- Marginalia - https://marginalia.gr -

Ο Φουκώ, το φύλο και οι «σουσουδο-μποβαρίζουσαι» γυναίκες

Στο έργο του, «Pouvoir de la psychiatrie». Cours au College de France, 1973–1974, ο Μισέλ Φουκώ μάς μεταφέρει σε μια σκηνή μεταξύ του Βασιλιά Γεώργιου Γ΄ και του ψυχιάτρου Φράνσις Γουίλις (Francis Willis), στην οποία περιγράφεται ο εγκλωβισμός του Βασιλιά στην απομόνωση, όπως ακριβώς είχε αναφερθεί από τον γάλλο ψυχίατρο Φιλίπ Πινέλ (Philip Pinel) στο έργο του Traite medico-philosophique [Ιατρικο-φιλοσοφική πραγματεία] το 1801. Η σκηνή, όπως υπογραμμίζει ο Φουκώ, είναι πραγματική, δηλαδή, έλαβε χώρα το 1788 στην Αγγλία. Είναι φανερό ότι στη σκηνή αυτή υπάρχει αναστροφή της εξουσίας, μάς λέει ο Φουκώ. Για αυτό και μάς προσκαλεί να μην βιαστούμε να προσπεράσουμε τη σκηνή· αντιθέτως, μάς ζητά να μελετήσουμε τη στιγμή κατά την οποία συναντιέται η τρέλα με τη λογική, o Βασιλιάς με τον ψυχίατρο.

Ο Φουκώ θεωρεί ότι μόνο μέσα από τη γενεαλογία της κατασκευής της παράνοιας θα φτάσουμε να κατανοήσουμε τι στην ουσία συνιστά την έννοια της αλήθειας και ακόμη, πιο διεξοδικά, ποια είναι αυτή η αλήθεια που επιτρέπει, μέσω της ψυχιατρικής, στην αστική τάξη στο εξής ν’ απογυμνώνει τον Βασιλιά από τα καθήκοντά του και να αντικαθιστά το ηγεμονικό καθεστώς με το καθεστώς εξουσίας της Επιστήμης. Και αυτό μάλιστα να συμβαίνει με τέτοια επιτυχία, ώστε οι μέχρι τότε υπηρέτες του Βασιλιά να μετατρέπονται σε μια στιγμή σε δεσμώτες του, κάτω από την καθοδήγηση του ψυχιάτρου.[1]

Πώς, όμως, αυτό το παράδειγμα συνδέεται με το φύλο; Η αφετηρία της σύνδεσης αυτής, όσον αφορά την ανάγνωσή μου, δεν είναι άλλη από τη γενεαλογία της περιγραφής αυτής της «αλήθειας»/τρέλας», στην προσπάθειά μου ν’ αναδείξω ότι κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στις μέρες μας, που θεωρείται υποχρεωτική η παρουσία ειδικού δικαστή, παιδοψυχίατρου και κυβερνητικού εκπροσώπου στην αναγνώριση της ταυτότητας του φύλου, τόσο για τα διεμφυλικά όσο και τα διαφυλικά υποκείμενα, παρότι σε διαφορετική κλίμακα.

Στο σημείο αυτό χρειάζεται μια διευκρίνιση. Τα διεμφυλικά υποκείμενα είναι αυτά που στη γέννησή τους παρουσιάζουν είτε ανδρικό είτε γυναικείο «φύλο», αλλά επιθυμούν να αναστρέψουν αυτή τη (δήθεν) «αλήθεια» του φύλου και να ζήσουν διαφορετικά από αυτό που έχει χαρτογραφηθεί στις ληξιαρχικές τους πράξεις. Τα διαφυλικά υποκείμενα από την άλλη, από τη γέννησή τους φέρουν στοιχεία και από τα δύο φύλα, για αυτό και έως τα μέσα του 20ού αιώνα χρησιμοποιείται ο όρος «ερμαφροδιτισμός» στα επιστημονικά κείμενα.

