- Marginalia - https://marginalia.gr -

O Richard Wright και ο ρατσισμός των λευκών στην Αμερική της Ύφεσης. «Γέννημα θρέμμα»

Γέννημα θρέμμα [1]
Ρίτσαρντ Ράιτ
μετάφραση: Ελένη Εξαρχοπούλου
Σύγχρονη Εποχή, 1989 | 509 σελ.

H Αμερική του 1940 είναι μια βαθιά καταπιεστική κοινωνία για τους Αφροαμερικάνους που δεν έχουν ακόμη οργανωθεί για να υπερασπιστούν τα δικαιώματα τους. Η επίσημη κρατική πολιτική του αποκλεισμού  καθηλώνει τους μαύρους σε γκετοποιημένες αστικές ζώνες με ανύπαρκτες δουλειές, υψηλή εγκληματικότητα, χαμηλή πρόσβαση σε εκπαίδευση, απαγορεύοντάς τους να αναμιγνύονται με τους λευκούς σε εστιατόρια, λεωφορεία, θεάματα, δημόσιους χώρους. Η Κου Κλουξ Κλαν παραμονεύει όσους αντιδρούν και η λευκή κοινωνία αποδέχεται μόνο κάποιους «καλούς» πετυχημένους, απολίτικους, θρησκευόμενους μαύρους που συνήθως κάνουν δουλειές σε σπίτια λευκών, όπως φύλακες, κηπουροί, γκουβερνάντες, μουσικοί και κάποιοι λίγοι ηθοποιοί. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ πρόκειται να ξεκινήσει σε μία δεκαετία το κίνημα για τα δικαιώματα των Αφροαμερικανών, το 1954 το Ανώτατο Δικαστήριο θα κηρύξει παράνομο τον φυλετικό διαχωρισμό στα σχολεία επιτρέποντας στο πρώτο μαύρο κορίτσι να μπει με ένοπλη προστασία σε σχολική τάξη λευκών, ενώ μόλις το 1957 θα επιτραπούν οι μικτοί γάμοι.

Σ’ αυτές τις συνθήκες ο Ράιτ γράφει το Γέννημα θρέμμα [1], με κύριο χαρακτήρα τον Μπίγκερ Τόμας, έναν αδίστακτο παραβατικό μαύρο, που την πρώτη μέρα εργασίας του σαν σοφέρ σε μία λευκή, πλούσια και φιλάνθρωπη οικογένεια, δολοφονεί την ανήλικη μοναχοκόρη τους και αφού πρώτα την αποκεφαλίσει με ένα τσεκούρι ξεφορτώνεται το πτώμα της σ’ έναν καυστήρα καλοριφέρ. Η διήγηση προχωράει με τον Μπίγκερ να συκοφαντεί για την εξαφάνιση της κοπέλας τον μοναδικό λευκό που του φέρθηκε με σεβασμό και ενδιαφέρον, τον τοπικό επικεφαλής του κομμουνιστικού κόμματος και εραστή της κοπέλας. Ταυτόχρονα ζητάει λύτρα δίνοντας ελπίδες στην οικογένεια της ότι μπορεί και να είναι ακόμα ζωντανή. Όταν αποκαλύπτεται το στυγνό του έγκλημα και η αδίστακτη απάτη με τα λύτρα, ο Μπίγκερ το σκάει περιπλανώμενος σ’ ένα παγωμένο Σικάγο. Καταφεύγει κυνηγημένος σ’ ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο με την ερωμένη και συνένοχό του που φοβούμενος μήπως τον προδώσει της πολτοποιεί το κεφάλι χτυπώντας την απανωτά με ένα τούβλο. Χωρίς κανένα δισταγμό ξεφορτώνεται το σώμα της στο φωταγωγό μιας τετραώροφης πολυκατοικίας. Η κοπέλα ζει παρόλα τα χτυπήματα, προσπαθεί μάταια να ξεφύγει από τον τσιμεντένιο τάφο της, αλλά δεν τα καταφέρνει και πεθαίνει από το κρύο.

