- Marginalia - https://marginalia.gr -

Μια σύντομη κατάδυση στα Σοβιετικά Αρχεία: «Άκρως Απόρρητο. Οι σχέσεις ΕΣΣΔ-ΚΚΕ / 1944-1952»

Άκρως Απόρρητο. Οι σχέσεις ΕΣΣΔ-ΚΚΕ / 1944-1952
Νίκος Παπαδάτος
ΚΨΜ, Αθήνα 2019 | 584 σελίδες

Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΨΜ το βιβλίο Άκρως Απόρρητο. Οι σχέσεις ΕΣΣΔ-ΚΚΕ / 1944-1952 [1] του ιστορικού Νίκου Παπαδάτου, το οποίο ήδη κυκλοφορεί σε δεύτερη έκδοση. Πρόκειται για τη μελέτη ενός νέου ιστορικού, διδάκτορα του πανεπιστημίου της Γενεύης, του οποίου το πρώτο του βιβλίο Les communistes grecs et l’Union soviétique: histoire de la scission du Parti communiste de Grèce (1949–1968) [2] αναφέρεται στις διασπάσεις του ΚΚΕ την περίοδο 1949-1968 και την εμπλοκή των Σοβιετικών σε αυτή. Στο ανά χείρας βιβλίο, το πρώτο του συγγραφέα στα ελληνικά, ο Νίκος Παπαδάτος προσπαθεί να ανασυγκροτήσει τις σχέσεις ΕΣΣΔ-ΚΚΕ κατά την περίοδο 1944–1952. Χρονικά τοποθετούμαστε σε μια ιστορική περίοδο όπου απίστευτες, οβιδιακές μεταμορφώσεις συντελούνται μπροστά στα μάτια μας: το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η μετατροπή μιας σειράς κρατών σε λαϊκές δημοκρατίες, η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, ενώ στα καθ’ ημάς, στα ελληνικά πράγματα, συντελούνται τα Δεκεμβριανά, ο Εμφύλιος, η υπερορία. Το βιβλίο έρχεται να καλύψει ένα κενό στην ελληνική βιβλιογραφία, μιας κι ενώ δεν αμφισβητείται ο καθοριστικός ρόλος του καθοδηγητικού κέντρου στις αποφάσεις των κομμουνιστικών κομμάτων, εντούτοις δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες διαθέσιμες πηγές στη γλώσσα μας που να τεκμηριώνουν αυτή τη σχέση. Επίσης, απαντώνται ελάχιστες μελέτες οι οποίες να θέτουν στο επίκεντρο τις σχέσεις τόσο των Κομμουνιστικών Κομμάτων μεταξύ τους όσο και της ΕΣΣΔ με το ΚΚΕ, βασιζόμενες σε πρωτογενείς πηγές, όπως οι εξαιρετικές δουλειές των Φ. Οικονομίδη και Β. Κόντη.

Τα ντοκουμέντα που παρατίθενται στο εν λόγω βιβλίο έχουν εντοπισθεί και συγκεντρωθεί από τον συγγραφέα από δυο κέντρα φύλαξης αρχείων, τα Αρχεία του Υπουργείου Εξωτερικής Πολιτικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας (AVP RF) πρώην MID και τα Αρχεία Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας (RGARPI), τα οποία έχουν μεταφραστεί από τον ίδιο στα ελληνικά.

