- Marginalia - https://marginalia.gr -

Μπάλα με τεστοστερόνη     

Fair is foul, foul is fair (Μακμπέθ)

Κάθε παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου έχει και τον κόπανό του. Αυτός προκύπτει εκ του αποτελέσματος –είναι η εκάστοτε πιο άτεχνη, άχαρη και άτυχη εθνική ομάδα της διοργάνωσης. Όπως η ελληνική το 1994 στις Ηνωμένες Πολιτείες, που κατατάχθηκε τελευταία στη βαθμολογία με μηδέν βαθμούς και πρώτη σε αρνητικό ρεκόρ τερμάτων: 0:10. Κι αυτό παρά την βοήθεια που της έδινε κατευθείαν ο Παντοδύναμος, όπως τουλάχιστον διαβεβαίωνε ο προπονητής της Αλκέτας Παναγούλιας.

Υπάρχει ωστόσο και ένας δεύτερος κόπανος –η ίδια η μπάλα. Και είναι κόπανος εν πολλοίς και εξαιτίας των απίστευτων σκανδάλων διαφθοράς που συνοδεύουν την ανάθεση του Μουντιάλ κάθε φορά (προ τετραετίας στη Βραζιλία, φέτος στη Ρωσία, το 2020 στο Κατάρ) και τον δυσφημούν ανεπανόρθωτα. Οι φιέστες μέσα και έξω από τα γήπεδα συγκαλύπτουν μόνο για μικρό διάστημα τον διασυρμό του· αργά ή γρήγορα ξαναβγαίνει στην επιφάνεια.

Τα σκάνδαλα αποτελούν βέβαια μόνο συμπτώματα της κρίσης. Οι βαθύτερες αιτίες της βρίσκονται αλλού: Εν μέρει στα παιχνίδια που παίζουν εις βάρος της μπάλας ξένοι σε αυτήν παράγοντες – πολιτικοί, οικονομικοί, δημοσιογραφικοί. Και εν μέρει στα παιχνίδια που παίζει η ίδια εναντίον του εαυτού της, αφενός, αποδεχόμενη τη λειτουργία της ως γιγαντιαίος οίκος εμπορίου, και αφετέρου, συνεχίζοντας να αναπαράγει όσο κανένας άλλος πολιτιστικός τομέας την ανδρική κυριαρχία. Η μπάλα είναι όπλο στα πόδια των ανδρών στη μάχη τους κατά των γυναικών και άλλων κοινωνικών ομάδων, όπως οι ομοφυλόφιλοι. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία αιτιών, για τις οποίες ευθύνεται η ίδια, θα γίνει κυρίως αναφορά σε αυτό το σημείωμα.

Θέατρο του ποδιού

Μια κύρια αιτία της κρίσης του ποδοσφαίρου είναι η εμπορευματοποίησή του. Κι αυτό, πρωτογενώς, επειδή διασπά την ενότητα των δύο «πυρηνικών» στοιχείων του, του παιχνιδιού και του αγώνα, και το εκτρέπει έτσι από την «κανονική» τροχιά του.

Ως παιχνίδι το ποδόσφαιρο δεν έχει εξωτερικό σκοπό. Είναι αυτοσκοπός χωρίς σκοπιμότητες, ικανοποιεί δηλαδή, σε αναλογία με την τέχνη, ένα ενδιαφέρον χωρίς συμφέρον. Πρόκειται, σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Γιόχαν Χουίτσινγκα, για εθελούσια πράξη που υπακούει σε υποχρεωτικούς κανόνες, «συνοδεύεται από ένα συναίσθημα της έντασης και της χαράς», και ενσαρκώνει ένα εναλλακτικό μοντέλο διαβίωσης, που εμπεριέχει «τη συνείδηση μιας “διαφορετικής” από τη “συνηθισμένη ζωή”».

Ως αγώνας έχει εξωτερικό σκοπό: Την επιβολή μιας ομάδας επί της αντιπάλου της.

