- Marginalia - https://marginalia.gr -

«Νεκροτομείο πλήρες»: Όταν το αστυνομικό μυθιστόρημα συναντά την «κοινωνία του θεάματος»

Νεκροτομείο πλήρες [1]
Jean-Patrick Manchette
μετάφραση: Ειρήνης Παπακυριακού
εκδόσεις Άγρα, 2020 | 288 σελίδες

 

Ο Ζαν – Πατρίκ Μανσέτ [Jean-Patrick Manchette] (1942-1995) αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή, ίσως τον σημαντικότερο εκπρόσωπο της σύγχρονης γαλλικής αστυνομικής λογοτεχνίας, του λεγόμενου «νέου γαλλικού αστυνομικού μυθιστορήματος» (“neo-polar”) για την ακρίβεια, που αναπτύχθηκε ιδίως κατά τη δεκαετία του 1970 με εκπροσώπους όπως ο Ντιντιέ Ντενένξ [Didier Daeninckx] (1949), ο Τιερύ Ζονκέ [Thierry Jonquet] (1954-2009), ο –ελληνικής καταγωγής– Πιέρ Σινιάκ [Pierre Siniac] (1928-2002), ο Ζαν-Κλοντ Ιζό (1945-2000) [Jean-Claude Izzo] κ.α.. Ο ίδιος εκτός από μυθιστοριογράφος εργάστηκε επίσης ως μεταφραστής και σεναριογράφος, επηρεάστηκε δε από τις αριστερές ιδέες και ιδίως από τις θέσεις του Γκυ Ντεμπόρ [Guy Debord] (1931-1994) και της «Καταστασιακής Διεθνούς» [Internationale Situationniste‎][1] κάτι που αποτυπώνεται έντονα και στα μυθιστορήματά του. 

Η άρτια θεωρητική του κατάρτιση και η αναζήτηση των κοινωνικών αιτίων που οδηγούν στο έγκλημα διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο για την επιλογή του Μανσέτ να συνδυάσει το –εμπνευσμένο από Αμερικανούς συγγραφείς– κλασικό και κυνικό αστυνομικό αφήγημα με το πολιτικό στοιχείο, γεγονός που δικαίως τον ανέδειξε στον εισηγητή του νέου αυτού είδους αστυνομικής λογοτεχνίας. Τα ίδια βήματα με την εισαγωγή πολιτικοκοινωνικών προβληματισμών ακολούθησαν και οι υπόλοιποι εκπρόσωποι του neo-polar. Μολονότι στο έργο του Μανσέτ αντικατοπτρίζονται πολλές ιδέες εμπνευσμένες από το κλίμα που διαμόρφωσε ο Μάης του ’68, ο ίδιος ο συγγραφέας είχε αποκρυσταλλώσει τις πολιτικές του αντιλήψεις πολύ νωρίτερα, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 με τον πόλεμο της Αλγερίας να μαίνεται, τον γκωλισμό να εδραιώνεται στη Γαλλία (Ίδρυση της Ε΄ Δημοκρατίας με το Σύνταγμα του 1958) και το σοβιετικό κομμουνιστικό πρότυπο να αμφισβητείται. 

Από το 1971 και για μια περίπου δεκαετία ο Μανσέτ έγραφε πυρετωδώς παρουσιάζοντας μια εντυπωσιακή συγγραφική παραγωγή, ο ίδιος ωστόσο μιλούσε απαξιωτικά για τη Λογοτεχνία ως μορφή καλλιτεχνικής δημιουργίας, υποστηρίζοντας ότι «έχουμε πράγματι κάνει τον κύκλο όλων των μορφών» και ότι «οι μοντερνιστές σαλτιμπάγκοι δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να ζεσταίνουν τα υπολείμματα του Σελίν, του Τζόϊς, του Νταντά». Το 1981 ο συγγραφικός του πυρετός φτάνει στο αποκορύφωμά του με το μυθιστόρημα «Η πρηνής θέση του σκοπευτή» [La Position du tireur couché], το οποίο αποτελεί για πολλούς το καλύτερο έργο του. Ωστόσο, το ίδιο έτος διακόπτει απότομα τη συγγραφή, επιλέγοντας να μεταφράζει αστυνομικά μυθιστορήματα (π.χ. του Ross Thomas) και να γράφει κριτικές βιβλίου, κινηματογραφικά σενάρια κλπ. Όταν αποφασίζει να ασχοληθεί εκ νέου με το μυθιστόρημα, το 1989, αντιμετωπίζει ήδη σοβαρά προβλήματα υγείας (καρκίνο) που θα οδηγήσουν στον πρόωρο θάνατό του το 1995, σε ηλικία μόλις 53 ετών και έχοντας αφήσει πίσω του ένα πλούσιο συγγραφικό και μεταφραστικό έργο και ένα ημιτελές μυθιστόρημα. 

