- Marginalia - https://marginalia.gr -

Ο φεμινισμός μετά το γαλλικό ’68

Feminism in France. From May ’68 to Mitterrand
[Φεμινισμός στη Γαλλία. Από τον Μάη του ’68 στον Μιτεράν]

Claire Duchen
London and New York: Routledge & Kegan Paul, 1986

Η μελέτη Feminism in France, αποτέλεσμα έρευνας και έκδοση των αρχών της δεκαετίας του 1980, είναι μια διαφωτιστική εισαγωγή στο πιο επιδραστικό φεμινιστικό κίνημα του κόσμου που αναδύθηκε στον απόηχο του Μάη του 1968. Η Κλερ Ντουσέν συνεχίζει να εμπνέει ακόμα και σήμερα με τη διαυγή της περιγραφή και ανάλυση του Κινήματος Απελευθέρωσης των Γυναικών (Mouvement de Libération des Femmes [MLF]), που καλύπτει την περίοδο από τη γεμάτη συγκρούσεις δεκαετία του 1970 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Το βιβλίο είναι γραμμένο από τη σκοπιά του συμμετέχοντος παρατηρητή και συνδέει επιτυχημένα την περίπλοκη φεμινιστική θεωρία με τη συνηθισμένη καθημερινή γυναικεία εμπειρία, καθώς συνδυάζει τη μακρά ενασχόληση της συγγραφέως με την «έννοια του θηλυκού» και τη φεμινιστική πολιτική περιθωριακότητα. Το Feminism in France είναι ένα ανάγνωσμα αναλυτικά καίριο και μαζί προσιτό.

Η μελέτη επικεντρώνεται στο Παρίσι, δεν έχει δηλαδή τη φιλοδοξία να προσφέρει μια εξαντλητική εικόνα του γαλλικού γυναικείου κινήματος. Δείχνει, ωστόσο, ένα μέρος των προσεγγίσεων και των εμπειριών που χαρακτήριζαν το MLF, μια ιστορία στην ουσία αντίπαλων κινημάτων: της ομάδας Psychanalyse et Politique (Ψυχανάλυση και Πολιτική), γνωστής και ως Psych et Po –η οποία το 1979 καταχώρισε το όνομα και το λογότυπο του MLF ως δική της ιδιοκτησία–, και του υπόλοιπου κινήματος, το οποίο με την εκλογή του Μιτεράν προσανατολίστηκε στους θεσμούς και στις σχέσεις που θα μπορούσε να αναπτύξει με μια φιλική στα γυναικεία αιτήματα σοσιαλιστική κυβέρνηση.

Παρότι γεννήθηκε αμέσως μετά τον Μάη του 1968, το γαλλικό φεμινιστικό κίνημα δεν επινοήθηκε τότε. Από το 1791, όταν η Ολύμπ ντε Γκουζ (Olympe de Gouges) -θεατρική συγγραφέας, πολέμιος της δουλείας και πρώιμη φεμινίστρια- έγραψε τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Γυναικών και του Θηλυκού Πολίτη, μέχρι τον Αύγουστο του 1970, όταν το όνομα Mouvement de Libération des Femmes πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην περιγραφή μιας διαδήλωσης στην Αψίδα του Θριάμβου, οι Γαλλίδες είχαν συμμετοχή τόσο στα επαναστατικά σοσιαλιστικά κινήματα όσο και σε μεταρρυθμιστικές προσπάθειες.

Μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, ο φεμινισμός στη Γαλλία προσπαθεί εν πολλοίς να αντιμετωπίσει δυο ζητήματα: την αφοσίωση των γυναικών στην τάξη ή στο φύλο τους αφενός, και τη γυναικεία ψήφο αφετέρου. Μετά την κατάκτηση του δικαιώματος ψήφου το 1944 και μέχρι τον Μάη του ’68, οι γυναίκες αγωνίζονταν τόσο μέσω της κοινοβουλευτικής πολιτικής –παρά την τεράστια απόσταση ανάμεσα στα θεωρητικά δικαιώματά τους και την κομματική τους εμπειρία– όσο και εξωκοινοβουλευτικά. Τα γεγονότα του Μάη του ’68 έδρασαν σαν καταλύτης· οι γυναίκες είδαν την δυνατότητα αλλαγής της κατάστασης, συνειδητοποιώντας ωστόσο ότι μια επανάσταση καθοδηγούμενη από τους άντρες δεν επρόκειτο να οδηγήσει στη χειραφέτησή τους. Οι αρχές της δεκαετίας του 1970 συνοδεύτηκαν από τη ραγδαία εξάπλωση φεμινιστικών εκδόσεων και ομάδων –οι οποίες σχηματίζονταν και διαλύονταν το ίδιο γρήγορα– από εκδηλώσεις επί τούτου σχεδιασμένες να σοκάρουν και να προκαλέσουν, από εσωτερικές έριδες και διασπάσεις. Υπήρχαν τόσες φεμινίστριες όσες και ομάδες, μας λέει η Ντουσέν, και όλες ανταποκρίνονταν με διαφορετικούς τρόπους στα ίδια ζητήματα: τη σχέση μεταξύ πατριαρχίας και καπιταλισμού, το ζήτημα της θηλυκής διαφοράς και το ζήτημα της ετεροσεξουαλικότητας και του λεσβιανισμού.

Ο αδέσμευτος φεμινισμός και τα άλλα ρεύματα

Έριδες και διαφωνίες οδήγησαν στον σχηματισμό τριών τουλάχιστον διακριτών ρευμάτων. Οι γυναίκες που δραστηριοποιούνταν ήδη πολιτικά μέσα από διάφορες ομάδες της Αριστεράς υποστήριζαν πως ο σοσιαλισμός και η γυναικεία απελευθέρωση ήταν αμοιβαίες προϋποθέσεις, καθώς υπογράμμιζαν τις υλικές βιοτικές συνθήκες των γυναικών των εργαζόμενων τάξεων και τη σύγκλιση πατριαρχίας και καπιταλισμού στην καταπίεση και εκμετάλλευσή τους. Ένα άλλο ρεύμα, εκπροσωπούμενο κυρίως από την ομάδα Psych et Po έδινε έμφαση στην ψυχοσεξουαλική διάσταση της καταπίεσης των γυναικών, καθώς υιοθετούσε μια ψυχαναλυτική προσέγγιση της συγκρότησης του «θηλυκού» βασισμένη κυρίως στις εργασίες του Ζακ Λακάν. Οι σοσιαλίστριες ήταν οργανωμένες κατά βάση σε τοπικές ομάδες και έβλεπαν τους εαυτούς τους ως πρωτοπόρες με το καθήκον να διαφωτίζουν και να εμπλέκουν στον αγώνα τις γυναίκες που συναντούσαν στις τοπικές αγορές, τις παιδικές χαρές, τα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις. Η Psych et Po, απ’ την άλλη πλευρά, δημιουργούσε αυτόνομους γυναικείους χώρους – έναν εκδοτικό οίκο, βιβλιοπωλεία, συνελεύσεις, μια σειρά από περιοδικά- όπου το «θηλυκό» θα αναδυόταν και θα μεγάλωνε. Σύμφωνα με την ομάδα αυτή, όπως και άλλες φεμινίστριες θεωρητικούς, η χρόνια εσωτερίκευση της αρρενωπότητας δεν επέτρεψε ποτέ στις γυναίκες να μάθουν ποιες πραγματικά είναι. Η Psych et Po υποσχόταν να ανακτήσει το θηλυκό.