Η διαφορετικότητα των σκοπών κάνει εκ των προτέρων εύθραυστη την ισορροπία των δυο στοιχείων. Η ισορροπία διατηρείται όταν ο ανταγωνισμός, όντας αμόλυντος ακόμα από εμπορικές σκοπιμότητες, παίρνει τη μορφή «ευγενούς» άμιλλας. Στο πλαίσιό της αναπτύσσεται ένα αγωνιστικό παιχνίδι, στο οποίο ο σκοπός (νίκη), και ο αυτοσκοπός (παιχνίδι) αλληλοπροσδιορίζονται. Κατά τον Χουίτσινγκα ωστόσο, η ισορροπία χάνεται από τη στιγμή που το ποδόσφαιρο γίνεται επαγγελματικό, εμπορευματοποιείται, όταν δηλαδή το παιχνίδι παύει να είναι αυτοσκοπός και υποτάσσεται στο σκοπό του αγώνα, ήτοι στις ανάγκες της νίκης και του συναφούς εμπορικού κέρδους. Έτσι χάνει τα θαυματουργά στοιχεία (αγιότητα, τελετουργία, λατρεία) που το χαρακτήριζαν στην αρχέγονη μορφή του. Στη νέα του μορφή χρησιμεύει πλέον μόνο ως πρόσχημα, ή ορθότερα ως όχημα για τη μεγιστοποίηση του κέρδους.

Αυτό είναι βέβαια η μισή αλήθεια. Η εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου αλλοιώνει όντως την αρχέγονη αθλητική αξία χρήσης του, όχι όμως μόνο αρνητικά. Τα τεράστια ποσά που διατίθενται για τη μετεξέλιξη και τελειοποίησή του (επαναστατικές προπονητικές μέθοδοι, ψηφιοποίηση των τακτικών και στρατηγικών στο γήπεδο, αγοραπωλησίες πανάκριβων παικτών, σωματείων και ολόκληρων λιγκών, κατασκευή γιγαντιαίων υλικοτεχνικών υποδομών και πάει λέγοντας) δεν συμβάλλουν μόνο στην «βιομηχανοποίηση» του, δηλαδή στη μεταποίηση της τέχνης του σε τεχνική, αλλά και στο αντίθετο: Στην άνθηση της τέχνης του στη βάση της εξελιγμένης τεχνικής. Όσο «σκοτώστρες» και να είναι ορισμένες αμυντικές τακτικές, όπως το κατενάτσιο, ή το σύστημα «Ρεχάγκελ», αδυνατούν να εξοντώσουν εντελώς το δημιουργικό δυναμικό των παικτών. Εξάλλου, αυτό δεν μπορεί να μειωθεί κάτω από ένα όριο. Το πηγαίο στοιχείο του το ανανεώνει συνεχώς. Αυτό είναι που κάνει το ποδόσφαιρο και τόσο ελκυστικό. «Μεγάλο θέατρο» νέου τύπου, χωρίς κείμενο και φωνή –μόνο με πόδια, που αυτοσχεδιάζουν. Ένας ποδοσφαιρικός αγώνας, έλεγε άγγλος δημοσιογράφος, είναι σαν ένα δράμα του Σαίξπηρ. Μόνο που σε αυτόν δεν ξέρει κανείς ποτέ εκ των προτέρων το τέλος του.

Με άλλα λόγια: Χωρίς παιχνίδι, και δη δραματικό, ποδόσφαιρο δεν γίνεται. Αν εξαφανιστεί το πρώτο, εξαφανίζεται και το δεύτερο –και μαζί του αναπόφευκτα και το εμπορικό κέρδος. Κι αυτό δεν το θέλουν φυσικά οι έμποροί του, που σπεύδουν εξ ιδίου συμφέροντος να αποτρέψουν τυχόν καταστροφή του.

Από την άλλη, για να επανέλθουμε στην πρώτη μισή αλήθεια, η εμπορευματοποίηση ρευστοποιεί το ποσοστό συμμετοχής του παιχνιδιού στον αγώνα, που αυξομειώνεται ανάλογα με τις αποφάσεις των προπονητών και των μάνατζερ. Έτσι χάνει την αυθεντικότητά του και τείνει να εκφυλιστεί από ολιστικό βίωμα σε «spettacollo» -πλούσιο μεν, αλλά αγοραίο θέαμα: το σήμα κατατεθέν μιας κρίσης, που δεν έρχεται μόνο έξω από το ποδόσφαιρο, αλλά και μέσα από αυτό.

