- Marginalia - https://marginalia.gr -

Ο Μαρξ και η Κομμούνα 

Συνέντευξη του Στάθη Κουβελάκη [1] στον Ντέϊβιντ Μπρόντερ [2] που δημοσιεύτηκε στο Jacobin [3] την 21η Μαΐου 2021. Η μετάφραση και οι υποσημειώσεις είναι του Στάθη Κουβελάκη.

 

Οι αντίπαλοι της Κομμούνας συχνά παρουσίαζαν τη Διεθνή, και τον Μαρξ προσωπικά, ως τον «εγκέφαλο πίσω από την εξέγερση». Ποια ήταν εν τέλει η συμμετοχή του Μαρξ (και του Ένγκελς) ως συμβούλων ορισμένων πρωταγωνιστών της Κομμούνας, και ποια ήταν η επιρροή τους στα μέλη της Διεθνούς;

Όταν μιλάμε για τον ρόλο της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων (ΔΕΕ), γνωστής κατόπιν ως 1η Διεθνής, θα πρέπει να αποφύγουμε τον πειρασμό του αναχρονισμού. Η ΔΕΕ δεν ήταν ούτε μια στιβαρή οργάνωση μαζικών σοσιαλιστικών κομμάτων, όπως η 2η Διεθνής που ιδρύθηκε το 1889, ούτε ένα συγκεντρωτικό κόμμα της παγκόσμιας επανάστασης, όπως φιλοδοξούσε να γίνει η 3η Διεθνής. Ήταν ένα μάλλον χαλαρό δίκτυο ετερογενών συνιστωσών (συνδικάτα, κόμματα εν τη γενέσει, ενώσεις εμιγκρέδων, παράνομες οργανώσεις) που αντανακλούσε την πολυμορφία του εργατικού κινήματος της εποχής. Απ’ όσο γνωρίζω, δεν υπήρχε κεντρικός μηχανισμός και κανείς δεν κατείχε αμειβόμενη θέση στο Γενικό της Συμβούλιο στο Λονδίνο. Τα συνέδρια της Διεθνούς λειτουργούσαν ως ένα φόρουμ όπου χαράζονταν ευρείες προγραμματικές κατευθύνσεις για το εργατικό κίνημα. Η ΔΕΕ ήταν επίσης ένα ακτιβιστικό δίκτυο αλληλεγγύης μεταξύ των αγώνων και των κινημάτων σε διάφορες χώρες. Δεν είχε λοιπόν ούτε τη θέληση ούτε τη δυνατότητα να «ηγηθεί» μιας επανάστασης οπουδήποτε στον κόσμο -και το ίδιο ισχύει και για τον Μαρξ και τον Ένγκελς. 

Η Διεθνής προσπάθησε εντούτοις να παίξει ενεργό ρόλο στην Κομμούνα και στη διαδικασία που οδήγησε σε αυτή. Εδώ πρέπει να διακρίνουμε τη δράση του Γενικού Συμβουλίου με έδρα το Λονδίνο, του οποίου ο Μαρξ ήταν αναμφισβήτητα η κεντρική μορφή, από αυτήν των γαλλικών τμημάτων, ιδίως του παρισινού.  Από την στιγμή της έναρξης του γαλλοπρωσικού πολέμου (Ιούλιος 1870) έως την επαύριο της Κομμούνας (Ιούνιος 1871), το Γενικό Συμβούλιο εξέδωσε τρεις διακηρύξεις. Η πιο διάσημη από αυτές είναι αναμφίβολα Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, που αναλύει δια χειρός Μαρξ συνολικά την περίοδο και, πάνω απ’ όλα, την ίδια την Κομμούνα. Ο Μαρξ άρχισε την προετοιμασία του κειμένου στα μέσα Απριλίου, αλλά το ολοκλήρωσε μόλις τις τελευταίες ημέρες της Ματωμένης Εβδομάδας (21-28 Μαΐου). 

Το Συμβούλιο της ΔΕΕ υπήρξε επίσης δραστήριο στην οργάνωση της αλληλεγγύης με την ρεπουμπλικανική Γαλλία, μετά την κατάρρευση του βοναπαρτιστικού καθεστώτος, και στη συνέχεια με την Κομμούνα καθώς και, μετά την πτώση της, με τους εξόριστους Κομμουνάρους. Συμμετείχε στην πορεία αλληλεγγύης με την παρισινή εξέγερση στο Λονδίνου στις 16 Απριλίου 1871 αλλά, παραδόξως, με κάποιες επιφυλάξεις λόγω εντάσεων με τον κύριο διοργανωτή της, τη Διεθνή Δημοκρατική Ένωση. 

