- Marginalia - https://marginalia.gr -

Ο τόμος «Το φύλο στην Ιστορία», πριν και μετά

Έχουν ήδη περάσει τέσσερα χρόνια από την έκδοση του τόμου Το φύλο στην Ιστορία: Αποτιμήσεις και παραδείγματα [1] (εκδόσεις Ασίνη, 2015), ενώ ακόμη περισσότερος χρόνος έχει μεσολαβήσει από την προετοιμασία του. Έτσι, όταν σήμερα, ως υπεύθυνες για την επιστημονική επιμέλεια του τόμου, καλούμαστε να γράψουμε γι’ αυτόν, οι σκέψεις μας λαμβάνουν χαρακτήρα ιστορικής αναδρομής και προσπάθειας εκτίμησης της συμβολής του στην εγχώρια έρευνα της ιστορίας των γυναικών και του φύλου. Καταθέτουμε εδώ κάποιες πρώτες διαπιστώσεις, τις οποίες ευελπιστούμε ότι θα είμαστε σε θέση να επεξεργαστούμε περισσότερο και να εμπλουτίσουμε στο μέλλον.

Γιατί ένα εκδοτικό εγχείρημα για το φύλο στην ιστορία;

Αφετηρία για τη δημιουργία του εν λόγω συλλογικού τόμου στάθηκε η ομώνυμη ημερίδα «Το φύλο στην Ιστορία: Αποτιμήσεις και Παραδείγματα», που οργανώθηκε το 2011 από την ομάδα των Ιστορικών για την Έρευνα στην Ιστορία των Γυναικών και του Φύλου· μέλη της ομάδας είναι άλλωστε στο σύνολό τους και οι συγγραφείς του τόμου.

Η ομάδα των Ιστορικών για την Έρευνα στην Ιστορία των Γυναικών και του Φύλου συγκροτήθηκε το 2007 ως ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Ομοσπονδίας για την Έρευνα στην Ιστορία των Γυναικών (International Federation for Research in Women’s History). Αποτελεί ένα ζωντανό χώρο συνεργασίας και επιστημονικής ανταλλαγής μεταξύ των ερευνητριών/ τών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και ασχολούνται με ζητήματα της ιστορίας των γυναικών και του φύλου. Η ομάδα πραγματοποιεί τακτές συναντήσεις στην Αθήνα, έχει οργανώσει τρία συνέδρια και σειρά σεμιναρίων και είναι υπεύθυνη για τη σύνταξη και επικαιροποίηση της Ελληνικής Βιβλιογραφίας της Ιστοριογραφίας των Γυναικών και του Φύλου που είναι αναρτημένη στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Νεοελληνικών Σπουδών Ανέμη του Πανεπιστημίου της Κρήτης (στην ηλεκτρονική διεύθυνση https://anemi.lib.uoc.gr [2]).

Η ημερίδα του 2011 ήρθε να καλύψει ένα κενό στο εγχώριο ιστοριογραφικό πεδίο, καθώς μεταξύ των ευρύτερων δημόσιων επιστημονικών συναντήσεων για το φύλο που ως τότε είχαν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα ήταν η πρώτη με αμιγώς ιστορικό περιεχόμενο. Επικεντρώθηκε, δηλαδή, στην ιστορία και όχι ευρύτερα στις ανθρωπιστικές ή κοινωνικές επιστήμες. Τα περισσότερα άρθρα του τόμου παρουσιάστηκαν εκεί σε μια πρώτη μορφή, θέτοντας μεθοδολογικά ερωτήματα και συνάμα παρέχοντας παραδείγματα μελέτης που αξιοποιούσαν την οπτική του φύλου σε ποικίλες θεματικές. Στόχος μας ήταν να αναδείξουμε νέα ερευνητικά ζητήματα και ερωτήματα ή/και να προσεγγίσουμε κριτικά υπάρχοντα ή εδραιωμένα ερευνητικά πεδία.

