- Marginalia - https://marginalia.gr -

«Μακάριοι οι διαμελίσοντες αυτήν [την Οθωμανική Αυτοκρατορία] λαοί…»

Από τις εκδόσεις Βιβλιόραμα επανεκδόθηκε [1] πρόσφατα τo βιβλίο με τον τίτλο: «Στρατιωτική Γεωγραφία της Ευρωπαϊκής Τουρκίας και ιδίως των ομόρων της Ελλάδος επαρχιών, ήτοι Θεσσαλίας, Μακεδονίας, Ηπείρου και Αλβανίας. Συντεταγμένη επί τη βάσει περιηγήσεων και διαφόρων άλλων πληροφοριών» του λοχαγού Βασίλειου Νικολαΐδη (Κωνσταντινούπολη περ. 1817 –  Αθήνα 1903). Η πρώτη του έκδοση, το 1851, στηρίχτηκε σε υλικό από την πρώτη επίσημη και μυστική ελληνική αποστολή στα διεκδικούμενα εδάφη της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Πρόκειται για μια κυριολεκτικά αχαρτογράφητη γη, που ο ελληνικός εθνικισμός διεκδικεί κληρονομικώ δικαίω. Οι πολιτικές εξελίξεις πριν το 1850, όταν ο Νικολαΐδης κατοπτεύει τις «όμορες επαρχίες», έθεταν επιτακτικά το ζήτημα της γνώσης του χώρου, του χώρου δηλαδή που διεκδικούσε η Ελλάδα: η γνώση αυτή δεν ήταν πια ζήτημα φιλολογικό ή ιστορικό, αλλά φυσικής και πολιτικής γεωγραφίας. Είμαστε στην εποχή που ο ελληνικός εθνικισμός συνειδητοποιεί τη σημασία της ισχύος: «το πειστικώτερον των εθνικών δικαίων επιχείρημα είναι η δύναμις». Στα συμφραζόμενα αυτά, η Στρατιωτική Γεωγραφία του Νικολαΐδη προσφέρεται, για να διερευνηθεί η παραγωγή του εθνικού χώρου για τις ανάγκες του Βασιλείου: πρόκειται για τον χώρο ο οποίος αργότερα θα ονομαστεί ζωτικός. Στο πλαίσιο του αφιερώματός μας για την Μακεδονία, αναδημοσιεύουμε δύο αποσπάσματα από την εισαγωγική μελέτη του καθηγητή Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Σπύρου Καράβα «Μια γεωγραφία προς χρήσιν του ελληνικού κατακτητικού στρατού εν έτει 1851 και οι τύχες της», με θέμα τον λόγο του ελληνικού αλυτρωτισμού, όπως χρησιμοποιείται στην Στρατιωτική Γεωγραφία, τις περιπέτειες της συγγραφής και της πρώτης λιθόγραφης έκδοσής της, τις τύχες της στη δίνη του Κριμαϊκού Πολέμου και την κληρονομιά της.


 

[…] Ποιοι, όμως, είναι εκείνοι οι λαοί που καλούνται να διαμελίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία; Είναι αυτό το δεύτερο σημείο του ‘γενικού’ τμήματος της Γεωγραφίας το οποίο αξίζει να επισημάνουμε. Δεν πρόκειται να μας απασχολήσουν εδώ τα στερεότυπα στη γραφή του Νικολαΐδη ως προς τη χαρακτηρολογία των διαφόρων λαών τα οποία περισσεύουν, καθώς συνιστούν κοινούς τόπους στις μαρτυρίες της εποχής, όπου ο φυλετισμός δίνει τον τόνο. Θα περιοριστούμε σε ορισμένες ενδείξεις που επιτρέπουν να κατανοήσουμε καλύτερα την ιδεολογική του σκευή, πίσω από τις σιωπές και τις συνειδητές ‘ανακρίβειες’.

