- Marginalia - https://marginalia.gr -

Μεταξύ όλου και επιμέρους: Η Θεσσαλία κατά τη δεκαετία του 1940

Πόλεμος και αντίσταση στη Θεσσαλία: Όψεις της ιστορίας της κατά τη δεκαετία του ’40
Συλλογικός τόμος
Επιμέλεια: Νίκος Χριστοφής
Τόπος, Αθήνα, 2017 | 272 σελίδες

Ο συλλογικός τόμος Πόλεμος και Αντίσταση στη Θεσσαλία: Όψεις της ιστορίας της κατά τη δεκαετία του ‘40 [1] αποτέλεσε ένα εκδοτικό παράδοξο· σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα (Νοέμβριος 2017 – Ιανουάριος 2018) εξάντλησε την πρώτη του έκδοση (850 αντίτυπα) και προχώρησε σε ανατύπωση. Παράδοξο όχι βέβαια ως προς τον αριθμό των πωλήσεων που έφτασε, μιας και υπάρχει πληθώρα ευπώλητων, ακόμη και στην αγορά του ιστορικού βιβλίου. Το παράδοξο είναι πως αυτό έγινε σε ένα τίτλο ο οποίος δεν εξασφάλισε ιδιαίτερη δημοσιότητα, η πλειοψηφία των συγγραφέων του τόμου δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στο ευρύτερο κοινό (εξαιρούνται οι Γιώργος Μαργαρίτης, Γιάννης Σκαλιδάκης και Βασιλική Λάζου), και κυρίως, αποτελεί βιβλίο ειδικού ενδιαφέροντος. Πρόκειται εξάλλου για την επεξεργασμένη μορφή της πλειονότητας των ανακοινώσεων ημερίδας που διοργάνωσε στη Λάρισα ο επιμελητής του τόμου, Νίκος Χριστοφής, με ορισμένες επιπλέον προσθήκες κειμένων.

Το κείμενο του Γιώργου Μαργαρίτη (αλλά και, σε μικρότερο βαθμό, η εισαγωγή του επιμελητή) δίνει το πλαίσιο το οποίο συνδέει την περίπτωση της Θεσσαλίας με την ιστορία της δεκαετίας του ’40. Επιπλέον, προχωρά σε μια ευσύνοπτη ανατομία των ιδιαιτεροτήτων της συγκεκριμένης περιοχής και περιγραφή της προπολεμικής της ιστορίας. Η ιστορική πλαισίωση είναι αυτή που επιτρέπει στις επιμέρους περιπτώσεις να συνδεθούν με το γενικό περίγραμμα της περιόδου. Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα σημαντικό μιας και η τοπική ιστορία έχει πέσει θύμα εκτεταμένων γενικεύσεων [2] και ακατάσχετης περιπτωσιολογίας [3], με ιδιαίτερη προτίμηση, από την πλευρά του αντι-αναθεωρητικού ρεύματοςΠελοπόννησο [4].

Αυτό το κείμενο αποτελεί και τον συνδετικό κρίκο των υπόλοιπων εννέα κειμένων που ασχολούνται με επιμέρους πτυχές της δεκαετίας του ’40 στη Θεσσαλία. Μαζί με την εισαγωγή, είναι και το μόνο ουσιαστικά που αναφέρεται στην περίοδο του Πολέμου (και, εισαγωγικά, το κείμενο του Νίκου Τσικρίκη). Ως εκ τούτου, ένας τίτλος που θα αντικαθιστούσε τον «Πόλεμο» με την «Κατοχή» θα ήταν πιο κοντά στο σύνολο των περιεχομένων του τόμου. Επιπλέον, τρία κείμενα ξεφεύγουν από το χρονικό πλαίσιο του Πολέμου, της Κατοχής και της Αντίστασης. Το κείμενο της Δόμνας Κόφφα εξετάζει την στρατιωτική δικαιοσύνη κατά την περίοδο του Εμφυλίου μέσα από την περίπτωση του Εκτάκτου Στρατοδικείου Τρικάλων, οι Ελισάβετ Τσιδεμιάδου και Παναγιώτης Κουστένης εξετάζουν την εκλογική απήχηση της αριστεράς μέσα από την ανάλυση των εκλογών του 1946, ενώ η Δέσποινα Μήτσιου αναφέρεται στην εκπαίδευση της Λάρισας το 1940, χρονιά που σε πολύ μεγάλο βαθμό αφορά στην προπολεμική περίοδο.