Στις απαρχές αυτού του εκδοτικού εγχειρήματος, λοιπόν, υπήρξε μια πολύ ορατή και πιεστική ανάγκη να αρχίσει να συζητείται συλλογικά και δημόσια ως ιστοριογραφικό ζήτημα η επί μακρόν συσσωρευμένη γνώση για τις γυναίκες και το φύλο στην ελληνική ιστορία, καθώς και η θέση που κατέχει η ιστοριογραφία του φύλου μέσα στην ευρύτερη ιστοριογραφική έρευνα και παραγωγή στη χώρα μας· οι τυχόν επιδράσεις που έχει ασκήσει ή οι αντιστάσεις απέναντί της, στους κόλπους της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας. Εξάλλου, παρόλο που, ιδιαίτερα από τις αρχές του 2000 και εξής, είχαν αυξηθεί οι μελέτες για τις γυναίκες και το φύλο, πύκνωση η οποία κυρίως αποτυπωνόταν σε λιγότερο ή περισσότερο εξειδικευμένες μονογραφίες, απουσίαζε από το εγχώριο εκδοτικό τοπίο ένα βιβλίο με συνθετικές ιστοριογραφικές αποτιμήσεις,Σιωπηρές ιστορίες: Γυναίκες και φύλο στην ιστορική αφήγηση [3](Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1997), περιλαμβάνοντας μεταφράσεις σημαντικών διεθνώς κειμένων ιστορικού προβληματισμού με θέμα τις γυναίκες και το φύλο, είχε συμβάλει καθοριστικά στην εξοικείωση της ελληνικής ακαδημαϊκής κοινότητας με τo φύλο ως κατηγορία ιστορικής ανάλυσης κατά τα προηγούμενα χρόνια. Ορατή ήταν, όμως, η έλλειψη ενός επικαιροποιημένου έργου το οποίο να επικεντρώνεται στις πιο πρόσφατες εξελίξεις στην ιστορική έρευνα για τις γυναίκες και το φύλο και, κυρίως, να δίνει το στίγμα της ελληνικής ιστοριογραφίας σε σχέση και με την αντίστοιχη διεθνή. Αυτό ακριβώς το βιβλιογραφικό κενό ήρθε να καλύψει ο συλλογικός τόμος Το φύλο στην ιστορία: αποτιμήσεις και παραδείγματα. Με άλλα λόγια, είχε έρθει η ώρα να αποτιμήσουμε την έως τώρα πορεία μας και να διερωτηθούμε ξανά για τα επιστημολογικά χαρακτηριστικά αυτής της παραγωγής, για τις συμβολές της στον τρόπο που προσεγγίζουμε και κατανοούμε το εκάστοτε ιστορικό παρελθόν, αλλά και στον τρόπο που το αφηγούμαστε· κατά πόσο συνέβαλε στο «να γράψουμε την ιστορία αλλιώς».

Ταυτοχρόνως, στόχος μας υπήρξε το συλλογικό αυτό έργο να απευθύνεται τόσο στο ακαδημαϊκό όσο και σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό, εξοικειωμένο ή μη με την οπτική του φύλου. Δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην κατάλληλη επεξεργασία από τους συγγραφείς των αρχικών ανακοινώσεών τους, ώστε οι τελευταίες να εμπλουτιστούν με νέα θέματα, με σύντομες ιστοριογραφικές επισκοπήσεις, όταν επρόκειτο για παραδείγματα μελέτης, με επεξηγήσεις εννοιολογικές, πραγματολογικές, θεωρητικές ή μεθοδολογικές και πλούσιες βιβλιογραφικές παραπομπές. Με την ίδια λογική συντάχθηκε άλλωστε και η εισαγωγή του τόμου, που γράψαμε από κοινού οι τρεις επιμελήτριες και που αποτέλεσε βασικό εργαλείο στην προσπάθειά μας να απευθυνθούμε σε ποικίλες κατηγορίες κοινού. Προς διευκόλυνση του αναγνωστικού κοινού τα άρθρα παρουσιάστηκαν στην εισαγωγή με άξονα τον θεματικό προσανατολισμό τους, ώστε να αναδειχθούν οι μεταξύ τους συνάφειες και οι σχέσεις τους με την συνολικότερη ιστοριογραφική παραγωγή.