Μπάλα με αντρικό πρόσωπο

Η μπάλα δεν πάσχει μόνο από εμπορευματοποίηση. Η κρίση της οφείλεται και στο είδος πολιτισμού και κοινωνικοποίησης που προσφέρει.

Το ποδόσφαιρο, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Νόρμπερτ Ελίας, αποτελεί πολιτιστική τεχνική, η οποία εξευγενίζει τις επιθετικές ορμές του ανθρώπου. Χάρη σε αυτό, ο βίαιος αγώνας στα πεδία της μάχης μετατρέπεται σε συμβολικό αγώνα στις αθλητικές αρένες, σε «ελεγχόμενο μαχητικό παιχνίδι». Η βία περιορίζεται στο πλαίσιό του σε ένα μίνιμουμ, που δεν θέτει σε κίνδυνο την ζωή, την αρτιμέλεια και την εν γένει υγεία των ανταγωνιστών. Αυτό ισχύει βέβαια και για τα άλλα αθλήματα, αρχής γενομένης με εκείνα στους αρχαίους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το μέσο για να διασφαλιστεί αυτό είναι οι κανόνες, καθώς και μια ηθική αρχή, το «ευ αγωνίζεσθαι», η ανάληψη δηλαδή της υποχρέωσης από τον αθλητή, να τους τηρεί. Οι κανόνες δεν ήταν αρχικά άκαμπτοι –η θανάτωση του αντιπάλου απαγορευόταν μεν ρητά, σε ορισμένους αγώνες όμως, όπως στην πυγμαχία, την πάλη, το παγκράτιο (συνδυασμός πάλης και πυγμαχίας) και τις αρματοδρομίες, γινόταν αποδεκτή ως παράπλευρη απώλεια αποδεκτή. Αλλά και αργότερα, όταν αυστηροποιήθηκαν, η τήρησή τους εναποτίθετο πρωταρχικά στους κριτές που χρησιμοποιούσαν εν ανάγκη ωμή βία για να τους επιβάλουν.

Οι Εγγλέζοι ήταν οι πρώτοι, που ανήγαγαν τέτοιους κανόνες σε κατηγορική προσταγή. Το fair play επιβάλλει στους αθλητές να κάνουν τους κανόνες κτήμα τους, να τους εσωτερικοποιήσουν. Να τους τηρήσουν δηλαδή όχι επειδή το λένε οι κριτές, αλλά επειδή το θέλουν οι ίδιοι –το υπαγορεύει η συνείδησή τους. Με αυτό δημιούργησαν μια νέα, ανώτερη ηθική του αγώνα, καθώς και νέες ασφαλιστικές δικλείδες για την υπεράσπισή της. Η παραβίαση της είναι διπλά κολάσιμη. Οι διαιτητές παρεμβαίνουν για να αποκαταστήσουν την διασαλευθείσα τάξη όχι μόνο σε τεχνικό, αλλά και σε ηθικό επίπεδο.

Η ηθική αυτή είναι το πλαίσιο, μέσα στο οποίο πραγματώνεται, σε μεγάλο βαθμό, η κοινωνικοποίηση της αντρικής νεολαίας. Χάρη σε αυτήν το ποδόσφαιρο παύει να είναι απλό κλωτσοσκούφι και εντάσσεται, όπως έλεγε ο Πιέρ Μπουρντιέ, στα «σοβαρά παιχνίδια». «Σοβαρά» επειδή διαπαιδαγωγούν τα παιδιά και τους έφηβους στη βάση δύο πρωτογενών αρετών της κοινωνίας του ανταγωνισμού –της άμιλλας (έναντι της αντίπαλης ομάδας) και της αλληλεγγύης (στο εσωτερικό της ίδιας ομάδας). Χάρη σε αυτό οι εκπαιδευόμενοι ωριμάζουν σε «άντρες» που είναι σε θέση να αξιοποιήσουν τις δυο σημαντικές αυτές αρετές και στον περαιτέρω επαγγελματικό και κοινωνικό τους βίο.