Να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Ράιτ ήταν μαύρος, ακτιβιστής και οργανωμένος κομμουνιστής. Γράφοντας ένα βιβλίο που αναπαρήγαγε τα χειρότερα στερεότυπα για την συμπεριφορά των μαύρων θα έπρεπε να είναι προετοιμασμένος για τις κατηγορίες που θα αντιμετώπιζε, κυρίως από τους δικούς του, Αφροαμερικάνους και κομμουνιστές. Η δυσκολία να το υπερασπίσει ήταν και ο λόγος που ανέβαλε για χρόνια τη συγγραφή του μέχρι να ωριμάσει καλά μέσα του η ιδέα. Αντί αυτού αποφάσισε να γράψει πρώτα ένα πιο βατό βιβλίο καταγγελίας για τις συνθήκες της ζωής των έγχρωμων με τίτλο «Τα παιδιά του μπαρμπα-Θωμά», στηλιτεύοντας την καταπίεση των μαύρων.

Όταν άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες κριτικές γι’ αυτό το βιβλίο, συνειδητοποίησα ότι είχα κάνει ένα απαράδεκτα αφελές λάθος. Ανακάλυψα ότι είχα γράψει ένα βιβλίο το οποίο θα μπορούσαν να διαβάσουν ακόμα κι οι κόρες των τραπεζιτών και να βάλουν τα κλάματα γι’ αυτά που ανέφερε και μετά να νιώσουν ικανοποιημένες από την αντίδραση τους. Ορκίστηκα ότι αν έγραφα άλλο βιβλίο, κανείς δεν θα έκλαιγε εξαιτίας του.

Εδώ δεν υπήρχε χώρος για συμπάθεια, μοναδική αντίδραση ήταν η σύγκρουση. «Υπήρχαν δύο κόσμοι, ο κόσμος των λευκών και ο κόσμος των μαύρων και, φυσικά ήταν διαχωρισμένοι. Υπήρχαν σχολεία για λευκούς και σχολεία για μαύρους, εκκλησίες για λευκούς και εκκλησίες για μαύρους, επιχειρήσεις λευκών και επιχειρήσεις μαύρων, νεκροταφεία λευκών και νεκροταφεία μαύρων και, απ’ ότι ξέρω, ένας λευκός θεός κι ένας μαύρος θεός…» σημειώνει ο συγγραφέας στον πρόλογο του «Γέννημα θρέμμα».

Αυτός ο διαχωρισμός επιτεύχθηκε μετά τον εμφύλιο πόλεμο κάτω από το φόβητρο της Κου Κλουξ Κλαν, που με εμπρησμούς, λεηλασίες και δολοφονίες απέκλεισε τους πρόσφατα απελευθερωμένους μαύρους από την Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, τη Βουλή των Αντιπροσώπων, τα διάφορα Πολιτειακά Νομοθετικά σώματα και, γενικά, από τη δημόσια, κοινωνική και οικονομική ζωή του Νότου.

Πολλοί μαύροι έκτοτε στράφηκαν στη θρησκεία για παρηγοριά, άλλοι προσπάθησαν να μορφωθούν και μετά να βρουν δουλειά κοντά στους λευκούς φροντίζοντας να κρατάνε ήσυχους τους δικούς τους και να μην υπάρχουν φασαρίες με τους λευκούς. Οι μόνοι που εξεγείρονταν ήταν οι διάφοροι Μπίγκερ: θυμωμένοι έφηβοι, τσαμπουκάδες μαύροι που αρνούνταν να υπακούσουν σε κανόνες, έσπαγαν τους πάντες στο ξύλο, τραβούσαν σουγιά στον εισπράκτορα του λεωφορείου που προσπαθούσε να τους πείσει να μην κάθονται στη θέση που προοριζόταν για τους λευκούς, λήστευαν και τρομοκρατούσαν ολόκληρες περιοχές. Ήταν το προϊόν μιας παραλυμένης κοινωνίας, ξεριζωμένοι και αποκληρωμένοι άνθρωποι.