Τα περιεχόμενα του τόμου

Μια σειρά ερωτημάτων που αξίζει να θέσουμε αφορούν την εστίαση του βιβλίου. Με ποιες ιστορικές περιόδους και θεματικές καταπιάνεται, σε ποια ιστοριογραφικά πεδία και επιμέρους γνωστικά αντικείμενα της ελληνικής ιστοριογραφικής παραγωγής αναφέρεται; Καταρχάς, θα πρέπει εδώ να διευκρινίσουμε ότι με τον όρο «ελληνική ιστοριογραφία» εννοούμε ό,τι για κάθε ιστορική περίοδο μπορεί να θεωρηθεί, αν και με διαφορετικό τρόπο, πως είναι η «ελληνική» ιστορία, αλλά επίσης και την ερευνητική παραγωγή ιστορικών που δραστηριοποιούνται στην χώρα μας έχοντας ως αντικείμενο μελέτης ζητήματα τα οποία δεν άπτονται της ελληνικής ιστορίας: δυο συμβολές του τόμου δεν αφορούν καθόλου την ιστορία του ελλαδικού χώρου, ενώ μια έχει δι-εθνικό βαλκανικό θέμα.

Σε ποιες ιστορικές περιόδους και θεματικές επικεντρώνεται, λοιπόν, ο τόμος, και κυρίως γιατί και πώς προέκυψαν οι επιλογές αυτές; Όπως σε κάθε συλλογικό έργο, έτσι κι εδώ το περιεχόμενο καθορίστηκε εν πολλοίς από έναν συνδυασμό αφενός διαθεσιμοτήτων στη συγκυρία ετοιμασίας του τόμου και αφετέρου «πυκνώσεων» του ερευνητικού ενδιαφέροντος ως προς επιμέρους περιόδους και θεματικές. Έτσι, βάσει χαρακτηριστικών «πυκνώσεων» της ιστοριογραφικής παραγωγής για τις γυναίκες και το φύλο στην Ελλάδα, στον τόμο κυριαρχούν οι ιστορικές περίοδοι από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και εξής, κυρίως ο 19ος αλλά και ο 20ός αιώνας μέχρι και την άμεση μεταπολεμική περίοδο (μία ερευνητική συμβολή στον τόμο), ενώ μια ακόμα μελέτη (ιστοριογραφική αποτίμηση) που δεν αφορά στην Ελλάδα φτάνει μέχρι τη σύγχρονη εποχή· μία ερευνητική συμβολή επίσης καταπιάνεται με την πρώιμη νεωτερικότητα στον ευρωπαϊκό χώρο.

Στον τόμο δεν αντιπροσωπεύονται όλες οι ιστορικές περίοδοι. Απουσιάζουν η αρχαιότητα και το Βυζάντιο, για τις οποίες βέβαια οι μελέτες από τη σκοπιά των γυναικών και του φύλου σπανίζουν στην ελληνική ιστοριογραφία. Παράλληλα, όμως, στον τόμο υπο-εκπροσωπείται ο Μεσοπόλεμος και δεν περιλαμβάνεται κανένα άρθρο για τη δεκαετία 1940-1950, περίοδοι για τις οποίες διαθέτουμε αρκετές σημαντικές μελέτες: εδώ καθοριστικό ήταν το πρόβλημα των διαθεσιμοτήτων. Τα τελευταία χρόνια εξάλλου, η οπτική του φύλου έχει αρχίσει να πυκνώνει και στη μεταπολεμική ελληνική ιστορία, κυρίως στις μελέτες νεότερων γενιών ερευνητριών και ερευνητών.