Από την ομάδα Féministes Révolutionnaires αναδύθηκε ένα άλλο ρεύμα οργανωμένο σε μικρές κολλεκτίβες, το οποίο βασιζόταν σε πρωτότυπη έρευνα και συλλογικές δράσεις και αποστρεφόταν οποιαδήποτε προκατασκευασμένη ανάλυση και θεωρία οικουμενικής ισχύος. Το ρεύμα του αδέσμευτου φεμινισμού, όπως το αποκαλεί η Ντουσέν – η οποία αισθανόταν σαφώς πιο άνετα με αυτό παρά με τα υπόλοιπα – ήταν καχύποπτο τόσο με τις καθιερωμένες πολιτικές οργανώσεις και πρακτικές όσο και με την ομοιομορφία και την ιεραρχική οργάνωση της Psych et Po, και διατηρούσε πάντα μια ποικιλία στους στόχους και τα εγχειρήματά του ενθαρρύνοντας σταθερά την άμεση γυναικεία συμμετοχή και δράση. Αν και κάποιες κολλεκτίβες του ρεύματος αυτού, όπως η ομάδα γύρω από το περιοδικό Questions Féministes, ασχολούνταν με την παραγωγή αναλύσεων για τη γυναικεία καταπίεση, ο αδέσμευτος φεμινισμός απέρριπτε οποιαδήποτε κατανόηση του θηλυκού έξω από το κοινωνικό. Διαφωνώντας κάθετα με την Psycho et Po η κολλεκτίβα υποστήριζε: «…δεν υπάρχει κάτι σαν άμεση σχέση με το σώμα: το να λες ότι υπάρχει δεν είναι ανατρεπτικό, διότι αρνείται την ύπαρξη και ισχύ των κοινωνικών δυνάμεων -οι ίδιες δυνάμεις που μας καταπιέζουν, καταπιέζουν τα σώματά μας» (σ. 41). Αφοσιωμένες στην πεποίθηση ότι «το προσωπικό είναι πολιτικό», στη συλλογική δουλειά και στην ισότητα, οι αδέσμευτες φεμινίστριες επιδίωξαν να γκρεμίσουν τους φράχτες ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή, επανακαθορίζοντας στην πορεία την έννοια του πολιτικού.

Πουθενά δεν ήταν πιο σαφείς οι διαφορές ανάμεσα στις πιο κλειστές, συνεκτικές κοσμοθεωρήσεις και στις πιο ανοιχτές και πειραματικές, απ’ όσο στο ζήτημα της μητρότητας και της έκτρωσης, το οποίο το 1971 έφερε στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης το Manifeste des 343 – επίσης γνωστό ως «Μανιφέστο απο 343 Τσούλες». Γραμμένο από τη Σιμόν ντε Μποβουάρ και υπογεγραμμένο από διάσημες Γαλλίδες, το κείμενο υποστήριζε τα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών, διαμαρτυρόμενο για τον νόμο που καθιστούσε την έκτρωση παράνομη στη Γαλλία. Το ζήτημα της έκστρωσης, άμεσα συνδεόμενο καθώς ήταν τόσο με την ταξική όσο και με την έμφυλη καταπίεση, επηρέασε κάθε όψη της φεμινιστικής ανάλυσης τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70. Οι σοσιαλίστριες καταδίκαζαν τη μητρότητα και υιοθετούσαν την έκτρωση ως αντικαπιταλιστικό μέτρο. Για την Psych et Po η έκτρωση αποτελούσε τη γυναικεία απάντηση στην αντρική κατοχή του θηλυκού σώματος. Οι αδέσμευτες φεμινίστριες θα έστρεφαν σύντομα την προσοχή τους σε μια σειρά άλλα ζητήματα σχετικά με τη μητρότητα. Το πιο σημαντικό ήταν η προσπάθειά τους να αποσυνδέσουν την πολιτιστικά επίκτητη επιθυμία από την «πραγματική» γυναικεία επιθυμία για μητρότητα – μια προσπάθεια που οδήγησε στην αποδοχή της δυσκολίας αποσυσχέτισης του κοινωνικού από το ασυνείδητο – και τη στροφή τους στην εξερεύνηση και ανταλλαγή συναισθημάτων και εμπειριών σχετικών με την εγκυμοσύνη και τη μητρότητα γενικότερα.