Λέγεται μερικές φορές ότι ο Μαρξ και το Συμβούλιο της Διεθνούς παρέμειναν δημοσίως σιωπηλοί κατά τη διάρκεια της Κομμούνας. Ωστόσο, οι επιστολές που έστειλαν στους Times του Λονδίνου και σε άλλες εφημερίδες δείχνουν ότι προσπαθούσαν εναγωνίως να αντικρούσουν τις συκοφαντίες που διέδιδε ο τύπος των Βερσαλλιών, και γενικότερα ο αστικός τύπος ανά τον κόσμο, που τους παρουσίαζε ως Γερμανούς πράκτορες που καθοδηγούσαν την εξέγερση. Ας επισημάνουμε επίσης ότι η κατάσταση στο Παρίσι ήταν αβέβαιη, με ελάχιστες πιθανότητες επιτυχίας για τους Κομμουνάρους, όπως γρήγορα αντιλήφθηκε ο Μαρξ. Παρόλα αυτά, στα τέλη Απριλίου, το Γενικό Συμβούλιο εξέδωσε μια δημόσια ανακοίνωση που επιβεβαίωνε την διαγραφή του Ανρί Τολέν (Henri Tolain), ένα ιστορικό στέλεχος της ΔΕΕ που είχε ήδη διαγραφεί από το τμήμα του Παρισιού, αφού είχε λιποτακτήσει στις Βερσαλλίες. Η δήλωση αυτή τόνιζε ότι «η θέση κάθε Γάλλου μέλους της ΔΕΕ είναι αναμφίβολα στο πλευρό της Κομμούνας του Παρισιού και όχι στη σφετεριστική και αντεπαναστατική Εθνοσυνέλευση των Βερσαλλιών».

Ο Μαρξ και το κέντρο του Λονδίνου έπρεπε να είναι προσεκτικοί στις κινήσεις τους –προσπάθησαν όμως να παρέμβουν ενεργά στα γεγονότα. Αυτό αποδείχθηκε βέβαια πολύ δύσκολο, λόγω της διακοπής των επικοινωνιών με την πολιορκημένη γαλλική πρωτεύουσα, περικυκλωμένη από τους Πρώσους και στη συνέχεια και από τον στρατό των Βερσαλλιών. Το παρισινό τμήμα της Διεθνούς είχε επίσης αποδυναμωθεί σοβαρά από τη βοναπαρτιστική καταστολή τους μήνες που προηγήθηκαν του πολέμου, καθώς και από τις συνέπειες τις επιστράτευσης και της γενικότερης αποδιοργάνωσης που έφερε η στρατιωτική ήττα. 

Λίγο μετά την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας στις 4 Σεπτεμβρίου του 1870, το Συμβούλιο του Λονδίνου αποφάσισε να στείλει έναν πληρεξούσιο εκπρόσωπο στο Παρίσι, τον  Ωγκύστ Σεραγιέ (Auguste Serraillier), έναν Γάλλο τσαγκάρη ήδη εγκατεστημένο στη Βρετανία από χρόνια, μέλος του Γενικού Συμβουλίου και προσκείμενος στις θέσεις των Μαρξ και Ένγκελς. Ο Σεραγιέ έμεινε στο Παρίσι μέχρι το τέλος της Κομμούνας, με μια μόνο διακοπή ενός περίπου μήνα στα τέλη του χειμώνα του 1871, για να παρουσιάσει εκτενή αναφορά της δράσης του στο Συμβούλιο της ΔΕΕ. Δεν είναι σαφές από το διαθέσιμο αρχειακό υλικό ποια ακριβώς ήταν η αποστολή του. Γνωρίζουμε όμως ότι τους μήνες πριν από το ξέσπασμα της Κομμούνας προσπάθησε να αναδιοργανώσει ριζικά το παρισινό τμήμα, να αλλάξει τη σύνθεση της ηγεσίας του και να το προσανατολίσει προς μια πολιτικά πιο ενεργητική στάση, πιο κοντά στη γραμμή των υποστηρικτών του Μπλανκί. Η αποστολή του δεν φάνηκε ωστόσο να στέφθηκε με επιτυχία σε εκείνο το στάδιο. Πιο σημαντικός ήταν ο μετέπειτα ρόλος του ως μέλους του Συμβουλίου της Κομμούνας, και της περίφημης Επιτροπής Εργασίας και Ανταλλαγών –που στελεχώθηκε σχεδόν αποκλειστικά από μέλη της ΔΕΕ. 