Επίσης, είναι σκόπιμο να γνωρίζουμε ότι μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία, ανήκε στη δικαιοδοσία του διαφυλικού υποκειμένου ή της οικογένειάς του, ο έμφυλος αυτοπροσδιορισμός του, ενώ όσον αφορά τα διεμφυλικά υποκείμενα μέχρι την Παρισινή Κομμούνα, δεν αφορούσε την πολιτική εξουσία ο έμφυλος προσδιορισμός τους. Δηλαδή, ο έμφυλος προσδιορισμός ανήκε στη δικαιοδοσία του ιδιώτη και στις δύο περιπτώσεις, κάτι που μετά την Παρισινή Κομμούνα, απαγορεύεται ενώ όποιο υποκείμενο τολμούσε ν’ αναστρέψει την κυρίαρχη αλήθεια του φύλου, του αποδιδόταν η «παράνοια της αναστροφής του φύλου». Ας αναφερθώ όμως στη γενεαλογία αυτής της (δήθεν) παράνοιας του φύλου.

Πέθανε ο Βασιλιάς! Ζήτω η Επιστήμη!

Ανάμεσα στον 13ο και τον 16ο αιώνα η «ερμαφρόδιτη ζωή» και η μετακίνηση από το ένα φύλο στο άλλο περιγραφόταν και βιωνόταν ως φυσική διαδικασία. Μια τέτοια μετακίνηση ήταν αυτονόητη, αφού σύμφωνα με τη φυσιοκρατική εξήγηση του ενιαίου σώματος, όλες οι γυναίκες, λόγω έλλειψης θερμοκρασίας είχαν τα όργανα στο εσωτερικό του σώματος τους δηλαδή, ήταν ατελείς άνδρες.[2] Σε ιδιαίτερες συνθήκες όμως, ήταν αποδεκτό ότι το σώμα, αν ανέπτυσσε ιδιαίτερη θερμότητα, μπορούσε να αναπτυχθεί στην ανδρική ανατομική εκδοχή. Επιπλέον, το σώμα, όπως το αντιλαμβανόμαστε στις μέρες μας, δεν ενδιέφερε τις προνεωτερικές κοινωνίες, αφού η ιεράρχηση της ζωής απέρρεε από την κλασική σκέψη των Ελλήνων, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η ηθική ήταν έμφυτη και μη εξαρτώμενη από το σώμα. Αρκεί να σημειωθεί ότι από την έννοια της ηθικής και όχι από αυτής του σώματος απέρρεαν οι έμφυλοι κώδικες της «καθαρότητας» κατά της επιμειξίας της κοινωνικής, φυλετικής και έμφυλης τάξης που η αθηναϊκή πολιτεία και ευρύτερα οι πρoνεωτερικές κοινωνίες ήθελαν να διασφαλίσουν στο εσωτερικό τους.[3]

Αυτό όμως αναστρέφεται στα τέλη του 16ου αιώνα, καθώς είναι ακριβώς η στιγμή κατά την οποία η επιστημονική επανάσταση στρέφει το ενδιαφέρον της στη μελέτη του ανθρώπινου σώματος, απελευθερώνοντας πλέον (δήθεν) την ανθρώπινη σκέψη από την ερμηνεία της θεοκρατικής ηθικής του ηγεμονικού υποκειμένου, αφού η παρατήρηση του σώματος θα έδινε μέσω της επιστημονικής μεθόδου αντικειμενικές απαντήσεις. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, επιχειρείται, μέσω της ανατομίας, η καταγραφή των διαφορών ανάμεσα στον ανδρικό και τον γυναικείο σκελετό/σώμα, πάνω στην οποία προδικάζεται η υποκειμενικότητα: σύμφωνα με τη διάκριση του φύλου ως κεντρική ερμηνεία διχοτόμησης και ιεράρχησης της ζωής σε άνδρα/γυναίκα, λογικό/παράλογο, ηθικό/ανήθικο, πολιτισμό/φύση. Η γυναίκα ταυτίζεται με τις υποδεέστερες ανθρώπινες αξίες όπως χάος, παράνοια, συναίσθημα ενώ παράλληλα ο ερμαφροδιτισμός (ηθικός ανδρογυνισμός/γυνανδρισμός) ταυτίζεται με το θηλυκό στοιχείο και θεωρείται ως η εγκληματική πρωτόγονη ψυχολογία του ανθρώπινου είδους, εξ ορισμού γυναικεία, απαιτώντας ως εκ τούτου την κυριαρχία του ηθικά ανδρείου υποκειμένου ως μοντέλο ψυχικής ηθικής και αλήθειας σε όλον τον πληθυσμό.

