφα- ως μια υπαρκτή τάση που αναδύεται μέσα την ταξική πάλη του σήμερα. Μπορεί ο Μαρξ να ήξερε καλά τί τίτλο έδινε στα βιβλία του, μπορεί να ειρωνευόταν «τις συνταγές για τα μαγειρεία του μέλλοντος», αλλά αυτή η παρεξήγηση παραμένει ζωντανή ως σήμερα: όλοι εκεί έξω νομίζουν ότι ο Μαρξ μιλούσε για τον κομμουνισμό.

Βλέπετε ο κόσμος, δηλαδή η ιδεολογία, διψά για οράματα. Και ο ίδιος ο Μαρξ θα ήταν αδύνατο να μην υποχωρήσει σε αυτήν την απαίτηση, αφήνοντας διάσπαρτες μέσα στο έργο του κάποιες συνθηματικές φράσεις για το «βασίλειο της ελευθερίας», για την «κοινωνία των συνεταιρισμένων παραγωγών», η οποία θα εγγυάται «την ελεύθερη ανάπτυξη των ατόμων», διαλύοντας τον φετιχισμό και την αλλοτρίωση, την ιδεολογία, τις εμπορευματικές σχέσεις, το κράτος, την πολιτική. Αυτές οι ιδεαλιστικές διατυπώσεις, υποστηρίζει ο Αλτουσέρ, διαγράφουν έναν κόσμο «απόλυτα διάφανη», καταλήγουν οριακά «σε μια κοινωνία ατόμων χωρίς κοινωνικές σχέσεις». Για τον Αλτουσέρ αντίθετα, ο κομμουνισμός είναι πολύ πιο γήινο πράγμα.

«Αν υπάρχει κομμουνιστική κοινωνία, τότε θα έχει τις δικές της σχέσεις παραγωγής (…) και άρα τις δικές της κοινωνικές σχέσεις και επίσης της δικές της ιδεολογικές σχέσεις. Και αν αυτή η κοινωνία απελευθερωθεί επιτέλους από το κράτος, από την άλλη δεν είναι δυνατόν να πούμε ότι θα δει το τέλος της πολιτικής».[23]

Ακόμα και αυτές οι ελάχιστες φράσεις του Μαρξ, παιγμένες ξανά και ξανά από το μαγνητόφωνο του κυρίαρχου μαρξισμού, έκαναν τη ζημιά τους. Η εικόνα που σχηματίζουν οι μαρξιστές για τον κομμουνισμό δεν είναι αθώα, «καθώς μπορεί να τροφοδοτεί μεσσιανικές αυταπάτες που θα εγγυώνται τις μορφές και το μέλλον της παρούσας δράσης, να τους εκτρέπει από τον πρακτικό υλικό της “συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης”, ή και να συντηρεί την κενή ιδέα περί «καθολικότητας» (…) ως το μακρινό πρόπλασμα αυτού που θα μπορεί μια μέρα να είναι η καθολικότητα του αληθινού “κοινωνικού συμφώνου” σε μια “εύρυθμη κοινωνία”».[24]

Ξέρουμε τί τραγωδίες δικαιολόγησε το κομμουνιστικό κίνημα, στο όνομα αυτής της καθολικότητας, στο όνομα της αυριανής ευτυχίας των ανθρώπων. Και δεν τις δικαιολόγησε μόνο από τα πάνω, αλλά και από τα κάτω: πόσοι μπολσεβίκοι βάδισαν εθελοντικά στο απόσπασμα, για να μην σταθούν εμπόδιο στο μέλλον που έρχεται. Κι αν σήμερα, μετά από τόσο πόνο, απαλλαχτήκαμε κάπως από τις ουτοπίες του υπαρκτού σοσιαλισμού, παρόμοια ιδεολογικά εμπόδια ορθώνονται μπροστά μας από τις αναμασημένες ουτοπίες μιας αναρχικής, οικολογικής ή αποαναπτυξιακής ουτοπίας ελεύθερα συνεργαζόμενων οικοκοινοτήτων κοκ. Πόσο βαρετό είναι αλήθεια να αναμασούμε ακόμα αυτές τις μεσσιανικές αυταπάτες;

στ. Επίμετρο: μοναξιά

Με την κριτική του ο Αλτουσέρ, μέλος ο ίδιος του Γαλλικού Κομμουνιστικό Κόμματος, σκιαγραφεί ένα κομμουνιστικό κόμμα νέου τύπου: ένα κόμμα που απεχθάνεται την καθολικότητα, που συντάσσει με χαρά έναν κατάλογο με τα ερωτήματα που του φαίνονται τελείως αναπάντητα. Ένα κόμμα που αναγνωρίζει ισότιμα όλες τις πλευρές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, είτε αυτή συντελείται στο χώρο της δουλειάς, είτε στο σπίτι, στην πόλη ή την ύπαιθρο., Που δεν αναθέτει στον εαυτό του το καθήκον να εκπροσωπεί όλα τα κινήματα, αλλά σέβεται την αυτονομία τους και χαίρεται τον πλουραλισμό. Ένα κόμμα που αγωνίζεται για την ηγεμονία, για το χτίσιμο ενός επαναστατικού κράτους, που διεκδικεί υπό όρους ακόμα και την αστική κυβέρνηση, αλλά που διατηρεί ως κόρη οφθαλμού την αυτονομία του από το κράτος, αστικό ή σοσιαλιστικό. Που μετέχει με επαναστατικό πάθος στο δημοκρατικό παιχνίδι, όχι για να το καταργήσει, αλλά για να το μετασχηματίσει και να το βαθύνει. Ένα κόμμα που ανατρέπει διαρκώς τη δική του δομή, για να πολέμα την αστική ιδεολογία εντός του, δηλαδή τη γραφειοκρατία του.