Ο ίδιος ο Ράιτ δούλευε εκείνη την εποχή στο Σύλλογο Νέων του Σάουθ Σάιντ που «προσπαθούσε να τραβήξει τους χιλιάδες νέγρους Μπίγκερ Τόμας μακριά από τα καταγώγια και τα σοκάκια της Μαύρης Ζώνης». Εδώ ένιωσε για πρώτη φορά ότι οι πλούσιοι του πλήρωναν τον μισθό για να απασχολεί τους Μπίγκερ με το πινγκ πονγκ, τη ντάμα, το κολύμπι, τους βώλους, το μπέιζμπολ, για να μην τριγυρνούν στους δρόμους και απειλούν τα σπίτια και τις ζωές τους.

Ένιωθα σαν αστυνομικός με πολιτικά, τη μισούσα αυτή τη δουλειά. Δούλευα σκληρά με αυτούς τους Μπίγκερ και όταν ερχόταν η ώρα για να γυρίσω σπίτι, έλεγα στον εαυτό μου, μέσα από τα δόντια μου, για να μην με ακούσει κανένας: «Κάντε το, μάγκες! Αποδείξτε σ’ αυτούς τους μπάσταρδους που σας δώσανε τούτα τα παιχνίδια ότι η ζωή είναι πιο δυνατή από το πινγκ πονγκ.

Χαρακτηριστική είναι και η σκηνή από την ταινία του Σπάικ Λι, Κάνε το σωστό [2], όπου ο κεντρικός χαρακτήρας, ένας μαύρος υπάλληλος σε ιταλική πιτσαρία, όταν ξεκινούν φασαρίες στη γειτονιά του, πηγαίνει πρώτος και σπάει την βιτρίνα της οικογενειακής επιχείρησης που του δίνει μεροκάματο, αρνούμενος να κρυφτεί και να μην πάρει μέρος στην εξέγερση των μαύρων ενάντια στους λευκούς. Η δουλεία στην Αμερική έχει μακρά ιστορία και αρκετά σοβαρούς λόγους για να διαρκέσει πάνω από διακόσια χρόνια και καθορίζει ακόμα και σήμερα τις κοινωνικές συμπεριφορές.

Ο Μπίγκερ είναι το κατασκεύασμα μιας κοινωνίας έντονης καταπίεσης, οικτρής περιθωριοποίησης, τραγικής έλλειψης παιδείας, απουσίας σοβαρής επαγγελματικής προοπτικής, που ωθεί σκόπιμα στη φτώχεια και στην εγκληματικότητα. Ένας αδίστακτος φονιάς χωρίς καμία ηθική αξία, ένας φτωχός σε λόγια αμετανόητος παραβατικός, που δεν διστάζει μπροστά σε οποιαδήποτε πράξη για να αρπάξει χρήμα. Ένα απόβρασμα που σιχαίνεται τους λευκούς, αυτός είναι ο ήρωας που επιλέγει να δημιουργήσει ο Ράιτ.

Αγανακτισμένο με τους λευκούς, σκυθρωπό, αμαθή, συναισθηματικά ασταθή, μελαγχολικό και κατά διαστήματα παράλογα κεφάτο, ακόμη και ανίκανο –εξαιτίας της ίδιας του της έλλειψης εσωτερικής συγκρότησης που του έχει καλλιεργήσει η αμερικάνικη καταπίεση– να συμπορευτεί με τα μέλη της ίδιας του της φυλής.