Μόνο που η διαπαιδαγώγηση αυτή έχει ένα κακό –αποκλείει τις γυναίκες. Τέτοιος αποκλεισμός, που αποτελεί νέα εκδοχή της απαγόρευσης της συμμετοχής των γυναικών στις Ολυμπιάδες της αρχαιότητας, ήταν μέχρι τα πρώτα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και νομικά κατοχυρωμένος. Η Γερμανική Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου DFB, για παράδειγμα, απαγόρευε μέχρι το 1970 (!) τη συμμετοχή γυναικών σε ανδρικά ποδοσφαιρικά σωματεία, ή την ίδρυση γυναικείων ομάδων με την αιτιολογία «ότι αυτό το αγωνιστικό άθλημα είναι στην ουσία ξένο στη φύση του γυναίου (sic)». Η άρση της απαγόρευσης στη συνέχεια δεν λέει πολλά. Το απαρτχάιντ συνεχίζει να υφίσταται εν πολλοίς de facto. Η γυναικεία παρουσία στα γήπεδα, αν και έχει πάψει να είναι περιθωριακή, δεν είναι ποτέ ισότιμη με την ανδρική και γίνεται ανεκτή μόνο εφόσον υποτάσσεται στις αντρικές νόρμες. Όχι τυχαία, τα γήπεδα χαρακτηρίζονται «αρένες του ανδρισμού», που αποπνέουν πότε «το «Zeitgeist (πνεύμα) της ανδρικής κυριαρχίας», πότε κοινή «βαρβατίλα». «Η μπάλα είναι φουσκωμένη με τεστοστερόνη» συνοψίζει γάλλος δημοσιογράφος. Το απαρτχάιντ στα γήπεδα, επίσημο ή ανεπίσημο, δεν αποτελεί απλώς μια ακόμη διάκριση εις βάρος των γυναικών, αλλά σύστημα διατήρησης της κεντρικής εξουσίας. Η ειρωνεία; Οι ίδιοι άντρες, που αποκλείουν τις γυναίκες από το ποδόσφαιρο, τις λοιδορούν κατόπιν για την αποξένωσή τους από αυτό, για την κακή μπάλα που παίζουν και για την αδυναμία τους να καταλάβουν τον κανονισμό του οφσάιντ.

Ακόμα πιο απόλυτο παραμένει το απαρτχάιντ εις βάρος των ομοφυλόφιλων, παρόλο που το ποδόσφαιρο είναι ήδη –λόγω του αποκλεισμού των γυναικών– καθαρά «ομοφυλοκοινωνικό» παιχνίδι. Οι δυο αποκλεισμοί συνθέτουν από κοινού, σύμφωνα με τον βρετανό κοινωνιολόγο Ρόμπερτ Κόνελ, την έννοια του «ηγεμονικού ανδρισμού», του ιδεολογικού εργαλείου που φροντίζει για την διπλή κατοχύρωση της απολυταρχικής εξουσίας των «σωστών» ανδρών.

Το παράδοξο αποτέλεσμα: Το ποδόσφαιρο γεννά ταυτόχρονα πολιτισμό και βαρβαρότητα, τον πρώτο μέσα στις τάξεις των ανδρών, την δεύτερη στον αγώνα των ανδρών εναντίον του υπόλοιπου πληθυσμού. Τα δυο φαινόμενα έχουν κοινή μήτρα: ένα πρότυπο κοινωνικοποίησης που είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των ανδρών. Πρότυπο εντελώς ξένο προς το εναλλακτικό μοντέλο διαβίωσης του Χούτσινγκα, που στηρίζεται στη συνείδηση μιας «διαφορετικής», απαλλαγμένης από συνήθεις διακρίσεις, ζωής.

