- Marginalia - https://marginalia.gr -

Ο μεσσιανισμός στην ριζοσπαστική σκέψη: Μπένγιαμιν, Μπλοχ, Φρομ

H θρησκεία, πριν αρχίσει να αναφέρεται από τη ριζοσπαστική σκέψη ως μηχανισμός του κράτους και διαπολιτισμικό σύστημα συμβόλων, όπως συμβαίνει δηλαδή και  σήμερα, προϋπήρχε ως σημαντική κοινωνική κατασκευή που έπρεπε να εξαλειφθεί στην σοσιαλιστική/κομμουνιστική κοινωνία. Η αντίθεση στη θρησκεία ήταν ένα θέμα που υπήρχε πρώτα απ’ όλα στον πυρήνα του υλισμού στην αντιπαράθεσή του με τον ιδεαλισμό. Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσω να περιγράψω μια πολύ ιδιαίτερη πτυχή της χρήσης της θρησκευτικής κριτικής και κυρίως την χρήση του μεσσιανισμού ως αναλυτικού εργαλείου από τρεις σπουδαίους στοχαστές του πρώτου μισού του 20ου αιώνα: τον Βάλτερ Μπένγιαμιν [1] (Walter Benjamin), τον Έρνστ Μπλοχ [2] (Ernst Bloch) και τον Έριχ Φρομ [3] (Erich Fromm). Και οι τρεις τάχθηκαν στην πλευρά του μαρξισμού -με τον δικό του τρόπο  ο καθένας- δίνοντας την προσωπική τους ερμηνεία στην έκκληση για την κατάργηση της θρησκείας στην μελλοντική/αταξική κοινωνία. Ταυτόχρονα, έφεραν, επίσης ο καθένας με τον τρόπο του, μια δική τους εκδοχή πολιτικής θεολογίας που βασιζόταν στην απόδοση ενός κεντρικού νοήματος στην Ιστορία, ερμηνεύοντας τον Μαρξ μέσα από το πρίσμα του μεσσιανισμού.

Είναι γνωστό σε όσους  ασχολούνται με τον μαρξισμό ότι ο Μαρξ απέφευγε να περιγράψει την κομμουνιστική κοινωνία με λεπτομέρειες, γι’ αυτό στο έργο του βρίσκουμε διάσπαρτα θετικά σχόλια που περισσότερο προσιδιάζουν σε προσωπικούς πόθους, όπως η περίφημη φράση του από τη Γερμανική Ιδεολογία [4]:

«Στην κομμουνιστική κοινωνία όμως, όπου κανείς δεν έχει αποκλειστική σφαίρα δραστηριότητας, μπορεί να τελειοποιηθεί σ’ οποιοδήποτε κλάδο κατά βούληση η κοινωνία ρυθμίζει τη γενική παραγωγή και έτσι μου εξασφαλίζει τη δυνατότητα να κάνω σήμερα αυτό και αύριο το άλλο, το πρωί να πάω για κυνήγι, το απόγευμα για ψάρεμα, το βράδυ να βοσκάω τα ζώα, μετά το δείπνο να κριτικάρω, ανάλογα με τη διάθεσή μου, χωρίς ποτέ να γίνω ούτε κυνηγός, ούτε ψαράς, ούτε βοσκός, ούτε κριτικός».

Αντίστοιχα, η εναντίωση του Μαρξ σε ορισμένους θεσμούς και πρακτικές, ενώ είναι επίσης διάσπαρτη στο έργο του, μπορεί να θεωρηθεί θεμελιώδης: δηλαδή με βάση την κριτική που αναπτύσσει, κανένας προηγούμενος κοινωνικός θεσμός τον οποίο κριτικάρει δεν θα επιβίωνε σε μια κομμουνιστική κοινωνία. Όσον αφορά τη θρησκεία, ο Μαρξ αναφέρει ρητά ότι θα απουσιάζει στη μελλοντική κοινωνία. Αυτή η ρητή απόρριψη της θρησκείας μπορεί να βρεθεί τόσο στο πρώιμο όσο και στο μεταγενέστερο έργο του, από την έκκληση να καταργηθεί η θρησκεία στην εισαγωγή του Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου [5]Κριτική του Προγράμματος της Γκότα [6], όπου προβάλλει το σχέδιο των κομμουνιστών να απελευθερώσουν την ανθρωπότητα από τη θρησκεία σε αντιδιαστολή με τη φιλελεύθερη αντίληψη για την ατομική ελευθερία της συνείδησης.

