- Marginalia - https://marginalia.gr -

Μαύρη Ουτοπία: η «Επιστροφή στο Χάρλεμ» του Claude McKay

Επιστροφή στο Χάρλεμ
Claude McKay
μετάφραση – επίμετρο: Όλγα Καρυώτη
Εκδόσεις Έρμα, 2021 | 296 σελίδες

 

Ο Φουκώ, στο διάσημο πλέον κείμενό του περί ετεροτοπιών, εντοπίζει μια μετατόπιση που έχει επέλθει στον ορίζοντα των προβληματισμών του νεωτερικού ανθρώπου από τον 19ο αιώνα και εξής, τονίζοντας ήδη από τη δεκαετία του ’60 ότι ο σύγχρονος κόσμος βιώνεται μέσω εννοιών του χώρου παρά του χρόνου. Η σιβυλλική του διατύπωση που θέλει τις σύγχρονες διενέξεις να διεξάγονται «ανάμεσα στους ευσεβείς απογόνους του χρόνου και τους πεισματώδεις κατοίκους του χώρου»[1] δεν φέρνει στην επιφάνεια μονάχα την αλλαγή στο εννοιολογικό οπλοστάσιο με το οποίο ο μεταμοντερνισμός αποδεσμεύεται από τον μοντερνισμό των αρχών του 20ου αιώνα· στέκει παράλληλα εν είδει εισαγωγής στο φιλόδοξο σχέδιό του να επανερμηνεύσει τις σχέσεις μεταξύ γνώσης και δύναμης μέσω της σεξουαλικότητας και των πολυάριθμων λόγων που πλέκονται γύρω από αυτήν και μέσω αυτής. Έτσι, το σώμα γίνεται τόσο ο τόπος όπου εγγράφεται το σύνολο της καταπίεσης, όσο και ο χώρος γέννησης νέων μορφών αντίστασης απέναντι σε θεσμοθετημένες μορφές βίας.[2]

Το ελπιδοφόρο μήνυμα των εργασιών του Φουκώ, με το οποίο διακήρυττε πως δεν υπάρχουν σχέσεις εξουσίας χωρίς αντιστάσεις· η ανάδυση της σεξουαλικότητας στην επιφάνεια των λόγων μέσα από τα βάθη του υποσυνειδήτου, όπου την είχε καταδικάσει ο φροϋδισμός· η επιχειρηματολογία για την κοινωνική κατασκευή της σεξουαλικότητας, αποκομμένη πια από βιολογικές συντεταγμένες· όλα τα παραπάνω, οδήγησαν στην επανανοηματοδότηση των σχέσεων του νεωτερικού υποκειμένου με τους ρυθμιστικούς κανόνες της κοινωνίας. Έκτοτε, τα «μη κανονικά» σώματα λειτουργούν ως σημαίνοντα κοινωνικής κριτικής, ενώ οι «παρεκκλίνουσες» σεξουαλικές συμπεριφορές δίνουν το έναυσμα σε προτάγματα χειραφέτησης.[3] 

Η εναντίωση στο αστικό σύστημα αξιών, η κριτική στην καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας, η επίθεση στην επιβεβλημένη σεξουαλική κανονικότητα, παράλληλα με τα προτάγματα της κοινωνικής απελευθέρωσης, είναι και τα στοιχεία που τέμνουν ποικιλοτρόπως το έργο Επιστροφή στο Χάρλεμ του Claude McKay [Κλοντ ΜακΚέι], το οποίο εκδίδεται ήδη το 1928. Εάν η επανανοηματοδότηση της νεγρότητας ήταν το βασικό ζητούμενο της Αναγέννησης του Χάρλεμ –το διανοητικό και πολιτισμικό ρεύμα του μεσοπολέμου της Αμερικής–, η ανάδειξη και ο λόγος γύρω από τη σεξουαλικότητα υπήρξαν από τα βασικά χαρακτηριστικά του. Οι οργιώδεις αυτοσχεδιασμοί της τζαζ, η παρατονισμένη μουσική της νέας ποίησης, η απεικόνιση του νέγρικου σώματος, καθώς και ο υπερτονισμός στοιχείων από την κουλτούρα και τις παραδόσεις των μαύρων, είναι μερικά από τα εμφανή χαρακτηριστικά που ο Claude McKay δανείζεται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Αμερικής του Μεσοπολέμου, και παράλληλα επιχειρεί να ανασημασιοδοτήσει και να μεταλλάξει. Με τον τρόπο αυτό, καταφέρνει να συνθέσει ένα έργο στο οποίο η διαφορετικότητα και ο σεβασμός σε αυτήν, ως εγγενές χαρακτηριστικό της νεγρότητας, στέκεται ως η αιχμή του δόρατος απέναντι στην επιβολή της λευκής ουτοπίας. 

