- Marginalia - https://marginalia.gr -

Νοβάρτις: ένα διεθνές «σκάνδαλο»

Το σκάνδαλο της φαρμακευτικής εταιρίας Novartis, παρόλο που συζητιέται στην Ελλάδα από το 2017, πλημμύρισε μόλις τώρα τις οθόνες μας και τις σελίδες των εφημερίδων, εξαιτίας κυρίως της διαφαινόμενης τεράστιας πολιτικής ευθύνης που φέρουν σημαντικά πρόσωπα του πολιτικού συστήματος. Όμως το σκάνδαλο Novartis δεν αφορά μόνο τη διαρκή κραυγή «είμαι αθώος!» του Άδωνη Γεωργιάδη σε κάθε πιθανή εκπομπή της ελληνικής τηλεόρασης, ούτε τις σχετικές συνεδριάσεις της Βουλής που θα συζητήσουν το θέμα και θα αποκρύψουν ή θα εμφανίσουν κάτι. Αυτά είναι μέρος της διαχείρισής του από το πολιτικό σύστημα. Η διαχείριση αυτή γίνεται προφανέστατα με όρους θεάματος, το οποίο βέβαια σημαίνει ότι τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από όσο φαίνονται. Καθώς το θέαμα μετατρέπει κάθε διαδικασία σε προσομοίωση, δημιουργεί ουσιαστικά μια αίσθηση αδιεξόδου: ο απλός πολίτης νιώθει ανίσχυρος απέναντι στο πολιτικό σύστημα και τη διαφθορά. Ταυτόχρονα ο μηχανισμός, πάνω στον οποίο η Novartis ασκεί διακυβέρνηση στον τομέα της υγείας, θα παραμείνει αλώβητος και «μυστικοποιημένος».

Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσω να αναπτύξω το σκάνδαλο Novartis στη διεθνή του διάσταση αναλύοντας δύο όψεις του: η πρώτη αφορά το σκάνδαλο ως απόρροια της οικονομικής κρίσης και τη διαχείρισή του από την Ελβετία και τις χώρες στις οποίες αναπτύσσει η Novartis τις δραστηριότητές της. δεύτερη αφορά το σκάνδαλο Novartis ως επεισόδιο του ιδιότυπου οικονομικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ για την πρωτοκαθεδρία σε σημαντικούς παραγωγικούς τομείς και την αύξηση της εξαγωγικής δραστηριότητας της αμερικάνικης οικονομίας.

Από τη δημιουργία της Novartis στη διαχείριση της παγκόσμιας κρίσης

Η φαρμακοβιομηχανία Novartis δημιουργήθηκε το 1996 από τη συνένωση τριών προϋπαρχόντων κολοσσών του κλάδου, των Ciba, Geigy και Sandoz. Πέρα από τη μεγαλύτερη ως τότε συγχώνευση στην ιστορία των επιχειρήσεων παγκοσμίως, η Novartis ήταν η φυσική εξέλιξη του πιο σημαντικού προϊόντος της Ελβετίας μετά τις τραπεζικές υπηρεσίες, των φαρμάκων. Η φαρμακοβιομηχανία στην Ελβετία  εξελίχθηκε μέσα σε 150 χρόνια, από την πρώιμη παραγωγή βαφών για τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα, στον βασικό παραγωγό σημαντικών «θριάμβων» του 20ου αιώνα, όπως ήταν το περίφημο εντομοκτόνο DDT και το αγχολυτικό χάπι Valium· φτάνοντας τη δεκαετία του ’90 να είναι όντως η πιο κερδοφόρα βιομηχανία στον κόσμο (η Roche είχε την πρώτη θέση μέχρι το 1999) και σήμερα να είναι ο βασικός ρυθμιστής για την υγειονομική περίθαλψη σε μεγάλο μέρος του πλανήτη.

Αυτή η εξέλιξη είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα  του δημόσιου λόγου για το φάρμακο και ενός εντατικού lobbying από μέρους των φαρμοκοβιομηχανιών για τη διαμόρφωση πολιτικών υγείας.

