- Marginalia - https://marginalia.gr -

Ο Μπομπ Ντίλαν ως κριτικός του δικαίου

Ο Μπομπ Ντίλαν, ως γνωστόν, έγινε ευρέως διάσημος για τα τραγούδια κοινωνικής κριτικής ή, για όσους προτιμούν την παλιομοδίτικη έκφραση, για τα τραγούδια διαμαρτυρίας (protest songs) που έγραψε – ενώ αμφισβητήθηκε εξίσου για τη συνειδητή γοργή εγκατάλειψή τους. Αυτά είναι λίγο πολύ γνώριμα, ακόμα και για όσους έχουν ελάχιστη εξοικείωση με τα έργα και τις ημέρες του δημιουργού. Κάτι που δεν έχει πάντως ιδιαίτερα συζητηθεί είναι ότι ένας από τους πιο προσφιλείς στόχους κριτικής του τραγουδοποιού είναι το δίκαιο και οι νομικοί θεσμοί. Συμβαίνει εξάλλου η θεματική αυτή να επιβιώνει της «στενά νοουμένης πολιτικής» φολκ περιόδου του δημιουργού (αρχές της δεκαετίας του 1960) και να επανέρχεται ως σταθερό μοτίβο καθ’ όλη τη ντιλανική εργογραφία. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε, φερειπείν, τον στίχο από το «Τζόκερμαν [1]» του 1983: «δικαστές με κίβδηλη καρδιά πεθαίνουν /μέσα στους ιστούς που οι ίδιοι υφαίνουν».Τζόι [2]» του 1975: «“Τι ώρα έχεις;”, ρωτάει ο δικαστής / τον Τζόι, μόλις τον δει. “Εννιά και επτά”, / του απαντάει. “Ωραία. Αυτά / θα έχεις και χρόνια φυλακής”».

Ήδη από τα παραπάνω αποσπάσματα γίνεται φανερό ότι ο Ντίλαν θέτει εμφατικά στο στόχαστρο της κριτικής του τους κατεξοχήν και ex officio λειτουργούς της δικαιοσύνης, δηλαδή τους δικαστές. Σε άλλο τραγούδι του έχει αναπαραστήσει τον δικαστή ως κλόουν, να «βαδίζει πάνω σε ξυλοπόδαρα», περίπου θα λέγαμε ως γελοιογραφία του αγάλματος της δικαιοσύνης.[2]

Ο καθηγητής της Νομικής Σχολής της Νέας Υόρκης Μάικλ Πέρλιν, με μια δόση ίσως σημαίνουσας υπερβολής, παρουσιάζει τον Ντίλαν να εισηγείται μια «δομημένη και συνεκτική φιλοσοφία δικαίου» εννοώντας, καθώς λέει, ότι οι στίχοι του υποδεικνύουν κάποιον που φέρει «ισχυρές πεποιθήσεις» για το δίκαιο και τις θεσμικές του εκφάνσεις.[3] Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να είναι συμπτωματική η προσφιλής έμφασή του σε δικαστικά μοτίβα και συμπεριφορές δικαστών. Ακόμα κι αν έχουμε στο μυαλό μας την οργανική θέση-κλειδί των δικαστών σε νομικά συστήματα, των οποίων οι κανόνες δικαίου συντίθενται από αποφάσεις δικαστών (judge made law), όπως είναι και η περίπτωση των ΗΠΑ, αυτό απλώς επαληθεύει την αρχική μας υπόθεση: ότι οι στίχοι εστιάζονται ειδικότερα στο πρόσωπο του δικαστή, κομίζοντας κάτι για το νομικό σύστημα εν γένει. Θα αποπειραθούμε μιαν ορισμένη εκτίμηση για το ποιες μπορεί να είναι αυτές οι περί δικαίου «ισχυρές πεποιθήσεις» (ή έστω διαισθήσεις) του Ντίλαν. Προηγουμένως όμως θα χρειαστεί να σταθούμε εκτενέστερα σε δύο συγκεκριμένα τραγούδια του Ντίλαν.