Vive la Différence? Η πολιτική της διαφορετικότητας και μια διαφορετική πολιτική

Στη Γαλλία η φιλοσοφική σκέψη τύγχανε πάντα ευρύτατης αποδοχής. Μια εισαγωγή στο γαλλικό φεμινιστικό κίνημα χωρίς μια σύντομη επισκόπηση της σημειολογίας, της αποδόμησης ή της λακανικής ψυχανάλυσης και της κοινής τους ενασχόλησης με την ταυτότητα και τη διαφορά, τον αποκλεισμό και την απώθηση, και τον ρόλο της γλώσσας θα ήταν λιγότερο από ανολοκλήρωτη. Η Ντουσέν λοιπόν δίνει τη δέουσα προσοχή στη γαλλική επιμονή στη «διαφορετικότητα», είτε με την έννοια που έδιναν στον όρο στην Psych et Po ως την έμφυτη θηλυκότητα που δεν έχει ακόμα ανακαλυφθεί, είτε με την έννοια της μεταβαλλόμενης και επανακαθορίζουσας πολιτικής δραστηριότητας, αλλά ταυτόχρονα θέτοντας το ερώτημα εάν η «διαφορά» μπορεί να οδηγήσει σε «ένα πολιτικό και θεωρητικό αδιέξοδο, σε ένα πολιτικό ‘γκέτο’ που θα μοιράζονται οι λίγοι ευτυχείς χωριστά απ’ τους υπόλοιπους, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα και τις ιδέες με τόσο ιδιοσυγκρασιακό τρόπο που κανείς άλλος δεν θα τις καταλαβαίνει … και αδιαφορώντας για τις υλικές συνθήκες της ζωής των γυναικών» (σ. 102). Χωρίς να απορρίπτει την αλληλοσύνδεση μεταξύ της φιλοσοφίας και της πολιτικής – που τονίστηκε τόσο ξεκάθαρα από τα γεγονότα του Μάη του ’68 – και αναγνωρίζοντας τις πιθανές στρατηγικές συνάφειες της θηλυκής «διαφορετικότητας» για τη φεμινιστική πολιτική, η Ντάτσεν παρουσιάζει τις εργασίες των Ρολάν Μπαρτ, Μισέλ Φουκό, Ζακ Ντεριντά, Ζακ Λακάν, Ελέν Σιξού (Hélène Cixous), Λους Ιριγκαρέ (Luce Irigaray) και Τζούλια Κριστέβα και τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους επιτέθηκαν στην αυθεντία του νοήματος και στα συστήματα της κυριαρχίας που ενισχύουν την πολιτική εξουσία.

Εάν οι εργασίες των Μπαρτ και Φουκώ επηρέασαν πιο έμμεσα τη γαλλική φεμινιστική σκέψη μέσω της ευρύτερης συμβολής τους στη διαμόρφωση της γαλλικής διανόησης, η επιρροή του Ντεριντά και του Λακάν ήταν πιο άμεση και εκτενής. Η κριτική του Ντεριντά στη δυτική μεταφυσική – την πίστη σε μια πραγματικότητα εξωτερική του λόγου και της γλώσσας που μπορεί να περιγραφεί και να αναπαρασταθεί ή η αρχή ότι μπορούμε να συλλάβουμε και να κατανοήσουμε τα πράγματα γι’ αυτό που είναι – προετοίμασε το έδαφος για την ανατροπή που επιχείρησε η φεμινιστική σκέψη στην καταπιεστική για τις γυναίκες τάξη που η μεταφυσική εγκατέστησε. Η ντεριντιανή έννοια της différance – σύμφωνα με την οποία οι λέξεις και τα σημεία δεν μπορούν ποτέ να γίνουν πλήρως κατανοητά χωρίς την επίκληση στα αντίθετά τους, παρουσία σε αντίθεση με την απουσία, ομιλία εναντίον γραφής, άντρας εναντίον γυναίκας κ.ο.κ – στοχεύει ενάντια στις κρυμμένες στη γλώσσα ιεραρχίες που περιλαμβάνουν αυτά τα αντίθετα. Η πεποίθηση του Ντεριντά ότι δεν υπάρχουν σταθερά νοήματα, απολυτότητες ή σταθερές ταυτότητες αποτελεί μια προσβολή για το δυαδικό εννοιολογικό μας σύστημα. Αντίστοιχα, ο Λακάν υποστήριζε πως το άτομο αφομοιώνεται στην κοινωνία μέσω της γλώσσας, η οποία δίνει παραδοσιακά προτεραιότητα στο αρσενικό (φαλλός) στην κατασκευή του νοήματος. Κατά τη διαδικασία κοινωνικοποίησης εσωτερικεύουμε αυτό που ο Λακάν αποκαλεί «Συμβολική Τάξη», μια σειρά σημείων, ρόλων και τελετουργικών που παράγουν νόημα μόνο δια της αλληλοσυσχέτισής τους. Η υπόσχεση που έβλεπαν οι φεμινίστριες στην ψυχανάλυση ήταν η έκθεση αυτής της βαθιά φαλλογοκεντρικής, συμβολικής τάξης και, σε αντίθεση με τον Λακάν που υποστήριζε πως η γυναίκα δεν μπορεί να εντοπιστεί γιατί είναι πέρα από την εννοιακή φαντασία του φαλλικού λόγου, η αποκάλυψη του θηλυκού.