Το βιβλίο αρθρώνεται σε πέντε ενότητες: Στην πρώτη ενότητα ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει τις μεθοδολογικές του επιλογές και θέτει το πλαίσιο εντός του οποίου αναλύει τις πηγές που ακολουθούν. Ο υπότιτλος «Το ιστορικό πλαίσιο» ίσως είναι παραπλανητικός, μιας και απαιτούνται βαθιές και μάλλον εξειδικευμένες ιστορικές γνώσεις για την περίοδο και για το εθνικό/διεθνές πλαίσιο, ώστε να μπορέσουν να αξιολογηθούν και να εκτιμηθούν οι ερμηνείες που παρέχονται και να αξιοποιηθεί το πλούσιο αρχειακό υλικό. Ο συγγραφέας, βασιζόμενος στην αρχειακή έρευνα, εξετάζει τα πολιτικά αίτια της ήττας των Κομμουνιστών τον Δεκέμβριο του 1944 και της υπογραφής της συνθήκης της Βάρκιζας το 1945. Παράλληλα, περιγράφει το διεθνές πλαίσιο εντός του οποίου διεξάγεται ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα και τις διαστάσεις της εσωκομματικής διαμάχης που σοβεί στο ΚΚΕ από το 1948, έτσι ώστε να μπορέσει να παρουσιάσει την αλληλεπίδραση των σχέσεων ΕΣΣΔ-ΚΚΕ στην υπό εξέταση περίοδο. Στη δεύτερη ενότητα βρίσκουμε 39 έγγραφα από τα Αρχεία του Υπουργείο Εξωτερικής Πολιτικής της Ρωσικής Ομοσπονδίας (AVP RF) πρώην MID, τα οποία παραθέτει ο Νίκος Παπαδάτος χρονολογικά, από το Νοέμβριο του 1943 έως το Δεκέμβριο του 1944. Τα έγγραφα της ενότητας που ακολουθεί, της τρίτης, καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου. Τα 111 έγγραφα προέρχονται από τα Αρχεία Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας (RGARPI) και απλώνονται στην περίοδο μεταξύ του Αύγουστου του 1944 και του Οκτωβρίου του 1950, επίσης οργανωμένα σε χρονολογική σειρά. Ακολουθεί η τέταρτη ενότητα, η οποία περιλαμβάνει τα βιογραφικά στοιχεία και τους προσωπικούς φακέλους Ελλήνων πρωταγωνιστών της περιόδου, δυστυχώς μόνο ανδρών, των: Σ. Αναστασιάδη, Ν. Βαβούδη, Γ. Σιάντου, Γ. Ιωαννίδη, Β. Μπαρτζιώτα και Ν. Ζαχαριάδη[1]. Τα έγγραφα αποδεσμεύτηκαν από τα Αρχεία Κοινωνικής και Πολιτικής Ιστορίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας (RGARPI), στη συγκεκριμένη ενότητα επιλέγεται η θεματική παράθεση, ενώ υπάρχουν έγγραφα από το 1928 έως το 1955. Τέλος, στην πέμπτη ενότητα δίνονται σύντομα βιογραφικά των σοβιετικών αξιωματούχων που αναφέρονται στο βιβλίο.

Τα τεκμήρια που παρατίθενται στο βιβλίο είναι άκρως διαφωτιστικά, κι αν συνδυαστούν με άλλες πηγές, μπορούν να εγείρουν νέα ερωτήματα, να τροποποιήσουν παλαιότερα και, ενδεχομένως, να κλονίσουν βεβαιότητες. Ωστόσο, δεν πρόκειται για μια απλή μετάφραση αρχειακών τεκμηρίων. Οι επιλογές του συγγραφέα, τόσο στη μεθοδολογία όσο και στην παράθεση τους, διυλίζονται μέσα από τη δική του ιδιαίτερη οπτική για το θέμα των σχέσων ΕΣΣΔ–ΚΚΕ. Εντός αυτού του πλαισίου θα κινηθεί και η εν λόγω βιβλιοπαρουσίαση. Θα προσπαθήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε τις εκτιμήσεις του συγγραφέα ανοίγοντας έναν, ελπίζουμε, γόνιμο διάλογο.

Μεθοδολογικές επιλογές και θεωρητικές εκτιμήσεις

Κρατάμε ως βασικό στοιχείο ότι οι δρώντες της μελέτης είναι το ΚΚΕ και η ΕΣΣΔ και η μεταξύ τους σχέση. Δηλαδή η αλληλεπίδραση ενός Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο μέχρι πρότινος αποτελούσε το ελληνικό τμήμα της άρτι διαλυθείσας Κομιντέρν (1919–1943) και του μοναδικού, έως τότε, σοσιαλιστικού κράτους· κι όλα αυτά την περίοδο που το ΚΚΕ προσπαθεί να αλλάξει τις πολιτικές συνθήκες στη χώρα του προς όφελος της ελληνικής εργατικής τάξης. Οι βασικές θεματικές στις οποίες διαρθρώνεται η ανάλυσή του Νίκου Παπαδάτου είναι οι ακόλουθες: τα Δεκεμβριανά, η συνθήκη της Βάρκιζας, οι εκλογές του 1946, ο Εμφύλιος Πόλεμος και οι πρώτες μετεμφυλιακές ημέρες.

