- Marginalia - https://marginalia.gr -

Νουάρ και ψυχανάλυση: Η περίπτωση του Ντάσιελ Χάμετ

Τον Ιανουάριο του 1981 εκδόθηκαν από τις Εκδόσεις Μπογιάτη, σε μετάφραση Nic Vestergard και επιμέλεια του Θωμά Γκόρπα οι Τρεις Νουβέλες του Ντάσιελ Χάμετ [1] [Dashiel Hammett [2]].Το μυστικό του χρηματοκιβωτίου και άλλες νουβέλες [3] (Ταξιδευτής, 2019).

Η πρώτη και μεγαλύτερη, Το Μυστικό του Χρηματοκιβωτίου, γράφτηκε το 1929, τη χρονιά του οικονομικού κραχ, για το περιοδικό Black Mask [4] (Μαύρη Μάσκα).[2] Το τελευταίο ήταν έκδοση μαζικής κατανάλωσης (pulp fiction [λογοτεχνία χαρτοπολτού], σύμφωνα με τους αφ’ υψηλού όρους της εποχής), που το 1930 έφτασε στο απόγειο της κυκλοφορίας του. Μπροστά στον ανταγωνισμό από το ραδιόφωνο, το σινεμά και την οικονομική κρίση, οι πωλήσεις άρχισαν να μειώνονται και τελικά έκλεισε μέσα στην δεκαετία του ’30.

Στο Μυστικό του Χρηματοκιβωτίου του Χάμετ θεωρώ ότι κρύβονται ορισμένα από τα μυστικά της συνάφειας της λογοτεχνίας νουάρ με την ψυχανάλυση και θα προσπαθήσω να τα αποκαλύψω.

Εάν, ακόμη και σήμερα, επισκεφθεί κανείς για πρώτη φορά τη Βόρεια Αμερική, θα αισθανθεί δέος μπροστά την ιλιγγιώδη κλίμακα των πολεοδομικών διαστάσεων, που είναι, αντιστοίχως, και γιγαντισμός του δημοσίου χώρου. Απέραντες λεωφόροι, τεράστια κτήρια, αχανή πάρκα υποδέχονται τον επισκέπτη που φτάνει στη Νέα Υόρκη, στο Σικάγο ή στο Μόντρεαλ, που μαζί με το Μπουένος Άιρες, υπήρξαν οι κατεξοχήν πόλεις υποδοχής των εκατομμυρίων Ευρωπαίων μεταναστών της τελευταίας τριακονταετίας του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα.

Μόνον ως αγωνία εκμηδένισης (annihilation) θα μπορούσε να περιγραφεί η αβεβαιότητα του νεοαφιχθέντα μετανάστη, ασύγκριτα πιο συντριπτική από την αντίστοιχη σημερινή συνθήκη. Ο αστικός πολεοδομικός χώρος, που δεν έχει καμία σχέση με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις του Λονδίνου, των Παρισίων, της Βιέννης και της Αγίας Πετρούπολης, είναι ιλιγγιώδης, αλλά, παραδόξως, ασφυκτικός. Εξού και είναι συντριπτικός.

Η μοντερνιστική γεωμετρία και οι σκοτεινοί όγκοι των αναπαραστάσεων της Γκόθαμ Σίτι [Gotham City [5]], που φτάνουν μέχρι τις μέρες μας χάρη στις εικόνες των ταινιών του Μπάτμαν [Batman [6]], ανακτούν πλήρως το νόημα της προέλευσής τους.

Οι εθνικο-τοπικές κοινότητες, οι εκκλησίες, οι μαφίες, οι γεωγραφικές περιοχές και οι πολιτείες προτίμησης, οι χώροι εργασίας που συνδέονται με τα δίκτυα προέλευσης του καθενός, επιδίωκαν να συγκρατήσουν, να εμπεριέξουν (contain), να ανακουφίσουν την αφόρητη αγωνία αλλά και τους εξωτερικούς κινδύνους που απειλούσαν τους φτωχούς κουρελήδες που ξεφόρτωναν τα υπερωκεάνια και περίμεναν κατά χιλιάδες να υποστούν τον εξευτελιστικό και μαζικό υγειονομικό έλεγχο (όπως στην περίφημη νήσο Έλις [Ellis Island [7]], στα ανοιχτά της Νέας Υόρκης).