Η πρώτη διαπίστωση αφορά την οφθαλμοφανή διάκριση των υποτελών λαών από τη διαφορετική μητρική γλώσσα, ενδυμασία, συμπεριφορά και ήθη. Εξαιρετικά  ενδιαφέρουσα είναι η επισήμανση του Νικολαΐδη ότι ούτε η κοινή θρησκεία ούτε η πολύχρονη κοινή δουλεία, και ως εκ τούτου το κοινό συμφέρον που διέπει τους εν λόγω λαούς, στάθηκε δυνατόν να τους ενώσει και να απαλείψει τα ιδιαίτερα καταφανή χαρακτηριστικά τους. Αντίθετα πιστοποιεί την περιχαράκωση κάθε έθνους εις εαυτόν και την αδυναμία ενός κοινού ξεσηκωμού κατά του δυνάστη Οθωμανού. Όσο για το Τανζιμάτ και τον εκσυγχρονισμό της Τουρκίας, πιστεύει ότι είναι «όναρ τουρκικόν υπ’ ευρωπαϊκήν επεξήγησιν». Και αυτό επειδή, πέρα απ’  όλα τα άλλα, ο Οθωμανός προτιμά τον άδοξο θάνατο παρά να υποχωρήσει στον ραγιά του, ο δε ραγιάς, και ιδίως ο Έλληνας, μόλις αποκτήσει δικαιώματα, «απελευθερώνεται αυτομάτως».

Οι Έλληνες υπερτερούν, αριθμητικά και πολιτισμικά, των υπόλοιπων υποτελών λαών στις τρεις από τις τέσσερις όμορες επαρχίες. Στη Θεσσαλία τα 5/7 «εισίν Έλληνες», μεταξύ των οποίων βλέπει ο Νικολαΐδης ως άρτυμα καί τινας Αλβανούς και Βλάχους. Στη Μακεδονία τα 2/5 είναι Οθωμανοί, τα άλλα 2/5 Έλληνες και στο υπόλοιπο 1/5 συνωστίζονται, Βλάχοι, Βούλγαροι, Αθίγγανοι και λίγοι Ιουδαίοι. Στην Ήπειρο μόνο το 1/5 είναι μωαμεθανοί, οι λοιποί δε είναι χριστιανοί ορθόδοξοι «εκ διαφόρων φυλών», όμως οι περισσότεροι από αυτούς είναι «καθαροί Έλληνες», μια υποδιαίρεση άκρως εργαλειακή στην κατά Νικολαΐδη ταξινόμηση των Ελλήνων. Μόνο στην Αλβανία δεν ανιχνεύονται Έλληνες, αλλά κυριαρχούν οι Αλβανοί, κυρίως μωαμεθανοί, λίγοι χριστιανοί των δύο δογμάτων, λίγοι Αθίγγανοι «καί τινες Ιουδαίοι».

Πολιτισμικά υπερέχουν οι Έλληνες χάρη στην αέναη φιλοδωρία της φύσης απέναντί τους. Όλες τους οι αρετές «εισί δώρα της φύσεως». Γι’  αυτό διαπρέπουν «προ πάντων των άλλων εθνών», είτε ως υπάλληλοι της Αυτοκρατορίας είτε ως προεστοί. Καυχώνται δικαίως για την καταγωγή τους και ονομάζουν «βάρβαρον πάντα μη Έλληνα», την εκπαίδευση του οποίου αναλαμβάνουν. Έχουν βέβαια και ελαττώματα πολλά, που είναι όμως επίκτητα: ιδίως την υπουλότητα και το ψεύδος, τα οποία αποτελούν απόρροια της δουλείας «ήτις υποθάλπεται υπό των θεμιτών κακών του εμπορίου». Όλα αυτά μπορούν να διορθωθούν εφόσον καλώς χειραγωγηθούν «υπό γνησίου κυριάρχου». Τότε θα γίνουν και εξαίρετοι πολίτες και καλοί στρατιώτες. Ας κρατήσουμε το τελευταίο· θα μας φανεί χρήσιμο στη συνέχεια. Γιατί ας μην το ξεχνάμε, ο Νικολαΐδης στρατιώτες αναζητά.