Από τα τέλη Μαρτίου και μετά, ένας δεύτερος απεσταλμένος, για την ακρίβεια μια απεσταλμένη της Διεθνούς έκανε το ταξίδι από το Λονδίνο στο Παρίσι, η Ρωσίδα Ελισάβετ Ντμίτριεφ. Μια μυθιστορηματική μορφή, γνήσια ρομαντική ηρωίδα, αλλά συνάμα εξαιρετικά αφοσιωμένη και διαυγής επαναστάτρια, που είχε προηγουμένως έρθει σε επαφή με τον Μαρξ και τον κύκλο του στο Λονδίνο. Έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ίδρυση και την δράση της σημαντικότερης γυναικείας οργάνωσης της Κομμούνας, της Ένωσης Γυναικών για την Υπεράσπιση του Παρισιού και την Φροντίδα των Τραυματιών. Η Ένωση άσκησε αποφασιστική πίεση στην Κομμούνα για να πάρει  μέτρα σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, όπως η επίταξη των εργοστασίων που είχαν εγκαταλειφθεί από τους ιδιοκτήτες τους και η μεταβίβασή τους σε συνεταιριστικές ενώσεις υπό την επίβλεψη των εργατικών οργανώσεων. 

Ο Μαρξ διατηρούσε επίσης αλληλογραφία με άλλους πρωταγωνιστές της παρισινής επανάστασης, ιδίως με τον Λέο Φρανκέλ, έναν Ούγγρο τεχνίτη αργυροχρυσοχόο, μέλος της Διεθνούς, εκλεγμένος στο Συμβούλιο της Κομμούνας και επικεφαλής της Επιτροπής Εργασίας. Αν και μόνο ένα μέρος αυτής της αλληλογραφίας έχει διασωθεί, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Μαρξ πρωτίστως ανταποκρίνεται στα αιτήματα των συνομιλητών του. Παρέχει συμβουλές για διάφορα ζητήματα, κυρίως οικονομικά αλλά όχι μόνο, δεν στέλνει εντολές προς εκτέλεση. Ήταν εξαρχής ενθουσιασμένος με όσα συνέβαιναν στο Παρίσι, κατέβαλε έντονη προσπάθεια να τροφοδοτείται με αξιόπιστες πληροφορίες και για να παρέμβει στο μέτρο των δυνατοτήτων, αλλά ποτέ δεν επεδίωξε ή ισχυρίστηκε ότι ηγείται αυτού του εγχειρήματος. Αντίθετα, ήθελε να μάθει από αυτήν την εμπειρία και να επαναδιατυπώσει υπό το πρίσμα της θεμελιώδη σημεία της πολιτικής του σκέψης. 

 

Ένα κεντρικό θέμα στα γραπτά του Μαρξ για την Κομμούνα είναι το πώς θα οικοδομηθεί μια νέα μορφή εξουσίας, αφενός για να ηγηθεί αυτού που ονομάζεις, σύμφωνα με την ορολογία του Γκράμσι, ένα «νέο ιστορικό μπλοκ των υποτελών τάξεων», αφετέρου για να επιβάλει τον έλεγχο και τον ριζικό μετασχηματισμό της κρατικής μηχανής. Αξιοσημείωτη εδώ είναι η έλλειψη αναφοράς στον ρόλο του κόμματος, η έμφαση δίνεται αντίθετα σε τοπικές μορφές άμεσης δημοκρατίας. Οφείλεται αυτό στην πίστη του Μαρξ και του Ένγκελς στην ικανότητα πολιτικοποίησης της ίδιας της επανάστασης; Ή μήπως η θέση τους σχετικά με την ανάγκη δημιουργίας εργατικών κομμάτων στη Γερμανία και τη Γαλλία στα χρόνια μετά το 1871 ήταν κατά κάποιο τρόπο μια απάντηση σε αυτό το πρόβλημα;

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι πιο περίπλοκη απ’ ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Στα μαρξικά κείμενα για την Κομμούνα λείπει πράγματι η επεξεργασία για τον ρόλο της πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στόχος αυτών των κειμένων ήταν να εκφράσουν τις συλλογικές θέσεις της Διεθνούς, ή τουλάχιστον του Γενικού της Συμβουλίου. Η συζήτηση για την πολιτική δράση της εργατικής τάξης είχε ξεκινήσει στο εσωτερικό της ΔΕΕ ήδη πριν από τον γαλλοπρωσικό πόλεμο και έγινε γρήγορα σαφές ότι επρόκειτο για ένα διχαστικό ζήτημα, με διάφορα ρεύματα (από Βρετανούς συνδικαλιστές μέχρι υποστηρικτές του Μπακούνιν ή του Προυντόν) να υποστηρίζουν είτε μια έντονα αντιπολιτική στάση είτε μια συμμαχία με τους φιλελεύθερους και τους αστούς δημοκράτες. 