Η πρώτη παράμετρος που οφείλουμε να λάβουμε υπόψη είναι η θέαση του γράφοντα. Δηλαδή, επιλέχθηκε μια έξωθεν θέαση των συμβάντων, σε αντίθεση με το πώς γράφονται συνήθως οι εθνικές ιστορίες. Παρά τις δυσκολίες που εμφανίζει το εγχείρημα, η συγκεκριμένη επιλογή υπηρετείται μέχρι τέλους, χωρίς όμως να αποστασιοποιείται ο μελετητής με έναν στείρο τρόπο. Οι θεματικές εντάσσονται στο διεθνές τους πλαίσιο και αντιμετωπίζονται ως μέρη ενός πλέγματος και όχι ως αυτόνομες, παράλληλα εξελισσόμενες πορείες. Η προσέγγιση είναι πολύ ενδιαφέρουσα αν και περιπλέκει περαιτέρω τις εξόχως σύνθετες διαδικασίες. Η ανασύσταση της συγκυρίας θυμίζει κάτι από film noir. Υπ’ αυτήν την οπτική, η ΕΣΣΔ φαίνεται ότι εκείνη την περίοδο χαράσσει μια στρατηγική με στόχευση την πολιτική της εδραίωση στην Ευρώπη, επιδιώκοντας παράλληλα την ειρήνευση και τη σταθεροποίηση της ηπείρου (Παπαδάτος 2019, 67–69). Επιπροσθέτως, η πολιτική στήριξης προς τα Κομμουνιστικά Κόμματα της Ευρώπης συνδέεται με τα γεωπολιτικά συμφέροντα της ΕΣΣΔ. Συνεπώς, τα ίδια τα Κομμουνιστικά Κόμματα, η λειτουργία τους και οι επιλογές τους εργαλειοποιούνται από την ΕΣΣΔ για την εξυπηρέτηση των στόχων της χώρας. Ο ρόλος του ΚΚΕ και των λοιπών Κομμουνιστικών Κομμάτων γίνεται αντιληπτός ως ένα ακόμη κομμάτι της εξωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης, στην ουσία ως οργανικά μέρη ενός συστήματος. Στην Ελλάδα, γεωπολιτικά, και στο ΚΚΕ, πολιτικά και στρατιωτικά, επιφυλάσσεται ο ρόλος της «εφεδρείας». Η ελληνική περίπτωση αντιμετωπίζεται ως ένα διαπραγματευτικό χαρτί της Σοβιετικής Ένωσης στις διπλωματικές της διαπραγματεύσεις και κατατίθεται ως αντιστάθμισμα για να ενισχύσει την ευρωπαϊκή της στρατηγική. Για παράδειγμα, ο Δεκέμβρης του 1944 αποτελούσε μοχλό πίεσης για τον έλεγχο της Πολωνίας, ενώ η στήριξη του ΔΣΕ και ο συνακόλουθος αποσυντονισμός των δυτικών είχε, εκτός άλλων, ως στόχο την παροχή χρόνου στην ΕΣΣΔ για την ανάπτυξη πυρηνικού προγράμματος.

Δεύτερη παράμετρος είναι η περιγραφή και ανάλυση της υποτιθέμενης «υπακοής» του ΚΚΕ, αν και όχι πάντα, στις αποφάσεις της ΕΣΣΔ. Και εδώ ξεκινούν τα πρώτα αναλυτικής φύσης προβλήματα: Υπάρχει αναντιστοιχία στα επίπεδα τα οποία συνδιαλέγονται. Δηλαδή, φαίνεται ως εάν το ΚΚΕ, ένα κόμμα, να καθοδηγείται από την Σοβιετική Ένωση, ένα κράτος, ενώ παράλληλα η εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ, του κράτους, να αξιοποιεί το ΚΚΕ, το κόμμα, για να εκδιπλώσει τη στρατηγική της.

