- Marginalia - https://marginalia.gr -

«Χιούμορ» του Τέρι Ήγκλετον: Μια χιουμοριστική εισαγωγή στο χιούμορ

Χιούμορ
Terry Eagleton
μετάφραση Γιώργος Μπαρουξής
Πεδίο, 2021 | 240 σελίδες

 

Το χιούμορ είναι ένα οικουμενικό φαινόμενο: όλοι/ες γελάμε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο· δεν νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος χωρίς ίχνος χιούμορ. Ακόμα και αν τα αστεία πολλών φαντάζουν ανυπόφορα, από μόνο του αυτό μπορεί να προκαλέσει γέλιο. Πολλώ δε μάλλον που σήμερα η παγκοσμιοποίηση μας έδειξε ότι ο καπιταλισμός δεν γνωρίζει πολιτισμικούς φραγμούς, αλλά προσαρμόζεται σε όλα τα κοινωνικά περιβάλλοντα. Αν ποτέ στην ιστορία έχει υπάρξει μια κοινωνία όπου άτομα σε διαφορετικά μήκη και πλάτη του πλανήτη ενδέχεται να γελάσουν με το ίδιο ερέθισμα, μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας ότι ζούμε σε αυτή την κοινωνία. 

Το χιούμορ όμως είναι και ένα εξόχως περίπλοκο φαινόμενο. Όσο εύκολα κι αν γελάμε στην καθημερινότητά μας, αναμφίβολα ο στοχασμός για το χιούμορ μας φέρνει ενώπιον μιας σειράς αναπάντητων ερωτημάτων: από το πιο προφανές (αν και διόλου εύκολο αν το καλοσκεφτούμε) πότε και γιατί γελάμε, μέχρι την ανεπίλυτη αντινομία για το αν υπάρχουν όρια στη σάτιρα, που μπορεί να πυροδοτήσει, διόλου χιουμοριστικούς, καβγάδες.

Το πρόσφατα μεταφρασμένο βιβλίο του Τέρι Ήγκλετον για το χιούμορ θέτει εξαρχής την επιδίωξη να σπάσει την κοινή δοξασία ότι «η ανάλυση ενός αστείου το σκοτώνει» (σελ. 11).[1] Πράγματι, παρά το γεγονός ότι το χιούμορ έχει γίνει αντικείμενο συστηματικής έρευνας στα πανεπιστήμια (ο κλάδος του Humour Research), ο κόσμος δεν σταμάτησε να είναι αστείος. Η εξήγηση ενός αστείου μπορεί να μας κάνει να το επανεκτιμήσουμε ή και να κατανοήσουμε τους μηχανισμούς που προκάλεσαν την αντίδρασή μας. Ασφαλώς, η ανάλυση για το πράγμα είναι διαφορετική από το πράγμα καθ’εαυτό, όπως η αισθητική απόλαυση είναι διαφορετικής τάξης από αυτή της εξήγησης και της ερμηνείας.

Μια ανάλυση για το χιούμορ δεν είναι απαραίτητο να μας κάνει να ξεκαρδιστούμε στα γέλια και έτσι συμβαίνει σε πολλές καθιερωμένες αναλύσεις (όπως του Ανρί Μπερξόν ή του Σίγκμουντ Φρόιντ).[2] Ίσα-ίσα, ο χαρακτηρισμός «κωμικός» ενδέχεται να είναι προσβλητικός σε κάποιες περιστάσεις που θεωρούνται σοβαρές (ή σοβαροφανείς). Ο Σλαβόι Ζίζεκ που πάντα εντάσσει μια πληθώρα ανεκδότων σε όλα τα (πολλά) βιβλία του,[3] δεν νομίζω να είναι περήφανος για τη φήμη του ως τσαρλατάνου της θεωρίας, παρότι αυτός ο ισοπεδωτικός χαρακτηρισμός βασίζεται περισσότερο στις πολιτικές, παρά στις θεωρητικές του τοποθετήσεις. Εμφατικότερο παράδειγμα είναι ο συχνός χαρακτηρισμός του κωμικού Χριστόφορου Ζαραλίκου για την Ελλάδα ως χώρα της κωμωδίας και του πρωθυπουργού ως συναδέλφου κωμικού, χαρακτηρισμός που δεν πρόκειται ασφαλώς για κομπλιμέντο.