Ο λόγος αυτής της δίωξης και αυτής της κατασκευασμένης πάλης, ακόμη και σε συνθήκες ειρήνης, είναι συγκεκριμένος. Διότι, πώς θα μπορούσε η αστική τάξη να υποχρεώσει τους ανθρώπους να εργαστούν σε απάνθρωπες συνθήκες, από τη στιγμή που ο Βασιλιάς εξαφανίζεται και μάλιστα με τέτοιους όρους ώστε η εξαφάνιση αυτή να μπορεί να έχει τη συναίνεση της κοινωνίας; Ακριβώς, μέσω του σεξισμού, μάς θυμίζει ο Φουκώ.[4] Δηλαδή, μέσω της ιεράρχησης της ζωής σε ανώτερη/ανδρική και κατώτερη/θηλυκή, για να εισάγω το φύλο στη σκέψη του Φουκώ, ο οποίος εξάλλου είχε τονίσει από την αρχή ότι μιλάμε για μια ηθική φτιαγμένη από τους άνδρες για τους άνδρες.

Ο σεξισμός σημαίνει τη θανάτωση του ερμαφροδιτισμού, ακόμη και σε επίπεδο συμβολισμού. Το φύλο, ως εκ τούτου δεν είναι παρά ένα καθεστώς αλήθειας εντός του οποίου απαιτείται η συμμόρφωση του ιδιώτη/πληθυσμού σε αυτό. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι από τα τέλη του 17ου αιώνα μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα στην Αλβανία, τη Σερβία, τη Ρωσία και το Μαυροβούνιο, οι γυναίκες υποχρεώνονταν να «ενσωματώσουν» τους τρόπους βίωσης του ανδρικού έμφυλου προσδιορισμού και το αντίστροφο και αυτό αρκούσε για την αναστροφή του φύλου, κάτω από τις δάφνες της κοινωνίας και των τοπικών μηχανισμών εξουσίας, αρκεί τα έμβια όντα να ενσωμάτωναν την ηθική που αντιστοιχούσε στο φύλο που προσυπέγραφε η «πολιτεία».[5]

Καλωσορίζοντας την ψυχοπάθεια του φύλου

Το φύλο ως εκ τούτου εισέρχεται στον 19ο αιώνα, ως ένα καθεστώς αλήθειας που είναι πάντα σε συνάρτηση με τους όρους που περιλαμβάνει η ιδέα του διαρκούς πολέμου, του πολέμου των δύο φύλων. Υπό αυτές τις συνθήκες, η φωνή του Καρλ Χάινριχ Ούρλιχς (Karl Heinrich Urlichs, 1825–1895) το 1870, ο οποίος ζητά να αναγνωριστεί το τρίτο φύλο ως μια γυναικεία ψυχή εγκλεισμένη σε ένα ανδρικό σώμα, μιλώντας ακριβώς για τη δυνατότητα του ανδρογυνισμού/γυνανδρισμού, περιθωριοποιείται. Μετά την Παρισινή Κομμούνα, για τον γάλλο ιατροδικαστή Αγκούστ Ταρντιέ (Auguste Tardieu) δεν υπάρχει τρίτο φύλο. Πλέον η επιστήμη μιλά για τον ηθικό ερμαφροδιτισμό, ταυτίζοντάς τον με την παράνοια και την εγκληματικότητα, που εντοπίζεται ακριβώς στα άσυλα, στα πορνεία, στις φυλακές, στα ιδρύματα, με δυο λόγια στους χώρους της μη-κανονικότητας που είχε κατασκευάσει η αστική τάξη.[6]