Εξάλλου, πέραν των Ελλήνων αυτών καθαυτών, υφίσταται μία επιπλέον παράμετρος απολύτως καθοριστική για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Τουρκίας: «το μεγαλείον του ελληνικού ονόματος», το οποίο προσελκύει όλους τους λαούς. Το βλέπεις όταν ο Σλάβος προσέρχεται στον ελληνικό χορό, όταν ο Ρωμαίος [βλ. Βλάχος] στενάζει για την μετά των Ελλήνων ένωσή του, όταν ο Ιλλυρός καυχάται για την επιμιξία του με τους Έλληνες, όταν ο Ιουδαίος παρέχει ελληνική παιδεία στα τέκνα του.

Και για τους Αλβανούς, που διακρίνονταν για τη μεταξύ τους σύμπνοια, η φύση στάθηκε απλόχερη. Τα προτερήματά τους, η τόλμη, η υπερηφάνεια, η γενναιότητα, η ευρωστία, η επιχειρηματικότητα, η καρτερικότητα, είναι απαράμιλλα Συν τοις άλλοις κατέχουν την τέχνη των όπλων όσο κανείς άλλος, και δοθείσης της σκληραγωγίας τους καθίστανται ατρόμητοι πολεμιστές. Παρά ταύτα, ο Νικολαΐδης είναι αμφίθυμος απέναντι σε αυτό το λαό, που κατέχει μάλιστα και εκτεταμένη χώρα. Ενδεικτική είναι η καταληκτήρια φράση του: «η φύσις δωρήσασα αυτοίς τοιαύτα ηθικά και φυσικά πλεονεκτήματα, έπλασε φονικήν μάστιγα εν τω μέσω της ανθρωπίνης κοινωνίας». Το ζήτημα είναι κατά πόσον θα καταφέρει ο ελληνικός στρατός να στρέψει αυτούς τους «εχθρούς της ανθρωπίνης ζωής»  εναντίον των Οθωμανών.

Για το λαό των Βλάχων εντεύθεν του Δούναβη εξ αρχής ο Νικολαΐδης μας διαβεβαιώνει πως είναι «πάντη διάφορος των Βλάχων της Δακίας», αποκλειστικά δε στραμμένος στην ελληνική παιδεία. Η υιοθέτηση, άλλωστε, του όρου Ρωμαίοι και όχι Βλάχοι σε όλη την πραγμάτευσή του δεν είναι κενή νοήματος. Το ίδιο ισχύει και για τα χαρακτηριστικά τους που έχουν όλα θετικό πρόσημο. Η ρώμη, η σκληρότητα, η ωκυποδία [ταχύτητα στα πόδια], η αντοχή στις κακουχίες τους καθιστούν αξιόλογους στρατιωτικούς.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει, τέλος, η περιγραφή των Βουλγάρων. Όχι γιατί αντιστρατεύεται τα γνωστά στερεότυπα, αλλά διότι, επιστρατεύοντάς τα, και μάλιστα πλειοδοτώντας, δίνει έναν συγκεκριμένο προορισμό στους ρωμαλέους, ανδρείους και ακάματους Βουλγάρους: τη στρατολόγησή τους στον ελληνικό τακτικό στρατό «υπό Έλληνας στρατιωτικούς». Από όλους τους λαούς της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, οι άοκνοι τούτοι γεωπόνοι, οι κτηνωδώς αφωσιωμένοι στους αυθέντες τους, θεωρούνται και οι «καταλληλότεροι» για τη στοχοθεσία του Νικολαΐδη. Οι δορυάλωτοι από τους Τούρκους Βούλγαροι, χωρίς δική τους γη, χωρίς ακίνητη  περιουσία, χωρίς δικαιώματα, καταδικασμένοι στη θέση «των θυτών και ειλώτων συνάμα», δεν είναι τίποτα άλλο παρά μηχανές αρωγοί του πλούτου. Και όλα αυτά δεν περιορίζονται στους κολλήγους. Τα χαρακτηριστικά είναι ενιαία, διαταξικά: «πένης, πτωχός ή εύπορος, δούλος ή ελεύθερος, ο Βούλγαρος πάντοτε αμέριμνος και εύθυμος εργάζεται ως κτήνος, τρώγει ως θηρίον και κατοικεί ως ερπετόν». Και δεν ευθύνεται μόνον ο δυνάστης γι’ αυτό. Η φύσις υπήρξε άδικη μαζί του, καθώς ήταν «λίαν φειδωλή» ως προς την επιδαψίλευση διανοητικών δυνάμεων. Έτσι, «εις άκρον ανεπίδεκτοι μαθήσεως», εν πλήρει όμως αγαθότητι καρδίας, δεν μπορούν να ευελπιστούν σε τίποτε παραπάνω από το να συνδράμουν το στρατό του ελληνικού Βασιλείου. Δεν παραλείπει πάντως να επισημάνει ο Νικολαΐδης ότι οι Βούλγαροι, που έχουν «τάσιν προς την δόξαν των όπλων», είναι υπερήφανοι για την καταγωγή τους, έχουν συνείδηση των προγόνων τους και μεγαλαυχώντας λέγουν «το Για μπουλγγάρ τακίμ, εγώ ειμί εκ των Βουλγάρων». Καθώς όμως αυτούς τους διάπυρους ζηλωτές της στρατιωτικής τέχνης τους διακρίνει η ‘άγνοια κινδύνου’, προσφέρονται ως ανθρώπινη ασπίδα για την πρώτη γραμμή.