Σε αντιδιαστολή προς τους πολυάριθμους συμβολισμούς, η υπόθεση του Επιστροφή στο Χάρλεμ παρουσιάζεται απλή: ο Τζέικ, είναι λιποτάκτης από τον αμερικάνικο στρατό κατά τη διάρκεια του Α΄ ΠΠ. Δεδομένου ότι στερείται από τους μαύρους στρατιώτες ακόμα και η προοπτική του ηρωισμού, καθώς περιορίζονται σε αμέτρητες και ανούσιες αγγαρείες, αποφασίζει να φύγει από το πεδίο του πολέμου και μέσω Λονδίνου να επιστρέψει στο Χάρλεμ. Πλάνητας στην αμερικανική μεγαλούπολη συναντά το συμπολεμιστή του Ζέντι, ενώ παράλληλα διακατέχεται από πόθο για μια ιερόδουλη, την οποία μάταια αναζητά στη νυχτερινή ζωή του Χάρλεμ. Παράλληλα και περιστασιακά συγκατοικεί με τη Ρόουζ, τραγουδίστρια σε καμπαρέ, την οποία εγκαταλείπει ύστερα από διαπληκτισμούς, αρνούμενος πεισματικά τη συζυγική καθημερινότητα. Ανέστιος για μία ακόμη φορά, και εργαζόμενος ως μάγειρας στο τρένο της γραμμής προς Πενσυλβάνια, γνωρίζει τον Ρέι, έναν ευαίσθητο θηλυπρεπή διανοούμενο, ο οποίος φιλοδοξεί να γίνει χρονικογράφος του υποκόσμου του Χάρλεμ. Σε μία από τις νυχτερινές περιπλανήσεις στην άγρια ομορφιά της πολυδαίδαλης και πολύβουης μεγαλούπολης, ο Τζέικ συναντά την Φελίς, τον πρώτο του έρωτα, με την οποία αποφασίζει να διαφύγει προς το Σικάγο, υπό τη βαριά απειλή της λιποταξίας. 

Ήδη από την πρώτη ανάγνωση έρχεται στην επιφάνεια κυρίαρχο το μοτίβο της περιπλάνησης και της διαρκούς κινητικότητας από τόπο σε τόπο, η οποία αφενός αποδεικνύει την επινοητικότητα των βασικών χαρακτήρων, αφετέρου όμως, καταδηλώνει τον ρευστό χαρακτήρα της νεωτερικότητας: η έλλειψη σταθερότητας και η αμφισημία του κόσμου στις αρχές του 20ου αιώνα δεν περιορίζεται μονάχα στα υλικά αγαθά ενός αδηφάγου καπιταλισμού· ορίζει παράλληλα τις ζωές και τον ψυχισμό των ανθρώπων.[4] Η φυγή λοιπόν από τον πολιτισμό των λευκών, ο οποίος παρουσιάζεται με τα πιο μελανά χρώματα –αυτά της βίας και της καταστροφής ενός παγκοσμίου πολέμου– έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα σύμβολα της ανάπτυξης, της προόδου και εν τέλει της αέναης κίνησης, όπως είναι τα καράβια υπερατλαντικών ταξιδιών και τα τρένα.[5] Η εφευρετικότητα της σύγχρονης «αλητείας» δεν αναιρεί, βέβαια, τον τραγικό της χαρακτήρα: εάν ο κεντρικός ήρωας παραμείνει στο στράτευμα, θα αποδειχθεί ένα άβουλο ον, έρμαιο της κακομεταχείρισης της λευκής εξουσίας· αν αποφασίσει να φύγει –όπως και κάνει– είναι καταδικασμένος σε μια φυγή προς τα εμπρός, στιγματισμένος ως λιποτάκτης.