Τα υπόλοιπα εννέα κείμενα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για διαφορετικούς λόγους. Υποθέτω ότι η ποικιλία που τα χαρακτηρίζει, είτε ως προς την μεθοδολογία, από την προφορική ιστορία (Βασιλική Λάζου, Κερασία (Έρση) Μαλαγιώργη), μέχρι τη χρήση πρωτογενών αρχειακών πηγών (Δόμνα Κόφφα, Αγγελική Νικολάου), είτε ως προς τις επιμέρους θεματικές, από την λαϊκή αυτοδιοίκηση (Γιάννης Σκαλιδάκης), μέχρι την εκλογική ανάλυση (Ελισάβετ Τσιδεμιάδου – Παναγιώτης Κουστένης), είναι κι αυτή που έκανε τον τόμο ελκυστικό παρότι αφορά μια συγκεκριμένη περιοχή. Αξίζει πάντως να σημειώσουμε εδώ ότι η θεσσαλικότατη Καρδίτσα ουδόλως εκπροσωπείται στις σελίδες ενός βιβλίου όπου κυριαρχούν η Λάρισα και ο Βόλος, και, δευτερευόντως, τα Τρίκαλα.

Το κείμενο του Νίκου Τσικρίκη εξετάζει όψεις της κατοχικής καθημερινότητας στην πόλη του Βόλου. Ο συγγραφέας ανασυνθέτει την ζωή στον Βόλο της Κατοχής συνδυάζοντας τη χρήση προφορικών μαρτυριών, δευτερογενούς βιβλιογραφίας και του Τύπου της εποχής. Ο Τσικρίκης περιγράφει την ζωή στην πόλη κατά τη Γερμανική και Ιταλική Κατοχή και τη συγκρότηση της αντίστασης, αλλά και του ένοπλου δοσιλογισμού. Ενδιαφέρουσα είναι η αναφορά του συγγραφέα στην έξαρση της παραβατικότητας[2]. Στις ελλείψεις τού κατά τα άλλα κατατοπιστικού άρθρου καταγράφονται η μη αναφορά στην καθημερινότητα του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης, αλλά και η μη επεξήγηση της θέσης περί σχετικά ηπιότερης Ιταλικής κατοχής, σε σχέση με την αντίστοιχη Γερμανική[3].

Η Βασιλική Λάζου παρουσιάζει ένα διττά ενδιαφέρον ζήτημα, αυτό των παιδιών ως υποκειμένων της περιόδου μέσα από προφορικές μαρτυρίες. Το κείμενο εντάσσεται στην ιστορική στροφή η οποία αντιμετωπίζει τα παιδιά όχι ως άβουλα όντα και θύματα των περιστάσεων, αλλά ως δρώντα υποκείμενα. H συγγραφέας μετά από μια εκτεταμένη, αλλά χρήσιμη αναφορά στο ζήτημα της μνήμης, προχωράει στην εξιστόρηση της Κατοχής ως βιωμένης εμπειρίας ατόμων τα οποία την έζησαν ως παιδιά. Ο λιμός και οι δυσκολίες επιβίωσης, η τομή της κατοχικής καθημερινότητας σε σχέση με την παιδική κανονικότητα, η αντίσταση, ο δοσιλογισμός και οι σχέσεις με τους κατακτητές, αλλά και η απελευθέρωση, σκιαγραφούνται μέσα από την οπτική των παιδιών της εποχής. Η συγγραφέας καταλήγει σε συμπεράσματα σε σχέση με το πώς η ατομική μνήμη επηρεάζεται από την συλλογική, αλλά και για το πώς η πρώτη εξαρτάται τόσο από την ηλικία κατά την οποία βιώνονται, όσο και από αυτή κατά την οποία αφηγείται κανείς τα γεγονότα. Ίσως το πιο ενδιαφέρον από αυτά τα συμπεράσματα αφορά την ευρηματικότητα και το χιούμορ με τα οποία αντιμετωπιζόταν μια ζοφερή καθημερινότητα.