Οι περισσότεροι χαρακτήρες του Μανσέτ είναι αντιήρωες, άνθρωποι που, ακόμη και όταν δεν ζουν στο περιθώριο, αντιμετωπίζουν οπωσδήποτε δυσκολίες προσαρμογής. Έτσι, για παράδειγμα, στην «Πρηνή θέση του σκοπευτή» (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου), ο κεντρικός ήρωας, ο Τεριέ, είναι ένας επαγγελματίας δολοφόνος που αποφασίζει να αποσυρθεί από την ενεργό δράση και να αντιμετωπίσει το παρελθόν του, κάτι όμως που στην πορεία δεν θα αποδειχτεί τόσο εύκολο. Στο «Μελαγχολικό Κομμάτι της Δυτικής Ακτής» [Le petit bleu de la côte Ouest] (επίσης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα σε μετάφραση Θεόδωρου Τσαπακίδη) –που αναμφίβολα απηχεί περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο μυθιστόρημα τις καταστασιακές απόψεις του συγγραφέα– από την άλλη μεριά, ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Ζωρζ Ζερφώ, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση ενός πρώην εξεγερμένου νέου της γενιάς του ’68 που πλέον μοιράζει, ως μεσοαστός, τη ζωή του μεταξύ της δουλειάς και της οικογένειάς του και ξεφεύγει κάνοντας άσκοπες βόλτες με το αυτοκίνητο υπό τους ήχους της jazz και με τη συνοδεία αλκοόλ και βαρβιτουρικών, μέχρι τη στιγμή που ένα τυχαίο περιστατικό θα τον φέρει ακούσια αντιμέτωπο με επαγγελματίες δολοφόνους ανατρέποντας (;) την έως τότε καθημερινότητά του. Η περιπέτειά του θα τον αγγίξει μεν, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι θα λειτουργήσει λυτρωτικά.[2] 

Αντίστοιχη είναι και η περίπτωση του Εζέν Ταρπόν, κεντρικού ήρωα του βιβλίου «Νεκροτομείο πλήρες» [Morgue Pleine], που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μετάφραση της Ειρήνης Παπακυριακού από τις εκδόσεις Άγρα. Το διάγραμμα της πλοκής δεν διαφέρει πολύ από τα άλλα μυθιστορήματα του Μανσέτ: Πρωταγωνιστής είναι ένας πρώην αστυνομικός, ο οποίος έχοντας σκοτώσει έναν νεαρό κατά τη διάρκεια μιας επιχείρησης, έχει απομακρυνθεί από το σώμα και εργάζεται πλέον ως ιδιωτικός ντετέκτιβ. Ο Ταρπόν, ευρισκόμενος σε εντελώς παρακμιακή κατάσταση, χωρίς υποθέσεις, στα όρια του αλκοολισμού και αδυνατώντας να πληρώσει μέχρι και το ενοίκιο του διαμερίσματός του, αποφασίζει να αποσυρθεί και να επιστρέψει στη γενέτειρά του, ωστόσο ένα απρόοπτο περιστατικό τον εμπλέκει σε μια σκοτεινή υπόθεση. 

Αρωγός στην υπόθεση αυτή, τη δολοφονία μιας νεαρής ηθοποιού «τολμηρών» ταινιών, θα είναι ένας παλαίμαχος δημοσιογράφος του αστυνομικού δελτίου, ο Εβραϊκής καταγωγής Χεϊμάν, που –για να καταπολεμά την πλήξη του- εξακολουθεί να διατηρεί επαφές με την αστυνομία και να ερευνά νέες υποθέσεις. Η περίπλοκη ιστορία ξετυλίγεται αριστοτεχνικά σαν κουβάρι μέσα από τις σελίδες του βιβλίου, στις οποίες παρελαύνουν από μαφιόζους και ακροαριστερούς «αντάρτες πόλης» μέχρι πράκτορες της Μοσάντ και «εμπόρους ελπίδας» νέων καλλιτεχνών. 