Οι δύο πλέον γνώριμες «ιστορίες δίκης» του Ντίλαν βασίζουν την αφήγησή τους σε αληθή γεγονότα, που είχαν εγείρει στην εποχή τους δημόσια συζήτηση. Περί του πρώτου, ο Ντίλαν λέγεται ότι πληροφορήθηκε από φύλλο της εφημερίδας Broadside, κατά την επιστροφή του από τη μεγάλη πορεία προς την Ουάσινγκτον το 1963, που σημαδεύτηκε από την ομιλία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ· και ότι αποφάσισε ευθύς να γράψει «εκ μέρους όλων όσων δεν ανέχονται να είναι λογικό κάποιος να σκοτώνει μια νέγρα και να μην του υψώνει κανείς το δάκτυλο».[4] Για τη δεύτερη δε υπόθεση αποφάσισε να γράψει κινητοποιημένος από την ανάγνωση της αυτοβιογραφίας του Ρούμπιν Κάρτερ. Ο λόγος βεβαίως για τα τραγούδια «Ο μοναχικός θάνατος της Χάτι Κάρολ» του 1964 και «Τυφώνας» του 1975.[5] Ας τα πάρουμε όμως με τη σειρά.

Στις 9 Φεβρουαρίου του 1963, ο Ουίλιαμ Ζανζίγκερ, 25 ετών, μεγαλοϊδιοκτήτης φυτειών καπνού και από ισχυρή οικογένεια της Βαλτιμόρης, μπαίνει μεθυσμένος στην αίθουσα δεξιώσεων του ξενοδοχείου Έμερσον. Εκεί, προσβάλλει λεκτικά τη Χάτι Κάρολ, εργαζόμενη στο ξενοδοχείο, λόγω της αφρικανικής καταγωγής της κι επειδή αργοπορούσε να του σερβίρει το μπέρμπον που είχε παραγγείλει. Ο Ζανζίγκερ φτάνει να χτυπήσει με μπαστούνι την πενηνταενάχρονη μητέρα δέκα παιδιών. Εννιά ώρες μετά, η γυναίκα καταλήγει, καθώς το χτύπημα της είχε προκαλέσει εγκεφαλική αιμορραγία. Στο φόντο αμείλικτα επαναλαμβανόμενων συγχορδιών, η αφήγηση αναδύεται κλιμακωτά, προβάλλοντας όλες τις επάλληλες αντιθέσεις:[6] βία της οικονομικής ισχύος, του κυρίαρχου φύλου, του λευκού δέρματος, της νεανικής ηλικίας, εις βάρος της ενδεούς, μαύρης και ηλικιωμένης γυναίκας.

Ο Ουίλιαμ Ζανζίνγκερ, στη δίκη που ακολούθησε, καταδικάστηκε μόνο σε έξι μήνες φυλακή. Είναι στη δικαστική προστασία των ισχυρών και στη δυσανάλογη εφαρμογή του νόμου που αξιώνεται πια η ηθική μας εστίαση και το καταληκτήριο ρεφρέν σημαίνει την «ώρα των δακρύων»:

Ο πρόεδρος έκρουσε το σφυρί ηχηρά στο ακροατήριο
ορίζοντας ότι όλοι είναι ίσοι και αυστηρό το δικαστήριο
ότι οι κώδικες δεν έχουν νήματα που τα κινούνε άλλοι
ότι δικάζονται όπως αρμόζει ακόμη κι οι μεγάλοι
από τη στιγμή που η αρχή τούς κυνηγήσει και τους πιάσει
η σκάλα του Δικαίου δεν έχει ούτε κορφή ούτε βάση […]

Και αναφώνησε απ’ τη σεβάσμια τήβεννο τη δικαστική
και αποφάνθηκε αυστηρότατα ότι η ποινή που αρκεί
για τον Γουίλιαμ Ζανζίνγκερ είναι οι έξι μήνες φυλακή
Ω, μα όλοι εσείς που φιλοσοφείτε περί μοίρας
και όλα τα δεινά εξορκίζει η κριτική ματιά σας
τώρα πια κρατήστε το μαντίλι ανά χείρας
ήρθε πλέον η ώρα για τα δάκρυά σας.

