- Marginalia - https://marginalia.gr -

Μακεδονικό: οι σκελετοί στη ντουλάπα

Οποιοδήποτε λεξικό κι αν ανοίξει κανείς στο λήμμα «αλυτρωτισμός», θα διαπιστώσει πως η επίμαχη έννοια προϋποθέτει δυο πράγματα. Αφ’ ενός μεν εδαφική επιβουλή, αφ’ ετέρου δε την ύπαρξη κάποιου «αλύτρωτου», ομοεθνούς πληθυσμού.

Στην περίπτωση του Μακεδονικού, γεγονός είναι πως η τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία στα πρώτα βήματά της φλέρταρε αρκούντως με την ιδέα της προσάρτησης ορισμένων τουλάχιστον παραμεθόριων ελληνικών εδαφών, κατοικούμενων τότε από συντριπτική πλειοψηφία Σλαβομακεδόνων. Αυτές όμως οι βλέψεις αποκηρύχθηκαν ρητά ήδη από το 1950, παραχωρώντας τη θέση τους στην απλή επίδειξη ενδιαφέροντος για τα δικαιώματα των Σλαβομακεδόνων ως ελλήνων πολιτών· πρακτική που δεν ισοδυναμεί από μόνη της με αλυτρωτισμό, όπως δεν μπορεί να θεωρηθεί αυτόματα αλυτρωτικό το ενδιαφέρον της επίσημης Αθήνας για την ελληνική μειονότητα της Αλβανίας, από τη στιγμή που αυτό έπαψε να συνοδεύεται από εδαφικές διεκδικήσεις. Όσο για την ΠΓΔ Μακεδονίας, το Σύνταγμά της  εδώ και 26 ολόκληρα χρόνια (από τις 6/1/1992) περιλαμβάνει ρητή διάταξη (άρθρο 3.δ), σύμφωνα με την οποία η χώρα αυτή «δεν έχει εδαφικές διεκδικήσεις κατά γειτονικών κρατών».[1] Για την απαραίτητη σύγκριση, υπενθυμίζουμε ότι το ελληνικό Σύνταγμα δεν περιλαμβάνει τέτοια «μη αλυτρωτική» δικλείδα, καθώς και ότι πριν από 17 μόλις χρόνια, στις 29/8/2001, η Επιτροπή Άμυνας και Εξωτερικών Σχέσεων της Βουλής των Ελλήνων συζήτησε με κάθε σοβαρότητα τη δημιουργία από τον ελληνικό στρατό, σε περίπτωση διάλυσης της ΠΓΔΜ, «μιας υγειονομικής ζώνης η οποία θα περιλάμβανε οικισμούς, δηλαδή το Μοναστήρι, Γευγελή, Οχρίδα».[2]

Αυτά όσον αφορά την εδαφική επιβουλή. Τι συμβαίνει ωστόσο με το άλλο σκέλος του υποτιθέμενου «αλυτρωτισμού», τους σλαβόφωνους Μακεδόνες της Βόρειας Ελλάδας; Στον παρθενικό προσωπικό απολογισμό του για την πρώτη φάση του «Σκοπιανού», ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ομολογεί πως η υπόθεση του ονόματος της ΠΓΔ Μακεδονίας δεν αποτελούσε παρά την πρόσοψη των προσπαθειών του για αποτροπή της εμφάνισης συγκροτημένης μειονοτικής κίνησης στο χώρο της ελληνικής Μακεδονίας.[3] Ποια είναι όμως τα αντικειμενικά δεδομένα, πάνω στα οποία στηρίχθηκαν αυτοί οι φόβοι;

Ο αριθμός

Πριν από την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό κράτος, στη σημερινή ελληνική Μακεδονία ζούσαν κάπου 250 με 300.000 σλαβόφωνοι χριστιανοί. Ακολούθησαν τέσσερα μεγάλα κύματα εθνοκάθαρσης (1913, 1919-25, 1945-46, 1948-49), που περιόρισαν το μέγεθος αυτής της πληθυσμιακής ομάδας, χωρίς ωστόσο και να την εξαφανίσουν.