Η εμπειρία της Κομμούνας άλλαξε τους όρους της συζήτησης. Έγινε απ’ όλους αντιληπτό ότι το παρισινό τμήμα της Διεθνούς δεν ήταν σε θέση να δώσει μια συνεκτική ώθηση στο επαναστατικό κίνημα, παρόλο που έδωσε στην Κομμούνα τα περισσότερα εκλεγμένα μέλη της, τον στελεχικό της κορμό και τα πιο δραστήρια μέλη στη βάση. Αμφιταλαντεύτηκε, κλυδωνιζόμενο από εσωτερικές διαμάχες, πριν ακόμη από την εξέγερση του Μαρτίου και παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτή την κατάσταση κατά τη διάρκεια της Κομμούνας. Τον Μάιο τα μέλη του αντιπαρατέθηκαν μεταξύ τους με τραυματικό τρόπο κατά την διάρκεια της συζήτησης για την συγκρότηση μιας Επιτροπής Δημόσιας Ασφάλειας, κατά το πρότυπο της ανάλογης επιτροπής των Ιακωβίνων του 1793. Επιπλέον, η έλλειψη συντονισμού μεταξύ του Παρισιού και των άλλων πόλεων που γνώρισαν βραχύβιες Κομμούνες (ιδίως στη Λυών και τη Μασσαλία) έπαιξε σίγουρα καθοριστικό ρόλο στην αποτυχία αυτών των εξεγέρσεων και στην άμπωτη του επαναστατικού κύματος. 

Ο Μαρξ και ο Ένγκελς έβγαλαν γρήγορα τα διδάγματα –και κάλεσαν σε συνδιάσκεψη της Διεθνούς στο Λονδίνο για τον Σεπτέμβριο, μόλις τέσσερις μήνες μετά την πτώση της Κομμούνας. Οι προτάσεις τους για την κεντρικότητα της πολιτικής δράσης της εργατικής τάξης και για την ανάγκη δημιουργίας αντίστοιχων κομμάτων, που θα συμμετείχαν στην εκλογική διαδικασία όπου αυτό ήταν δυνατό, υιοθετήθηκαν σε αυτή τη Συνδιάσκεψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι οι Γάλλοι αντιπρόσωποι, εκτός από έναν, υποστήριξαν αυτές τις προτάσεις. Όμως αυτή η επιτυχία τους πυροδότησε με τη σειρά της μια οξεία σύγκρουση στο εσωτερικό της Διεθνούς που οδήγησε στη διάσπασή της στο συνέδριο της Χάγης το 1872 και στη μετέπειτα καθοδική της πορεία. 

Από εκείνη τη στιγμή και κατόπιν, μπορούμε σε γενικές γραμμές να διακρίνουμε τρεις διαφορετικές στρατηγικές μέσα στο εργατικό κίνημα. Η «μαρξιστική» (ο όρος άρχισε να εμφανίζεται αυτή την περίοδο) επικεντρώθηκε στην οικοδόμηση μαζικών κομμάτων οργανωμένων σε ταξική βάση σε κάθε χώρα. Το πρότυπο εδώ ήταν η γερμανική σοσιαλδημοκρατία, που πραγματοποίησε το συνέδριο ενοποίησής της το 1875 και γνώρισε αλλεπάλληλες εκλογικές επιτυχίες παρά την κατασταλτική νομοθεσία του Μπίσμαρκ. Στη Γαλλία, από τη δεκαετία του 1880 και μετά, επικράτησε η δεύτερη στρατηγική, δηλαδή ο επαναστατικός συνδικαλισμός, με την ανάπτυξη των ριζοσπαστικών συνδικάτων και την ίδρυση της CGT (Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας) το 1895, που προσελκύει το μεγαλύτερο μέρος των μαχητικών εργατικών δυνάμεων. Σε πολιτικό επίπεδο, ο γαλλικός σοσιαλισμός παρέμεινε για πολύ καιρό κατακερματισμένος, σχετικά αδύναμος και ως ένα βαθμό υπό την επιρροή του αστικού ρεπουμπλικανισμού. Στην Ιταλία και στην Ισπανία επικράτησαν διάφορες μορφές του αναρχισμού, ενώ κατέκτησαν σημαντική παρουσία και σε άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας και της Ολλανδίας. Ωστόσο, αυτές οι κατά τα άλλα αποκλίνουσες γραμμές συμμερίζονται κάτι θεμελιώδες: την θέληση για αυτόνομη δράση της εργατικής τάξης, σε αντιπαράθεση με την αστική πολιτική, συμπεριλαμβανομένων των προοδευτικών, δημοκρατικών ή ρεπουμπλικανικών, μερίδων της. Σε αυτό έγκειται η κληρονομιά της Κομμούνας, η οποία συντρίφθηκε με τον πιο βάρβαρο τρόπο από μια ρεπουμπλικανική κυβέρνηση, έστω και αν ο επικεφαλής και η πλειοψηφία της Εθνοσυνέλευσης ήταν υποστηρικτές της μοναρχίας. 