Για τον Μαρξ λοιπόν, μία από τις απτές ελευθερίες που θα είχε ο κομμουνισμός, ήταν η απελευθέρωση από τη θρησκεία. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για φαινόμενα όπως το κράτος, η ατομική ιδιοκτησία και η αλλοτρίωση. Όμως η κριτική στη θρησκεία είναι ουσιαστικά εγγεγραμμένη ως θεμέλιο για τη ριζοσπαστική θεώρηση του Μαρξ για τον κόσμο, καθώς θεωρεί ότι η κριτική της θρησκείας είναι η αρχή όλων των κριτικών.

Στον 19ο αιώνα, λοιπόν, ο Μαρξ παρεμβαίνει στη συζήτηση για τη θρησκεία με έναν έντονο και αποφασιστικό τρόπο. Στον 20ο αιώνα όμως, για μια σειρά από μαρξιστές στοχαστές επιγόνους του, το ζήτημα της θρησκείας και της εκκοσμίκευσης δεν βρίσκεται σε συνέχεια με την ισχυρή έγκληση για κατάργηση της θρησκείας, όπως είχε δημοσιευτεί στο Πρόγραμμα της Γκότα, αλλά σε συνέχεια με την ενσωμάτωση θρησκευτικών ανησυχιών και παραδόσεων· ένα ξαναδιάβασμα του μαρξισμού επηρεασμένο από τον μεσσιανισμό. Το κοινό σημείο των στοχαστών που θα παρουσιάσω, πέρα από το ότι συνεχίζουν την ιδιοτυπία της μαρξιστικής παράδοσης της «γερμανικής σχολής», (με τη συμβολή τους μετέπειτα στη Σχολή της Φρανκφούρτης [7] κλπ.) είναι ότι διαλέγουν, αντί να προχωρήσουν την μαρξιστική τομή με τον Φόϋερμπαχ [8], να ξαναμιλήσουν -κρυφά ή φανερά- διακειμενικά με αυτό το σημείο τομής με τον αριστερό εγελιανισμό· σε αυτό που αποτέλεσαν για τον Μαρξ οι Θέσεις για τον Φόϋερμπαχ [9], θα βρεθεί η πηγή της αναζήτησης τους. Το αποτέλεσμα θα είναι αρκετά διαφορετικό ανά περίπτωση: ο Φρομ θα τραβήξει προς μια κατεύθυνση ριζοσπαστικού ανθρωπισμού, προσπαθώντας να συνδέσει τον μαρξισμό με την ψυχανάλυση, ο Μπλοχ θα παραμείνει στο κυνήγι της Ουτοπίας ως μια μαρξιστική αναλογία με τη Γη της Επαγγελίας και ο Μπένγιαμιν θα αντλήσει -πιο πολύ από όλους- μια ιδιαίτερη ματιά που ξεκινά από μια μοναδική ερμηνεία του ιουδαϊσμού.

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν και ο «εκκοσμικευμένος» μεσσιανισμός

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, είναι ο πρώτος που στον 20ο αιώνα θα επιχειρήσει την ανάμειξη των μαρξιστικών ιδεών για την ιστορία με μια μορφή Ιουδαϊκού μεσσιανισμού, την οποία κληρονόμησε από τον στενό του φίλο, τον φιλόσοφο Γκέρσομ Σόλεμ (Gershom Scholem [10]). Ο Μπένγιαμιν προσπάθησε να πείσει ότι ο μαρξισμός δεν είναι κάτι περισσότερο από μια εκκοσμικευμένη εκδοχή του Ιουδαιοχριστιανικού Μεσσιανισμού. Ο Μπένγιαμιν είναι ο πρώτος μαρξιστής που έγραψε ότι ο Μαρξ έχει εκκοσμικεύσει τον μεσσιανικό χρόνο στη σύλληψη του για την αταξική κοινωνία, ένα επιχείρημα που με διάφορες παραλλαγές λειτούργησε ως και επιθετικά απέναντι στον μαρξιστικό υλισμό, χωρίς αυτό φυσικά να αποτελεί πρόθεση του Μπένγιαμιν.