Αυτοί οι Βούλγαροι στη Μακεδονία, όπως θα δούμε στο οικείο κεφάλαιο, κατά τον Νικολαΐδη δεν ήταν πολλοί, και πάντως σαφώς λιγότεροι από τους Έλληνες που ήταν υπερδιπλάσιοι. Οι τελευταίοι αποτελούσαν όπως είδαμε τα 2/5 του πληθυσμού της Μακεδονίας, ενώ όλες οι άλλες φυλές πλην Οθωμανών, απάρτιζαν μόλις το 1/5. Έτσι από νωρίς ο συγγραφέας μάς προϊδεάζει για την κατανομή του πληθυσμού «κατά έθνη» στις όμορες επαρχίες. Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι αποφεύγει να δώσει μια τάξη μεγέθους για τον αριθμό τόσο των Βουλγάρων όσο και των υπόλοιπων λαών. Αποκτά, όμως, ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστούμε πως τη στιγμή που γράφει ο Νικολαΐδης ούτε το βουλγαρικό κίνημα έχει διαγνωστεί ως ιδιαιτέρως επίφοβο, ούτε ο κίνδυνος του πανσλαβισμού έχει επαρκώς συνειδητοποιηθεί. Έστω και αν η Ευρώπη έχει πάρει τα μηνύματα –που όντως τα έχει πάρει–, η Ελλάδα βρίσκεται ακόμη με το  βλέμμα στραμμένο ιδίως στο ξανθό γένος, καθώς ο πανσλαβισμός δεν έχει ακόμη καταστεί όχημα της ρωσικής πολιτικής. Μάλιστα τον νεολογισμό πανσλαβισμός τον χρησιμοποιεί ο Νικολαΐδης ως πάρισο του πανιταλισμού, που και οι δύο ωχριούν μπροστά στο Πανελλήνιον, όρο που με τη σημασία αυτή τον οφείλουμε στον ίδιο και συμπυκνώνει ό,τι και ο ελληνισμός αργότερα. ‘Οροι πολιτικοί και οι δύο, που εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο τις υπερβατικές διαστάσεις του ελληνικού έθνους, δείχνοντας νομοτελειακά την κατακτητική –εν τέλει– αποστολή του. Ας σημειωθεί εδώ ότι και τον όρο πανσλαβισμός, τον οποίο ο Στέφανος Κουμανούδης χρονολογεί από το 1855, γνωρίζαμε έως τώρα πως τον χρησιμοποίησε λίγο πρωτύτερα, το 1852, και ο Θεόκλητος Φαρμακίδης.

Οπωσδήποτε θα χρειαστεί τουλάχιστον ο Κριμαϊκός Πόλεμος για να αλλάξει το σκηνικό και να συνειδητοποιηθεί στην Ελλάδα ο κίνδυνος που συνιστούν οι «καταλληλότεροι» πολεμιστές του Νικολαΐδη. Εκείνοι οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, είναι «μετανάσται» στη Μακεδονία, μια ιδιότητα που στα επόμενα χρόνια θα αποτελέσει ένα από τα στερεότυπα της αντιβουλγαρικής προπαγάνδας.