Ο δημόσιος λόγος για το φάρμακο, ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υποστηρίζει μια ολοένα αυξανόμενη ανάγκη για λήψη φαρμάκων, η οποία πολύ συχνά πηγαίνει πέρα από την καταπολέμηση ασθενειών και φτάνει στη δημιουργία αναγκών με όρους μάρκετινγκ. Οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες επένδυσαν πάρα πολλά σε έναν  σαγηνευτικό λόγο, ο οποίος υπερτόνιζε την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια των φαρμάκων έναντι των κινδύνων και των παρενεργειών τους, χτίζοντας έτσι την απόλυτη πίστη ότι τα φάρμακα έχουν ελεγχθεί προσεκτικά από τις φαρμακοβιομηχανίες κι έχουν εξεταστεί επίσης προσεκτικά από τις εκάστοτε ρυθμιστικές αρχές, πριν να επιτραπεί η κυκλοφορία τους στην αγορά, και παράλληλα ότι το φάρμακο αποτελεί μια «ανώδυνη» και εύκολη λύση σε πραγματικά προβλήματα. Αυτή η «μαγική» ιδιότητα του φαρμάκου υπάρχει φυσικά από παλαιότερα: ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα, ο Καναδός Γουίλιαμ Όσλερ ανέφερε ότι «η επιθυμία για λήψη φαρμάκων είναι πιθανώς το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό που διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα»[1]. Στην ουσία, οι μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες έχουν πείσει όλους μας ότι ακολουθούν πολύ υψηλά ηθικά πρότυπα όσον αφορά την εταιρική τους υπευθυνότητα και διαδικασίες παραγωγής, για ουσίες που λίγο-πολύ μπορούν να σκοτώσουν, αν ληφθούν απερίσκεπτα.

Η Novartis λοιπόν (και οι εταιρίες που τη γέννησαν) είναι τμήματα μιας τεράστιας διαδικασίας -για την οποία μικρός λόγος γίνεται στη χώρα μας- στην οποία η λήψη φαρμάκων δεν είναι μία επιλογή θεραπείας, μεταξύ άλλων νόμιμων κι αποδεκτών ιατρικών λύσεων, αλλά η πρώτη και κυρίαρχη «επιλογή», πάνω στην οποία χτίζεται η έννοια της ασθένειας και της υγείας. Και όλο αυτό σημαίνει απρόσκοπτα, διογκούμενα κέρδη και κυρίως διαμόρφωση και πολιτικές για την υγεία. Αυτό δεν αφορά μόνο μικροπεριπτώσεις, όπως έναν πονοκέφαλο ή ένα κρύωμα, αλλά και σοβαρότερες παθήσεις, όπως οι ψυχιατρικές παθήσεις, και χρόνια νοσήματα. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι ασθενείς καλούνται να ζήσουν όχι μόνο με τα προβλήματα των ασθενειών τους αλλά και με τις παρενέργειες των φαρμάκων τους.[2]

Οι φαρμακοβιομηχανίες, εκτός από την διάχυση αυτού του είδους δημόσιου λόγου για το φάρμακο, επιδίδονται σε εντατικό lobbying για τη διαμόρφωση πολιτικών υγείας και συνεκδοχικά τη δημιουργία μονοπωλιακών περιόδων για ορισμένα φάρμακα. Οι ίδιες κατασκευάζουν δίκτυα μεμονωμένων γιατρών, που ανταμείβονται με διάφορους τρόπους για να προωθούν συγκεκριμένα φάρμακα, χρεώνοντας τους κρατικούς προϋπολογισμούς κυρίως, αλλά και τους ιδιώτες κάθε είδους (ασφαλιστικές εταιρίες, ιδιωτικά νοσοκομεία, απλούς ασθενείς).

Με λίγα λόγια, αυτό το οποίο εμφανίζεται ως «σκάνδαλο Novartis» είναι ο κύριος τρόπος λειτουργίας της αγοράς της φαρμακοβιομηχανίας από τη δεκαετία του ’50 ως τις μέρες μας. Είναι γεγονός ότι τα φάρμακα δεν υπόκεινται στους κλασικούς νόμους «προσφοράς και ζήτησης» και «κόστους-οφέλους», όπως άλλα προϊόντα, αλλά η τιμή τους διαμορφώνεται διαμέσου πολιτικών και επίπλαστων μονοπωλίων. Είναι η μόνη υγιής εκδοχή του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, η οποία είναι απόρροια της τάσης που εμφανίζει το κεφάλαιο για συγκεντροποίηση. Αποτέλεσμα αυτής της συγκεντροποίησης είναι να υπάρχουν εταιρίες που διατηρούν την ικανότητά τους να ελέγχουν τις τιμές της αγοράς για τα προϊόντα τους, δημιουργώντας μονοπώλια ωφέλιμα γι’ αυτές μέσα σε, κατά τ’ άλλα, ανταγωνιστικά περιβάλλοντα.