Η βασική του σύλληψη, σε αντίθεση με τη φιλελεύθερη αντίληψη για την εκκοσμίκευση, δεν είναι γραμμική αλλά διαλεκτική. Στη διαλεκτική του Μπένγιαμιν συναντά κανείς την έννοια του ιερού και του βέβηλου ως μια δυναμική, αντιφατική σχέση στην οποία υπάρχει έμφυτη μια διαρκής, δυναμική ένταση. Φυσικά δεν έλειψαν οι επικριτές αυτής της προσπάθειας, οι οποίοι θεωρούν ότι μεσσιανισμός και μαρξισμός είναι έννοιες ασυμβίβαστες μεταξύ τους. Η κατηγορία απέναντι στον Μπένγιαμιν είναι ότι χρησιμοποιεί θεολογικές και μυστικιστικές έννοιες με πρόθεση να τις βαφτίσει υλιστικές και ως εκ τούτου να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Από την άλλοι, υπάρχουν σύγχρονοι φιλόσοφοι όπως ο Μικαέλ Λεβί [11] (Michael Löwy) που συνεχίζουν την μπενγιαμινική παράδοση και ισχυρίζονται ότι μαρξισμός και μεσσιανισμός είναι έννοιες συμπληρωματικές. Ο Λεβί στο έργο του Λύτρωση και Ουτοπία (Redemption and Utopia) [12], συνοψίζοντας σπουδαία τη διαλεκτική του Μπένγιαμιν θα γράψει:

σε αυτή τη γερμανο-εβραϊκή σκέψη, υπάρχει τόση πολλή «ιεροποίηση» του βέβηλου, όση και εκκοσμίκευση του θρησκευτικού στοιχείου: η σχέση ανάμεσα στη θρησκεία και την ουτοπία δεν εμφανίζεται εδώ, όπως στην περίπτωση της εκκοσμίκευσης, ως μια μονόδρομη κίνηση -η απορρόφηση του ιερού από το βέβηλο- αλλά μάλλον μια αμοιβαία σχέση που συνδέει τις δύο σφαίρες χωρίς να καταστέλλει η μία την άλλη.[2]

Το πιο διάσημο απόσπασμα που αποτυπώνει το μεσσιανισμό του Μπένγιαμιν, είναι το περίφημο «Θεολογικό-πολιτικό σπάραγμα» (Theologisch-politisches Fragment [13]). Σε αυτό, συνομιλεί με τον μεσσιανισμό του Έρνστ Μπλοχ, όπως θα δούμε και στη συνέχεια. Εδώ ένα σημαντικό απόσπασμα:

Εάν ένα βέλος δείχνει το στόχο προς το οποίο η εκκοσμικευτική δυναμική (secular dynamic) δρα και ένα άλλο σηματοδοτεί την κατεύθυνση της μεσσιανικής έντασης (messianic intensity), τότε σίγουρα η επιδίωξη της ελεύθερης ανθρωπότητας για ευτυχία έρχεται σε αντίθεση με την μεσσιανική κατεύθυνση. Αλλά, όπως ακριβώς μια δύναμη, εξαιτίας της κατεύθυνσης στην οποία κινείται, μπορεί να ενισχύσει μια άλλη δύναμη στην αντίθετη κατεύθυνση, έτσι και η κοσμική τάξη -λόγω της φύσης της ως κοσμική- προωθεί την έλευση της Μεσσιανικής Βασιλείας. Η κοσμική τάξη, επομένως, αν και όχι η ίδια ως τύπος αυτού του βασιλείου, είναι ένας αποφασιστικός τύπος της πιο ταπεινής προσέγγισής της.»[3]