Fair play á la carte

Η εμπορευματοποίηση έχει βέβαια και άλλα κακά. Ένα από αυτά είναι η υπέρμετρη και ενίοτε εγκληματική βία κατά τη διάρκεια ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Η βία αυτή τιμωρείται από τους κανόνες –σύμφωνα όμως με το αθλητικό δίκαιο, (με φάουλ, κίτρινη και κόκκινη κάρτα, αποκλεισμό για ορισμένες αγωνιστικές ημέρες, κλπ.), όχι με το κοινό ποινικό. Ξεκινώντας από την υπόθεση ότι οι παίκτες εμφορούνται επαρκώς από τις ιδέες του fair play, ο νομοθέτης έχει κηρύξει τα γήπεδα σε ελεύθερους από το ποινικό δίκαιο χώρους. Οι παράγοντες (παίκτες, προπονητές, κλπ.) που ευθύνονται άμεσα ή έμμεσα για την ομαλή διεξαγωγή του αγώνα, απολαμβάνουν καθεστώς ιδιότυπης ετεροδικίας. Βιαιοπραγίες και βαριοί τραυματισμοί, που σε κανονική περίπτωση θα τιμωρούνταν από τα ποινικά δικαστήρια, παραμένουν εδώ ατιμώρητοι.

Μόνο που το fair play δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της εμπορευματοποίησης. Η εφαρμογή του είναι αποτελεσματική μόνο εκτός αυτής, όταν δηλαδή ο αγώνας αποβλέπει μέσω της άμιλλας στη νίκη της καλύτερης ομάδας. Υπό τις συνθήκες της εμπορευματοποίησης διαρρηγνύεται η σχέση που χαρακτηρίζει κάθε ηθικά νομιμοποιημένη δραστηριότητα: εκείνη μεταξύ σκοπού (νίκης) και μέσου (συμπεριφοράς των παικτών, κλπ.). Η νίκη αγιάζει τα μέσα, και όσο μεγαλύτερο το προσδοκώμενο κέρδος, τόσο περισσότερος και ο πειρασμός για παραβίαση των κανονισμών. Οι τελευταίοι δεν παύουν μεν να λειτουργούν –χωρίς αυτούς είναι αδύνατο οποιοδήποτε παιχνίδι!– , το αντίθετο μάλιστα, γίνονται όλο και πιο λεπτεπίλεπτοι, προσαρμοζόμενοι, έστω και με βραδύ ρυθμό, στην τρέχουσα τεχνολογία, όπως γίνεται τελευταία με την χρήση του βίντεο από τους διαιτητές. Εξίσου γρήγορα αναπτύσσονται όμως με τη σιωπηλή συναίνεση των ποδοσφαιρικών Αρχών και οι παραβιάσεις των κανόνων, που είναι από δεκαετίες μόνιμο στοιχείο της προπόνησης. Στο ρεπερτόριο των παραβατών δεν ανήκουν μόνο τα κρυφά (και συχνά βάναυσα) φάουλ, αλλά και η ανενδοίαστη άρνησή της διάπραξής τους μπροστά στα μάτια του κοινού στις κερκίδες και τις τηλεοπτικές οθόνες.

Μαζί με τους κανόνες του παιχνιδιού, παρακάμπτονται και παλιομοδίτικες («ρομαντικές»), αλλά δοκιμασμένες αρετές, όπως ο ιπποτισμός, που εμπεριέχει το στοιχείο της γενναιοδωρίας έναντι του αντιπάλου. Η τελευταία περιορίζεται πλέον σε λίγες συμβολικές πράξεις, όπως, σε περίπτωση διακοπής του παιχνιδιού λόγω του τραυματισμού ενός παίκτη, στην επιστροφή της μπάλας κατά την επανέναρξη του παιχνιδιού στην ομάδα που την κατείχε τη στιγμή της διακοπής. Αλλά ούτε κι αυτό συμβαίνει πάντα. Αν ο διαιτητής δεν αντιληφθεί αμέσως τον τραυματισμό, οι παίκτες της αντίπαλης ομάδας, ξεχνώντας κάθε ιπποτισμό, προσπαθούν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους την ξαφνική αριθμητική υπεροχή τους έναντι της ομάδας του τραυματία.

Έτσι δημιουργείται ένα ανεπίσημο σύστημα ανομίας, που λειτουργεί παράλληλα προς το επίσημο νομικά κατοχυρωμένο. Τα δυο συστήματα, στα οποία συνυπάρχουν η τάξη και η αταξία, το νόμιμο και το παράνομο, το ηθικό και το ανήθικο, τείνουν σε ορισμένες στιγμές να σχηματίσουν μια κοινή γκρίζα ζώνη, στην οποία χάνουν το σταθερό περίγραμμα τους, ρευστοποιούνται. Σε τέτοιο αβέβαιο περιβάλλον πάει κουτί η σαιξπηρική φόρμουλα: «fair is foul, foul is fair» (Μακμπέθ, Πράξη Πρώτη, Σκηνή Πρώτη [1]). Το φάουλ παιχνίδι φαντάζει έντιμο, το έντιμο φάουλ. Επόμενο έτσι, τις στιγμές αυτές, η προκαλούμενη παραζάλη να μεταδίδεται και στους θεατές.