Η Έρση Μαλαγιώργη εντάσσει στη συζήτηση το ζήτημα των Εβραίων του Βόλου μέσα από τις προφορικές μαρτυρίες αυτών που επέζησαν. Ανασυνθέτει τη μνήμη της Κατοχής, και κυρίως της διάσωσης του πληθυσμού, αλλά και του Ολοκαυτώματος μέσω των μαρτυριών των επιζώντων. Αρκετό ενδιαφέρον έχει το σύντομο μεν, πυκνό δε, τμήμα του κειμένου που αναφέρεται στη μεθοδολογία. Συγκεκριμένα, η Μαλαγιώργη περιγράφει τα προβλήματα και τους περιορισμούς της χρήσης διαφορετικών αρχείων προφορικών μαρτυριών μιας και ποικίλει τόσο ο χρόνος, όσο και η μεθοδολογία λήψης των συνεντεύξεων. Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η αντίστιξη ανάμεσα στο ιστορικό πλαίσιο της διάσωσης και τη βιωμένη εμπειρία της τελευταίας. Τέλος, η συγγραφέας θέτει υπό συζήτηση τα ζητήματα του φύλου, αλλά και της ηλικίας, και τον τρόπο με τον οποίο αυτά επιδρούν στο πώς βιώθηκε η εμπειρία της Κατοχής και της διάσωσης.

Ο Κώστας Μιχαλάκης, επιχειρεί την σκιαγράφηση μιας προσωπικότητας της θεσσαλικής Αντίστασης, αυτής του Καπετάν Κόζιακα (Θανάσης Πάλλας) βασισμένη κατά βάση σε δευτερογενείς πηγές[4]. Ο συγγραφέας ασχολείται με την περίοδο που εκτείνεται από την προπολεμική ζωή και πολιτική στράτευση του Πάλλα μέχρι και τη δράση του το 1943. Η προφορικότητα που διαπνέει αυτό το κείμενο πιθανόν να σημαίνει πως πρόκειται για αυτούσια αναπαραγωγή της ανακοίνωσης στην ημερίδα. Επιπροσθέτως, και χωρίς πρόθεση υποτίμησης του Πάλλα ως ιστορική προσωπικότητα της περιοχής, η βιογράφησή του δεν φαίνεται να έχει κάποιο ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον, αλλά συνδέεται μάλλον με μια ιδιαίτερη και απολύτως θεμιτή ευαισθησία του συγγραφέα. Παρόλ’ αυτά, υπάρχουν κάποια σημεία στα οποία έχει σημασία να σταθούμε διότι δείχνουν τη δυναμική του θέματος. Ο συγγραφέας για παράδειγμα αναφέρεται ακροθιγώς στο ζήτημα των προπολεμικών διαπροσωπικών σχέσεων και δικτύων. Έχουμε δηλαδή στελέχη και μέλη της αντίστασης τα οποία γνωρίζονταν ή συνεργάζονταν ήδη από την προπολεμική περίοδο σε τελείως διαφορετικό πλαίσιο, λ.χ. σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή κατά τη διάρκεια της θητείας τους[5]. Αυτά τα προπολεμικά κοινωνικά και πολιτικά δίκτυα συχνά αποτέλεσαν και πρόπλασμα των αντιστασιακών οργανώσεων εθνικής εμβέλειας[6]. Θα άξιζε ίσως να είχε προχωρήσει ο συγγραφέας σε μια περαιτέρω ανάλυση του συγκεκριμένου ζητήματος.
Ο Γιάννης Σκαλιδάκης πραγματεύεται την λαϊκή αυτοδιοίκηση στη Θεσσαλία μέσα από την περίπτωση της Αγιάς και του Μεταξοχωρίου. Το γεγονός ότι ο συγγραφέας έχει ασχοληθεί διεξοδικά με το ζήτημα της λαϊκής αυτοδιοίκησης σε προηγούμενη μονογραφία [5] του, του επιτρέπει την αντίστιξη μεταξύ τοπικής και εθνικής ιστορίας, μεταξύ όλου και επιμέρους. O Σκαλιδάκης σκιαγραφεί αρχικά την λαϊκή αυτοδιοίκηση κατά την Κατοχή, σε συνάρτηση και με την προπολεμική αυτοδιοίκηση για να περάσει έπειτα στις συγκεκριμένες περιπτώσεις που τον απασχολούν. Αφού δώσει το περίγραμμα της λαϊκής αυτοδιοίκησης, γενικά και ειδικά, παρουσιάζει τα διάφορα επίπεδα δραστηριοποίησής της, την αλληλεγγύη, τα κοινοτικά έργα, την υγεία, την εκπαίδευση, και την οικονομία. Δίνει ιδιαίτερο βάρος στην τελευταία και την εντάσσει σημασιολογικά στο ευρύτερο πλαίσιο της Κατοχής και της Αντίστασης. Το εν λόγω κείμενο βέβαια κλείνει κάπως απότομα με τον επίλογο να είναι επί της ουσίας ενσωματωμένος στο τελευταίο υποκεφάλαιο, αυτό της οικονομίας. Επιπλέον, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η παρουσίαση της λαϊκής δικαιοσύνης στον βαθμό που αλληλεπιδρά με την λαϊκή αυτοδιοίκηση.