Αν παραβλέψουμε το σφάλμα στη μηχανική των δυνάμεων που κάνει ο Μπένγιαμιν, θα ξεδιπλωθεί μπροστά μας η διαλεκτική ιερού και βέβηλου μέσω του διπόλου θρησκευτικότητα-εκκοσμίκευση. Πέρα από αυτό, ο Μπένγιαμιν εδώ, φαίνεται να εμφορείται από το πνεύμα χαράς και ελπίδας, όπως αυτό αποτυπώνεται στους Ψαλμούς του Δαβίδ (Ψαλ. 5,12) «καὶ εὐφρανθείησαν πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπὶ σέ· εἰς αἰῶνα ἀγαλλιάσονται, καὶ κατασκηνώσεις ἐν αὐτοῖς, καὶ καυχήσονται ἐν σοὶ πάντες οἱ ἀγαπῶντες τὸ ὄνομά σου»Καμπάλα [14]) του 19ου αιώνα σε μια αυθεντικά όμορφη «παρέκκλιση» από το μαρξιστικό ιδεώδες, όπου η ανθρώπινη ελευθερία (Μαρξ) ταυτίζεται με την αναζήτηση της διαρκούς ευτυχίας (Μπένγιαμιν) ως τελικού προορισμού του ανθρώπου[5].

Ο Έρνστ Μπλοχ και το κυνήγι της Ουτοπίας

Ο Έρνστ Μπλοχ (Ernst Bloch) ήταν σύγχρονος του Μπένγιαμιν και σε πολλά από τα θέματα τα οποία συζητάμε εδώ, υπήρξαν διαλεγόμενοι. Ο Μπλοχ, εμφορούμενος κυρίως από το προτεσταντικό υπόβαθρό του, το οποίο διαφέρει αρκετά από τον μυστικιστικό ιουδαϊσμό του Μπένγιαμιν, ήταν πιο ορμητικός στη σύνδεση του μαρξισμού με τις ριζοσπαστικές δυνατότητες της θρησκείας. Ο Μπλοχ είναι ο στοχαστής που ξαναγύρισε, πιο πολύ από τους άλλους δύο, στην κριτική του Μαρξ για τον Φόυερμπαχ πράγμα που φαίνεται και από μια διαρκή αμφιθυμία του απέναντι στον Φόϋερμπαχ η οποία υποβόσκει μέσα σε όλα του τα μεγάλα έργα.

Αυτός ο διαρκής «διάλογος» μεταξύ τριών μερών -Μαρξ, Φόϋερμπαχ, Μπλοχ- υπάρχει γιατί ο τελευταίος είχε αποφασίσει ότι τάσσεται με τις ριζοσπαστικές δυνατότητες της θρησκείας. Από εκεί προκύπτει και η οπτική που ανέδειξε ο Μπλοχ για τον μαρξισμό ως  απαραίτητη σύνθεση «κρύων» και «θερμών» ρευμάτων, που το ένα αντιπροσωπεύει την αποκαλυπτική, κρίσιμη αυστηρότητα, και το άλλο την ιδεαλιστική και ευρηματική δεκτικότητα. Σαν αποτέλεσμα της παραπάνω θεώρησης, ο Μπλοχ είχε έγκαιρα εναντιωθεί στον σοβιετικό μαρξισμό και σε κάθε είδους δογματική αποτύπωση του μαρξισμού, καθώς θεωρούσε ότι διαχωρίζει το «ψωμί» (τις υλικές ανάγκες του ανθρώπου), από το «βιολί» (τις πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου, την ανάγκη για αισθητική, προσωπική έκφραση)[6].

Συνεπώς, ο Μπλοχ θα βρει στον Φόϋερμπαχ, αλλά και στην περίφημη 6η θέση του Μαρξ γι’ αυτόν, μια διαρκή πηγή δημιουργικής έμπνευσης στο θέμα των θετικών δυνατοτήτων της θρησκείας. Επιπλέον, η ανθρωπολογική ανάλυση της θρησκευτικής συνείδησης που έκανε ο Μπλοχ ήταν μοναδικής σημασίας και αποτέλεσε το αποκορύφωμα ενός ριζοσπαστικού ανθρωπιστικού στοιχείου στη θρησκευτική σκέψη. Για τον Μπλοχ, τα θρησκευτικά συμβολικά συστήματα έχουν επίκεντρο πλασματικές εικόνες. Αυτές οι εικόνες όμως δεν αποτελούν απλά μια «ψευδή συνείδηση», αλλά μοναδικές μορφές στις οποίες η ίδια η ίδια η ύλη μπορεί να εκφράσει με τον πιο οικείο τρόπο τις Ουτοπίες της. Με τη δημιουργία θρησκευτικών εικόνων, το ανθρώπινο μυαλό δεν αποπροσανατολίζει τον άνθρωπο· αντίθετα -καθώς το μυαλό είναι μέρος της ύλης- του «υπενθυμίζει» ότι έχει μια αποστολή, ένα καλύτερο μέλλον, το οποίο στο αφόρητο παρόν βρίσκεται σε λανθάνουσα κατάσταση. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιεί τη μεταφορά της ονειροπόλησης (day-dreaming) κι όπως λέει πολύ χαρακτηριστικά: «Η ονειροπόληση ξεκινά σαν το νυχτερινό όνειρο με ευχές, αλλά τις μεταφέρει ριζικά στο συμπέρασμά τους, θέλει να φτάσει στον τόπο της εκπλήρωσης τους»[7].