Χειραφέτηση της γυναίκας μέσω της χειραφέτησης της μπάλας

Η κρίση της μπάλας, και, συνεπακόλουθα, της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (FIFA), οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα απίστευτα προνόμια που της έχουν παραχωρήσει τα κράτη. Ένα από αυτά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, είναι η ετεροδικία στα γήπεδα, τρία άλλα, επίσης σημαντικά, έχουν διπλωματικό, οικονομικό και πολιτικό χαρακτήρα.

Το διπλωματικό προνόμιο είναι και το πιο «αθώο» συνίσταται στην αναγνώριση της FIFA από την διεθνή κοινότητα ως ψευδοκράτος. Αυτό της δίνει επίσης ψεύτικη λάμψη, επειδή έτσι μπορεί να εμφανίζεται με δική της σημαία, δικό της ύμνο, και δικά της παράσημα, αλλά συγχρόνως και οπερετική μορφή.

Εκείνο που μετράει πολύ περισσότερο είναι το οικονομικό της προνόμιο. Αυτό έχει καταρχάς φορολογική όψη: Η FIFA δεν έχει πληρώσει μέχρι σήμερα ούτε ένα σεντ φόρο στα κράτη, στα οποία διοργανώνει τα Μουντιάλ, και από τα οποία, όπως πρόσφατα στη Βραζιλία, αποκομίζει κέρδη δισεκατομμυρίων ευρώ. Η μόνη χώρα στην οποία καταβάλει φόρους είναι η Ελβετία, όπου είναι καταγεγραμμένη ως κοινωφελής οργάνωση. Το πληρωτέο ποσό είναι όμως σχεδόν αμελητέο, επειδή υπολογίζεται στη βάση του πολύ χαμηλού φορολογικού συντελεστή, που ισχύει για τα αθλητικά σωματεία.

Εξίσου μεγάλα είναι τα «κρυφά» κέρδη της. Το πώς τα βγάζει, το περιγράφει ο Ντέιβ Ζιρίν [Dave Zirin] στο βιβλίο του Brazil’s Dance with the Devil [2]. Στα χέρια της FIFA, γράφει, το ποδόσφαιρο είναι ο Δούρειος Ίππος του νεοφιλελευθερισμού, με τη βοήθειά του οποίου μπορεί να ιδιωτικοποιεί τεράστια κέρδη και να κοινωνικοποιεί τις επίσης πελώριες δαπάνες για την κατασκευή και συντήρηση σταδίων και υποδομών. Στα κέρδη αυτά προστίθενται τα δισεκατομμύρια του κράτους για την περιφρούρηση των αγώνων (που κανονικά θα έπρεπε να χρηματοδοτήσει η ίδια), και εκείνα των τηλεοπτικών σταθμών για την άδεια κάλυψης των αγώνων (που τελικά τα φορτώνονται οι θεατές μέσω της καταβολής φόρων και συνδρομών).