 

Στην μελέτη σου υποστηρίζεις ότι ο εργαζόμενος λαός του Παρισιού της Κομμούνας δεν ήταν πλέον οι Αβράκωτοι της Γαλλικής Επανάστασης ούτε όμως ένα μαζικό εργοστασιακό προλεταριάτο. Αντίθετα, η λογική της καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής, με τις υπεργολαβίες, το φασόν κλπ. διαπερνούσε ένα κατακερματισμένο εργατικό δυναμικό, διασκορπισμένο σε μικρές παραγωγικές μονάδες όπου κυριαρχούσαν προβιομηχανικές εργασιακές συνθήκες. Θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι το σημερινό εξατομικευμένο και επισφαλές εργατικό δυναμικό παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες με την εποχή που προηγείται του φορντισμού. Δεν νομίζεις όμως ότι τόσο ο Μαρξ όσο και οι σοσιαλιστές και τα στελέχη του εργατικού κινήματος αυτής της περιόδου διέβλεπαν στο μέλλον μιαν ολοένα και μεγαλύτερη βιομηχανική συγκέντρωση και ότι κατανόησαν την εργαζόμενη τάξη σε αυτή τη βάση;

Καταρχάς θα ήθελα να τονίσω ότι παρά τον κατακερματισμό του σε μικρού μεγέθους εργασιακούς χώρους –αν και είχαν αρχίσει να εμφανίζονται μεγαλύτερα εργοστάσια– το παρισινό προλεταριάτο εκείνης της εποχής ήταν ιδιαίτερα πολιτικοποιημένο και οργανωμένο, σε αντίθεση με τη σημερινή, σε μεγάλο βαθμό εξατομικευμένη, εργατική τάξη. Εδώ, η παράμετρος του χώρου, δηλαδή του αστικού χώρου, αποδείχθηκε καθοριστικής σημασίας: η φυσιογνωμία της πόλης, με την ισχυρή ταξική πόλωση μεταξύ ανατολικού και δυτικού τμήματος, οι καθημερινές πρακτικές που έδιναν συνοχή στις εργατικές γειτονιές, η συγκέντρωση των επαγγελμάτων σε συγκεκριμένες συνοικίες, η ισχυρή μνήμη των προηγούμενων παρισινών επαναστάσεων και η συγκρότηση των ταγμάτων της Εθνοφρουράς σε τοπική βάση –όλα αυτά αποδείχθηκαν καθοριστικά για την ανάδυση ενός επαναστατικού προλεταριάτου. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα περισσότερα από τα βρετανικά συνδικάτα που εντάχθηκαν στην 1η Διεθνή ήταν συνδικάτα παραδοσιακών επαγγελμάτων, πρώτα και κύρια στην οικοδομή, και όχι συνδικάτα της βιομηχανίας ή των λιμενεργατών, που εμφανίστηκαν αργότερα. Παρόμοια ήταν η κατάσταση σε όλες σχεδόν τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, εκτός από το Βέλγιο. 

Αυτή ήταν η πραγματικότητα του εργατικού κινήματος εκείνη την εποχή. Αν ανατρέξουμε τώρα στην ανάλυση του Μαρξ των τάσεων της καπιταλιστικής παραγωγής στο Κεφάλαιο, η εικόνα είναι πιο σύνθετη από ό,τι έχει συχνά ειπωθεί. Ο Μαρξ σίγουρα θεωρεί την τάση προς τη συγκέντρωση σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, με την τεχνολογία και τον καταμερισμό εργασίας που τις συνοδεύουν, ως το διακριτικό γνώρισμα του καπιταλισμού. Αλλά δίνει επίσης μεγάλη έμφαση, για παράδειγμα στην ανάλυσή του για τους κλάδους ένδυσης και υπόδησης, σε άλλες μορφές οργάνωσης μέσω των οποίων η εργασιακή διαδικασία υπάγεται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Εκεί κυριαρχούν η υπεργολαβία, η κατ’ οίκον εργασία, ο μισθός με το κομμάτι, οι εκτατικές μορφές εκμετάλλευσης. Βλέπει επίσης ξεκάθαρα ότι σε αυτούς τους κλάδους συγκεντρώνονται τα πιο ευάλωτα τμήματα του εργατικού δυναμικού: γυναίκες και παιδιά, σήμερα αρκεί να αντικαταστήσουμε το «παιδιά» με «μετανάστες» για να αντικρίσουμε μια οικεία σε μας εικόνα –χωρίς να ξεχνάμε ότι σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας πάνω από 150 εκατομμύρια παιδιά 5 έως 17 ετών εργάζονται ανά τον κόσμο, εκ των οποίων 18 εκατομμύρια στην βιομηχανία και 26 εκατομμύρια στις «υπηρεσίες».[1] 