Τις εξελίξεις αυτές σηματοδοτεί το άρθρο του γερμανού ψυχιάτρου Καρλ Φρίντριχ Όττο Βέστφαλ (Carl Friedrich Otto Westphal, 1833–1890) με τίτλο «Die Konträre Sexualempfindung: Symptom eines neuropathologischen (psychopathischen) Zustandes» («Ανάστροφα ‘Σεξουαλικά’ Αισθήματα. Σύμπτωμα μιας νευροπαθολογικής (ψυχοπαθολογικής) πάθησης») στο περιοδικό Archiv für Psychiatrie und Nervenkrankheiten (1870). Σε αυτό ο Βέστφαλ προσέδιδε στην αναστροφή του φύλου/σεξουαλικότητας την ψυχική παθογένεια. Περαιτέρω, ο Ζαν Μαρτίν Σαρκό (Jean Martin Charcot, 1825-1893) και ο Βαλεντίν Μανιάν (Valentin Magnan, 1835-1916) σε κοινή τους δημοσίευση το 1882, με το άρθρο «Ιnversions du sens genital» στο Archives de Neurologie, αναλύοντας το άρθρο του Βέστφαλ κατέληγαν ότι η αναστροφή του φύλου/σεξουαλικότητας ήταν μία παρά φύσιν πράξη των εκφυλισμένων. Για τον Σαρκό μετά το 1880, η ίδια η υστερία ήταν ένα ψυχικό νόσημα αυτής της αναστροφής. Τέλος, ο Ρίτσαρντ Βον Κραφτ Έμπινγκ (Richard von Krafft Ebing, 1840-1902) με το έργο του Psychopathia sexualis το 1886, παρότι δεν ήταν ο πρώτος, αναφέρεται στην ψυχοπάθεια του φύλου, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να μιλήσει ακριβώς για μια ζωή χωρίς βούληση και συνείδηση, που αναστρέφει την αλήθεια του φύλου, καταλήγοντας στον θάνατο.[7] Στο ίδιο πλαίσιο, ο ιταλός εγκληματολόγος Σέζαρε Λομπρόζο (Cesare Lombroso, 1835-1909), μιλά για τον εγκληματία λόγω αταβισμού. Οι πόρνες, οι εγκληματίες, οι τριβάδες, για τον Λομπρόζο ήταν ηθικά ερμαφρόδιτες εγκληματικές ψυχές, εντός των οποίων είχε επικρατήσει το ένστικτο, για αυτό και δεν αντιλαμβάνονταν την πραγματικότητα και κατέληγαν στο έγκλημα και στην επανάσταση.[8] Εξάλλου, στην Παρισινή Κομμούνα, είχαν κατηγορηθεί οι πόρνες ως υποκινήτριες της εξέγερσης.[9]

Κόψτε το κεφάλι της ηθικά ερμαφρόδιτης Σφίγγας/πόρνης/αναρχικού/υστερικής-υστερικού/τριβάδας/κίναιδου!

Την ίδια περίοδο η μελέτη της γυναικείας ψυχολογίας θα δώσει στην επιστήμη περαιτέρω στοιχεία για την ανάδειξη αυτού του μύθου. Η υστερική γυναίκα περιγραφόταν να κυριαρχείται από το θυμικόν (ένστικτο φύλου/σεξουαλικότητας), με αποτέλεσμα να ζητά διαζύγιο από έναν ευτυχισμένο γάμο, μιας και δεν αντιλαμβανόταν σωστά την πραγματικότητα. Ή ακόμη χειρότερα, όπως ο Σαρκό αλλά και ο Σίγκμουντ Φρόυντ (Sigmund Freud, 1856-1939) κατέγραφαν, υπήρχαν κόρες που κατηγορούσαν τον πατέρα τους για βιασμό, μιας και δεν αντιλαμβάνονταν, λόγω της υστερίας τους, ότι αυτό που περιέγραφαν ήταν ψέμα.[10] Αυτές οι ιστορίες αναδείκνυαν στους ειδικούς τον κίνδυνο της εξάπλωσης της ψυχικής νόσου των «γεννητικών εκφυλισμένων» [δηλαδή αυτών που ακολουθούσαν το ένστικτο του φύλου] σε όλη την κοινωνία. Η αφαίρεση της κλειτορίδας ή των υγιών ωοθηκών με στόχο τον σωφρονισμό του φύλου, όπως επίσης και η ηθική θεραπεία, ήταν οι προτεινόμενες μέθοδοι σε αυτή τη «θήλεια νόσο». Η υστερική ασθενής και στις δύο περιπτώσεις έπρεπε να αποδεχτεί την αλήθεια του ειδικού, μιας και διαφορετικά, όπως οι ειδικοί εξηγούσαν, παραμόνευε ο ψυχικός εκφυλισμός και ο θάνατος για αυτή την ανδρογυναίκα.[11]