Ένα παράδειγμα άσκησης πολιτικής υγείας της Novartis αποτελεί το φάρμακο Glivec, το οποίο είναι μια θεραπευτική αγωγή για τη χρόνια μυελογενή λευχαιμία. Το παρήγαγε η Novartis, για να κατοχυρώσει την πατέντα, χωρίς να έχει εντοπίσει την αποτελεσματικότητά του για τη συγκεκριμένη νόσο, και αδιαφορούσε για την κυκλοφορία του. Όταν οι σχετικές μελέτες απέδειξαν τη χρησιμότητά του και ενώ η κατασκευή του ήταν κάτι φθηνό για την εταιρία, αυτό διόλου δεν την εμπόδισε να ελέγξει την αγορά και να ζητά τιμές ετήσιας θεραπείας που ξεπερνούσαν τις 25.000 δολάρια από τα ασφαλιστικά ταμεία και τις ασφαλιστικές εταιρίες. Στην Ελλάδα το εν λόγω φάρμακο κυκλοφορούσε μέχρι πρότινος  με τιμή χονδρικής 1.663,70€ και νοσοκομειακή τιμή 1.631,08€ (για 120 κάψουλες που είναι η συνήθης μηνιαία δόση)[3] έχοντας αρχικό κόστος το 2002 κοντά στα 2.350 ευρώ.[4]

Ένα ακόμα παράδειγμα που αφορά την κανονική άσκηση κυβερνητικής πολιτικής για την υγεία, αφορά το σκάνδαλο που ξέσπασε στη Δανία το 2009. Η Novartis είχε στο payroll της 190 γιατρούς, ένας από τους οποίους ήταν ο Hans Ibsen, πρόεδρος της Δανέζικης Κοινότητας για την Υπέρταση και επιστημονικός υπεύθυνος για τις σχετικές έρευνες. Η εταιρία προσπάθησε (και ως ένα βαθμό πέτυχε) να παρέχει για χρόνια το πιο ακριβό αντι-υπερτασικό φάρμακο στους Δανούς ασθενείς, χρεώνοντας τον κρατικό προϋπολογισμό με 67 εκατομμύρια ευρώ τη χρονιά.[5] Μόνο από ένα φάρμακο. Πέρα από το payroll των γιατρών, η Novartis χρηματοδοτούσε το σύνολο των σχετικών ερευνών για την υπέρταση στη Δανία. Αυτό σημαίνει και δικές της έρευνες αλλά και όλες τις άλλες που γίνονταν σε ιατρικές σχολές και ερευνητικά κέντρα στη χώρα. Η συνέπεια ήταν απλή: αυτός που θα τολμούσε να επιλέξει το κατά 20 φορές φτηνότερο φάρμακο του άμεσου ανταγωνιστή, έβαζε σε κίνδυνο την απόσυρση όλων των ερευνητικών κονδυλίων για την υπέρταση στη χώρα.[6]