Για τον Μαρξ, η μετάβαση στη μεγάλη βιομηχανία δεν εξαρτάται μόνο από τις οικονομικές συνθήκες, αλλά και από πολιτικές. Οι νόμοι που μείωναν την εργάσιμη μέρα ή/και την παιδική εργασία έθεταν ένα όριο στην εκμετάλλευση μέσω της απόλυτης υπεραξίας (βασισμένη στην διαρκή παράταση της εργάσιμης ημέρας ή/και στη μείωση των μισθών), ενθάρρυναν την εισαγωγή μηχανών, άρα τη συγκέντρωση σε εργοστάσια ορισμένων κλάδων. Όμως οι αντίρροπες τάσεις επανεμφανίζονται συνεχώς –οι νόμοι που περιόριζαν την εργάσιμη μέρα αμφισβητούνταν διαρκώς από τους καπιταλιστές, και διάφορες παραγωγικές διαδικασίες που βασίζονται στην απόλυτη υπεραξία εμφανίζονται εκτός του εργοστασιακού πυρήνα, αν και, σε πολλές περιπτώσεις, συνδέονται οργανικά με αυτόν. Η τάση προς συγκεντρωποίηση είναι στην πραγματικότητα λιγότερο ευθύγραμμη και άκαμπτη απ’ ό,τι φαίνεται. Δεν νομίζω λοιπόν ότι ο Μαρξ θα θεωρούσε ανοίκειες τις σημερινές συνθήκες της σχετικά αποκεντρωμένης και ευέλικτης παραγωγής στον Βορρά, των παγκοσμιοποιημένων αλυσίδων αξίας, των όλο και πιο επισφαλών μορφών απασχόλησης και, φυσικά, των γιγαντιαίων εργοστασίων στις εκβιομηχανισμένες περιοχές του παγκόσμιου Νότου.   

Η σχέση μεταξύ του επιπέδου ταξικής οργάνωσης και της παραγωγικής δομής ήταν πάντα πολύπλοκη, και αυτό ίσχυε τόσο στην εποχή του Μαρξ όσο και σ’ αυτήν που ακολούθησε. Περνάει από πολλαπλές διαμεσολαβήσεις, που διαφέρουν ανάλογα με την χρονική συγκυρία και τις συγκεκριμένες συνθήκες, όπως οι διάφορες μορφές συνδικαλισμού ή οι τρόποι με τους οποίους τα συνδικάτα και οι πολιτικές οργανώσεις σχετίζονται μεταξύ τους και με το κράτος. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν είχαν κάποια προκαθορισμένη ιδέα για το πώς θα έπρεπε να οργανωθεί η εργατική τάξη, με αυτή την έννοια δεν είχαν μια «θεωρία του κόμματος». Ο προβληματισμός τους ξεκινούσε πάντα από το ευρύ φάσμα υπαρκτών μορφών οργάνωσης, από τον χαρτισμό μέχρι τα πρώτα συνδικάτα και εργατικά κόμματα. Κεντρικός και πάγιος στόχος τους ήταν η αναβάθμιση αυτών των μορφών έτσι ώστε να αρθούν στο επίπεδο μιας συγκροτημένης πολιτικής δύναμης ικανής να ανατρέψει την οικονομική και πολιτική εξουσία της κυρίαρχης τάξης. 

 

Ποιες όψεις της Παρισινής Κομμούνας επέτρεψαν στον Μαρξ να μιλήσει για έναν «εφικτό κομμουνισμό»;

Αυτό που χαρακτηρίζει την μαρξική προσέγγιση της Κομμούνας είναι ότι δεν την αντιμετωπίζει ούτε ως την υλοποίηση ενός προϋπάρχοντος σοσιαλιστικού ή κομμουνιστικού σχήματος –συμπεριλαμβανομένου και του δικού του– ούτε ως ένα καινοφανές πρότυπο για μελλοντικές επαναστάσεις. Είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τον τρόπο με τον οποίο, για παράδειγμα, ο Οκτώβρης του 1917 κατανοήθηκε από όλα σχεδόν τα ρεύματα του κομμουνιστικού κινήματος του εικοστού αιώνα. 