Εξού και είναι ευχής έργον ότι η εισαγωγή αυτή υπογράφεται από τον Τέρι Ήγκλετον. Ο Ήγκλετον έχει αποδείξει σε πολλές περιστάσεις ότι διαθέτει οξυμένη αίσθηση του χιούμορ. Η πλέον εύστοχη διατύπωση που έχω διαβάσει ως κριτική για τη φιλοσοφία της αποδόμησης έρχεται στο σχετικό άρθρο του που περιλαμβάνεται στη συλλογή Μεταμαρξιστικά Ρεύματα σε επιμέλεια του Φώτη Τερζάκη: «Η αποδόμηση θέλει να χειραγωγήσει τα κείμενα χωρίς να λερώσει τα χέρια της· πριν πιάσει ένα βιβλίο, φοράει γάντια για ν’ αποφύγει τη μόλυνση από την πραγματικότητα».[4] Στο βιβλίο του με τίτλο Holy Terror (Ιερός Τρόμος, εκδ. Πατάκη, 2007), που σηματοδοτεί και τη στροφή του έργου του προς θέματα ηθικής, θεολογίας και μεταφυσικής στις αρχές του 21ου αιώνα, για την οποία έχει πολλάκις επικριθεί,[5] με αυτοσαρκασμό προλαβαίνει οποιαδήποτε βιβλιοκρισία με το λογοπαίγνιο “Holy Terry”.[6]

Ο Ήγκλετον λοιπόν γράφει ένα βιβλίο για το χιούμορ, με χιούμορ. Σε πολλές περιστάσεις ακολουθεί τη μέθοδο του Ζίζεκ, εντάσσοντας ανέκδοτα ως παραδείγματα για να εξηγήσει τις θέσεις του, τα οποία καθόλου δεν βαραίνουν το κείμενο. Διαβάζοντας το βιβλίο θα συναντήσουμε παλαιότερες (όπως του Μπερξόν, του Φρόιντ και του Μιχαήλ Μπαχτίν), αλλά και πιο σύγχρονες θεωρίες για το χιούμορ όπως του Μίλαν Κούντερα και της Αλένκα Ζουπάντσιτς. Στόχος του δεν είναι να τις ενοποιήσει καταλήγοντας σε κάποιον ορισμό (θυμόμαστε τη φράση του Φρίντριχ Νίτσε ότι «ορίσιμο είναι μόνον εκείνο που δεν έχει ιστορία»[7]), αλλά να αναδείξει τις αμφισημίες του χιούμορ, να συγκεντρώσει και να τοποθετήσει ιστορικά τις κυρίαρχες ερμηνείες αυτού του αντιφατικού φαινομένου. Από αυτή την άποψη αξίζει κανείς/μια να διαβάσει αυτό το βιβλίο μόνο και μόνο για να δει να αναπτύσσονται ορισμένες λαμπρές διατυπώσεις, όπως: «[Το γέλιο] Είναι ένα αυθόρμητο σωματικό συμβάν […], αλλά ταυτόχρονα κοινωνικά εστιασμένο, και ως τέτοιο βρίσκεται στο μεταίχμιο φύσης και πολιτισμού.» (σελ. 17), ή «υφίσταται επίσης κάτι εγγενώς κωμικό στο γεγονός ότι η ιστορία είναι μεταβλητή και απροσδιόριστη. Η υπέρτατη πράξη κωμικής αντιστροφής είναι η πολιτική επανάσταση.» (σελ. 82).

Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε εκτενείς θεματικές ενότητες–κεφάλαια. Στην πρώτη, με τίτλο «Περί γέλιου», πραγματεύεται τις πρωτεϊκές μεταμορφώσεις του γέλιου. Στις δύο επόμενες περνάει προς τις θεωρίες του χιούμορ: στο «Περίγελος και χλεύη» στρέφεται εναντίον της θεωρίας της ανωτερότητας εξετάζοντας τις πηγές της, πριν μελετήσει την επικρατέστερη θεωρία της ασυνάφειας στο τρίτο κεφάλαιο, όπου θα διαφανεί και ο συνδυασμός θεωριών προς τον οποίο ο ίδιος κλίνει. Στις δύο τελευταίες μελετά την ιστορική εξέλιξη της έννοιας του χιούμορ στην Αγγλία και κλείνει με το πλέον ενδιαφέρον κεφάλαιο για την πολιτική του χιούμορ, εξετάζοντας τις πολιτικές του αντιφάσεις μέσα από μια απολαυστική ανάγνωση της βρετανικής θεατρικής παράστασης Comedians [Κωμικοί] (1976) του Τρέβορ Γκρίφιθς.

Παρά την εμβρίθεια και το απαράμιλλο ύφος του Ήγκλετον, ένα από τα μειονεκτήματα του βιβλίου είναι το από πού αντλεί τα παραδείγματά του ειδικά στο κεφάλαιο «Χιούμορ και Ιστορία». Κι αυτό διότι βασίζεται περισσότερο στα τεκμήρια της (αγγλικής κυρίως) λογοτεχνίας, χωρίς να λαμβάνει ιδιαίτερα υπόψη τα πολιτισμικά αντικείμενα με τα οποία σήμερα γελάμε περισσότερο, από τις ταινίες και τις σειρές, έως και το stand-up comedy. Άμεσα συνυφασμένο είναι και το γεγονός ότι εστιάζει πολύ παραπάνω στην ιστορία του χιούμορ όπως αναπτύσσεται στο βρετανικό περιβάλλον, με τρόπο που σε ορισμένα σημεία ο ορίζοντας του βιβλίο φαίνεται κάπως στενός. Βεβαίως, αυτά δεν μειώνουν τη σημασία του εν λόγω κεφαλαίου όπου γίνονται πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για το κελτικό και το ιρλανδικό χιούμορ, τη σύνδεση του χιούμορ με την κυρίαρχη αστική κουλτούρα, αλλά και για τις απελευθερωτικές πτυχές του λαϊκού χιούμορ.