Αυτοί ήταν οι αναγκαίοι εργάτες των αστικών βιομηχανικών ζωνών, που θα επάνδρωναν τις ανερχόμενες βιομηχανίες, τα γιγαντιαία ανθρακωρυχεία, τις χαλυβουργίες, τις υφαντουργίες, τα ναυπηγεία και, σύντομα, τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Μια ιλιγγιωδώς αναπτυσσόμενη Αμερικανική οικονομία, που μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο και την κατάργηση της δουλείας, είχε απεγνωσμένη ανάγκη εργατικών χεριών, στην ανατολική ακτή από την Ευρώπη και στη δυτική ακτή από την Ασία.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ανεξέλεγκτων κοινωνικών ταχυτήτων, το αφόρητο (και συχνά ψυχοτραυματικό) αίσθημα της συντριβής του εαυτού είναι δύσκολο να μην πυροδοτηθεί. Ναι μεν η υπόσχεση της οικονομικής ευμάρειας έδινε τεράστιο κίνητρο στους πάμφτωχους μετανάστες, αλλά η ανάμνηση και νοσταλγία των παλιών, τοπικών κοινωνικών δικτύων δεν ήταν δυνατόν να σβήσει σε λιγότερο από δύο γενιές.

Αυτή όμως η κοινωνική ματιά, η προοπτική των δύο γενεών, δεν παρηγορούσε κανένα. Το πένθος για κάτι που χάθηκε τελειωτικά δεν ήταν ποτέ λιγότερο από αφόρητο.

Σε αυτές τις συνθήκες η μαζική, λαϊκή κουλτούρα (με την έννοια της Kulturarbeit [8], όπως υπογράμμιζε ο Φρόιντ) αναλαμβάνει τον ρόλο της. Μεταξύ άλλων και κάτω από την περιφρονητική ονομασία παλπ (pulp fiction, «φτηνή λογοτεχνία», όπως θα λέγαμε σήμερα).

Αυτό που ήταν ακατανόητο για τον Adorno [9] και τους λοιπούς της Σχολής της Φρανκφούρτης [10] (αλλά ήταν πλήρως αντιληπτό από τον Μπρεχτ), είναι η ανακουφιστική, αντιτραυματική και, ενίοτε, απελευθερωτική επίδραση των αστυνομικών ιστοριών (δίπλα στη τζαζ και τα γουέστερν), με τους ήρωες του δρόμου, και με γλώσσα και θεματολογία αδιανόητες για τα μέχρι τούδε «λογοτεχνικά ήθη».

Κεντρικό περιεχόμενο των αστυνομικών ιστοριών; Η βίαιη αρπαγή και η γοητεία∙ ο («κλεμμένος», ή γρήγορα, και αμφίβολα, αποκτημένος ) πλούτος και οι απρόσιτες γυναίκες∙ τα μυστικά των insider και εφευρετικοί outsider∙ και, επιτέλους, εκείνος ο (ιδιωτικός, όχι κρατικός) ντετέκτιβ που βρίσκει τον ένοχο και αποκαθιστά τη δικαιοσύνη και την αλήθεια∙ αλλά ψύχραιμα και χαλαρά∙ και πάντοτε μέχρι ενός σημείου. Αλλά και η απεριόριστη περιέργεια του αναγνώστη να βρεθεί ο δράστης –ανάλογη με την περιέργεια του σοφόκλειου Οιδίποδα Τυράννου∙ για πολλούς του πρώτου «αστυνομικού» έργου όλων των εποχών. Η περιέργεια αυτή, σε συνέργεια με την «ενοχή» του ίδιου του «δράστη», συνιστούν το επαναλαμβανόμενο, αλλά μηδέποτε εξαντλούμενο περίγραμμα κάθε νουάρ∙ ο ένοχος μπορεί να πιαστεί, αλλά δεν έχει και τόση διαφορά από τον αθώο∙ ούτε το κακό τόση απόσταση από το καλό.