Συνεπώς, ως τις αρχές της κρίσης, η Ελβετία μπορούσε να καυχιέται γιατί η Νο.2 και η Νο. 3 φαρμακευτικές εταιρίες του πλανήτη (Roche και Novartis) και βασικοί πυλώνες διαμόρφωσης πολιτικών για την υγεία, ήταν δικές της και μάλιστα η Novartis σημείωνε και μεγάλη αύξηση κερδών. Αυτή η αύξηση είχε μέσα της ένα υπολογισμένο κόστος: αυτό των αποζημιώσεων σε τρίτους, είτε αυτοί είναι ασθενείς, είτε κράτη. Αυτό δεν είναι μια νέα πρακτική, κάθε άλλο. Μέσα στην κρίση όμως το μοντέλο της απομύζησης των ασφαλιστικών εταιριών και συστημάτων μέσω των πολιτικών για το φάρμακο και την υγεία έδειξαν σε μια σειρά κράτη να φτάνουν ένα όριο, πέρα από το οποίο σταματούσε η ευελιξία των προϋπολογισμών τους. Η Ελβετία αυτό το βίωσε ως πιθανή κρίση στο ποσοστό κέρδους και στο ποσοστό της συνεισφοράς από τη φαρμακοβιομηχανία στο ΑΕΠ της[7] και το εξήγαγε με επιθετικότερες πολιτικές υγείας, με αύξηση κυκλοφορίας πατενταρισμένων φαρμάκων, με ακόμα μεγαλύτερα ποσοστά «ανταμοιβών» σε γιατρούς για να προωθούν φάρμακά της και γενικά με αύξηση όσων ονομάζονται «κακές ανταγωνιστικές πρακτικές».

Αυτή η αύξηση δραστηριοτήτων έφερε και μια σειρά από δίκες στη Novartis σε όλον τον κόσμο, με πιο σημαντικές ως σήμερα στην Ιαπωνία, στην Ινδία και στις ΗΠΑ. Στην Ιαπωνία, το σκάνδαλο που ξέσπασε το 2013 αφορούσε τις έρευνες γύρω από την υπέρταση. Όμως -σε αντίθεση με τη Δανία- το σκάνδαλο ενέπλεκε και διεθνούς φήμης περιοδικά, όπως το Nature, το Nature Medicine και άλλα, που μέχρι πρόσφατα αρνήθηκαν να αποσύρουν έρευνες που αφορούσαν το φάρμακο Diovan παρότι αυτές αποδείχθηκαν ως υποβολιμιαίες από τη Novartis. Η αντίδραση στην Ιαπωνία έφερε τριγμούς στο σύστημα πολιτικών υγείας της Novartis. Πολλά νοσοκομεία και γιατροί αρνούνταν πλέον να συνταγογραφούν το Diovan, κάτι που έπληξε άμεσα τα κέρδη της Novartis, καθώς η αγορά της Ιαπωνίας αντιπροσώπευε περίπου το ένα τέταρτο των παγκόσμιων πωλήσεων του Diovan πριν από το σκάνδαλο ενώ συνολικά, αποτελούσε το 9% των συνολικών πωλήσεων του ομίλου το 2012, φέρνοντας κέρδη 5,36 δισ. δολάρια. Παράλληλα, το 2014, η Novartis μηνύθηκε από το υπουργείο Υγείας της Ιαπωνίας αφού, μετά από εσωτερική έρευνα, διαπιστώθηκε ότι δεν είχε καταθέσει εγκαίρως συνολικά 3.264 περιπτώσεις προβλημάτων υγείας ασθενών, που πιθανώς προκλήθηκαν από παρενέργειες 26 φαρμάκων τα οποία πωλήθηκαν από την εταιρεία. Το υπουργείο κατάφερε τελικά να επιβληθεί 15ήμερη παύση δραστηριοτήτων στη Novartis σε όλη την Ιαπωνία (5-19 Μαρτίου 2015), η μεγαλύτερη ποινή που έχει επιβληθεί ποτέ σε εταιρία για παράνομες πρακτικές στη χώρα.

Στην Ινδία το σκάνδαλο ξεκίνησε το 2005 και κορυφώθηκε με την κρίση, το 2013 όπου εκδόθηκε και η τελική απόφαση. Το σκάνδαλο σχετιζόταν με το φάρμακο Glivec που αναφέρθηκε νωρίτερα. Η Novartis ζήτησε και πέτυχε να πατεντάρει το Glivec στην Ινδία και επέβαλε τη χρήση του, πριμοδοτώντας ασθενείς και γιατρούς. Το κόστος της μηνιαίας θεραπείας καθορίστηκε στα 2666 δολάρια. Ο ανταγωνισμός όμως, δηλαδή οι ινδικές εταιρίες που κατασκευάζουν γενόσημα, είχαν ξεκινήσει να κατασκευάζουν ένα γενόσημο του Glivec ήδη από το 1998 και μάλιστα το πωλούσαν από 177 έως 266 δολάρια ανά ασθενή το μήνα κι έτσι αντιστάθηκαν στη Novartis. Η Novartis, η οποία ήταν από τους βασικούς διαμορφωτές της Συμφωνίας για τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας στον Τομέα του Εμπορίου, γνωστή ως TRIPs (Agreement on Trade Related Aspects of Intellectual Property Rights), πάτησε πάνω στη συμφωνία αυτή και προσπάθησε να αλλάξει τη σχετική νομοθεσία της Ινδίας για τις φαρμακευτικές πατέντες. Το σκάνδαλο πήρε διαστάσεις αντιαποικιακού αγώνα και τελικά  η Novartis έχασε την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ινδίας και δεν υπέβαλε έφεση..