Εν έτει 1850/1851, πάντως, έχει αρκούντως συνειδητοποιηθεί ότι βασική παράμετρο της αρχής των εθνοτήτων συνιστά η δημοκρατική αρχή των αριθμών. Είναι η εποχή όπου τον πρώτο λόγο, σε επίπεδο διεκδικήσεων, τον έχουν οι πλειονότητες. Το δίκιο βρίσκεται με το μέρος τους, έστω και σε ρητορικό επίπεδο. Στην περίπτωση δε όπου αυτές δεν υφίστανται εν τοις πράγμασι, πρέπει να κατασκευαστούν. Τα 2/5 των Ελλήνων και το 1/5 των λοιπών που συναντήσαμε στην καταμέτρηση του Νικολαΐδη, ανταποκρίνεται ακριβώς σε αυτήν την ανάγκη.

΄Ετσι, λοιπόν, παρουσιάζεται το φάσμα των λαών που καλούνται να διαμελίσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σε επίπεδο επιχειρησιακό, όμως, ο πληθυντικός αριθμός, «των λαών», μετατρέπεται σε ενικό. Γιατί οι παραπάνω λαοί δεν πρέπει να κινηθούν αυτόνομα και προς ίδιον όφελος, αλλά υπό την ηγεσία και καθοδήγηση του ελληνικού στρατού. Από αυτόν θα στρατολογηθούν εκόντες άκοντες, υπό τις διαταγές του θα πολεμήσουν προς εκπλήρωση των πόθων του Πανελληνίου.

Υπάρχουν βέβαια και οι λαοί εκείνοι που ‘απέχουν’ του προσκλητηρίου. Όχι κατ’ ανάγκη επειδή συνιστούν μικρό τμήμα του πληθυσμού, αλλά εξ αιτίας μιας σειράς ιδιοτήτων θρησκευτικών, πολιτισμικών, ηθικών, επαγγελματικών που τους τοποθετούν μακριά από το Πανελλήνιον, αν δεν βρίσκονται και στον αντίποδά του. Πρόκειται για τους Ιουδαίους, τους Αθιγγάνους και τους Αρμενίους, οι οποίοι ταυτίζονται με τους παρίες της κοινωνίας. Τα στερεότυπα κυριαρχούν στις συναφείς απαξιωτικές κρίσεις του συγγραφέα Στρατιωτικής Γεωγραφίας. Το αντίθετο βεβαίως θα ήταν παράδοξο. Παρά ταύτα, ακόμη και έχοντας κατά νου τα δεδομένα της εποχής, ο ρατσισμός, που είναι κυρίαρχος, δεν παύει να προξενεί εντύπωση.

Ένα τελευταίο σχόλιο είναι απαραίτητο. Όλοι οι λαοί, κατακτητές και κατακτημένοι, έχουν, πλην του ελληνικού, έναν κοινό παρονομαστή:  είναι επήλυδες. Ο μόνος ιθαγενής λαός είναι ο ελληνικός, με μια επιφύλαξη και για τους Αλβανούς, μήπως κατάγονται, εν μέρει τουλάχιστον, από τους Πελασγούς. Αν ο αντισλαβισμός δεν έχει ακόμη κάνει την εμφάνισή του και απλώς ανιχνεύεται κάτω από τις γραμμές, το σκιάχτρο αντίθετα του Φαλμεράυερ στοιχειώνει ήδη επί δέκα χρόνια τις συνειδήσεις, υποχρεώνοντας το Πανελλήνιον να οχυρώνεται πίσω από δάνεια αναχώματα: το αίμα (καταγωγή) και τη γη των προπατόρων.