Ένας τρόπος προσέγγισης του γαλλικού φεμινιστικού θεωρητικού εγχειρήματος, σύμφωνα με την Ντάτσεν, θα ήταν να το δούμε ως μια εξέταση της κατασκευής της γυναίκας ως αντικειμένου λόγου – και η ανασύσταση αυτού του λόγου για την αναδημιουργία των γυναικών ως νέου αντικειμένου, με τις ίδιες τις γυναίκες ως την αιτία πίσω απ’ τον λόγο αυτόν. Με αφετηρία τον λογοκεντρισμό και τον φαλλογοκεντρισμό του Ντεριντά και του Λακάν, η δουλειά των Σιξού, Ιριγκαρέ και Κριστέβα αμφισβητεί το αναπόφευκτο της πατριαρχίας, τόσο με λογοθετικούς και εννοιακούς όρους όσο και με όρους κοινωνικής δομής. Η Κριστέβα, στην ανάλυσή για το θηλυκό, αναγνωρίζει πρώτα την απουσία του από το Συμβολικό, συμφωνώντας με τον Λακάν, και κατόπιν το εντοπίζει σε αυτό που αποκαλεί το «σημειωτικό», χρονικά προγενέστερο και συγχρονικά εγκάρσιο στο σημείο, στο συντακτικό, στη σημασιοδότηση και στο νόημα. Ο τρόπος που η Κριστέβα κατανοεί τη γλώσσα ως διαδικασία παρά ως δομή, όπου το νόημα δημιουργείται και αναδημιουργείται διαρκώς, ανοίγει τη δυνατότητα καταστροφής των καταπιεστικών ταυτοτήτων του αρσενικού και του θηλυκού. Γράφοντας ενάντια στο μονοπώλιο του φαλλικού, η Ιριγκαρέ επίσης προσπάθησε να διεκδικήσει το θηλυκό ξεσκεπάζοντας τη φαινομενικά ουδέτερη άποψη της γλώσσας, των κοινωνικών επιστημών και της φιλοσοφίας, και διερευνώντας τη γυναικεία σεξουαλικότητα ως την πιθανή του τοποθεσία. Η Σιξού, συμφωνώντας με την Ιριγκαρέ, θα υποστήριζε πως υπάρχει μια θηλυκή λιμπιντική οικονομία στην οποία η γυναικεία σεξουαλικότητα είναι αυτάρκης, επιμένοντας παράλληλα πως οι γυναίκες μπορούν να σκεφτούν με μη-φαλλικούς όρους. Για τη Σιξού, η διαφορετικότητα των γυναικών θα έπρεπε να εκφραστεί στη γραφή.

Οποιαδήποτε προσπάθεια ανατροπής της πατριαρχίας βρισκόταν υποχρεωτικά στην εξέταση εκ μέρους των γυναικών της σχέσης τους με την ίδια τους τη σεξουαλικότητα, με τις άλλες γυναίκες, με τη γλώσσα και με τη γραφή. Η ανάπτυξη μιας πολιτικής στρατηγικής βασισμένης στη διαφορετικότητα των γυναικών είχε μεγάλη σημασία για την Psych et Po η οποία έβλεπε στο γράψιμο, στην πολλαπλότητα και στη σεξουαλική αυτονομία – ο λεσβιανισμός δεν ήταν ένας όρος που η ομάδα χρησιμοποιούσε – τον δρόμο για την απελευθέρωση. Η πολλαπλότητα, που βρίσκεται στη βάση κάθε ετερότητας και της γυναικείας διαφορετικότητας, μπορεί να ξεκινά στο επίπεδο της γυναικείας ανατομίας, της λίμπιντο και της jouissance – μιας μορφής γυναικείας ευχαρίστησης ή σεξουαλικής διάρρηξης, σύμφωνα με τη Σιξού – και μπορεί να σημαίνει αντίσταση στην ενότητα του αρσενικού λόγου ή αντίσταση στην οργάνωση και την ιεραρχία της δομής. Ωστόσο, η Ντουσέν αντιμετωπίζει την έννοια του θηλυκού με σκεπτικισμό. Αν και υποστηρίζει τη λογοθετική επανάσταση ως αναπόσπαστο μέρος κάθε πολιτικού αγώνα, βρίσκει προβληματική τη θεμελίωση της ανάλυσης στη σωματική εμπειρία και την ανατομία, μια και κάθε προσπάθεια κατανόησης του σώματος και της jouissance περνά μέσα από τη γλώσσα, στην οποία εμπλέκεται η κοινωνική εμπειρία και γνώση. Μαζί με άλλες Γαλλίδες ριζοσπαστικά υλίστριες φεμινίστριες, η Ντουσέν φοβάται πως «η έννοια του θηλυκού θα μπορούσε απλώς να αντικαταστήσει τη μια εννοιακή φυλακή με μια άλλη» (σ. 99) και καλεί σε μια εξέταση των συνεπειών της διαφοράς στη φεμινιστική πολιτική.