Ο κίνδυνος όμως της αναστροφής του φύλου ήταν και κοινωνικός, διότι αν αφηνόταν να εξαπλωθεί αυτή η «θήλεια νόσος» του ενστίκτου, η εξάπλωση των επαναστάσεων και των κοινωνικών αναταραχών θα γινόταν καθημερινότητα στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ή τουλάχιστον αυτό περιέγραφε στο έργο του ο Γκυστάβ Λε Μπον (Gustave le Bon, 1841-1931) στην Ψυχολογία του Όχλου (Psychologie des Foules, 1895), με την ηθικά ερμαφρόδιτη εκθηλυμένη ψυχή του πληθυσμού, που γίνεται έρμαιο των λιβιδινικών δεσμών και μετατρέπεται στον εγκληματικό όχλο. Για αυτό και έπρεπε να κοπεί το κεφάλι του «γεννητικού εκφυλισμένου» Βασιλιά, όπως θ’ αποδοθεί ο όρος από τον έλληνα ψυχίατρο Σίμωνα Αποστολίδη το 1889, αναφερόμενος στις επαναστάσεις του 1848 (γνωστές και ως «Άνοιξη των Λαών») και του 1871, στο έργο του Αι Ψυχώσεις.

Από τον ηθικό ερμαφροδιτισμό στη λίμπιντο και στην ψύχωση της αμφιφυλίας

Αυτό το καθεστώς αλήθειας δεν θ’ αλλάξει στον Μεσοπόλεμο και τη διδασκαλία του Φρόιντ. Στην πραγματικότητα ο Φρόιντ αντί του ηθικού ερμαφροδιτισμού (την πάλη ανάμεσα στην ενεργητική και στην παθητική ζωή) θα αντιπροτείνει το ένστικτο της λίμπιντο. Εδώ η λίμπιντο δεν έχει σεξουαλικό νόημα. Σε μετάφραση του έλληνα ψυχιάτρου Α. Ξηβέριου στο έργο του Φρόιντ, Drei Abhandlungen zur Sexualtheorie (1905) το 1925 αλλά και ευρύτερα στις μεταφράσεις στον Μεσοπόλεμο, η λίμπιντο υποδηλώνει το «θυμικόν», δηλαδή, το ένστικτο του φύλου και της σεξουαλικότητας. Το φύλο πλέον έχει οριστεί ηγεμονικά, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε άλλη πρόταση, όπως intersex, transgender, transvestism, transsexual, όπως χρησιμοποιούνται ως όροι, από τον πρωτεργάτη του σεξουαλικού κινήματος, τον Μάγκνους Χίρσφελντ (Magnus Hirschfeld), δεν θα μπορέσουν να ταράξουν αυτή την κανονικότητα του φύλου [(Holmes, M. (ed.). 2009. Critical Intersex. Λονδίνο, Routledge)]. Εξάλλου, ο Φρόιντ, με «επιτυχία» θα μπορούσε ν’ αναφέρεται στην ίαση μιας ομοφυλόφιλης ασθενούς του απο την αμφιφυλία στη μονοφυλία το 1920, ενώ μιλά για το πέρασμα από την κλειτορίδα στον κόλπο, ως το κανονικό όργανο της γυναικείας σεξουαλικότητας.[12] Αυτό όμως που κυρίως διακυβεύεται μέσα από την κανονικότητα του φύλου είναι η ίδια η ερμηνεία της αλήθειας, αφού πλέον η επιστήμη μιλά για την ψύχωση του φύλου. Ψύχωση σημαίνει δεν έχω αντίληψη της πραγματικότητας γιατί το ένστικτο του φύλου, επιδρά με τέτοιο τρόπο ώστε δεν μπορώ ν’ αντιληφθώ την αλήθεια.