Το τρίτο, και κοινωνικά πιο σημαντικό, προνόμιό της FIFA έχει κοινωνικό-πολιτικό χαρακτήρα: είναι το «ελεύθερο» που της δίνει το κράτος στη διατήρηση και αναπαραγωγή της ανδρικής ηγεμονίας στο ποδόσφαιρο. Όχι ότι δεν κάνει πολλά για τη διάδοση του γυναικείου ποδοσφαίρου. Αλλά τα προγράμματα της πέφτουν στο κενό, επειδή στηρίζονται σε ανδρικά πρότυπα: Οι γυναίκες καλούνται απλώς να τα μιμηθούν. Σε αυτή τη λογική είναι καθηλωμένη και η Αριστερά, η οποία ζητά την άρση των εμποδίων που εμποδίζουν τις γυναίκες να βάλουν περισσότερο πόδι στα γήπεδα, και τον εκδημοκρατισμό της FIFA –όχι όμως και την κοινωνική επανίδρυση του ποδοσφαίρου. Επανίδρυση σημαίνει εδώ την αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ παιχνιδιού και αγώνα και την άρση κάθε διάκρισης εις βάρος των γυναικών. Αυτό δεν μπορεί φυσικά να γίνει πράξη σε μια κοινωνία του ανταγωνισμού, πόσω μάλλον του νεοφιλελευθερισμού, της οποίας αντανάκλαση είναι και το σημερινό ποδόσφαιρο, μπορεί να τεθεί όμως ως στρατηγικός στόχος. Τα ενδιάμεσα βήματα προς αυτόν πρέπει ακριβώς να αποβλέπουν στην καταπολέμηση αυτών των διακρίσεων. Αυτό σημαίνει ρήξεις που ξεπερνούν κατά πολύ τις πρόσφατες στην Ελλάδα μεταξύ της κυβέρνησης και του ποδοσφαιρικού κατεστημένου. Το αν το θέλει αυτό η Αριστερά (όχι μόνο η ελληνική) είναι όμως αμφίβολο. Οι ηγέτες και οι οπαδοί της είναι κατά κανόνα φανατικοί της ανδροκρατούμενης μπάλας, που θέλουν το πολύ την εξυγίανση των υπαρχουσών δομών του ποδοσφαίρου (κάτι που δεν είναι καθόλου λίγο), όχι όμως την ανατροπή τους. Η ιδέα, για να παραφράσουμε τον Μαρξ, ότι η χειραφέτηση των γυναικών (και κατ’ επέκταση των αντρών) περνάει και μέσα από την χειραφέτηση της μπάλας, ήτοι από την απεξάρτησή της από την ανδρική ηγεμονία, της είναι ξένη.

Ό,τι απομένει είναι οι πρακτικές εφαρμογές των παραπάνω προνομίων, έτσι όπως αυτές αποτυπώνονται καθημερινά στα μέσα ενημέρωσης. Με προεξέχουσα τη διαπλοκή της FIFA με τους κορυφαίους «προμηθευτές» και «χορηγούς» του αθλήματος (Adidas, Nike, Coca Cola, Hyundai/Kia, Visa, Qatar Airways, Gazprom και πάει λέγοντας), καθώς και με πολιτικούς κάθε είδους, των δικτατόρων μη εξαιρουμένων. Τα πελώρια σκάνδαλα διαφθοράς, που χάρη στα Football Leaks έρχονται τελευταία με ιλιγγιώδη ταχύτητα στην επιφάνεια, είναι το λογικό επακόλουθο αυτής της διαπλοκής.

Το σκεπτόμενο σώμα

Όλες οι παραπάνω αναφορές επιβεβαιώνουν ότι η μπάλα περνά βαθιά δομική κρίση. Μόνο που δεν το ξέρει –όχι τουλάχιστον στην πραγματική της έκταση. Κι αυτό είναι που την απειλεί με διασυρμό και στο Μουντιάλ της Ρωσίας.

Όμως το ποδόσφαιρο δεν είναι μόνο κόπανος. Είναι και ήρωας –και δη τραγικός. Κι αυτό επειδή, παρά τις εγγενείς αδυναμίες του, έχει έναν άφθαρτο πυρήνα: την κατά τον φιλόσοφο Βάλτερ Μπένιαμιν αύρα του μοναδικού, «το εδώ και τώρα» του γνήσιου παραδοσιακού έργου τέχνης, που έχει μυστικιστικές καταβολές, ή τη «μοναδική μορφή ενός μακρινού τόπου, όσο κοντά και να είναι», που χαρακτηρίζει το ωραίο στη φύση. Ο ποδοσφαιρικός αγώνας δεν είναι ούτε καλλιτέχνημα, ούτε φυσική ομορφιά, έχει όμως όλες τις ιδιότητες που του δίνουν αύρα: το hic et nunc του μοναδικού, καθώς και το απόμακρο ενός πρωτότυπου φυσικού τοπίου, όσο κοντά και να τον βλέπουμε –στο γήπεδο ή στην τηλεόραση.