Πρόκειται για λογοτεχνία αρνητικότητας: δεν ξεχωρίζει μαύρο-άσπρο, δεν έχει απαραιτήτως καλό τέλος, πονηρεύει τον αναγνώστη, δεν είναι για να «πλάθει τα ήθη». Είναι για να τον παρηγορεί, να τον κρατάει ανθεκτικό και «ετοιμοπόλεμο»∙ του μαθαίνει κάτι –ίσως κάποια κόλπα, αλλά όχι αφελείς χαζομάρες, για μικρά παιδιά. Και επίσης: κανένα ενδιαφέρον για την τόσο πολύτιμη, για την αστική διανόηση, υστεροφημία. Η πρώτη νουβέλα του Χάμετ, με τον τίτλο Immortality (sic), χάθηκε, χωρίς να αφήσει ίχνη, δεδομένου ότι κανένα τεύχος της παλιοφυλλάδας Mystery Stories, όπου ο συγγραφέας πούλησε το έργο και δημοσιεύτηκε, δεν έχει βρεθεί.

Η ζωή ενός λογοτεχνικού έργου, όπως και η ζωή ενός μετανάστη, κρέμεται από μία κλωστή. Σαν ένα έργο-μετανάστης: όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Ο Χάμετ είχε την παροιμιώδη ικανότητα να γράφει 5000 λέξεις τη μέρα. Για να μπορεί να πουλήσει, για να ζήσει. Θυμίζει την «προχειρογραφία» του Ντοστογιέφσκι, που επίσης έγραφε τα μυθιστορήματά του σε σειρές, για έντυπα ευρείας κυκλοφορίας.

Είναι αυτή η νουάρ λογοτεχνία ένα είδος αόρατου, συλλογικού, πολιτισμικού «ψυχαναλυτή» των λαϊκών, αστικών στρωμάτων προερχόμενων από τις καραβιές μεταναστών; Πιθανόν.

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στα φροϋδικά μυστικά του Μυστικού του Χρηματοκιβωτίου. Η νουβέλα του Χάμετ αρχίζει με μία απολύτως ανατρεπτική βεβαιότητα:

– Σχεδιάζουν λες, να μας κλέψουν;
– Είμαι βέβαιος γι’ αυτό, κύριε διευθυντά.

Πώς μπορεί η φαντασία να εισβάλλει με τέτοια βεβαιότητα στον πραγματικό κόσμο; Πώς μπορεί το μέλλον να έχει τόσο ευθύγραμμη σχέση με το παρόν; Πώς μπορεί η ψυχολογική διαίσθηση να έχει τόση εγκυρότητα όση και η πραγματική εξακρίβωση; Εδώ υπεισέρχεται η ψυχαναλυτική έννοια της επιθυμίας, που, εκτός από την μέχρι τούδε θεϊκή βούληση, συνδέει με ολότελα υποκειμενικό τρόπο το παρόν με το μέλλον∙ με την έννοια ότι δείχνει την κατεύθυνση και το ενδεχόμενο, ακόμη και το πεπρωμένο (vicissitude [11]Schicksale κατά τον Φρόιντ) των μελλούμενων.

Ο κόσμος έχασε το πραγματολογικό του περίγραμμα. Δεν υπάρχουν τα οικεία συμφραζόμενα του χωριού, του σογιού, της κοινότητας, της κοινωνίας, της γλώσσας, της εκκλησίας. Πώς να ξέρω τι είναι καλό και τι κακό; Τι είναι φιλικό και τι επικίνδυνο; Τι είναι τρελό και τι λογικό; Μόνον ένας τρόπος υπάρχει για να απαντηθούν τα νέα αυτά ερωτήματα –που μόνον στο νέο κόσμο θα μπορούσαν να τεθούν. Ο παλιός κόσμος και οι παλιές κοινότητες πέθαναν! Ζήτω η νέα επιστήμη της (επιστημονικής!) ψυχολογίας!

Οι άνθρωποι, επί πολλούς αιώνες, πήγαιναν στον ιερέα για να βοηθηθούν. Αλλά τώρα όλα αυτά τελείωσαν. Ο νέος μεσολαβητής ανάμεσα στο καθημερινό και το υπερβατικό δεν είναι πλέον κάποια θρησκευτική μορφή. Είναι ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Λούθερ Τραντ. Που είναι, φυσικά, και πρακτικός ψυχολόγος.

Το νουάρ διαμεσολαβεί, ειρωνικά, ανάμεσα στο «εδώ» και το «πέραν», ανάμεσα στο δύσκολο παρόν και στο φευγαλέο «εκεί και τότε», με τον ίδιο τρόπο που η ψυχανάλυση (ο ψυχαναλυτής) μεσολαβεί ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο.