Ασφαλώς, ορισμένες όψεις της Κομμούνας παραπέμπουν σε πιο δομικές πτυχές των κοινωνικών επαναστάσεων, ιδίως εκείνες που παραπέμπουν στις τολμηρές καινοτομίες της Κομμούνας ως πολιτικής μορφής. Ο Μαρξ βλέπει το «μυστικό» αυτής της μορφής ως την έκφραση του ταξικού της περιεχομένου. Είναι μια «κυβέρνηση της εργατικής τάξης» που αρθρώνει τις «από τα κάτω» και «από τις τα πάνω» διαστάσεις ενός νέου τύπου πολιτικής εξουσίας. Η εξουσία αυτή συνδυάζει την επιδίωξη του λαϊκού ελέγχου των δημόσιων θεσμών και της διοίκησης με τον μετασχηματισμό της οικονομίας. Εξού και οι περίφημες διατυπώσεις του Μαρξ που αναφέρονται στην «επιτέλους ανακαλυφθείσα πολιτική μορφή μέσω της οποίας θα συντελεστεί η οικονομική χειραφέτηση της εργασίας», ένας «μοχλός για την ανατροπή των οικονομικών θεμελίων πάνω στα οποία στηρίζεται η ύπαρξη των τάξεων, και επομένως και η ταξική κυριαρχία».[2]

Αυτές είναι δυνατές διατυπώσεις, αλλά έχουν συχνά παρεξηγηθεί. Ο Μαρξ βλέπει τους θεσμούς της Κομμούνας ουσιαστικά ως μεταβατικές και μερικές εκφράσεις βαθύτερων τάσεων που προσβλέπουν στην κοινωνική χειραφέτηση –όχι ως κάτι που πρέπει να αντιγραφεί ως τέτοιο. Διαβλέπει σ’ αυτές στοιχεία κομμουνισμού νοούμενου ως «την πραγματική κίνηση που αίρει [aufhebt] την παρούσα κατάσταση» και όχι ως «ένα ιδεώδες στο οποίο θα πρέπει να προσαρμοστεί η πραγματικότητα», σύμφωνα με τον γνωστό ορισμό της Γερμανικής Ιδεολογίας.[3] Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μαρξ προσφεύγει σε σχεδόν πανομοιότυπους όρους για να χαρακτηρίσει το έργο της Κομμούνας: «δεν έχει έτοιμες ουτοπίες προς εφαρμογή δια λαϊκού διατάγματος… δεν έχει να πραγματοποιήσει ιδεώδη, αλλά να απελευθερώσει τα στοιχεία της νέας κοινωνίας που εγκυμονούνται στο εσωτερικό της ίδιας της καταρρέουσας παλιάς αστικής κοινωνίας».[4] 

Ο Μαρξ είχε βαθιά επίγνωση ότι τα επιτεύγματα της Κομμούνας –όσο αξιοσημείωτα και αν ήταν, δεδομένων των συνθηκών– δεν ισοδυναμούσαν με κομμουνισμό. Ακόμα και τα σχέδια για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής που είχε εκπονήσει η Επιτροπή Εργασίας της Κομμούνας, σε στενή συνεργασία με την Ένωση Γυναικών, δεν έπρεπε να θεωρηθούν ως το τέλος του δρόμου. Ωστόσο, σε συνδυασμό με στοιχεία σχεδιασμού θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έναν «εφικτό κομμουνισμό» που θα συνέδεε τον εργατικό έλεγχο στους χώρους εργασίας με έναν συνολικό συντονισμό της παραγωγής εκτός των μηχανισμών της αγοράς.[5] Η Κομμούνα πρέπει λοιπόν να κατανοηθεί ως μια πειραματική μορφή που αίρει τα δομικά εμπόδια στο μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων και ισχυροποιεί την δράση των εργαζόμενων τάξεων. «Δεν καταργεί την ταξική πάλη», γράφει ο Μαρξ, αλλά είναι «το ορθολογικό μέσο δια του οποίου αυτή η ταξική πάλη μπορεί να διατρέξει τις διάφορες φάσεις της με τον πιο ορθολογικό και ανθρώπινο τρόπο».[6]

 

Ενώ μετέφραζα το κείμενό σου, άρχισα επίσης να ξαναδιαβάζω το βιβλίο του Γιουτζίν Γουέμπερ Από χωρικούς σε Γάλλους.[7] O Γουέμπερ παρουσιάζει ένα ακραίο πολιτισμικό χάσμα μεταξύ Παρισιού και υπαίθρου εκείνη την εποχή, μια ύπαιθρος που χαρακτηρίζεται από κάθε είδους δεισιδαιμονίες, οπισθοδρομικότητα, καθώς και από την περιορισμένη χρήση του χρήματος, της γαλλικής γλώσσας, της εκπαίδευσης κ.λπ. Αναρωτήθηκα λοιπόν αν, όπως λες, η σκέψη του Μαρξ ξεπέρασε την σύγκριση που έκανε το 1848 μεταξύ της γαλλικής αγροτιάς και ενός «σάκου με πατάτες»[8] και αναγνώρισε την ανάγκη οργάνωσής της, θα μπορούσε αυτό να σημαίνει τη συγκρότηση δημοκρατικών μορφών όπου οι επαναστάτες των πόλεων θα αντιμετώπιζαν τους αγρότες ως ίσους; Σε ποιο βαθμό οι ιδέες της αποκεντρωμένης εξουσίας που διέδιδε η παρισινή Κομμούνα κατανοούσαν ότι η επανάσταση θα έπρεπε να προχωρήσει με διαφορετικούς ρυθμούς στην πόλη και την ύπαιθρο;