Η αλήθεια όμως του φύλου δεν είναι άλλη από αυτήν που εδραίωσε η αστική τάξη σταδιακά από τα τέλη του 16ου αιώνα και κατάφερε να τη μετατρέψει σε καθεστώς αλήθειας της Επιστήμης μετά την Παρισινή Κομμούνα. Είναι αυτή η αλήθεια που θα γίνει ιδιαίτερο κεφάλαιο ηθικής, ως «Αφροδισιολογία», στα κείμενα της Ιατροδικαστικής και την ίδια στιγμή δημιουργεί μέσω της προστασίας (δήθεν) της ηθικής της κοινωνίας, την προβολή της «ανήθικης» ανδρόγυνης/γύνανδρης ζωής, ως της πιο επικίνδυνης μορφής. Ιδιαιτέρως, όμως, μέσα από την αναγνώριση της ψύχωσης, ως επιστημονικού καθεστώτος, εδραιώνεται ηγεμονικά ο αστικός μύθος, που θέλει να καταλήγει ξανά και ξανά ότι υπάρχει ένας πόλεμος εντός του ανθρώπινου είδους. Με άλλα λόγια, η έννοια της ψύχωσης υποκαθιστά αυτόν τον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στη λογική και στο παράλογο, κινητοποιώντας τη θανάτωση ενάντια στη δυνατότητα ενός ηθικού ανδρογυνισμού/γυνανδρισμού.

Με αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται ιδανικά ο αστικός μύθος. Ο μύθος που περιγράφει ότι η βία, η φτώχεια, η ασθένεια, οι πόλεμοι, η ανισότητα, οι βιασμοί, είναι αποτέλεσμα του ανθρώπου που υποφέρει από ψύχωση και όχι του καπιταλισμού, που έχει ακριβώς ανάγκη την ανθρώπινη υποταγή και την ανθρώπινη εξαθλίωση, και για να τις εξασφαλίσει δημιουργεί τον κίνδυνο της εγκληματικότητας της ανδρόγυνης/γύνανδης «ηθικής». Αντίθετες απόψεις, όπως του κομμουνισμού τη συγκεκριμένη περίοδο, ιδιαιτέρως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, που ζητούσε από τον πληθυσμό να αφεθεί στη λίμπιντο, δηλαδή, στο ένστικτό του φύλου/σεξουαλικότητας και να μην υπακούει στον κυρίαρχο λόγο του ειδικού, θα καταγραφούν στον χώρο των ψυχώσεων αυτών των εκφύλων κομμουνιστών/τριών. Σύμφωνα με την αστική διανόηση, η διδασκαλία αυτή, θα οδηγούσε την κοινωνία στα αφροδίσια πάθη και στον θάνατο.

Έτσι, κάτω από έναν επιστημονικό λόγο και όχι μόνο έναν πολιτικό αντικομμουνιστικό λόγο, ο κομμουνιστής και η κομμουνίστρια γίνονταν οι νέοι κοινωνικοί εχθροί, όπως κάποτε ήταν οι πόρνες, οι τριβάδες, οι αναρχικοί, οι σοδομιστές, οι κίναιδοι, αποδίδοντας στην αστική τάξη τη συναίνεση για τη δίωξη εναντίον αυτού του ατόμου/πληθυσμού. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι τα ιδρύματα που είχαν δημιουργηθεί για τους εκφυλισμένους στα τέλη του 19ου αιώνα, πλέον θα γέμιζαν από τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες, τουλάχιστον όσον αφορά την ελληνική περίπτωση.[13] Το 1970, στο βιβλίο η Αγωγή του Πολίτη του Θεοφύλακτου Παπακωνσταντίνου, διαβάζουμε για αυτές τις «σουσουδο-μποβαρίζουσαι» γυναίκες, δηλαδή τις φιλο-κομουνίστριες, αυτές τις ιδιάζουσες και επικίνδυνες μορφές ότι «λόγω απωθητικής ασχημίας ή ανικανοποίητοι λόγω νευρωτικής ψυχρότητος, αι οποίαι μη δυνάμεναι να δοκιμάσουν την χαράν της φυσιολογικής ζωής, προσπαθούν να δημιουργήσουν άλλα αντισταθμίσματα [από αυτά του έθνους/ανδρών]» για την κοινωνία και για αυτό πρέπει ν’ αποφεύγονται και να περιθωριοποιούνται.

