- Marginalia - https://marginalia.gr -

«Ο λίθος της τρέλας»: από τον εξορκισμό στο Λεμπέτ, από το άσυλο στους νευρώνες

Ανάλογα τον τόπο και την εποχή, οι σημασίες του 2017, που αφήσαμε πίσω, διαφέρουν. Για τη Θεσσαλονίκη, λόγου χάρη, εκτός από χρονιά μνήμης της ρωσικής επανάστασης, ήταν και στρογγυλή επέτειος της μεγάλης πυρκαγιάς που, μέσα σε λίγες ώρες, ξεσπίτωσε πάνω από 70.000 κατοίκους. Για τον κόσμο στο «περιθώριο» της συμπρωτεύουσας, υπήρχε άλλη μια σημασία: εκατό χρόνια πριν, το 1917, πρωτολειτούργησε στη Σταυρούπολη, στο άλλοτε στρατόπεδο Παύλου Μελά, το άσυλο Λεμπέτ.

Στο Λεμπέτ ήταν, υποτίθεται, καλύτερα από τον Άγιο Αντώνιο, τη φρίκη του οποίου μας διέσωσε στην Ανατροπή ο Νίκος Θέμελης· ως το 1900, οι ψυχικά ασθενείς πετιούνταν εκεί, στην εκκλησία του δήθεν προστάτη τους, στο Ιπποδρόμιο, μαζί με άστεγους και πόρνες –την ανθρώπινη λεία των συμμαχικών στρατευμάτων. Καθότι «δαιμονισμένοι», υποψήφιοι για εξορκισμό, οι προστατευόμενοι του Αγιαντώνη δένονταν από τα πόδια με χαλκάδες στους τοίχους της εκκλησίας. Λίγο μετά, κάποιοι από αυτούς θα μεταφέρονταν στη συνοικία Χιρς, στο άσυλο «φρενοβλαβών» της οδού Αφροδίτης, κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό. Περιθώριο από περιθώριο είχε αρχίσει πια να ξεχωρίζει –και η επιστήμη να αφαιρεί από τη θρησκεία τον πρώτο λόγο για την προέλευση και την αντιμετώπιση της ασθένειας. Στα συμφραζόμενα λοιπόν αυτά, οι «δαιμονισμένοι» του 1917 θα έπαιρναν το δρόμο για το παλιό τσιφλίκι του Λεμπέτ Αγά.

Εξευγενισμός, συγκριτικά με πριν. Όμως οι περισσότεροι από όσους άφησαν στο τέλος το Λεμπέτ, συνήθως πολλά χρόνια μετά την πρώτη τους είσοδο εκεί, πέθαιναν από καχεξία ή εξάντληση, όπως αποφαίνονταν οι διαγνώσεις. Το Λεμπέτ δεν ήταν Αγιαντώνης· όμως οι έγκλειστοι κοιμούνταν σε παραπήγματα, σε κρεβάτια λιγότερα από τους ίδιους και ενίοτε αλυσοδεμένοι στα κάγκελα των κρεβατιών τους. Αυτά τα ντροπιαστικά εκατό χρόνια βίας, από το Λεμπέτ του 1917 ως το σύγχρονο ψυχιατρείο, εκατό χρόνια ορθολογικής εξουσίας του «κανονικού» πάνω σε ανθρώπους σημειωμένους στο περιθώριο, γιόρτασε στη Σταυρούπολη, λίγο πριν φύγει το 2017, το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης. Κι αν, στον αιώνα που μεσολάβησε, το άσυλο έπαψε να είναι ο βασικός κανόνας διαχωρισμού των κανονικών από τους αποκλίνοντες, η βία –αυτή πάνω στα σώματα ή η βίαιη αδιαφορία για όσες και όσους υποφέρουν ψυχικά– δεν είναι αναμνηστικό από τον «σύντομο εικοστό»· το ψυχιατρείο-κολαστήριο του Κορυδαλλού αψευδής μάρτυρας.

Στην Ελλάδα, θα αντιτείνει κανείς, η αποασυλοποίηση, το τέλος του ιδρυματισμού –η «απο-λεμπετοποίηση» της ψυχικής υγείας– είναι πραγματικότητα από χρόνια. Όμως αποασυλοποίηση δεν είναι μόνο το τέλος του ασύλου ή η έξοδος από το ίδρυμα που αποθηκεύει ψυχές. Είναι, γράφει ο Θόδωρος Μεγαλοοικονόμου, κινητοποίηση υποκειμένων, θεσμικών και κοινωνικών, αλλαγή σχέσεων εξουσίας, ανοικοδόμηση της υποκειμενικότητας (αλλά με ποια μέσα και ποια κριτήρια;). Είναι πραγματικές και ριζικές εναλλακτικές λύσεις στον εγκλεισμό και, αναπόφευκτα, ξεπέρασμα επαγγελματικών ρόλων.[1] Πιο απλά, είναι διαφορετική αντίληψη (άρα και πρακτική) για την υγεία, το κανονικό και το παθολογικό. Διαφορετική αντίληψη: όχι μόνο από εκείνην που καθοδηγούσε σιωπηρά το Λεμπέτ. Αλλά και από αυτήν που κυριαρχεί και σήμερα, και που βλέπει, τη μεν υγεία απλά ως απουσία ασθένειας, τη δε ασθένεια ως διακριτή, εξωτερική οντότητα, απολύτως ξένη προς την υγεία, που χρειάζεται μόνο «ειδικούς» να τη βρουν και να τη θέσουν υπό έλεγχο.