Η τελευταία απογραφή που ασχολήθηκε με τη μητρική γλώσσα των κατοίκων της Ελλάδας έγινε το 1951 και κατέγραψε συνολικά 41.167 σλαβόφωνους χριστιανούς (14.476 στο Ν. Φλωρίνης, 9.353 στο Ν. Πέλλης, 5.090 στο Ν. Σερρών, 2.227 στο Ν. Ημαθίας, 2.083 στο Ν. Κιλκίς, 1.009 στο Ν. Καστορίας, 745 στο Ν. Θεσ/νίκης, 391 στο Ν. Κοζάνης και 378 στο Ν. Δράμας). Τα πραγματικά μεγέθη ήταν ωστόσο πολύ μεγαλύτερα, όπως προκύπτει από το άθροισμα του πληθυσμού των σλαβόφωνων χωριών στην ίδια απογραφή αλλά και από υπηρεσιακές καταμετρήσεις της εποχής. Όπως προκύπτει από το αρχείο του Δήμου Σκύδρας, σε ορισμένους τουλάχιστον νομούς οι νομάρχες είχαν δώσει εντολή για πλήρη αποσιώπησή τους.[4]

Η απόρρητη απογραφή που πραγματοποίησε το 1954 η ΚΥΠ στη Β. Ελλάδα κατέγραψε 43.546 σλαβόφωνους στο Ν. Φλωρίνης, 17.229 στο Ν. Καστορίας και 42.627 στο Ν. Πέλλης, καθώς και 39.917 «μεταδημοτευθέντες» από τους τρεις αυτούς νομούς σε άλλες περιοχές της χώρας. Μια δεκαετία αργότερα, το 1965, η ίδια υπηρεσία καταμετρούσε 51.859 σλαβόφωνους μόνο στο Ν. Φλώρινας. Σύμφωνα δε με έκθεση του τότε διευθυντή της Α1 Διεύθυνσης του ΥΠΕΞ Δημ. Μπίτσιου, τον Ιούνιο του 1965, μονάχα στους τρεις νομούς (Φλώρινας, Καστοριάς και Πέλλας) «οι σλαυόφωνοι υπολογίζονται σε 130-150.000».[5] Ακόμη και τα επίσημα νούμερα της απογραφής του 1951 θεωρούνται ωστόσο σήμερα ενοχλητικά. Ο επί τρεις δεκαετίες εμπειρογνώμων του ΥΠΕΞ Ευάγγελος Κωφός ισχυρίζεται έτσι σε κείμενο του 2008 ότι στον επίσημο αριθμό των 41.000 σλαβόφωνων «συμπεριλαμβάνονταν και άλλες ομάδες, όπως εκείνη των μουσουλμάνων Πομάκων της Θράκης».[6] Στην πραγματικότητα, ωστόσο, στην εν λόγω απογραφή οι 18.664 Πομάκοι είχαν ταξινομηθεί χωριστά, ως ομιλητές της «πομακικής» (ενώ οι Σλαβομακεδόνες ως ομιλητές της «σλαβικής»).[7]

Κάθε εκτίμηση για τον σημερινό αριθμό των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδας είναι ως εκ τούτου αρκετά παρακινδυνευμένη. Γεγονός αποτελεί ότι «το ιδίωμα» μιλιέται ακόμη (σε έκταση που ποικίλει από περιοχή σε περιοχή κι από χωριό σε χωριό) σε μεγάλο μέρος των νομών Φλώρινας και Πέλλας, σε αρκετά χωριά του νομού Σερρών, σε κάποια χωριά των νομών Θεσσαλονίκης και Δράμας, καθώς και στις επαρχίες Εορδαίας (του Ν. Κοζάνης), Παιονίας (του Ν. Κιλκίς) και Νάουσας (του Ν. Ημαθίας). Με βάση τα δεδομένα της απογραφής του 2011, οι κάτοικοι αυτών των «ντόπιων» χωριών εξακολουθούν να ξεπερνούν κατά πολύ τους 41.000 της απογραφής του 1951.

Η γλώσσα

Τα σλαβομακεδονικά (μακεντόνσκι) είναι μια νοτιοσλαβική γλώσσα συγγενής προς τα βουλγαρικά, η οποία παρουσιάζει και κάποιες -πολύ λιγότερες- ομοιότητες με τα σερβικά. Το ερώτημα κατά πόσον αποτελεί διακριτή γλώσσα ή διάλεκτο της βουλγαρικής απασχόλησε επί δεκαετίες τους γλωσσολόγους, με προφανείς κάθε φορά τις πολιτικές σκοπιμότητες υπέρ της μιας ή της άλλης άποψης. Βούλγαροι και Σλαβομακεδόνες καταλαβαίνουν οι μεν τους δε (όπως συμβαίνει επίσης μεταξύ π.χ. Δανών και Νορβηγών ή Ισπανών και Πορτογάλων), έχουν όμως πλήρη αίσθηση πότε κανείς μιλά «βουλγαρικά» και πότε «μακεδονικά».