Ναι, νομίζω ότι αυτή είναι η αποφασιστικής σημασίας νέα ιδέα που προκύπτει ως δίδαγμα από την Κομμούνα. Αυτό το σημείο έχει ήδη επισημανθεί από τον Τέοντορ Σάνιν στο θεμελιώδες δοκίμιό του για τον ύστερο Μαρξ.[9] Ο Μαρξ κατανοεί ότι η αδυναμία της Κομμούνας να γεφυρώσει το χάσμα με την ύπαιθρο ήταν η τελική αιτία της ήττας της. Τέσσερις μήνες μετά την πτώση της, ο Μαρξ πρότεινε στην συνδιάσκεψη της Διεθνούς στο Λονδίνο την δημιουργία «αγροτικών τμημάτων» προκειμένου να «εξασφαλίσουν την προσχώρηση των αγροτικών παραγωγών στο κίνημα του βιομηχανικού προλεταριάτου». Για την επίτευξη αυτού του στόχου, «αγκιτάτορες» θα έπρεπε «να σταλούν στις αγροτικές περιοχές, να οργανώσουν εκεί δημόσιες συγκεντρώσεις και να προπαγανδίσουν τις αρχές της Διεθνούς».[10] Τίποτα από αυτά δεν υλοποιήθηκε. Αυτή η απόφαση σηματοδοτεί όμως μια στρατηγική στροφή στη σκέψη του Μαρξ σχετικά με τη χρονικότητα της επανάστασης σε εθνικό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. 

Το κλειδί εδώ είναι η «ρωσική σύνδεση», για να αναφερθώ και πάλι στον Σάνιν, που περιλαμβάνει τις συζητήσεις του Μαρξ με την Ελισάβετ Ντμίτριεφ, τον Χέρμαν Λοπάτιν και τη Βέρα Ζάσουλιτς – είναι ενδιαφέρον ότι οι γυναίκες παίζουν εδώ εξέχοντα ρόλο. Ο Μαρξ θα καταλήξει σε μια κατανόηση των επαναστατικών δυνατοτήτων της αγροτιάς και της συγκεκριμένης μορφής κοινωνικής οργάνωσής της, της αγροτικής κοινότητας/κομμούνας (ομπτσίνα), όπως εμφανίζεται στην περιφέρεια του καπιταλισμού. Αυτή η διαδικασία έχει ωστόσο δύο προϋποθέσεις. Για να είναι επιτυχής, μια τέτοια επανάσταση θα πρέπει να ενσωματώσει κάποια από τα επιτεύγματα της καπιταλιστικής νεωτερικότητας και η χρονικότητά της θα πρέπει να συγκλίνει με εκείνη του προλεταριάτου στις χώρες του εκβιομηχανισμένου πυρήνα. Αυτή η νέα αντίληψη της επανάστασης συνεπάγεται μια πολλαπλότητα δρόμων και χρονικών δυναμικών, οι οποίες όμως θα πρέπει να οδηγήσουν σε μια σύγκλιση μεταξύ πόλεων και υπαίθρου, προλεταριάτου και αγροτιάς, πυρήνα και περιφέρειας, τόσο σε εθνική όσο και παγκόσμια κλίμακα. 

Τα κείμενα αυτά έμειναν για πολύ καιρό θαμμένα σε όλες σχεδόν τις μαρξιστικές παραδόσεις. Αλλά αυτή η στρατηγική αναβιώνει κατά κάποιον τρόπο στο όραμα της αντιαποικιακής επανάστασης των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων της 3ης Διεθνούς και στον «ιθαγενή μαρξισμό» του Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι.[11] Σήμερα παίζει κεντρικό ρόλο στις συζητήσεις που προκαλούν οι μη ευρωκεντρικές εκδοχές του μαρξισμού, απελευθερωμένες από μια γραμμική και τελεολογική αντίληψη της ιστορίας.


Τη μετάφραση του Στάθη Κουβελάκη επιμελήθηκε φιλολογικά ο Αντώνης Γαζάκης [4]

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [5]

Υποσημειώσεις[+]