Η Ντουσέν υποστηρίζει μια διαφορετική πολιτική η οποία θα λαμβάνει υπόψην της, πάντως, και την πολιτική της διαφορετικότητας. Διερευνά τις στρατηγικές συνέπειες της φεμινιστικής διαφοράς στη φεμινιστική πολιτική, στηρίζοντας τη σχετική συζήτηση στη φεμινιστική εμπειρία δύο πολιτικών κομμάτων, του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PS) και του πιο περιθωριακού Parti Socialiste Unifié (PSU). Η οποιαδήποτε συμμετοχή στη συμβατική πολιτική έκανε το MLF ιδιαιτέρως νευρικό, αλλά οι γυναίκες που γίνονταν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος (PCF), του PS ή του PSU διάλεγαν να αγωνιστούν μέσω της κομματικής πολιτικής, προσπαθώντας να οργανωθούν τόσο αυτόνομα όσο και μέσω της υπό αντρική κυριαρχία πολιτικής σκηνής.

Οι κομμουνίστριες φεμινίστριες αδυνατούν να παραμείνουν στο κόμμα αν θέλουν να προτείνουν μια ανάλυση για τη γυναικεία «κατάσταση» που δεν συμφωνούσε με την επίσημη γραμμή του. Ωστόσο, το PS και το PSU προσφέρουν ευκαιρίες στις φεμινίστριες να δημιουργήσουν τους δικούς τους χώρους, παρά την εχθρότητα που προκαλούσε το φεμινιστικό ρεύμα στους κόλπους του PS, ή παρά την περιθωριακότητα του PSU. Η Ντουσέν συμφωνεί με την Ουγκέτ Μπουσαρντό (Huguette Bouchardeau) –τη γραμματέα του PSU, το οποίο στις εκλογές του 1981 έλαβε 1,1% των ψήφων– πως, ακόμη και αν πάρει δεκαετίες πριν οι φεμινίστριες καταφέρουν να ασκήσουν σημαντική επιρροή στα μεγάλα πολιτικά κόμματα, ο στόχος τους πρέπει να είναι η συστηματική, έστω και έμμεση, παρέμβαση σε αυτά. Ο φόβος πως η οργάνωση και η δομή ίσως να υπονομεύσουν την πολλαπλότητα και τον δυναμισμό του κινήματος ήταν πάντα παρών στο MLF. Κι όμως, «παραδόξως, είναι ακριβώς αυτή η άρνηση που αφήνει τα θεωρητικά και πρακτικά επιτεύγματά τους ανοιχτά στην καπηλεία», σύμφωνα με την Ντουσέν. «Η απουσία τυπικής οργάνωσης καθιστά δυνατόν για άλλα υποκείμενα να παρέμβουν και να διεκδικήσουν τις φεμινιστικές ιδέες και δράσεις σαν δικές τους» (σ. 121). Η Ντουσέν βλέπει ως ελπιδοφόρο τον συνδυασμό των αυτόνομων δομών και φεμινιστριών που δρουν, παρά τις φοβερές αντιξοότητες, εντός των υπό αντρική κυριαρχία πολιτικών δομών.