Πάγια θέση του ελληνικού εθνικισμού υπήρξε, διαχρονικά, η αποσύνδεση αυτών των ντόπιων «ιδιωμάτων» από τις επίσημες γλώσσες των γειτονικών σλαβικών κρατών –σε μια πρώτη φάση από τη βουλγαρική, στη συνέχεια από τη λόγια (σλαβο)μακεδονική. Σε μια άκρως χαρακτηριστική περίπτωση, ο υπουργός Εξωτερικών της καραμανλικής ΕΡΕ, Ευάγγελος Αβέρωφ, υποστήριξε το 1959 από το βήμα της Βουλής πως «εις την Ελληνικήν Μακεδονίαν δεν ομιλείται η Μακεδονική γλώσσα, η οποία ομιλείται εις τα Σκόπια και έχει και γραμματική και συντακτικόν, ομιλείται ένα τοπικόν ιδίωμα το οποίον δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την Μακεδονικήν γλώσσαν».[8] Στην πραγματικότητα, οι σλαβικές διάλεκτοι που μιλιούνται στον ελληνικό χώρο παρουσιάζουν απλώς ορισμένες διαφορές με τη λόγια (σλαβο)μακεδονική της ΠΓΔΜ, όπως συμβαίνει παντού μεταξύ επίσημων φιλολογικών γλωσσών και τοπικών διαλέκτων. Επιπλέον, οι Σλαβομακεδόνες της Ελλάδας χρησιμοποιούν συνήθως την επίσημη ελληνική διοικητική ορολογία, προσαρμόζοντάς τη στη γλώσσα τους (π.χ. «ντόϊντε αστυνομίατα»).

Η «συνείδηση»

Η «εθνική συνείδηση» των Σλαβομακεδόνων της Ελλάδας αποτέλεσε επί δεκαετίες το αντικείμενο αλλεπάλληλων υπηρεσιακών καταγραφών και ζυγισμάτων από κάθε λογής υπηρεσίες ασφαλείας ή φορείς της δημόσιας διοίκησης: χωροφύλακες και νομάρχες, επιθεωρητές δημοτικών σχολείων και κυπατζήδες, κλιμάκια του ΥΠΕΞ κι αξιωματικούς του στρατού. Ουσιαστικά, μεταξύ 1912 και 1938 οι σλαβόφωνες περιοχές (το βορειότερο δηλαδή μισό) της ελληνικής Μακεδονίας υπήρξαν το πειραματικό πεδίο εφαρμογής του συστήματος γενικευμένης επιτήρησης και φακελώματος των φρονημάτων των πολιτών, που επί Μεταξά επεκτάθηκε στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας για να διατηρηθεί επισήμως ως το 1982. Στα αρχεία του ΥΠΕΞ και άλλων υπηρεσιών συναντάμε έτσι σήμερα ποικίλα «πιστοποιητικά εθνικών φρονημάτων», η ύπαρξη των οποίων αποτελούσε προαπαιτούμενο για την ικανοποίηση των αιτημάτων των σλαβόφωνων ελλήνων πολιτών από την ελληνική διοίκηση. Στην περίπτωση των εποχικών μεταναστών προς τη Θεσσαλία, τέτοια «πιστοποιητικά» εκδίδονταν και πριν από την ενσωμάτωση της Μακεδονίας στο ελληνικό βασίλειο· στη διάρκεια δε του Μακεδονικού Αγώνα, η η κατοχή τους αποτελούσε προϋπόθεση ακόμη και για τη φυσική επιβίωση των μεταναστών, που σε αντίθετη περίπτωση εκτελούνταν με συνοπτικές διαδικασίες από τους μακεδονομάχους της τότε ελληνοτουρκικής μεθορίου.[9]

Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, οι απόρρητες υπηρεσιακές στατιστικές ταξινομούν κατά  κανόνα πάνω από τους μισούς Σλαβομακεδόνες της Ελλάδας ως «δεδηλωμένων σλαυικών φρονημάτων». Μετά την εθνοκάθαρση του 1948-1949, στις εκθέσεις των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών που έχω υπόψη μου το άθροισμα των Σλαβομακεδόνων που ήταν φακελωμένοι ως «σλαβοσυνείδητοι» ή «ρευστοσυνείδητοι» ποικίλει από 25% μέχρι 90%.[10]  Η φερεγγυότητα αυτών των υπηρεσιακών εκτιμήσεων παραμένει φυσικά άκρως αμφίβολη, καθώς συνδεόταν με ευδιάκριτες κάθε φορά πολιτικές, κομματικές κλπ σκοπιμότητες. Το κυριότερο πρόβλημά τους έγκειται ωστόσο στην υπηρεσιακή μεταγραφή των πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων σε «εθνική» βάση, από μηχανισμούς επιφορτισμένους με τη διαχρονική υπεράσπιση του πολιτικοκοινωνικού καθεστώτος και την καταστολή των αλλεπάλληλων «αναρχοκομμουνιστικών ανταρσιών» στην περιοχή. «Ανταρσιών» στις οποίες συμπυκνώνεται, άλλωστε, η ίδια η ουσία του Μακεδονικού: αν οι Σλαβομακεδόνες μπήκαν στο ελληνικό κράτος μαζί με το φάκελό τους, αυτό έγινε πρώτα και κύρια εξαιτίας της προϋπάρχουσας ένταξης ενός μεγάλου μέρους των κοινοτήτων τους στο «αναρχοσοσιαλιστικό» επαναστατικό κίνημα των κομιτατζήδων. Χωρικοί που πολέμησαν για ν’ αποτινάξουν την οθωμανική τυραννία και να μοιραστούν τα τσιφλίκια στους κολήγους βρέθηκαν έτσι φακελωμένοι από το ελληνικό κράτος σαν «επικίνδυνοι Βούλγαροι», ακριβώς όπως -μερικές δεκαετίες αργότερα- οι αγωνιστές της εαμικής Αντίστασης μετατράπηκαν σε πολίτες β΄ κατηγορίας λόγω των «αντεθνικών» δραστηριοτήτων τους επί Κατοχής. Εξίσου χαρακτηριστική ήταν η μετατροπή των ταγματασφαλιτών του «Αξονομακεδονικού Βουλγαρικού Κομιτάτου» σε (έλληνες) εθνικόφρονες μετά το 1946. Αν η επίσημη προπαγάνδα θέλει τους σλαβόφωνους δωσιλόγους να μεταπηδάνε μαζικά στον ΕΛΑΣ, το ΔΣΕ και το ΝΟΦ, στην πραγματικότητα οι πρωταγωνιστές των φιλοβουλγαρικών κινήσεων επί Κατοχής εξελίχθηκαν συχνά σε αντικομμουνιστές και σλαβοφάγους «Ελληνάρες», όπως ακριβώς οι γερμανοντυμένοι συνάδελφοί τους της Νότιας Ελλάδας. Η τοπική έρευνα, χωριό – χωριό, είναι εξαιρετικά αποκαλυπτική γι’ αυτού του είδους τις «μεταλλάξεις».

Οι διακρίσεις

Άμεσα συνδεδεμένες με τα παραπάνω είναι οι διακρίσεις που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να υφίστανται οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες από το ελληνικό κράτος.

Η συντονισμένη εκστρατεία δεκαετιών για την εξάλειψη του «τρισκατάρατου ιδιώματος» φαίνεται πως έχει περάσει πια σε δεύτερο πλάνο, καθώς θεωρείται σε μεγάλο βαθμό πετυχημένη. Η υπηρεσιακή επαγρύπνιση επικεντρώνεται έτσι στην καταγραφή της ατομικής στάσης των κατοίκων απέναντι στην τοπική γλωσσοπολιτισμική παράδοση, ιδίως όταν αυτή εκδηλώνεται συλλογικά και δημόσια (π.χ. σλαβόφωνο τραγούδι στα πανηγύρια).