Η τελευταία αυτή στροφή μοιάζει να εισάγει την ένδικη βία ως την οξύτερη όλων, να περιγράφει την ανισότητα του νόμου και την ανισότητα ενώπιον του νόμου ως τη θλιβερή επιτομή κάθε ανισότητας.

Το δεύτερο τραγούδι αναφέρεται στον αφρικανικής καταγωγής πυγμάχο μεσαίων βαρών Ρούμπιν Κάρτερ, επονομαζόμενο και «Τυφώνα», από το Πάτερσον του Νιου Τζέρζι. Ο «Τυφώνας», όπως τονίζει εμφατικά το ρεφρέν, θα μπορούσε να «είχε γίνει ο παγκόσμιος πρωταθλητής», εάν στο μεταξύ «οι αρχές δεν τον είχαν κατηγορήσει για κάτι που δεν έκανε ποτέ». Η κατηγορία αφορούσε τον φόνο δύο ανδρών και μίας γυναίκας στο μπαρ Λαφαγιέτ του Πάτερσον, τη νύχτα της 17ης Ιουνίου του 1966. Στις 27 Μαΐου του 1967, ο Ρούμπιν Κάρτερ κι ο φίλος του Τζον Άρτις καταδικάζονται για τους ως άνω φόνους επί τη βάσει άκρως αντιφατικών μαρτυριών και δίχως επαρκείς αποδείξεις, πάντως από ένα σώμα ενόρκων αποτελούμενο αποκλειστικά από λευκούς. Ενδεικτικά, ένας μικροκακοποιός ονόματι Άλφρεντ Μπέλο είχε καταθέσει ότι είδε τον Κάρτερ και τον Άρτις πέριξ του τόπου και κατά τον χρόνο του εγκλήματος. Όμως τον Σεπτέμβριο του 1974, ο ίδιος ο Μπέλο αποκάλυψε ότι είχε δωροδοκηθεί για να δώσει τη συγκεκριμένη μαρτυρία και ότι δεν είχε δει ποτέ στην πραγματικότητα τον Κάρτερ. Ύστερα από πολυετή δικαστικό αγώνα –άλλοτε μοναχικό και άλλοτε με ευρεία δημόσια στήριξη–, ο Ρούμπιν Κάρτερ αποφυλακίστηκε το 1985.

Για τον νομικά εξειδικευμένο ακροατή, οι στίχοι του «Τυφώνα» συνθέτουν στην ουσία έναν παράλληλο, ματαιωμένο κώδικα ποινικής δικονομίας: Δεν υπάρχει στάδιο της ποινικής διαδικασίας μες στο τραγούδι που να μην προβάλλεται ως κηλιδωμένο από τη μεροληψία και την αυθαιρεσία: η εξακρίβωση στοιχείων, η ταυτοποίηση υπόπτων και η προφυλάκιση· οι κατευθυντήριες ερωτήσεις, η διάτρητη βάση απόδειξης, οι παραβιάσεις της διαδικασίας· και ασφαλώς η βία της ίδιας της απόφασης, όσο και των μετέπειτα συνθηκών εγκλεισμού. Έτσι, οι συγκλονιστικοί στίχοι της προτελευταίας στροφής λειτουργούν ταυτόχρονα ως περιγραφική σύμπτυξη των ανωτέρω και ως έσχατη αξιολογική κατακλείδα: «κι έτσι άλλο δεν σου μένει / παρά να αισθάνεσαι αισχύνη / σε μια χώρα που απονέμει / χάριν παιγνίου δικαιοσύνη».