Ο πυρήνας αυτός, σύμφωνα με την φιλοσοφία της πράξης του Γκούντερ Γκεμπάουερ, εδράζεται στην ικανότητα του σώματος να σκέφτεται –όχι τόσο πολύπλοκα όσο το μυαλό, αλλά αρκετά σύνθετα για να μπορεί να προκαταλαμβάνει επερχόμενες καταστάσεις (φάσεις) στο γήπεδο και να επιδρά ρυθμιστικά σε αυτές.

Το κύριο όργανο «σκέψης» του σώματος είναι το πόδι. Αυτό είναι που κάνει κουμάντο την ώρα του ποδοσφαιρικού αγώνα και στα άλλα σωματικά μέλη. Ενώ σε κάθε άλλο παιχνίδι, ή σε κάθε άλλη δραστηριότητα (με εξαίρεση τον βηματισμό και τον χορό), το χέρι έχει υπεροπλία έναντι του ποδιού, στο ποδόσφαιρο συμβαίνει το αντίθετο: Το πόδι κερδίζει το πάνω χέρι έναντι του χεριού.

Η αντιστροφή των ρόλων μεταξύ ποδιού και χεριού, όπως είχε γράψει ο υπογράφων παλιότερα στο «Βήμα», ανατρέπει και τη σχέση σώματος-πνεύματος.[1]:

Το πόδι, ο φορέας του όρθιου βηματισμού, επανέρχεται στη συλλογική μνήμη ως το αρχέτυπο της ανθρώπινης εξέλιξης και αποκαθίσταται στη συλλογική συνείδηση, πρώτον (χάρη στο μέτρο και το ρυθμό του βαδίσματος) ως ο ψυχικός βηματοδότης του ανθρώπου, και δεύτερον, ως η αφετηρία του ορθού λόγου. Στο γήπεδο ανακαλύπτουμε πάλι, ότι ήταν το πόδι που «γέννησε» το χέρι και το μυαλό. Και ότι η σκέψη μιμείται την κίνησή του – όπως η ψυχή τα χτυπήματα της καρδιάς.

Η ανατροπή έχει βέβαια τα όρια της, αφού ισχύει μόνο κατά το σύντομο διάστημα ενός παιχνιδιού. Μετά η λάμψη της χάνεται. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Το ποδόσφαιρο είναι παιδί κατώτερων θεών. Οι φάσεις στα γήπεδα του μπάσκετ, του βόλεϊ, ή του χόκεϊ, είναι, χάρη στο «έξυπνο» χέρι, ασύγκριτα πιο περίπλοκες και θεαματικές, από ότι εκείνες στην ποδοσφαιρική αρένα. Σε σύγκριση με όλα τα άλλα «ένσφαιρα» αθλήματα, το ποδόσφαιρο είναι όντως κλωτσοσκούφι -η πιο υπανάπτυκτη μορφή χειρισμού της μπάλας.

Εκείνο που ξετρελαίνει έτσι τους ποδοσφαιρόφιλους με το παιχνίδι τους είναι το «παρόλα αυτά»: Το ότι το «πρωτόγονο» πόδι μπορεί να αναπτύξει μια πολύ πιο αναπάντεχη και ιδιότυπη αισθητική από ότι άλλα μέλη του σώματος. Και ότι πίσω από αυτήν προβάλει το μυστήριο του τυχαίου και του εύθραυστου της ανθρώπινης δράσης. Αυτός είναι και η μαγεία της μπάλας –ο συγχρωτισμός της με ότι είναι ιερό και όσιο, γνήσια μυστηριακό στον άνθρωπο.

Κάθε πολιτική καμπάνια για την χειραφέτηση της μπάλας από τις εμπορικές δουλείες και τον «ηγεμονικό ανδρισμό», ήτοι το ξεφούσκωμά της από την τεστοστερόνη, θα πρέπει να αποβλέπει και στην υπεράσπιση αυτού του μυστηρίου. Αν δεν το κάνει, το ποδόσφαιρο θα μείνει εσαεί κόπανος -κοινός βαστάζος των ανδρών στον αγώνα τους κατά των «αλλοφύλων».

Υποσημειώσεις[+]