Οι περιγραφές είναι σύντομες και συμπυκνώνουν τις εικόνες που διακρίνονται για την ωμή βία. Η ουσία της ιστορίας όμως δεν βρίσκεται εκεί, αλλά στην ίδια την πόλη, τον ίδιο τον κόσμο όπου διαδραματίζεται η πλοκή του μυθιστορήματος, έναν κόσμο που είναι από μόνος του σκληρός, ωμός, βίαιος και σαρκαστικός. Η εξέλιξη των γεγονότων είναι καταιγιστική, σχεδόν κινηματογραφική, κάτι που αναδεικνύει για μια ακόμη φορά τη συγγραφική επιδεξιότητα του Μανσέτ, αλλά και την ικανότητά του να διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ισορροπώντας ανάμεσα στην παράδοση κλασικών συγγραφέων αστυνομικών μυθιστορημάτων, τις «καταστασιακές» ιδεολογικές του καταβολές και το ιδιότυπο χιούμορ.

Πρόκειται όμως για ένα χιούμορ που υποκρύπτει έναν βαθύτερο προβληματισμό για μια κοινωνία, της οποίας ο χαρακτήρας ορίζεται και αλλοιώνεται μέσα από τη δύναμη του θεάματος. Αυτό μαρτυρά και η επιλογή του συγγραφέα να κινηθεί σε χώρους της μαζικής υποκουλτούρας όπως η βιομηχανία του ερωτικού κινηματογράφου. Άλλωστε, η κοινωνία του θεάματος είναι μια κοινωνία πληθωρική, μια κοινωνία απειράριθμων επιλογών τουλάχιστον φαινομενικά, καθώς η ποσότητα δεν συμβαδίζει απαραιτήτως με την ουσία, την ποιότητα. Το ποτήρι που προσφέρει είναι άδειο, περιέχει αέρα, και εκεί ακριβώς στοχεύει ο Μανσέτ. Τα μυθιστορήματά του δεν είναι συνηθισμένα αστυνομικά μυθιστορήματα, στα οποία ένας αστυνομικός ή μια ομάδα επιχειρούν να εντοπίσουν έναν εγκληματία, αλλά πρόκειται για ιστορίες κοινωνικής κριτικής. 

Ο μηδενισμός που εκ πρώτης όψεως κυριαρχεί στο έργο του Μανσέτ δεν είναι παρά μια έκφραση της περιφρόνησής του απέναντι σε μια κοινωνία που τη χαρακτηρίζει κενότητα και σχιζοφρενική διάθεση, συνδέεται δε με την αρνητική του στάση απέναντι στις «καθωσπρέπει» μορφές λογοτεχνικής έκφρασης, για τις οποίες έγινε λόγος και παραπάνω. Ασφαλώς το έργο του Μανσέτ είναι ενταγμένο στο πλαίσιο της εποχής του, καθώς αναπτύσσεται σε συγκεκριμένο χώρο και σε ορισμένο χρόνο, ωστόσο θα ήταν λάθος να θεωρείται σήμερα ξεπερασμένο ή ένας απλός αντικατοπτρισμός εκείνης της εποχής και τούτο, διότι σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ άλλοτε, η κοινωνία του θεάματος βρίσκει έκφραση χάρη όχι μόνο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που οδηγούν κυρίως μέσω της τηλεόρασης στη συλλογική αποχαύνωση, αλλά πολύ περισσότερο στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου η αυτοπροβολή αγγίζει –όταν δεν υπερβαίνει– τα όρια του αυτο-εξευτελισμού. 

Το «Νεκροτομείο πλήρες» –όπως και τα περισσότερα μυθιστορήματα του Μανσέτ κυκλοφορεί από την σειρά Αστυνομικής Λογοτεχνίας των εκδόσεων Άγρα. Η μετάφραση της Ειρήνης Παπακυριακού αποδίδει εύστοχα την ένταση και την κλιμάκωση της αφήγησης, ενώ το εξώφυλλο κοσμείται από ένα χαρακτηριστικό σκίτσο του Jacques Tardi (ο οποίος έχει μεταφέρει σε κόμικ έργα του Μανσέτ όπως «Το μελαγχολικό κομμάτι της δυτικής ακτής» και «Η Πρηνής Θέση του Σκοπευτή»). Άξιο μνείας είναι και το επίμετρο που περιλαμβάνεται στο βιβλίο, όπου παρατίθενται ένα σημείωμα του Μανσέτ σχετικά με το αστυνομικό μυθιστόρημα, συνεντεύξεις του συγγραφέα το περιοδικό Polar (μια εκ των οποίων με τον Ζαν Εσενόζ [Jean Echenoz], επίσης συγγραφέα) και ορισμένες κριτικές παρατηρήσεις για το έργο του, ενώ την έκδοση συνοδεύει και ένα σύντομο, αλλά ιδιαίτερα κατατοπιστικό δοκίμιο του Κώστα Καλφόπουλου που σκιαγραφεί το πορτραίτο του συγγραφέα.

 


Το κείμενο του Γιώργου Ζώη επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης [2]

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [3]

Υποσημειώσεις[+]