Το βιβλίο, παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες κυρίως από κοινότητες Αφροαμερικανών, αλλά και κομμουνιστών που θεωρούσαν τον κύριο χαρακτήρα σκουπίδι που δεν έχει καμιά θέση ανάμεσά τους, εκδόθηκε κι έγινε ανέλπιστη εμπορική επιτυχία πουλώντας χιλιάδες αντίτυπα. Ο Ράιτ τόλμησε να γράψει ένα βιβλίο ενάντια στους λευκούς, αλλά και ενάντια σε όσους μαύρους πίστευαν ότι η λύση θα μπορούσε να έρθει από την καλύτερη μεταχείριση και ομαλότερη αντιμετώπιση από τους λευκούς. Ο συγγραφέας δεν διστάζει μπροστά στις κατηγορίες και παρουσιάζοντας τον βίαιο ήρωα του, χωρίς να δικαιολογεί ή να αποδέχεται τη δράση του, δηλώνει ωστόσο ότι η λύση πρέπει να είναι κάτι διαφορετικό από μία διαπραγμάτευση με τους λευκούς που δεν θα οδηγήσει πουθενά και δεν μπορεί να είναι άλλη από την αντίσταση και την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Ο Μπίγκερ δεν κάνει ακριβώς αυτό, δεν έχει κάποιο πολιτικό αίτημα, ασκεί μόνο βία και νοιάζεται για τον εαυτό του. Είναι κυρίως ένα σύμβολο του πως καταντάει ένας αμόρφωτος μαύρος χωρίς άλλη επιλογή πέρα από την τυφλή αντίσταση και τον καιροσκοπισμό.

[3]

Το πρώτο κεφάλαιο είναι υποδειγματικό ως προς τη ροή, την ανάπτυξη της πλοκής και την παρουσίαση των χαρακτήρων. Στο δεύτερο κεφάλαιο η πλοκή θυμίζει αρκετά πετυχημένο αστυνομικό θρίλερ με γρήγορη δράση και εναλλαγή των σκηνικών, με κυνηγητά και πυροβολισμούς. Το τρίτο είναι το πιο αδύναμο κεφάλαιο αφηγηματικά καθώς ο στόχος του είναι να δείξει τη συλλογική ενοχή του αμερικανικού συστήματος και γι’ αυτό βάζει να παρελάσουν μπροστά από το κελί του Μπίγκερ η δικαστική, η εκτελεστική και η θρησκευτική εξουσία για να τον καταδικάσουν απαιτώντας, μάταια, υποτέλεια και υποταγή απ’ αυτόν. Σ’ αυτές τις σελίδες ο Μπίγκερ μοιάζει χάρτινος, με την αγωνία της καταγγελίας να εμποδίζει τη ροή της αφήγησης. Ο μόνος που δείχνει να καταλαβαίνει και να υπερασπίζεται τον Μπίγκερ είναι ο κομμουνιστής δικηγόρος Μαξ και ο τοπικός κομμουνιστής ηγέτης Γιαν, επιλογή που φανερώνει τη μεγάλη σημασία που έδινε ο Ράιτ στην οργανωμένη ταξική πάλη και στα συνδικαλιστικά κινήματα.

Η ψυχολογική διάσταση του Μπίγκερ ξεπροβάλλει με αρκετά πειστικό τρόπο και αναδεικνύονται πειστικά τα κίνητρα των πράξεών του και τους βαθύτερους λόγους που τον οδηγούν σε ακραία επιθετική συμπεριφορά. Από την αρχή είναι φανερό ότι αφετηρία του είναι η αδυναμία και όχι η δύναμη, η ανάγκη και όχι η απληστία, η άγνοια και όχι ο υπολογισμός.

Σε όλο το βιβλίο είναι εμφανής η παράδοση του ρεαλισμού του Θίοντορ Ντραίζερ (Theodore Dreiser). Ο σχεδιασμός των σκηνών οδηγεί σε συνεχείς κορυφώσεις, η αφήγηση κυλάει σε χρόνο ενεστώτα, με εσωτερικούς μονολόγους, περιγραφή ονείρων, φωνή εξωτερικού αφηγητή, και άλλες τεχνικές. Συνήθως υιοθετείται η κλειστοφοβική ματιά του πρωταγωνιστή και αυτό που τελικά δένει αποτελεσματικά όλη την ιστορία είναι η αίσθηση της ενοχής που διακατέχει κάθε βλέμμα, σκέψη, αντίδραση, προσδοκία και πράξη του κύριου χαρακτήρα του έργου. Ο Μπίγκερ δεν αισθάνεται άνετα από την πρώτη στιγμή που πατάει το πόδι του στην πολυτελή έπαυλη των πλούσιων Ντάλτονς. Νιώθει κάτι να σαλεύει μέσα του όλη την ώρα, κάτι να τον τρώει, αισθάνεται μια συνολική απέχθεια κι ένα παμπάλαιο ασυνείδητο μίσος.