Πράγματι, το γεγονός ότι το χιούμορ είναι οικουμενικό (παρατήρηση με την οποία ξεκινήσαμε την παρούσα βιβλιοκριτική) δεν πρέπει να μας κάνει να λησμονήσουμε ότι είναι ένα φαινόμενο ιστορικά και γεωγραφικά καθορισμένο. Ένας σύγχρονος Αμερικανός δεν γελάει με τα ίδια πράγματα με τα οποία γελούσαν οι θεατές της αρχαίας τραγωδίας, ούτε και οι τελευταίοι είχαν το ίδιο χιούμορ με τους σύγχρονούς τους Κινέζους. Υπάρχει αναμφίβολα μία εθνική διάσταση στο χιούμορ η οποία φαίνεται χαρακτηριστικά στη μορφή του λογοπαίγνιου[8]: το λογοπαίγνιο, ως ένα παιχνίδι με τη γλώσσα είναι ριζικά αμετάφραστο, εξού και ο μεταφραστής, Γιώργος Μπαρουξής, μεριμνά να παραθέσει σε υποσημειώσεις ορισμένα αστεία του Ήγκλετον τα οποία αλλιώς θα μας ήταν ακατανόητα (σελ. 108-112).[9]

Αν λοιπόν η αξία ενός έργου κρίνεται, μεταξύ άλλων, και από τα βιβλία τα οποία θα προκαλέσει, φρονώ ότι το βιβλίο αυτό κραυγάζει για μια ιστορία του ελληνικού χιούμορ. Μια ιστορία που, αν θέλαμε να είναι συνεκτική, θα έπρεπε να ξεκινάει από τον Διογένη τον Κυνικό και τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, περνώντας από τον Εμμανουήλ Ροΐδη και τον Γιάννη Σκαρίμπα, πηγαίνοντας από την πολιτισμική βιομηχανία της Φίνος Φιλμ και τα κόμικς, μέχρι τις επιθεωρήσεις και την πρόσφατη ανάδυση του ελληνικού stand-up comedy. Ασφαλώς, τέτοιες εργασίες έχουν γίνει μεμονωμένα, ενώ ένα τέτοιο εγχείρημα φαντάζει τιτάνιο. Ωστόσο, η συμπαράθεσή τους θα ενέτασσε στο χιούμορ την ιστορική του διάσταση, θα συνυπολόγιζε τα είδη, τους φορείς και τα ακροατήρια, καταλήγοντας στην ερμηνεία των αργών μεταλλαγών ενός φαινομένου που είναι υπερβολικά κοντά μας για να του δώσουμε την ανάλογη σημασία.[10]

Για να επιστρέψουμε όμως στο βιβλίο του Ήγκλετον, οφείλουμε να πούμε, κλείνοντας, το πλέον σημαντικό: ότι πρόκειται για μια εισαγωγή που γράφτηκε για να διαβαστεί από ένα ευρύτερο ακροατήριο και όχι για μια πραγματεία για εξειδικευμένο κοινό. Ως τέτοια, επιθυμεί να θέσει τους βασικούς όρους του ευρύτατου θέματος με το οποίο καταπιάνεται, να εξοικειώσει τους/τις αναγνώστ(ρι)ες και να προβληματίσει για την αντιφατικότητα του ζητήματος. Επί τη ευκαιρία, διαφαίνεται στην βιβλιοπαραγωγή του Ήγκλετον μία ακόμη, πρόσφατη στροφή, προς τις εισαγωγές, με χαρακτηριστικά τα: Meaning of Life (2007) (Το νόημα της ζωής, εκδ. Θύραθεν, 2015), Culture (2016), Materialism (2017) (Υλισμός, εκδ. Θύραθεν, 2021), Radical Sacrifice (2019), Tragedy (2020). Αυτή η στροφή είναι καθόλα ευπρόσδεκτη και συνιστά μια επιστροφή στην, πλέον κλασική, Εισαγωγή στη Θεωρία της Λογοτεχνίας (εκδ. Οδυσσέας, 1996), σε εισαγωγή Δημήτρη Τζιόβα, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί έναν αξεπέραστο οδηγό για την πολιτισμική θεωρία.

Πολλώ δε μάλλον, η δύναμη μιας μελέτης φαίνεται και στην αναγνώριση των αδυναμιών της και των ορίων της. Και με μία δόση λεπτού χιούμορ ο Ήγκλετον κλείνει το τρίτο κεφάλαιο ως εξής:

Το χιούμορ λοιπόν δεν έχει αποκαλύψει όλα τα μυστικά του, και ο ευμεγέθης ακαδημαϊκός τομέας που είναι αφοσιωμένος στη διερεύνησή του μπορεί να συνεχίσει ατάραχος την πορεία του. (σελ. 129).


Το κείμενο του Πάνου Σταθάτου επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [1]

Υποσημειώσεις[+]