Από την ψύχωση στην αναγνώριση της ταυτότητας του φύλου

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το κοινωνικό φύλο εισέρχεται στην ψυχιατρική και στην ψυχανάλυση ως όρος, σε συνάρτηση με τη θέση ότι το φύλο δεν υπάρχει αλλά μαθαίνεται και φυσικά αντιστοιχεί αποκλειστικά σε ένα σώμα.[14] Ο «μπόγιας» της ψυχιατρικής, του «Διαγνωστικού και Στατιστικού Εγχειριδίου των Ψυχικών Διαταραχών» («Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders», DSM) της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (American Psychiatric Association), της πρώτης οργάνωσης, δηλαδή, της επίσημης ταξινόμησης των ψυχικών διαταραχών, που ξεκίνησε το 1952, μπορούσε να υπερηφανεύεται για την ηγεμονία στον χώρο της ανθρώπινης ψυχολογίας και την «ψυχολογική θανάτωση» της ανδρόγυνης/γύνανδρης ψυχής ως παρανοϊκής. [15]

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το 1968 το DSM-II στη γενική κατηγορία των «Διαταραχών της Προσωπικότητας» συμπεριλαμβάνει τον όρο «τρανσέξουαλ» με όρους του 19ου αιώνα, δηλαδή ως αναστροφή φύλου, ως «σεξουαλική παρέκκλιση» και μάλιστα ως ξεχωριστή υποκατηγορία και όχι ως κεφάλαιο μιας ψυχικής υποκατηγορίας. Το 1980, αντίστοιχα, το DSM-III περιγράφει τη διαταραχή της ταυτότητας φύλου δηλαδή, την αναστροφή του φύλου, ως ψυχικό νόσημα των «ψυχοσεξουαλικών διαταραχών». Παράλληλα, για πρώτη φορά γίνεται μνεία στην έγκαιρη αντιμετώπιση της «Διαταραχής του Φύλου» στην παιδική ηλικία, με την εισαγωγή μιας σειράς προληπτικών μέτρων.

Τα επόμενα χρόνια η ίδια θέση ακούγεται το ίδιο αποθαρρυντικά: το υποκείμενο δεν είναι απόλυτα κύριο του εαυτού του αλλά υπακούει σε δυνάμεις που βρίσκονται πέρα από τη συνείδηση του. Μέχρι το 2013, αυτό μεταφραζόταν σε μια ερμηνεία της ψυχικής διαταραχής του φύλου, όταν ουσιαστικά το υποκείμενο δεν υπακούει σε αυτό το επιστημονικό φύλο. Ειδικά οι αντιλήψεις της δεκαετίας του 1950, όπως αυτές είχαν αποδοθεί από τον ψυχολόγο-σεξολόγο Τζον Γουίλιαμ Μάνι (John William Money), μετά από εκτενή μελέτη του στα διαφυλικά, διεμφυλικά υποκείμενα, ο οποίος κατέληγε ότι το φύλο δεν υπάρχει βιολογικά και στην ουσία η θεραπεία, από την αμφιφυλία στη μονοφυλία, ήταν η εκμάθηση του φύλου, μέσω ορμονικής, ψυχολογικής, χειρουργικής πρακτικής, από τον ειδήμονα, σε μια προσπάθεια να εξαρθρωθεί η ψυχική διαταραχή του φύλου, δηλαδή, η διαταραχή της αμφιφυλίας, ή ενός ρευστού φύλου. Στην ουσία αυτή η αντίληψη, σε επίπεδο αλήθειας συνιστούσε ουσιώδεις περιορισμούς ως προς τι στην ουσία συνιστά «φύλο» στον επιστημονικό λόγο, υπονοώντας άμεσα την αδυναμία του ίδιου του ανθρώπου στη συνακόλουθη συγκρότηση της γνώσης περί κανονικότητας του φύλου.

Η επιστήμη, όπως η ψυχιατρική και η ψυχανάλυση, στην ουσία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρνούνται τη δυνατότητα του έμφυλου αυτοπροσδιορισμού του ίδιου του υποκειμένου, εκτός των ορίων της επιστημονικής γνώσης. Αυτό δεν αλλάζει ούτε και μετά την πέμπτη έκδοση του DSM-5 (2013) όπου ωστόσο αναγνωρίζεται ότι βιολογικοί, κοινωνικοί και ψυχολογικοί παράγοντες αλληλεπιδρούν στη διαμόρφωση της ταυτότητας φύλου, και ως εκ τούτου απορρίπτονται οι θεωρίες περί της επιστημονικής κατασκευής του φύλου τις οποίες ο Μάνι πρότεινε για τη θεραπεία των ατόμων που δήθεν έπασχαν από διαταραχή φύλου. Παρόλα αυτά, το DSM-5 (2013), αν και δεν μιλά για διαταραχή, μιλά ωστόσο για «δυσφορία του φύλου», προκειμένου να περιγράψει τη ρήξη μεταξύ της αλήθειας του υποκειμένου και αυτής του ειδικού, όσον αφορά το «φύλο». Με δυο λόγια η «δυσφορία του φύλου» προβάλλεται ως ο ανατρεπτικός ισχυρισμός ενός υποκειμένου απέναντι σε μια υποτιθέμενη αντικειμενική/επιστημονική αλήθεια του «φύλου» με την οποία συγκρούεται.