Επιπλέον, δεν γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ της ΕΣΣΔ και του ΠΚΚ(μπ) [Πανενωσιακό Κομμουνιστικό Κόμμα (μπολσεβίκων) μετέπειτα ΚΚΣΕ], ώστε αυτό που προκύπτει σε όλους τους τόνους είναι ότι το ΚΚΕ λαμβάνει και εκτελεί εντολές από την ΕΣΣΔ. Αν δεχτούμε ότι το ΚΚΕ υπακούει όχι απλώς στα κελεύσματα αλλά στις εντολές ενός κράτους, τότε οι αιτιάσεις περί ξενοκίνητου ΚΚΕ και οι συνακόλουθες κατηγοριοποιήσεις «ΚΚΕ(εσωτερικού)»/«ΚΚΕ(εξωτερικού)» είναι βάσιμες. Εντούτοις, αν το ΚΚΕ ακολουθεί τις οδηγίες ενός «αδελφού» ΚΚ, το οποίο λειτουργεί ως οιονεί καθοδήγηση, ιδιαίτερα μετά την αυτοδιάλυση της Κομιντέρν, τότε αυτό συνάδει με την προσήλωση στον στρατηγικό στόχο, μιας και η μακροημέρευση της ΕΣΣΔ (θεωρείτο ότι) διασφάλιζε τη συνέχεια της επαναστατικής διαδικασίας. Βέβαια κι εδώ υπάρχει μια αμηχανία, δεδομένου ότι η εισαγωγή καταλήγει στις τελευταίες σελίδες (Παπαδάτος 2019: 119-120) να ξεκαθαρίζει ότι το ΚΚΕ, όπως και τα αδελφά Κομμουνιστικά Κόμματα της Δυτικής Ευρώπης, ευθυγραμμίζονται με τον σχεδιασμό «του πρώτου σοσιαλιστικού κράτους», με σκοπό τη συμμετοχή τους στην υπόθεση της επανάστασης.

Συνεπώς, παρουσιάζονται δυο αντιλήψεις που συγκρούονται: Η μία είναι η αντίληψη που αντιμετωπίζει την ΕΣΣΔ ως ένα «Κόμμα-Κράτος», παρουσιάζει το ΠΚΚ(μπ) να έχει τόσο στενούς δεσμούς με εκείνη ώστε να είναι αδύνατον να διαχωρίσουμε την πρώτη από το δεύτερο· η δεύτερη αντίληψη αντιμετωπίζει την ΕΣΣΔ ως ένα κράτος στο οποίο το Κομμουνιστικό Κόμμα κυριαρχεί επ’ αυτού, αλλά αποτελούν διαφορετικές διακριτές οντότητες. Φυσικά, το Κόμμα ταυτίζεται με το κράτος στην ΕΣΣΔ, μιας και πρόκειται για ένα μονοκομματικό κράτος, όμως οι γραφειοκρατίες, τόσο η κρατική όσο και η κομματική, εξακολουθούν να λειτουργούν διακριτά η μια από την άλλη. Οι βασικές πολιτικές αποφάσεις λαμβάνονται στα κομματικά όργανα και από την κομματική γραφειοκρατία. Συνεπώς, εκεί σοβούν οι διαμάχες και όχι στους κρατικούς θεσμούς. Άλλωστε, σε ενδεχόμενη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, άρα και εναλλαγή κομμάτων στην εξουσία, το ΚΚΕ θα ακολουθούσε τις οδηγίες του ΠΚΚ(μπ) και όχι της ΕΣΣΔ.