Ο φεμινισμός στη Γαλλία του Μιτεράν

Για τις φεμινίστριες, τα ζητήματα της αυτονομίας, της εξάρτησης, της πολιτικής στρατηγικής και της εξουσίας διέτρεξαν και την περίοδο του Μιτεράν, η οποία αποτελεί το αντικείμενο του καταληκτικού κεφαλαίου του Feminism in France. Οι φεμινίστριες, των μελών της Psych et Po συμπεριλαμβανομένων, είχαν υποστηρίξει ανοιχτά τη μη-κομμουνιστική Αριστερά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και η ίδρυση, με την εκλογή του Μιτεράν, του νέου Υπουργείου των Γυναικείων Δικαιωμάτων, αναμφίβολα σηματοδότησε μια νέα αρχή παρά τις κριτικές φωνές που δεν έβλεπαν στο Υπουργείο παρά μία επιφανειακή χειρονομία κατευνασμού του φεμινιστικού κινήματος. Το Υπουργείο υιοθέτησε μια πολύ μετριοπαθή μεταρρυθμιστική προσέγγιση στα ζητήματα της αντισύλληψης, ενθάρρυνε τη δημιουργία τμημάτων Φεμινιστικών Σπουδών στην ανώτατη εκπαίδευση, εξέδωσε και διένειμε έναν Οδηγό στα Γυναικεία Δικαιώματα και υποστήριξε εγχειρήματα όπως η αναθεώρηση του πως παρουσιάζεται η γυναίκα στα σχολικά βιβλία και στη διαφήμιση. Στο μεταξύ, η πρόσβαση στις θέσεις ισχύος εντός του PS ελεγχόταν στενά από την κομματική ιεραρχία και οι φεμινίστριες ήταν αποξενωμένες.

Η αλλαγή κυβέρνησης το 1981 άνοιξε μια σειρά νέων ερωτημάτων για το MLF καθώς έπρεπε να αναλογιστεί τη θέση του απέναντι στις μεταρρυθμίσεις καθώς και τη δική του μορφή οργάνωσης. Διατυπώθηκε σειρά επιχειρημάτων για τη σημασία της δημιουργίας φεμινιστικών δομών που θα ήταν κατά το δυνατόν αυτόνομες αλλά θα είχαν και ισχυρούς δεσμούς με δημόσιους θεσμούς όπως τα υπουργεία και τα πανεπιστήμια. Το επιχείρημα ήταν ότι δεν έπρεπε οι υπάρχουσες μικρές ομάδες να αντικατασταθούν αλλά να συμπληρωθούν. Η Ντουσέν βλέπει τα οφέλη της πολλαπλότητας και της ποικιλίας των απόψεων και των πρακτικών στις διεργασίες των μικρών και ανεπίσημων ομάδων και στα διαφορετικά ενδιαφέροντα που αντιστοιχούν στα διάφορα πεδία δραστηριότητας όπως τα συνδικάτα, τα πολιτικά κόμματα ή οι χώροι εργασίας. Ωστόσο, υπογραμμίζει επίσης τη σημασία των μηχανισμών εκπροσώπησης για λόγους δημόσιας αναγνωρισιμότητας και προκειμένου να αποφευχθούν τόσο η οικειοποίηση όσο και η απομόνωση.

Η Ντουσέν κλείνει το βιβλίο της με αποσπάσματα από ηχογραφημένες συνομιλίες (διάρκειας δεκάμιση ωρών) που είχε με διάφορες γυναίκες με θέμα την αποτίμηση και τον αναστοχασμό των πρώτων ημερών του MLF και του μέλλοντός του, συμπληρώνοντας και πάλι – όπως κάνει σε όλο το βιβλίο – την αναλυτική προσέγγιση με την αμεσότητα της βιωμένης εμπειρίας. Το Feminism in France, με τους περιορισμούς του, αντανακλά τον φεμινισμό της Ντουσέν, πάντα βασισμένο στη σχολαστική σκέψη και σε μια βαθιά αίσθηση αλληλεγγύης, και συνεχίζει να γοητεύει νέες γενιές αναγνωστών ανοίγοντας ένα παράθυρο στη γαλλική φεμινιστική θεωρία και πράξη.

Μετάφραση από τα αγγλικά: Δημήτρης Ιωάννου