[…]

Εάν έπρεπε να γίνει ένα μόνο σχόλιο, να εξαχθεί ένα μόνο συμπέρασμα από τη Στρατιωτική Γεωγραφία του Νικολαΐδη, αυτό αφορά το επίπεδο των γνώσεων των συγκαιρινών του. Το οδοιπορικό του 1850, συγχρόνως με τη γραμματική του ελληνικού αλυτρωτισμού την οποία εκθέτει στα καθέκαστά της, αναδεικνύει ανάγλυφα το μέγεθος της άγνοιάς του για τον διεκδικούμενο χώρο. […] Όλα προδίδουν την άγνοια, το μέγεθος της άγνοιας που επικρατούσε, όχι μόνο στην κοινωνία, αλλά και μεταξύ των ταγών, εκείνων που επί χρόνια έσερναν το όχημα της Μεγάλης Ιδέας. Κυβερνώντες, επιτελείς, δημοσιολογούντες, όσοι έστησαν τη σταδιοδρομία τους επάνω στην προπαγάνδα του αλυτρωτισμού, τυφλώνοντας τον λαό «τους».

Αν είχαν μια δικαιολογία οι κατά καιρούς ιθύνοντες και διαμορφωτές της κοινής γνώμης, αυτή θα μπορούσε να υπαχθεί σε ό,τι συμβατικά αποκαλείται παρελθόν· ένδοξο παρελθόν. Οι διεκδικούμενες χώρες ήταν νομοτελειακά έκπαλαι ελληνικές. Επιχείρημα ακαταμάχητο και διαιώνιο ήδη εν ισχύι το 1850, πριν δηλαδή από την φιλοσοφική και ιστορική κατοχύρωσή του από τους οργανικούς διανοούμενος Ζαμπέλιο και Παπαρρηγόπουλο. Κατά συνέπεια δεν ήταν αναγκαία καμία περαιτέρω γνώση ως προς το σύγχρονο περιεχόμενο των χωρών αυτών. Η ιστορία, αλλά μόνο των αρχαίων χρόνων, αυθαίρετα εξαπλούμενη μέχρι τον Σκάρδο, χρωμάτιζε τον χώρο ελληνικά, δείχνοντας το ιερό καθήκον των Νεοελλήνων. Η όποια γνώση κομίζει η Γεωγραφία του Νικολαΐδη δεν λαμβάνεται υπόψιν· ούτε ως προς το φιλολογικό ούτε ως προς το στρατιωτικό της σκέλος. Ο αγώνας για την επέκταση των ορίων, και στα μέσα του 19ου αιώνα και αργότερα, διεξάγεται με όρους υπερβατικούς. Για το λόγο αυτό οι απογοητεύσεις διαδέχονταν η μία την άλλη: 1854, 1878, 1897. Κοινοί τόποι: ο ελλειμματικός στρατός, η απουσία σχεδίου, η ανυπαρξία συμμάχων, η απουσία διπλωματικών στηριγμάτων, πλην όμως ο αγών, νυν και αεί, ήταν υπέρ πάντων.

Και όλες αυτές οι ηρωικές πλην έωλες εξορμήσεις είχαν κοινό παρονομαστή το ζεύγος άγνοια/μεγαλοϊδεατισμός. Το ένα έθρεφε το άλλο και τα δυο μαζί θέριευαν. Το πράγμα είχε δείξει από νωρίς: ήδη από τη στιγμή της σύστασης του Βασιλείου, όταν ονειρευόντουσαν την Κωνσταντινούπολη για καθέδρα του ή από το 1840 που πίστευαν ότι ήγγικεν πλέον η ώρα. Είναι άλλωστε γνωστό πως οι πιο εμπεδωμένες βεβαιότητες είναι προϊόντα μυθευμάτων. Ως εκ τούτου στηρίζονται σε σαθρά επιχειρήματα και σε εκείνη την ηδονή της ιστορικής ανακρίβειας για την οποία μιλούσε ο Κ. Θ. Δημαράς. Γιατί πώς αλλιώς θα μπορούσε να βρει τέτοια απήχηση στην ελληνική κοινωνία, τόσο πλατιά εξάπλωση στο χώρο και στο χρόνο, η Μεγάλη Ιδέα, εάν δεν υπήρχε η ακράδαντη πεποίθηση στην έκπαλαι ύπαρξη μιας Μεγάλης Ελλάδας. Της Ελλάδας που αποτυπώνει στη Γεωγραφία του και ο Νικολαΐδης.

Δεν επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου παρά μόνο με άδεια του εκδότη.