Στην τελευταία έκδοση του ICD-11 (2018), της «Διεθνούς Στατιστικής Ταξινόμησης Νοσημάτων», η «δυσφορία/ασυμφωνία του φύλου» δεν συγκαταλέγεται πλέον στις ψυχικές παθήσεις, προκειμένου να αποφεύγεται ο κοινωνικός στιγματισμός. Αυτό ωστόσο είναι σχετικά αδιάφορο: το φύλο εξακολουθεί να ταυτίζεται με ένα ηγεμονικό καθεστώς αλήθειας». Μάλιστα η δυσφορία/ασυμφωνία του φύλου παρέμεινε στη «Διεθνή Στατιστική Ταξινόμηση Νοσημάτων» ως μια ερμηνεία που μπορεί δυνητικά να επηρεάσει την υγεία και μετακινήθηκε στην υποκατηγορία των συνθηκών σεξουαλικής υγιεινής, μιας και αναγνωρίζεται η ανάγκη της διάγνωσης αυτής της δυσφορίας ως θέμα υγείας. Αυτό όμως που ακριβώς διαφεύγει από όλες αυτές τις κατηγοριοποιήσεις είναι η αρχαιολογία ενός καθεστώτος αλήθειας, που βρίσκεται πίσω από τη απαρχές μιας θεωρίας περί του «φυσιολογικού φύλου». Εξάλλου, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, το φύλο αναφέρεται στην αναγνώριση του εαυτού ως αρσενικού ή θηλυκού.

Στο ίδιο πλαίσιο δεν πρέπει να μάς διαφεύγει ότι στην τρέχουσα ελληνική συγκυρία, κατά την οποία ψηφίστηκε ο Νόμος 4491/2017 για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας του φύλου, ο νομοθέτης δεν συμπεριλαμβάνει στον νόμο τα διαφυλικά υποκείμενα, επειδή δεν τίθεται απλώς ζήτημα αλλαγής νόμου, «αλλά και συνολικής αλλαγής νοοτροπίας», κάτι που σημαίνει ότι η νομική αναγνώριση της ταυτότητας του φύλου συγκροτείται και εξαρτάται μέσα από συγκεκριμένες σχέσεις εξουσίας-γνώσης.

Εν κατακλείδι, στις μέρες μας, οι νεοφιλελεύθερες κοινωνίες έχουν ανάγκη, όσο ποτέ, να διασφαλίσουν την κοινωνική, πολιτική και ψυχολογική θανάτωση της ανδρόγυνης/γύνανδρης ψυχής, με τη συνακόλουθη συγκρότηση της υπακοής της ζωής στο «φύλο», ενσωματώνοντας στην ουσία πολύμορφες σχέσεις εξουσίας και γνώσης που βρίσκονται στις απαρχές αυτού του καθεστώτος αλήθειας. Αυτό μας ωθεί να κατανοήσουμε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι απλώς ένα κοινωνικό, οικονομικό, πολιτικό καθεστώς κυριαρχίας πάνω στην ανθρώπινη ζωή, αλλά ένα καθεστώς ψυχολογικής κυριαρχίας, το οποίο καταφέρνει και επιβάλει, λόγου χάρη μέσω της κυβερνητικότητας του φύλου, τη δική του αλήθεια και πραγματικότητα, ασκώντας κυρίαρχο έλεγχο σε ολόκληρο τον πληθυσμό και εξοβελίζοντας στον χώρο των ψυχώσεων και της παθογένειας «οτιδήποτε» τολμά να ζητά την αναστροφή της δήθεν επιστημονικής ηγεμονικής αλήθειας του φύλου.


Επιμέλεια κειμένου: Στέλιος Χρονόπουλος

 

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [1]

Υποσημειώσεις[+]