Τρίτη παράμετρος είναι η εμπλοκή της ΕΣΣΔ στα εσωτερικά του ΚΚΕ. Φαίνεται ότι η Σοβιετική Ένωση αξιοποιεί υπάρχουσες εσωκομματικές διαφωνίες τις οποίες φροντίζει να βαθύνει, στηρίζοντας τη μια ή την άλλη άποψη, ώστε να μπορέσει να κατευθύνει το ΚΚΕ να λάβει τις αποφάσεις που η ίδια επιθυμεί. Η καταφυγή από πλευράς Σοβιετικής ένωσης στην πρακτική αυτή είναι δείγμα της σχετικής αυτοτέλειας των ΚΚ από την ΕΣΣΔ ή από το ΠΚΚ(μπ), άλλωστε όπως προείπαμε το ΚΚΕ και τα άλλα δυτικά ΚΚ δεν ακολουθούσαν πάντοτε τις παραινέσεις του κομμουνιστικού κέντρου.

Η πυκνή εισαγωγή θίγει πολλές πλευρές της πολυεπίπεδης πραγματικότητας, όμως είναι απλώς σπαραγματική. Είναι τόσο αφαιρετική και απαιτητική ώστε προϋποτίθεται βαθιά και εξειδικευμένη ιστορική γνώση, προκειμένου να αποκωδικοποιηθούν τα ζητήματα που θίγονται στο σύνολο τους. Παράλληλα, τα κείμενα που αποτελούν το βασικό σώμα του βιβλίου οργανώνονται κυρίως χρονολογικά· θεματική παράθεση γίνεται μόνο στην παρουσίαση των φακέλων πρωταγωνιστών της περιόδου. Στην ουσία, ο συγγραφέας επιλέγει να αφήσει τις πηγές να μιλήσουν οι ίδιες, μια μεθοδολογική επιλογή που επιτρέπει να προσεγγιστούν αυτές κατά το δοκούν. Ενδεχομένως να ήταν πιο πρακτικό τα κείμενα να συνοδεύονταν από εκτεταμένο υπομνηματισμό, στο πνεύμα δηλαδή που έχει γραφτεί και η εισαγωγή, ώστε να είναι πιο εύκολη η προσέγγιση τους.

Προφανώς, δεν επιχειρείται μια ανασύσταση της περιόδου ―άλλωστε κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο και δεν απαιτείται από κανέναν και καμία, τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα. Όμως, παρ’ όλες τις απαιτητικές συνθήκες, ο συγγραφέας, αξιοποιώντας ιστορικά παραδείγματα, επιτυγχάνει να αναδείξει μια σειρά υποθέσεων και να προτείνει ερμηνείες, ίσως ορισμένες φορές αλληλοαποκλειόμενες. Η συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία αποτελεί μια περίπτωση όπου «το ξυράφι του Όκκαμ» θα στόμωνε, μιας και η πιο απλή εξήγηση φαίνεται να μην είναι επαρκής.

Θα ήταν βέβαια άδικο τόσο για τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες όσο και για την ίδια τη μελέτη να μεταφερθούν όλες οι εκτιμήσεις του συγγραφέα σε μια βιβλιοκριτική, δεδομένου ότι χωρίς τις αρχειακές πηγές που τις ακολουθούν δεν θα είναι σε καμία περίπτωση πειστικές. Οπότε δεν θα το αποτολμήσουμε. Όμως, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η εκτεταμένη εισαγωγή προτείνει εναλλακτικές ερμηνείες σε ανοιχτά πολιτικά, ιστορικά ερωτήματα, ενώ ο πλούτος των εγγράφων που τις συνοδεύει είναι εντυπωσιακός. Ενδεχομένως αναγνώστες και αναγνώστριες που δεν έχουν εξοικείωση με την περίοδο και τη θεματολογία να δυσκολευτούν, ωστόσο αποτελεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και πλούσιο σώμα τεκμηρίων, το οποίο αναμένουμε να αποτελέσει αφετηρία ώστε, στο επόμενο διάστημα, να προκύψουν ακόμη πιο ενδιαφέρουσες και μακράν πιο προκλητικές προσεγγίσεις.


Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [3]

Υποσημειώσεις[+]