Τι συμβαίνει λοιπόν με όλα τα παραπάνω τραγούδια του Ντίλαν; Σε τι συνίσταται η «κριτική του δικαίου» στον Ντίλαν; Μια πρώτη και αρκούντως διαδεδομένη ανάγνωση θέλει τον τραγουδοποιό να καταφέρεται γενικά εναντίον των θεσμών, πρεσβεύοντας μια, ας την πούμε, εξωδικαιική προσταγή εντιμότητας, περίπου όπως την εμπεριέχει ένας άλλος στίχος του: «αλλά για να ζεις έξω από τον νόμο πρέπει να είσαι έντιμος»[7]. Ένα ηθικό ιδεώδες, θα καταλήγαμε, που εξ αντιδιαστολής στερούνται όσοι είναι φορείς εξουσίας ή θεσμικοί εφαρμοστές του νόμου, εν προκειμένω οι δικαστές.

Μια συστηματική ανάγνωση, ωστόσο, αυτών των στίχων θα μετατόπιζε την ανωτέρω οπτική. Στα συγκεκριμένα τραγούδια, ο Ντίλαν δεν σχολιάζει κριτικά την απουσία ηθικής ή τιμιότητας, αλλά την απουσία δικαίου. Καταρχάς ασκεί με σαφήνεια ενδονομική κριτική στο ισχύον νομικό σύστημα της εποχής του, μπροστά στην αθέτηση των ήδη ισχυουσών ρυθμίσεων κι επιταγών του (ισότητα ενώπιον του νόμου, δικονομικές εγγυήσεις, αιτιολόγηση δικαστικών αποφάσεων κ.ά). Από τη μία δηλαδή αρθρώνεται ένα ηχηρό αίτημα για ανταπόκριση του νομικού συστήματος στα ίδια του τα στάνταρ. Από την άλλη, βλέπουμε να διαγράφεται μια μετανομική, ας την αποκαλέσουμε, κριτική (metalegal): δηλαδή μια κριτική από τη σκοπιά των όρων δυνατότητας να υπάρξει ένα επάξιο πλέγμα θεσμών εντός των οποίων να απονέμεται ή να προάγεται η δικαιοσύνη. Σειρά ολόκληρη τραγουδιών του Ντίλαν μπορεί να διαβαστεί ως αξίωση τέτοιων όρων· από τα ίσα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα («Όξφορντ Τάουν [3]» ή «Τζορτζ Τζάκσον [4]») μέχρι τη χειραφέτηση από την οικονομική ένδεια («Μπαλάντα του Χόλις Μπράουν [5]») και προς ένα αξιακό περίγραμμα ίσης ελευθερίας για όλες κι όλους («Καμπάνες της ελευθερίας [6]»).

Φυσικά, όλα τα παραπάνω χρειάζονται αυτοτελή κι επίπονη φιλοσοφική ανάπτυξη. Θα σημειώναμε απλώς κλείνοντας ότι ενδεχομένως ένα σημείο του Ντίλαν φέρει μια νύξη και περί του ορθού φιλοσοφικού προσανατολισμού. Το ρεφρέν του τραγουδιού για τη Χάτι Κάρολ κάνει σαφές ότι η κριτική δεν αφορά μόνο όσους «εφαρμόζουν το δίκαιο», αλλά και όσους ομιλούν ή στοχάζονται περί αυτού: «Ω, μα όλοι εσείς που φιλοσοφείτε […] ήρθε πια η ώρα για τα δάκρυά σας». Η αξιολογική απόφανση έχει νόημα, μας επισημαίνει, μονάχα «τη στιγμή των δακρύων». Περίπου δηλαδή, όπως και μια κριτική φιλοσοφία δικαίου άξια του επιθετικού προσδιορισμού της, συνυφαίνεται κατ’ ανάγκην με την κριτική θεώρηση της αδικίας και των ιστορικά προσδιορισμένων γενεσιουργών αιτίων της (βλ. το αναγκαίο αντάμωμα της κανονιστικής φιλοσοφίας με την κριτική κοινωνική θεωρία).

 

Υποσημειώσεις[+]