Συμπερασματικά, ο μεσσιανισμός του Μπλοχ είναι μια διαρκής απολογητική για τη Φαντασία έναντι του Πραγματικού. Καλύτερα, θα μπορούσα να πω ότι είναι μια επαναστατική διαφοροποίηση του Πραγματικού. Ας υποθέσουμε ότι το Πραγματικό είναι αυτό που λέει ο Λακάν, αυτό που βρίσκεται εκτός της γλώσσας και δεν συμβολοποιείται κι άρα με μια έννοια είναι αυτό που είναι αδύνατο να συμβεί· σε αυτό ο Μπλοχ απαντά ότι το Πραγματικό δεν είναι καθόλου αντίθετο στη φαντασία και, στην πραγματικότητα, μόνο η Φαντασία φέρει από μόνη της τον τόπο μιας αντικειμενικής, πραγματικής πιθανότητας. Το όνειρο μιας καλύτερης ζωής δεν μέλλεται να συντριβεί από τις συμπληγάδες της πραγματικότητας, αλλά πρόκειται να οδηγήσει τον κόσμο μπροστά, καθώς ο μεσσιανισμός είναι η καύσιμη ύλη όλων των πραγματικών επαναστατικών ιδεών.

Ο Έριχ Φρομ και ο ψυχαναλυτικός μεσσιανισμός

Ο Έριχ Φρομ αποτελεί μια παραγνωρισμένη, τα τελευταία χρόνια, φιγούρα, κυρίως λόγω της απόρριψής του από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, και πιθανότατα λόγω των εκλαϊκευτικών, ύστερων ψυχαναλυτικών έργων του. Κατά τη διάρκεια της ζωής του στις ΗΠΑ υπήρξε σημαντικός ακτιβιστής, σε σχέση τουλάχιστον με τους άλλους δύο στοχαστές. Ήταν πιο ενεργός στα πολιτικά κινήματα, στο αντιπυρηνικό κίνημα μετά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο και υπέστη αρκετές διώξεις κατά την περίοδο του Μακαρθισμού. Σε σχέση με τους προηγούμενους δύο, ο Φρομ θα εκκινήσει από την απόρριψη της κριτικής του Μαρξ στον Φόϋερμπαχ και θα επιστρέψει στην ανάγκη σύνδεσης του Μαρξ με τον Χέγκελ. Στις ΗΠΑ θα βρει συνοδοιπόρο σε αυτή την προσπάθεια την Ράγια Ντουναγιέφσκαγια (Raya Dunayevskaya [15]) και θα πρωτοστατήσουν στην ίδρυση της τάσης που ονομάστηκε «Μαρξιστικός Ουμανισμός».

Ο ουμανισμός του Φρομ, έλκει την καταγωγή του από μια ειδική οπτική του μεσσιανισμού που έχει κέντρο της την ανθρώπινη προσωπικότητα. Ο μεσσιανισμός υπάρχει ως κεντρικό, επαναλαμβανόμενο μοτίβο σε όλο του το έργο. Ομοιάζει αρκετά με τον εβραϊκό μεσσιανισμό του Μπένγιαμιν και θα μπορούσε να πει κανείς ότι εμπεριέχει επίσης στοιχεία εκκοσμικευμένης, ριζοσπαστικής ιουδαϊκής θεολογίας. Στον Φρομ ο μεσσιανισμός παίρνει δύο μορφές: μια προφητική και μια καταστροφική (ή Αποκαλυπτική). Ο προφητικός μεσσιανισμός λειτουργεί ως έκφραση της ελπίδας για μια καλύτερη εποχή η οποία θα έχει ειρήνη και αρμονία και ο Φρομ πιστεύει ότι για να συμβεί αυτό πρέπει ο άνθρωπος να κατανοήσει την κατάσταση του στον σημερινό κόσμο.