Υπάρχει ένας πίνακας που εικονογραφεί με σπάνια πιστότητα αυτή την ακόμα κυρίαρχη αντίληψη για την ασθένεια: είναι η Εξαγωγή του λίθου της τρέλας, του Ιερώνυμου Μπος, που χρονολογείται από το 1494· θα ακολουθήσουν αργότερα πίνακες άλλων ζωγράφων με το ίδιο θέμα κι ενίοτε με το ίδιο όνομα. Στον πρώτο, του Μπος, ο άνθρωπος της θρησκείας και ο άνθρωπος της επιστήμης πασχίζουν από κοινού να βγάλουν κυριολεκτικά από το κεφάλι του ακινητοποιημένου άνδρα το ξένο δήθεν σώμα που παρεισέφρησε – την αρρώστια. Μισή χιλιετία μετά, με αυτό το δήθεν σώμα καταγίνεται μια πολλά υποσχόμενη νευρολογία –η τελευταία λέξη, υποτίθεται, της επιστημονικής προόδου στην ψυχική υγεία– ψάχνοντας αποκλειστικά στους εγκεφαλικούς νευρώνες των ανθρώπων ατομικά το μυστικό του ευ ζην. Μέσα στον εγκέφαλο – έξω, δηλαδή, από την κοινωνία και τον κοινωνικό δεσμό, έξω από τον κόσμο που κάνει (ή που δεν κάνει) νόημα.

Η τάση αυτή κάνει να φαίνεται πολύ παλιά η αισιοδοξία του Ζορζ Κανγκιλέμ, στο Κανονικό και το παθολογικό, για τους σύγχρονούς του ψυχιάτρους· η αισιοδοξία του για το γεγονός ότι, χάρη στη φιλοσοφία και την ψυχολογία, οι ίδιοι άρχιζαν να βλέπουν πόσο πιο σύνθετες και ρευστές καταστάσεις είναι η υγεία και η ασθένεια. Ανατρέχοντας στην ιατρική και την ψυχιατρική βαναυσότητα, αντιλαμβανόμενοι πώς ο κανόνας για το παθολογικό άλλαζε κάθε φορά και την αντίληψη για το κανονικό, πολλοί ψυχίατροι μετά το 1950 έδειχναν πράγματι να ξεπερνούν την ιδέα της ασθένειας ως αυτόνομης δήθεν πραγματικότητας.

«Η ψυχοπαθολογία», έγραφε σχετικά ο Κανγκιλέμ, «πέρα από τις δυσκολίες που θέτει το γενικό πρόβλημα της κατανόησης του άλλου, αποτελεί μια πηγή τεκμηρίων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τη γενική ψυχολογία: μια πηγή φωτός που μπορεί να φωτίσει την κανονική συνείδηση». Το παθολογικό, με απλά λόγια, κατανοούνταν ως τρόπος εκδήλωσης, και γι’ αυτό και κατανόησης, του κανονικού: αν ήταν παθολογικό, ήταν παθολογικό πρώτα για τον εαυτό του, στο βαθμό που κινούνταν προς τον έναν από τους δύο πόλους της ζωής –αυτόν που συνδέεται με τις αρνητικές της αξίες.[2]

Αυτή την αλήθεια, την κοινή δηλαδή προέλευση της λογικής και της τρέλας, αναγνώριζε στο παραλήρημα, δηλαδή στο παθολογικό, και η μέθοδος του Φρόιντ –βλέποντας στο παραλήρημα τον ίδιο μηχανισμό με αυτόν του ονείρου και αποδίδοντας έτσι στα όνειρα σημασία μεγαλύτερη από αυτή των επιστημόνων του 19ου αιώνα. Παρά την κριτική στην ψυχανάλυση, την ίδια αντίληψη με τον Φρόιντ συμμεριζόταν και ο Μισέλ Φουκώ, χάρη στον οποίο «άνθρωποι που αισθάνονταν αποκλεισμένοι από ορισμένες μορφές ανάλυσης και επομένως από τον πολιτικό στοχασμό […] συνειδητοποίησαν ότι στο επίπεδο της ίδιας της πρακτικής τους εκτυλίσσονταν πράγματα με πολιτικό νόημα».[3]