Η αστυνομική λογοτεχνία επιλύει τα μυστήρια της ζωής, χωρίς να καταφεύγει σε ιερά μυστήρια. Και τα επιλύει με τρόπους που είναι ιδιαιτέρως ανάλογοι με την μεθοδολογία της σημερινής (επιστημονικής) ψυχανάλυσης. Αλλά χωρίς φυσικά να είναι εντελώς απαλλαγμένη από την παλιά υποβλητικότητα της θρησκείας και της μαγείας.

Δεν γνωρίζω αν ο Χάμετ είχε διαβάσει Φρόιντ. Έστω και αν υπάρχουν κάποιες δημοσιεύσεις για τη σχέση της ψυχανάλυσης με τη λογοτεχνία νουάρ. Αλλά είναι πολύ ενδιαφέρων ο τρόπος που ο ήρωας της νουβέλας, ο Λούθερ Τραντ, προσεγγίζει για πρώτη φορά το «αίτημα» του μελλοντικού του πελάτη, του τραπεζίτη Χόουελ, που φοβάται μήπως ο ταμίας, που φαίνεται να έχει «έμμονες ιδέες» περί ενδεχόμενης κλοπής, δεν είναι απλώς ένας «παλαβωμένος», που «χρειάζεται ξεκούραση», αλλά κάτι «βλέπει»…

– Ποια είναι τα περίεργα και ασήμαντα πράγματα που έλαβαν χώρα στην τράπεζά σας κατά τους δύο τελευταίους μήνες κύριε Χόουελ;
– Είναι τόσο ασήμαντα που σχεδόν ντρέπομαι να σας τα πω.

Ο πελάτης αντιστέκεται αρχικά (όπως και στην ψυχανάλυση) και μετά αρχίζει, διστακτικά, την εξιστόρηση.

Φαίνεται σαν ο Χάμετ να κάνει μία εξαιρετική εισαγωγή στη φροϋδική μεθοδολογία των ελεύθερων συνειρμών. «Πες μου τι συμβαίνει μέσα (στην τράπεζά σου, στο νου σου…) όσο ασήμαντο και ακατανόητο και αν σου φαίνεται. Και όσο και να δυσκολεύεσαι να το πεις… ».

Η αλήθεια, που αναζητά το εκάστοτε υποκείμενο της έρευνας, θα βρεθεί μόνον εάν ο ερευνών δείξει αδιάσειστη προσήλωση στην αναζήτηση. Πάλι ο Οιδίποδας.

Αλλά η ομοιότητα με την φροϋδική μεθοδολογία δεν σταματά εκεί. Συνεχίζει με τις μεταφορικές και τις μετωνυμικές συνδέσεις του «ερευνητή»-ντετέκτιβ-πρακτικού ψυχολόγου που βρίσκει ότι:

η περίπτωση των ιδεοληψιών του Γκόρντον παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον…

Πώς θα μπορούσε άλλωστε ο εν λόγω επιστήμων-ερευνητής να ασχοληθεί με τα ερωτήματα του πελάτη του αν δεν αισθανθεί, ο ίδιος, μέσα του, ένα επιστημοφιλικό (epistimophilic) ενδιαφέρον για την περίπτωση, ανεξαρτήτως του οικονομικού οφέλους. Εδώ το ιατρικό/ερευνητικό μοντέλο του Φρόιντ, με όλη, φυσικά, την ειρωνική και ανατρεπτική δύναμη του λόγου του Χάμετ, βρίσκεται πάλι στο προσκήνιο. Μια ειρωνεία, φυσικά, με πολύ σύνθετες, βαθιές και ασυνείδητες συνεπαγωγές, που λοξοκοιτάζουν πάλι προς την κοινωνική σφαίρα…

Και ο ερευνητής μας, ο ντετέκτιβ/ψυχολόγος Τραντ, συνεχίζει ακάθεκτος: βρίσκει μισοσκισμένα χαρτάκια και κωδικοποιημένα σημειώματα, βρίσκεται μπροστά σε κρυπτογραφημένες επικοινωνίες, προσπαθεί να κατανοήσει την αλλόκοτη συμπεριφορά του Γκόρντον. Δεν εξιχνιάζει μόνον ευρήματα, αλλά και συμπτώματα (με την φροϋδική έννοια)∙ όλα συνυφασμένα σε ένα απέραντο δίκτυο διαπλεκόμενων σημασιών (όπως το ασυνείδητο, σύμφωνα με τον Φρόιντ). Κάθε λέξη, κάθε λόγος, κάθε τι που αναφέρεται, μπορεί να έχει νόημα. Όλα τα φαινόμενα, παρά την επιφανειακή διασπορά και χαοτικότητά τους, μπορεί τελικά να συνδέονται.