Αυτή η βιωμένη, εσωτερική εμπειρία του ανθρώπου, δηλαδή η βεβαιότητα που στηρίζεται στην ελπίδα και όχι σε εμπειρικές αποδείξεις του μέλλοντος, λειτουργεί ως εναλλακτική στην εμπειρική απόδειξη του καταπιεστικού παρόντος.[8] Ο Έριχ Φρομ, παρουσιάζοντας την τωρινή κατάσταση του ανθρώπου και προβάλλει ως εναλλακτική σε αυτή τον ουμανισμό του, όπως ακριβώς κάνει η Ρόζα Λούξεμπουργκ όταν διατυπώνει τη θέση ότι μπροστά στις καταστροφικές δυνάμεις του καπιταλισμού οι άνθρωποι θα πρέπει να επιλέξουν ανάμεσα στο δίλημμα «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα».

Από την άλλη, ο καταστροφικός (ή αποκαλυπτικός) μεσσιανισμός είναι μια υπόθεση την οποία ο Φρομ απορρίπτει. Η απόρριψη αυτή εδράζεται στην άρνηση από τον Φρομ του χιλιαστικού, χριστιανικού μεσσιανικού σχήματος: μια απόλυτη καταστροφή έρχεται, διακόπτει οριστικά την Ιστορία και σε αυτή την ύστατη στιγμή διαφθοράς και αποτυχίας της ανθρωπότητας θα υπάρξει κάποια εξωτερική δύναμη, η οποία θα διασώσει την ανθρωπότητα και θα εγκαινιάσει ένα ουτοπικό μέλλον. Αυτή η δεύτερη μορφή μεσσιανισμού αποτελεί και τον πυρήνα της κριτικής του Φρομ στον σοβιετικό μαρξισμό, στη δομή του κόμματος και της πολιτικής πρωτοπορίας η οποία συνήθως αυτοανακηρύσσεται ως τέτοια. Είναι η ρήξη με τη γνωστή λενινιστική θεώρηση ότι η «συνείδηση της εργατικής τάξης έρχεται απ’ έξω».

Ο πυρήνας της ιδέας του Φρομ είναι ουσιαστικά ο άνθρωπος. Ο ριζοσπαστικός ανθρωπισμός θεωρεί ότι ο στόχος του ανθρώπου είναι αυτός της πλήρους ανεξαρτησίας. Η ανεξαρτησία αυτή βέβαια, έρχεται σε αντίθεση και με την ευτυχία όπως την όρισε ο Μπένγιαμιν και με την πραγματική πιθανότητα μέσω της φαντασίας, όπως την όρισε ο Μπλοχ. Ο άνθρωπος, αν καταφέρει να ενσωματώσει τις ιδέες του στην ιστορική διαδικασία (δηλαδή στο να γράψει ο ίδιος το μέλλον του) τότε θα μπορέσει, διαμέσου της θρησκευτικής φαντασίωσης, να φτάσει στην επίγνωση της πραγματικότητας.

Τελικά, σε αυτόν τον ανισοβαρή ορισμό του ριζοσπαστικού ανθρωπισμού, όπου υπερισχύουν οι θρησκευτικές αναφορές πάνω στην κοινωνικο-ψυχολογική σκέψη, ο Φρομ συνδέει τρία χαρακτηριστικά: την ερμηνεία της φιλοσοφικής και ερμηνευτικής παράδοσης της Ιουδαϊκής σκέψης, τη φιλοσοφική και κοινωνιολογική σκέψη του Καρλ Μαρξ και την ψυχαναλυτική θεωρία και πρακτική του Σίγκμουντ Φρόυντ. Όμως, σε αντίθεση με τους άλλους δύο στοχαστές, η εμμονή στον άνθρωπο ως ατομική μονάδα –εδώ είναι εμφανείς οι αρνητικές επιδράσεις της ψυχαναλυτικής οπτικής στα κοινωνικά ζητήματα– κάνει τελικά ασταθή την πρόταση του Φρομ, καθώς ταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα στον καθολικό ουμανισμό και τον φιλελεύθερο ατομικισμό.

Υποσημειώσεις[+]