Στις ΗΠΑ, η Novartis καταδικάστηκε το 2010 σε καταβολή αποζημίωσης 423 εκατομμυρίων δολαρίων για παράνομο μάρκετινγκ έξι φαρμάκων, μεταξύ αυτών και του Trileptal (για την επιληψία). Η μέθοδος γνωστή: η εταιρία πλήρωνε συγκεκριμένους γιατρούς για να συνταγογραφούν έξι φάρμακα, επιβαρύνοντας διάφορα κυβερνητικά προγράμματα υγείας. Οι μάρτυρες δημοσίου συμφέροντος (οι περίφημοι whistle-blowers) οι οποίοι ήταν όλοι πρώην υπάλληλοι της Novartis, έλαβαν περισσότερα από 25 εκατομμύρια δολάρια σε αμοιβή για την αποκάλυψη του σκανδάλου και η Novartis αναγκάστηκε να υπογράψει ειδική συμφωνία με την κυβέρνηση των ΗΠΑ (Corporate Integrity Agreement).

Από την κρίση στον οικονομικό πόλεμο

Το βασικό επιχείρημα που θέλω να παρουσιάσω εδώ ξεκινά από κάτι που οφείλουμε να ομολογήσουμε όλοι: το FBI δεν είναι θεσμός που ανήκει στην κοινωνία των πολιτών και άρα δεν ενδιαφέρεται για την τήρηση ορθών και ηθικών επιχειρηματικών πρακτικών μεταξύ των εταιριών. Άρα, προς τι η τόση εμπλοκή του στο «σκάνδαλο Novartis»; Το βασικό μου επιχείρημα, λοιπόν, είναι ότι μπροστά στα μάτια μας, εκτυλίσσεται μια αλλαγή παραδείγματος στις εμπορικές σχέσεις των ΗΠΑ με την ΕΕ και τους άμεσους ανταγωνιστές της σε σημαντικούς παραγωγικούς τομείς. Η υπόθεση Novartis είναι ένα επεισόδιο της διαδικασίας αυτής.

Έχοντας διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, οι ΗΠΑ υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, ξέρουν ότι δεν είναι σε θέση να επιβάλλουν άμεσα νέες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και πολυμερείς εμπορικούς κανόνες με ισχυρές χώρες. Ωστόσο, το παγκόσμιο εμπορικό σύστημα και ο ρόλος των ΗΠΑ σε αυτό αντιμετώπιζε προβλήματα πριν από το 2016. Ο Τραμπ κατάφερε να ενισχύσει μια πολύ συγκεκριμένη αφήγηση,  η οποία είχε αρχίσει να στήνεται στις ΗΠΑ από την αρχή της οικονομικής κρίσης: ότι  το διεθνές εμπόριο κατά βάση έχει ανεπαρκείς μηχανισμούς προσαρμογής για όσους επηρεάζονται αρνητικά από αυτό και ότι πριμοδοτεί αθέμιτες πρακτικές. Πάντα αυτά φυσικά αφορούν άλλες χώρες και ποτέ τις ΗΠΑ. Σε αυτό το πλαίσιο είδαμε και την αποκάλυψη του σκανδάλου της Volkswagen το 2015, το οποίο τελεσιδίκησε τον Απρίλιο του 2017, με τον όμιλο να καλείται να πληρώσει μόνο στις ΗΠΑ, πρόστιμο 2,8 δις δολαρίων.[8]