Ο κόσμος (και μάλιστα ο νέος κόσμος, στα μάτια του μετανάστη), όσο τρελός και να φαίνεται, μήπως, τελικά, στο βάθος, έχει, ακόμη, έλλογη υπόσταση; Όπως στον Άμλετ: τρελός, αλλά με μέθοδο. Μήπως, τελικά, τα πράγματα τριγύρω, που μοιάζουν τόσο παράλογα, έχουν την εξήγησή τους;

Αυτή η ακάματη προσήλωση στην νεωτερική ορθολογικότητα χαρακτηρίζει τον πρώην αστυνομικό της ιδιωτικής εταιρείας Πίνκερτον [12] [Pinkerton [13]], και μετέπειτα επαγγελματία συγγραφέα Χάμετ. Μαζί με τους μεγάλους νεωτερικούς θεωρητικούς, τον Σίγκμουντ Φρόιντ, τον Καρλ Μαρξ, τον Μαξ Βέμπερ, τον Τζον Μέιναρντ Κέινς, τον Άλμπερτ Αϊνστάιν κλπ. ο Χάμετ μοιράζεται την ακατάβλητη βεβαιότητα ότι ακόμη και όταν ο κόσμος γίνεται χαοτικός, ακολουθεί πάντοτε κάποιο έλλογο υπόδειγμα∙ ακόμη και αν δεν το γνωρίζουμε – ακόμη κι αν δεν το γνωρίσουμε ποτέ.

Ο Χάμετ μπορεί να δανείζεται ορισμένα στοιχεία από το μοντέλο του urban αστυνομικού αφηγήματος, που έρχεται από το πολυπολιτισμικό Λονδίνο του 19ου αιώνα (π.χ. Άρθουρ Κόναν Ντόιλ). Αλλά είναι ένα Λονδίνο με τη συγκεκριμένη κοινωνικο-πολιτισμική δομή: την αδιαμφισβήτητη ισχύ και την υπεροχή της στρατιωτικο-οικονομικής ιθύνουσας τάξης των sirs, όπου το insiding, μαζί με την καταγωγή, καθορίζουν τα κοινωνικά πράγματα. Αλλά ο Χάμετ μεταφέρει (μεταβιβάζει, λέμε στην ψυχανάλυση) τα πράγματα στη Βόρεια Αμερική του ιλιγγιώδους, νεωτερικού, προτεσταντικού καπιταλισμού των millionaires, όπου οι ειδικές ικανότητες, τα χρήματα, αλλά και η τύχη (η Θεία Χάρις των Λουθηρανών), καθορίζουν την ανθεκτικότητα του καθενός στις άκρως τραυματικές συνθήκες των ασταμάτητων κυκλικών εναλλαγών και του roller coaster.

Η επίμονη υποκειμενικότητα του ήρωα, έστω και με τη μορφή του ακατάβλητου αρσενικού (κάτι για το οποίο τα έργα του Χάμετ έχουν δεχτεί έντονη κριτική από τον φεμινιστικό λόγο) μας αφήνει στο τέλος με την πικρή, αλλά και απελευθερωτική αίσθηση ενός κόσμου που δεν είναι τόσο απρόσιτος όσο αρχικά έδειχνε.

Τα «μυστικά» του χρηματοκιβωτίου, μαζί με όλα τα άλλα μυστικά του κόσμου μας, σαν το Σοφόκλειο αίνιγμα της Σφίγγας, είναι που προσδίδουν διαρκώς νόημα στον ανθρώπινο βίο. Η λύση των αινιγμάτων της νεωτερικότητας μπορεί να είναι το κοινό ζητούμενο τόσο της λογοτεχνίας νουάρ όσο και της ψυχανάλυσης.


Το κείμενο επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης


Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [14]

Υποσημειώσεις[+]