Σήμερα ξέρουμε ότι η τόσο παθιασμένη συζήτηση εκείνης της εποχής έληξε άδοξα. Τα κομμουνιστικά κόμματα και τα σοσιαλιστικά κράτη απέτυχαν να μετασχηματιστούν και κατέρρευσαν. Στο τελευταίο κείμενο του τόμου, ο Αλτουσέρ μιλά για τη «μοναξιά του Μακιαβέλι», τη μοναξιά ενός στοχαστή που στοχάζεται πέρα από τα παλιά καθεστώτα και σχεδιάζει, με υλικούς όρους, τη μετάβαση στα νέα τότε εθνικά κράτη, χωρίς να ξέρει αν κάποιος «Ηγεμόνας» θα βρεθεί ποτέ να υλοποιήσει τα σχέδιά του. Τελικά ξέρουμε ότι έμεινε μόνος, καθώς άλλες ιδεολογίες, όχι η δική του ανάλυση, θα επικρατήσουν στη νέα εποχή. Αυτός ωστόσο λέει αυτά που έχει να πει και εγκαταλείπει το γραπτό του «στην τύχη μιας ανώνυμης συνάντησης». «Ήξερε», γράφει ο Αλτουσέρ για τον Μακιαβέλι, «ότι αν η σκέψη του θα συνέβαλλε να γραφτεί λίγη ιστορία, εκείνος δεν θα ήταν πια εκεί».[25] Όπως διαπιστώνει και ο πρόλογος του κειμένου, η αλληγορία είναι φανερή – και κάπως συγκινητική. Ο Αλτουσέρ μιλά για τη δική του, όλο και πιο τελεσίδικη, μοναξιά, σε μια πολιτική μάχη που φαίνεται να χάνεται οριστικά.

Η ιστορική ήττα του εργατικού κινήματος όμως έχει και την άλλη πλευρά της. Ο Μακιαβέλι, εξηγεί λίγο παραπάνω ο Αλτουσέρ, πίστευε ότι η μόνη δυνατότητα να φτιαχτεί ένα πραγματικά νέο κράτος είναι από έναν πραγματικά νέο ηγεμόνα, έναν ηγεμόνα που δεν θα κουβαλά τις δεσμεύσεις της παλιάς φεουδαρχικής κοινωνίας: «πρέπει να είσαι μόνος για να θεμελιώσεις ένα νέο κράτος».[26] Η κατάρρευση της σοβιετικής εξουσίας και του σοβιετικού μαρξισμού, αφήνει σήμερα ανοιχτό το έδαφος για νέες μορφές οργάνωσης, για νέα κόμματα που θα μπορούν –αν θέλουν- να τα κάνουν όλα από την αρχή, να χτίσουν μια νέα ηγεμονία, χωρίς τις παλιές δεσμεύσεις. Για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Ήδη την έχουν αξιοποιήσει κόμματα και κινήματα, τα οποία φαίνεται να «ακολουθούν» πολλές από τις προτάσεις του Αλτουσέρ. Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι πιο εύκολα θα τα συναντήσουμε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μακριά από τις εστίες της πατρογονικής μας τραγωδίας.

Για όποιον και όποια θέλει να τραβήξει κάποιον τέτοιο δρόμο και σε αυτή την γωνιά του πλανήτη, οι προτάσεις του Αλτουσέρ είναι ένα καλό εφόδιο και συνεπώς -να το ξαναπούμε- αυτό το μικρό βιβλίο είναι ένα πολύτιμο δώρο. Ξέρουμε βέβαια ότι οι ιδέες δεν αλλάζουν τον κόσμο: «αυτός ο διανοούμενος δεν πιστεύει ότι οι διανοούμενοι κάνουν την ιστορία»,[27] γράφει ο Αλτουσέρ για τον Μακιαβέλι – και για τον εαυτό του. Μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου, αυτό το καθήκον το έχουν αναλάβει τα κινήματα και τα κόμματα. Σε αυτή τη δουλειά ωστόσο, οι λέξεις είναι ένα βασικό εργαλείο και ο Αλτουσέρ μας βοηθά όσο λίγοι να βρούμε «λέξεις που ακόμα δεν υπάρχουν, ώστε να εξεταστεί κάτι που έχει συσκοτιστεί από παντοδύναμες λέξεις. Διότι, όπως είναι εύλογο, η μάχη κρίνεται και στις λέξεις».[28]


Το κείμενο επιμελήθηκε η Δήμητρα Αλιφιεράκη [2].

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [3]

Υποσημειώσεις[+]