Απέναντι στην αδυσώπητη γραφειοκρατία της νεωτερικότητας, ο Claude McKay προτάσσει την αθεράπευτη αισιοδοξία ανθρώπων, που καλούνται να εκμεταλλευτούν τα απορρίμματα του Δυτικού πολιτισμού, αλλά και να δημιουργήσουν από αυτά, αναπαράγοντας τις αξίες του αμερικάνικου ονείρου, αυτή τη φορά αντεστραμμένες: η άσκοπη περιπλάνηση υποκαθιστά την εργασιακή ηθική της συσσώρευσης και του κέρδους, η σεξουαλικότητα την πυρηνική οικογένεια, οι εκκωφαντικοί ήχοι τη σιωπή της υποταγής. Το θορυβώδες και πολύχρωμο Χάρλεμ είναι βέβαια κάτι παραπάνω από μια καρναβαλική και αφελής εικόνα ενός τόπου. Αν τα έντονα χρώματα έρχονται σε αντίθεση με το μαύρο, πένθιμο αλλά επίσημο ένδυμα της λευκής αστικής διανόησης και μη, ο έντονος ήχος είναι κάτι παραπάνω: εκείνος που ρυθμίζει τον ήχο κατέχει και τη δύναμη· το να ελέγχει ο σκλάβος τη δύναμη της φωνής του ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου, αφενός από τη στιγμή που δεν είχε το δικαίωμα να αντιμιλά στον αφέντη του, αφετέρου επειδή η σιωπή κατά τη διάρκεια της φυγής του κρίνεται ζωτικής σημασίας.

Οι ξέφρενοι ρυθμοί λοιπόν, οι δυνατοί ήχοι, οι έντονοι διαπληκτισμοί, καθώς και τα έμμετρα στιχάκια τα οποία σιγοτραγουδούν κατά καιρούς οι ήρωες του έργου, δεν είναι τίποτε άλλο παρά σύμβολα ελευθερίας και εξέγερσης. Με τον υπερτονισμό των αισθήσεων, ο Claude McKay αντιστρέφει την παλαιά ρατσιστική κριτική γύρω από τη ζωώδη φύση των νέγρων· πλέον, η έκδηλη ζωτικότητα συνηγορεί υπέρ της αναγεννημένης νέγρικης ταυτότητας. Έτσι, το Χάρλεμ παρουσιάζεται ως μια ουτοπία εντός της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας, μια ετεροτοπία, όχι εκτός χρόνου και ιστορίας, αλλά εντός της. Βέβαια, τα σύμβολα της λευκής υπεροχής αναποδογυρίζονται: απέναντι στον αστό entrepreneur στέκονται οι ομάδες άεργων μικρολωποδυτών, λούμπεν στοιχείων και μεροκαματιάρηδων, η προτεσταντική ηθική αντικαθίσταται από τον αχαλίνωτο ερωτισμό, και, τέλος, τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, τα προπύργια του δυτικού ορθολογισμού, δίνουν τη θέση τους στα πορνεία, στους οίκους ανοχής και στα καμπαρέ, όπου τα ανδρικά σώματα φαίνεται να είναι πιο ευάλωτα κάτω από το κυρίαρχο γυναικείο βλέμμα. 

Το Χάρλεμ λοιπόν για τον Claude McKay είναι η ετεροτοπία μέσα στην οποία επιθυμεί να διανθιστεί εκ νέου μια ars erotica, η οποία θα σταθεί ως αντίπαλο δέος απέναντι στην scientia sexualis[6] του δυτικού ορθολογισμού: ο πολλαπλασιασμός του αισθήματος που οφείλει να αντικαταστήσει τον άκρατο υλισμό της δυτικοευρωπαϊκής ηθικής. Στον βαθμό που η ζωή δεν μπορεί να περιοριστεί στα μετρήσιμα αγαθά της, οι εκφραστές της «χαμένης γενιάς» της δεκαετίας του ’20, προτάσσουν την υλικότητα του σώματος ως τόπο όπου ανθεί ένας δημιουργικός ερωτισμός.


Το κείμενο του Μάνου Κουμή επιμελήθηκε ο Σωτήρης Σιαμανδούρας

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [1]

Υποσημειώσεις[+]