Η Δέσποινα Μήτσιου παρουσιάζει την εκπαίδευση στην περιοχή της Λάρισας, το 1940, μέσα από τον τοπικό Τύπο της εποχής. Το γεγονός ότι ο τοπικός Τύπος και άρα οι πηγές της συγγραφέως, αποτελούνται από μια και μόνο εφημερίδα, την Ελευθερία, η οποία λειτουργεί σε πλαίσιο λογοκρισίας υπό τη Μεταξική Δικτατορία, καθιστά την μεθοδολογία της έρευνας ιδιαίτερα προβληματική. Το μεγαλύτερο πρόβλημα του κειμένου όμως είναι ότι είναι επί της ουσίας άσχετο με το θεματική του τόμου και δεν θα έπρεπε να περιληφθεί σε αυτόν. Συγκεκριμένα, από τις 24 σελίδες στις οποίες εκτείνεται το κείμενο, λιγότερο από μία αναφέρεται στην περίοδο του πολέμου.

Το κείμενο της Δόμνας Κόφφα αφορά την πολιτική λειτουργία της στρατιωτικής δικαιοσύνης κατά την περίοδο του Εμφυλίου, μελετώντας την περίπτωση του Εκτάκτου Στρατοδικείου Τρικάλων. Η Κόφφα εντάσσει την λειτουργία της δικαιοσύνης και, κατά συνέπεια, του νομικού πλαισίου της εν λόγω περιόδου, στο μεταπολεμικό πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο. Επιπλέον, συνδέει την δράση και λειτουργία του στρατοδικείου με την επιχείρηση Τέρμινους [6] του κυβερνητικού στρατού. Η συγγραφέας όχι μόνο παραθέτει και ομαδοποιεί σε πίνακες στοιχεία για την κατ’ έτος δράση του στρατοδικείου σε σχέση με το ύψος των ποινών, αλλά προχωρά και σε ποιοτική ανάλυση των ποσοτικών στοιχείων. Δυστυχώς, το ιδιαίτερα πλούσιο και ενδιαφέρον κείμενο αδικείται από την επιλογή παρουσίασής του ως ενιαίο κείμενο άνευ κεφαλίδων, πράγμα που δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να αντιλαμβάνεται ευκολότερα τις επιμέρους θεματικές και τη δομή του κειμένου.

Το κείμενο των Ελισάβετ Τσιδεμιάδου και Παναγιώτη Κουστένη εξετάζει την εκλογική συμπεριφορά της Θεσσαλίας κατά την αποχή του 1946, αλλά και κατά το δημοψήφισμα για τον θεσμό της Βασιλείας, το οποίο ακολούθησε λίγο μετά. Πρόκειται για ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κείμενα για μια σειρά από λόγους. Πρώτον, οι συγγραφείς επιχειρούν μια ανάλυση του εκλογικού σώματος λαμβάνοντας υπόψη τους τις τομές και τις συνέχειες, τόσο σε σχέση με την προπολεμική ή την μεταπολεμική περίοδο, όσο και κατά την ίδια τη δεκαετία του 1940. Δεύτερον, αυτές ακριβώς τις εξελίξεις -όπως τις μετακινήσεις πληθυσμών ή την ένταση του Εμφυλίου και τα επακόλουθά της- τις συνυπολογίζουν προκειμένου να περιορίσουν πιθανά στατιστικά λάθη. Επιπλέον, η σύζευξη στατιστικής και ιστορικής ανάλυσης δημιουργούν ένα ενδιαφέρον αφήγημα, όπου διαφορετικά στοιχεία και επιστήμες συναντώνται προκειμένου να βοηθήσουν στη συγκρότηση του παρελθόντος. Το μόνο αρνητικό που μπορούμε να εντοπίσουμε σχετίζεται με τη μη ύπαρξη κάποιου επιλόγου ο οποίος θα συμπύκνωνε αυτή την πολύ ενδιαφέρουσα πολιτική περιοδολόγηση.