Η σημαντικότερη επίσημη διάκριση θεσπίστηκε με την Κοινή Υπουργική Απόφαση 106841 του 1982, βάσει της οποίας οι «μη Έλληνες το γένος» πολιτικοί πρόσφυγες του Εμφυλίου στερήθηκαν το δικαίωμα επαναπατρισμού κι επιστροφής των δημευμένων περιουσιών τους. Η απαγόρευση αυτή διατηρήθηκε ως εξαίρεση και μετά τη νομοθετική «κατάργηση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου» το καλοκαίρι του 1989 από την κυβέρνηση Τζανετάκη. Εν έτει 2003, ακόμη και η απλή προεκλογική εξαγγελία του τότε υφυπουργού Εξωτερικών Ανδρέα Λοβέρδου για ελεύθερη είσοδό τους στη χώρα ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών από πλευράς εθνικοφροσύνης και βαθέως κράτους, με αποτέλεσμα μια ακόμη άτακτη κυβερνητική υπαναχώρηση.

Παρόμοια διάκριση επέβαλλε και το άρθρο 19 του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, με το οποίο οι «αλλογενείς» έλληνες πολίτες μπορούσαν να στερηθούν την ελληνική ιθαγένειά τους αν το Υπουργείο Εσωτερικών έκρινε (με απόρρητες αποφάσεις και χωρίς να απαιτείται οποιοδήποτε τεκμήριο επ’ αυτού) ότι «εγκατέλειψαν τη χώρα άνευ προθέσεως παλιννοστήσεως».[11] Ο συνολικός αριθμός των μη μουσουλμάνων «αλλογενών» -Σλαβομακεδόνων στη μεγάλη πλειοψηφία τους- που έχασαν την ιθαγένειά τους βάσει του άρθρου 19 ανήλθε σε 13.406. Πολύ περισσότεροι είχαν την ίδια τύχη βάσει ενός ομοειδούς προεδρικού διατάγματος του 1927, το οποίο ενεργοποιήθηκε συστηματικά το Δεκέμβριο του 1949, αμέσως μετά το τέλος του εμφυλίου. Το άρθρο 19 καταργήθηκε το 1998 «εφεξής» και μόνο, δίχως δηλαδή αναδρομικό αποτέλεσμα.

Μια τρίτη ρατσιστική διάκριση, που υφίστατο μέχρι πρόσφατα, αφορούσε την απαγόρευση έκδοσης οποιουδήποτε πιστοποιητικού από τους δήμους για (πρώην ή νυν) έλληνες πολίτες που διέμεναν στην ΠΓΔΜ, χωρίς προηγούμενη ειδική άδεια του Υπ. Εσωτερικών (στην πράξη: της ΕΥΠ). Σε περίπτωση μάλιστα αρνητικής γνωμοδότησης, η σχετική υπουργική απόφαση απαιτούσε να μη δίνεται απάντηση, για να μη μπορούν οι θιγόμενοι να καταφύγουν στα διοικητικά δικαστήρια. Μέχρι το 2001, η άκρως απόρρητη και καταφανώς αντισυνταγματική αυτή διάταξη αφορούσε όλους τους κατοίκους εννιά παραμεθόριων νομών της χώρας· έκτοτε η ισχύς της περιορίστηκε αποκλειστικά και μόνο στους κατοίκους της ΠΓΔΜ.[12] Καταργήθηκε πριν από τέσσερις μόλις μήνες, το Νοέμβριο του 2017, με εγκύκλιο του ειδικού γραμματέα ιθαγένειας Λάμπρου Μπαλτσιώτη.[13]

Ας σημειωθεί τέλος η ύπαρξη ειδικής υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών, εγκαταστημένης στο Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης κι επιφορτισμένης με τη διαχείριση του «ανύπαρκτου» μειονοτικού τόσο στο χώρο των αποδήμων όσο και επιτόπου. Παλιότερα λεγόταν «Υπηρεσία Πολιτικών Υποθέσεων», όπως και η ομόλογή της στη Θράκη, και τα παραρτήματά της στις νομαρχίες «Γραφεία Πολιτιστικών Σχέσεων». Από το 1998 έχει μετονομαστεί σε «Υπηρεσία Διεθνών Σχέσεων» (Υ.ΔΙ.Σ). Μεταξύ άλλων, τα επίσημα καθήκοντά της περιλαμβάνουν «την παρακολούθηση της πολιτιστικής δραστηριότητος στη Μακεδονία, με την παροχή συνδρομής, εφόσον τούτο απαιτείται, στην διοργάνωση πολιτιστικών εκδηλώσεων εκ μέρους διαφόρων φορέων».[14]

Υποσημειώσεις[+]