Για τη σημερινή «πρακτική» σοφία των περισσότερων γιατρών, αντίθετα, το ερώτημα από πού προέρχεται και ποιες λειτουργίες υπέρ της υγείας κινητοποιεί η αρρώστια, θεωρείται υπερβολικά φιλοσοφικό, δηλαδή ανεπίκαιρο: το επείγον είναι η πρακτική αντιμετώπιση του ανθρώπινου και, εν προκειμένω, του ψυχικού πόνου. Ασφαλώς: σε κλινικό επίπεδο, σημειώνει στη Στρατηγική της προληπτικής Ιατρικής ο επιδημιολόγος Τζέφρι Ρόουζ, ένας γιατρός δεν μπορεί παρά να λειτουργεί με μια καθαρή αντίληψη για το τι συνιστά παθολογία· σε άλλη περίπτωση δεν θα μπορούσε να πάρει οποιαδήποτε απόφαση. Όμως σε επίπεδο σχεδιασμού πολιτικής και προληπτικής παρέμβασης, συνεχίζει ο ίδιος, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Στο επίπεδο αυτό, οι μέθοδοι διαχείρισης της ψυχοπαθολογίας –ο εκτοπισμός των ψυχικά ασθενών, ο εγκλεισμός τους και η φαρμακοκρατία αργότερα, τα ηλεκτροσόκ στους ομοφυλόφιλους ως τη δεκαετία του ’70 ή η σημερινή θετικιστική αποθέωση των νευρώνων– είναι μέθοδοι που, εντελώς πρακτικά, εφαρμόζουν φιλοσοφικές αντιλήψεις. Φιλοσοφία «κάνουν» ακόμα τα ψυχιατρικά στερεότυπα, βάσει των οποίων οι μεν γυναίκες αντιμετωπίζονται ευκολότερα ως παράλογες, οι δε άνδρες ως επικίνδυνοι.[4] Η (εκάστοτε) φιλοσοφία δεν είναι γενικώς «ιδέες»: έχει συγκεκριμένες συνέπειες. Εστιάζοντας υπερβολικά, για παράδειγμα, στις γυναίκες, δεν καταλαβαίνουμε γιατί οι ματαιωμένοι κοινωνικά λευκοί άνδρες της εργατικής τάξης επιδίδονται τα τελευταία χρόνια πιο συχνά σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές.[5] Ψάχνοντας στον εγκέφαλο, απομακρυνόμαστε από αυτό που ο Πολ Λάσμαρ λέει από τα μέσα του ‘90 «παράγοντα καχεξίας»:

Οι λίγοι ευημερούν, οι περισσότεροι όμως ανησυχούν. Αυτή η κατάσταση έχει δημιουργήσει ένα νέο πνεύμα εποχής (Zeitgeist), που αντικατοπτρίζεται οδυνηρά στη δραματική αύξηση των προβλημάτων ψυχικής υγείας, την οποία εγώ αποκαλώ «παράγοντα ψύχωσης» (feel-psychotic factor).[6]

Tο πνεύμα μιας εποχής που προηγείται της κρίσης καταγράφουν στη λογοτεχνία Οι Χαρισματικοί [1] του Μάρκους Σέικι. Το μυθιστόρημα έχει πυρήνα του τον εμφύλιο που ξεκινά στις ΗΠΑ μια κατηγορία «σοφών» παιδιών, γεννημένων μετά το 1980, που έκτοτε πολλαπλασιάζονται ραγδαία. Συστήνοντας ένοπλες οργανώσεις, επιδιώκουν να επιστρέψουν στους «κανονικούς» τη βία της κανονικοποίησης που υπέστησαν εξαιτίας τους και ήδη από μικρές ηλικίες. Πρόκειται –παραθέτει εισαγωγικά ο συγγραφέας από τους Νιου Γιορκ Τάιμς– για παιδιά που, ενώ μπορούν να ανασυνθέσουν «αστραπιαία το περίγραμμα των κτιρίων του Λονδίνου, [είναι] ανίκανοι να παραγγείλουν ένα φλιτζάνι τσάι».

Οι «χαρισματικοί» της δικής μας εποχής δεν κινδυνεύουν (ή τουλάχιστον δεν κινδυνεύουν κυρίως) από άσυλα τύπου Λεμπέτ. Το σημαντικό σήμερα, γράφει η Βάσια Λέκκα, είναι μια διαρκής μοριοποίηση της ανθρώπινης ζωής: η κατανόηση του ανθρώπου ως συνάρτηση γονιδίων, λειτουργιών ενζύμων κ.ο.κ., η αντιμετώπιση δηλαδή της ζωής κυρίως με βιολογικούς όρους και από σωρεία «ειδικών»: όχι μόνο γιατρών, αλλά και φαρμακευτικών εταιρειών, ασφαλιστικών συμβούλων και κάθε λογής θεραπευτών.[7] «Θεραπείες παντού» – όταν οι μεν παράγοντες που φθείρουν την υγεία πολλαπλασιάζονται, η δε εμπορευματοποίηση της φροντίδας της κάνει τη θεραπεία δυσκολότερη ακριβώς γι’ αυτούς και αυτές που την έχουν μεγαλύτερη ανάγκη.

Αυτή την αντιφατική κατάσταση θα συζητά κάθε μήνα η στήλη «Ψυ»: άλλοτε αναδεικνύοντας σχετικές εκδόσεις, άλλοτε δίνοντας τον λόγο σε ανθρώπους που δουλεύουν στο πεδίο της ψυχικής υγείας ή είχαν οι ίδιοι ψυχιατρική εμπειρία.