Το τελευταίο και συντομότερο κείμενο, αυτό της Αγγελικής Νικολάου, διερευνά την εκπαιδευτική χρήση αρχειακών τεκμηρίων από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους του Νομού Μαγνησίας, με τη μέθοδο του δράματος. Η συγγραφέας παρουσιάζει εν συντομία το αρχειακό υλικό του φορέα, το οποίο αφορά τη δεκαετία του 1940, αλλά και τις προκλήσεις και δυνατότητες που προσφέρει. Έπειτα προχωράει, εξίσου σύντομα, σε μια παρουσίαση της σχέσης μεταξύ τοπικής ιστορίας και εκπαιδευτικού δράματος. Ακολούθως, αφού συνδέσει όλα τα παραπάνω με κεντρικό άξονα τα ΓΑΚ Μαγνησίας, παρουσιάζει συνοπτικά το εκπαιδευτικό πρόγραμμα σε σχέση «με τον ιστορικό φασισμό του 20ου αιώνα», αλλά και «τις σύγχρονες μορφές εκφασισμού του ατόμου και της κοινωνίας», προχωρώντας στο τέλος και σε μια αποτίμησή του. Δεν είναι ξεκάθαρο πάντως σε ποια δεδομένα στηρίζεται αυτή η αποτίμηση, πέραν της όποιας αίσθησης είχαν οι διοργανωτές για τους συμμετέχοντες. Χωρίς αυτό να σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι δεν είναι ακριβής, η ελλιπής τεκμηρίωση πιθανόν να δυσχεράνει την διεύρυνση και επέκταση ενός, σύμφωνα με τα γραφόμενα, ιδιαίτερα ενδιαφέροντος προγράμματος, αφού κάτι τέτοιο συνήθως απαιτεί την επαρκή τεκμηρίωση των αποτελεσμάτων ενός πιλοτικού προγράμματος.

Εν κατακλείδι, ο εν λόγω τόμος αναπόφευκτα έχει ελλείψεις, μερικές από τις οποίες επιχειρήθηκε να παρουσιαστούν στην κριτική αυτή· η δεκαετία του 1940 περιλαμβάνει πολλά και σημαντικά γεγονότα, και ως εκ τούτου έχει πάρα πολλές και διαφορετικές, κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές διαστάσεις. Τόσες, που είναι μάλλον αδύνατο να συμπεριληφθούν όλες, ακόμη και εάν περιοριστούμε σε μία και μόνο περιοχή, σε έναν και μόνο τόμο. Ελλείψεις και προβλήματα φυσικά ανιχνεύονται και στο περιεχόμενο κάποιων κειμένων, καθώς και μια σχετική έλλειψη ισορροπίας ανάμεσα σε ορισμένα κείμενα τα οποία προσθέτουν προστιθέμενη αξία για την εν λόγω περίοδο και σε άλλα που είτε ακολουθούν την πεπατημένη, είτε, σε μια περίπτωση, είναι οριακά σχετικά με το θέμα.

Ωστόσο, η συσχέτιση τοπικής και εθνικής ιστορίας, τα διαφορετικά μεθοδολογικά εργαλεία και προσεγγίσεις, αλλά και το εύρος των θεματικών οι οποίες αναλύονται καθιστούν το βιβλίο αυτό ένα πολύ ενδιαφέρον και χρήσιμο ανάγνωσμα, ιδίως για τους μελετητές μιας περιόδου που έχει σχεδόν μονοπωλήσει την ελληνική ιστοριογραφία εδώ και δεκαετίες, και καθιστούν αντιληπτό γιατί είχε και την αντίστοιχη εκδοτική επιτυχία.

Υποσημειώσεις[+]