Στις αρχές του έτους, είδαμε τις ΗΠΑ να προχωρούν σε μια σειρά αυξήσεων των δασμών εισαγωγών σε φαινομενικά αδιάφορα αγαθά, όπως οι ηλιακοί συλλέκτες και τα πλυντήρια. Στον πυρήνα τέτοιων πρακτικών είναι η προσπάθεια που κάνουν οι ΗΠΑ να ενισχύσουν τον προστατευτισμό της παραγωγής χάλυβα και την αύξηση των εξαγωγών τους σε παραγωγικούς τομείς. Παράλληλα, οι ΗΠΑ πιέζουν την ΕΕ να παραιτηθεί από ένα ειδικό είδος προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας που παρέχεται στις εταιρίες οι οποίες δημιουργούν και εισάγουν ένα φάρμακο στην αγορά. Αυτή η προστασία, το λεγόμενο συμπληρωματικό πιστοποιητικό προστασίας (SPC), μπορεί να διαρκέσει έως και πέντε χρόνια. Θεωρητικά θεσπίστηκε  για να ενθαρρύνει την καινοτομία, αντισταθμίζοντας το μεγάλο χρονικό διάστημα που απαιτείται για τη λήψη ρυθμιστικής έγκρισης αυτών των προϊόντων· στην πραγματικότητα, ωστόσο, διασφαλίζει τις πατέντες των φαρμακευτικών εταιριών μετά το χρονικό όριο λήξης των πνευματικών δικαιωμάτων τους και άρα επεκτείνει το ειδικό καθεστώς μονοπωλίων συγκεκριμένων φαρμάκων.

Η παραίτηση από το πιστοποιητικό για παραγωγικούς σκοπούς θα δώσει τη δυνατότητα στις βιομηχανίες που παράγουν γενόσημα φάρμακα να ανταγωνίζονται καλύτερα τις μεγάλες φαρμακοβιομηχανίες. Οι Johnson & Johnson και Pfizer (ΗΠΑ) βλέπουν σε αυτή την κίνηση μια μεγάλη ευκαιρία να πλήξουν τους άμεσους ανταγωνιστές τους, Roche, Novartis (Ελβετία), Sanofi (Γαλλία) και GlaxoSmithKline (HB), αναδιατάσσοντας τις αγορές στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ενισχύοντας τάσεις όπως στην περίπτωση της Ινδίας και ουσιαστικά «κλέβοντας» τη θέση των ανταγωνιστών, αφού σύμφωνα με τη νέα στρατηγική τους θα επικεντρωθούν σε εταιρικές σχέσεις με τα τοπικά δίκτυα υγειονομικής περίθαλψης στις αναπτυσσόμενες χώρες, χαλαρώνοντας τις δικές τους πατέντες. Αυτό πρακτικά σημαίνει εγκόλπωση και αφαίμαξη των ερευνών που γίνονται από τις εταιρίες που παράγουν γενόσημα και αλλαγή στρατηγικής κέρδους: αντί να αναζητούν πλέον κέρδος κυρίως στις πατέντες, οι αμερικάνικες φαρμακευτικές φαίνεται να κινούνται προς τη μαζικότερη παραγωγή φαρμάκων μέσω τρίτων, ουσιαστικά απλώνοντας το δίκτυο εξαγωγών τους παντού.

Συμπερασματικά, είμαστε μάλλον στην αρχή ενός τυπικού εμπορικού πολέμου και μιας σημαντικής αλλαγής παραδείγματος όσον αφορά τα κέρδη των μεγάλων φαρμακευτικών εταιριών. Αυτός ο ανταγωνισμός ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια μας και παρουσιάζει δυστυχώς μια σημαντική επιμέρους διάσταση. Για ακόμα μια φορά βλέπουμε τις πολυεθνικές και τα πολιτικά προσωπικά να φτιάχνουν μια αφήγηση που δαιμονοποιεί πρώτα και κύρια την κοινωνική πολιτική και τα συστήματα υγείας των κρατών, επειδή αφήνουν χώρο στις «κακές επιχειρηματικές πρακτικές». Στρώνεται έτσι ο δρόμος για την κατίσχυση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος του λιγότερου κράτους για τους πολίτες και της υγείας μόνο για όσους έχουν να πληρώσουν.

Υποσημειώσεις[+]