Για  τον Μπίγκερ και τους δικούς του, οι λευκοί δεν ήταν στην πραγματικότητα άνθρωποι. Ήταν ένα είδος κατακλυσμιαίας φυσικής δύναμης, σαν τον ανταριασμένο ουρανό που σε πλάκωνε ή σαν ένα βαθύ ορμητικό ποτάμι που σου ’κλεινε ξαφνικά το δρόμο μες στο σκοτάδι.

Ο φόνος μπορεί να είναι «τυχαίος» και χωρίς κάποιο κίνητρο, ο Μπίγκερ όμως τον δέχεται σαν κάτι που ήταν φυσικό να συμβεί και τον υπερασπίζεται σαν να ήταν προμελετημένος. Διαπράττοντας αυτό το έγκλημα ύψιστης παραβατικότητας, αποκτάει την αίσθηση ότι κρατάει για πρώτη φορά τη μοίρα στα χέρια του, ανακαλύπτει ότι έχει τη δύναμη να σκοτώνει, νιώθει για πρώτη φορά ότι απέκτησε έναν προορισμό στη ζωή του.

Είχε επίγνωση αυτού του ήσυχου, ζεστού, καθαρού, πλουσιόσπιτου, αυτού του δωματίου με τούτο το τόσο μαλακό κρεβάτι, τους πλούσιους λευκούς τριγύρω του που ζούσαν μες στην πολυτέλεια, στην ασφάλεια, σε μια σιγουριά που ο ίδιος δεν είχε γνωρίσει. Η γνώση του ότι είχε σκοτώσει μια λευκή κοπέλα που εκείνοι την αγαπούσαν και την θεωρούσαν δικό τους σύμβολο ομορφιάς, τον έκανε να αισθάνεται ισότιμός τους, σαν κάποιος που είχε ξεγελαστεί αλλά τώρα τους το’ χε ανταποδώσει.

Επιπρόσθετα, είναι αποφασισμένος να ξεφύγει από την καταπίεση των γκέτο προσπερνώντας οποιοδήποτε εμπόδιο ξεπροβάλλει στον δρόμο του.

Ο Ράιτ με την επιδραστικότητα της γραφής του αλλά κυρίως με την εμπορική επιτυχία των βιβλίων του άνοιξε δρόμους για τους επόμενους μαύρους συγγραφείς, όπως οι Ραλφ Έλλισον (Ralph Ellison), Τσέστερ Χάιμς (Chester Himes), Γκέντολιν Μπρουκς (Gwendolyn Brooks), Λορέν Χάνσμπερι (Lorraine Hansberry), Τζον Γουίλιαμς (John Williams) και κυρίως ο Τζέιμς Μπάλντγουιν (James Baldwin). Ακόμα και σήμερα το βιβλίο του «Γέννημα θρέμμα» παραμένει αμφιλεγόμενο ως προς την λογοτεχνική του αξία και την αξία της κοινωνικής του στάσης χωρίς όμως να μειώνεται η σημαντικότητα του και να αμφισβητείται η θέση του στην αμερικάνικη λογοτεχνία του εικοστού αιώνα. Δείχνει, στην πιο ωμή του πραγματικότητα τι σημαίνει να είσαι μαύρος και να ζεις στην Αμερική της Ύφεσης, την περίοδο της δεκαετίας του σαράντα, λίγο πριν ξεκινήσουν τα μεγάλα κινήματα για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μαύρων και οι μαζικές αντιδράσεις από μεγάλο μέρος της αμερικάνικης κοινωνίας ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις.

Επιμέλεια κειμένου: Αντώνης Γαζάκης & Στέλιος Χρονόπουλος

 

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [4]