Όσον αφορά τις θεματικές περιοχές ή τα πιο εξειδικευμένα ερευνητικά αντικείμενα, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους αυτά προσεγγίζονται, ο τόμος μάλλον αντιπροσωπεύει πιστότερα τα δεδομένα της ελληνικής ιστοριογραφίας για τις γυναίκες και το φύλο. Αφενός αποτυπώνει πιο «κλασικά» ζητήματα και αντικείμενα που έχουν απασχολήσει αυτή την ιστοριογραφία, ιδιαίτερα όσον αφορά τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Αυτά προσεγγίζονται με κριτική διάθεση και φρέσκια ματιά ή και με νέα ερωτήματα ή πηγές. Ως τέτοια θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν η εκπαίδευση, η εργασία, η ιδιότητα του πολίτη και η εθνική συγκρότηση ή η έμφυλη διάσταση της ταξικής συγκρότησης στην Ελλάδα, ιδίως όσον αφορά τα μεσαία στρώματα και την αστική κουλτούρα, και βέβαια όψεις της δημόσιας παρουσίας, κυρίως της συλλογικής και φεμινιστικής δράσης, των γυναικών των παραπάνω στρωμάτων. Αφετέρου στον τόμο αποτυπώνονται με χαρακτηριστικό τρόπο οι πιο πρόσφατες τάσεις της έρευνας, με συμβολές που επιχειρούν να διερευνήσουν την αναλυτική αξία του φύλου είτε σε καθιερωμένα ιστοριογραφικά πεδία που ελάχιστα είχαν συναντηθεί με αυτή την οπτική, όπως στην ιστορία της οικογένειας ή στην ιστορία της τέχνης, είτε σε καινούρια πεδία ή ιστορικά ζητήματα, όπως η σεξουαλικότητα, οι ανδρισμοί, ο αθλητισμός, το σώμα, η βία ή ο χώρος.

Ιστορία και διεπιστημονικότητα

Με βάση τα παραπάνω εύλογα θα μπορούσε κανείς να διερωτηθεί γιατί αυτή η αποκλειστική εστίαση στη συμβολή του φύλου στην ιστορία και όχι ευρύτερα στις κοινωνικές επιστήμες ή σε κάποιες εξ αυτών μαζί με την ιστορία -δεδομένης μάλιστα της ισχυρής διεθνώς παράδοσης των επονομαζόμενων «σπουδών του φύλου» που ορίζονται ως διεπιστημονικό αντικείμενο. Υποδηλώνουν οι επιλογές που καθόρισαν το σκεπτικό και τα περιεχόμενα του τόμου κάποια τάση «περιχαράκωσης» των εγχώριων ιστορικών του φύλου στα του κλάδου τους, μια διάθεση εσωστρέφειας ή ενδεχομένως τονισμού των διαχωριστικών γραμμών έναντι των άλλων κοινωνικών επιστημών; Ή μήπως μπορεί ο εν λόγω τόμος να είναι χρήσιμος για μη ιστορικούς, και, εάν ναι, με ποιον τρόπο;

Καταρχάς, από μόνη της η έκδοση ενός εξειδικευμένου τόμου που συζητά εν προκειμένω τα ζητήματα του φύλου εντός ενός επιστημονικού κλάδου δεν αντιβαίνει αναγκαστικά στην αρχή της διεπιστημονικότητας. Το κρίσιμο ζήτημα εδώ είναι πώς συγκροτείται αυτή η συζήτηση, κατά πόσο φτιάχνει κανάλια επικοινωνίας με ανάλογες επεξεργασίες άλλων συγγενών κλάδων. Ήταν νομίζουμε απολύτως σαφές, όταν σχεδιάζαμε τον τόμο αυτόν, ότι η διεπιστημονικότητα, που συχνά εμφανίζεται ως πανάκεια στις καθημερινές μας κουβέντες, υπηρετείται πιο ουσιαστικά υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Η κυριότερη ίσως από αυτές είναι η δημιουργία σε κάθε επιστημονική κοινότητα μιας συνθήκης κριτικής και αναστοχασμού γύρω από τις έννοιες και τα αναλυτικά μας εργαλεία, και τον τρόπο που τα χρησιμοποιούμε. Αυτό ισχύει και για την έννοια του φύλου, ίσως μάλιστα ακόμη περισσότερο για αυτήν, στην ιστορία και τις άλλες κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες.

Στην ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα υπήρχε άλλωστε ήδη μια σημαντική -αν και όχι πάντα επιτυχημένη- εμπειρία διεπιστημονικότητας όσον αφορά την προβληματική του φύλου. Θα μπορούσαμε μάλιστα να υποστηρίξουμε ότι η πρώτη διευρυμένη θεσμική επαφή του εγχώριου ακαδημαϊκού χώρου με το φύλο υπήρξε δυνάμει διεπιστημονική. Επρόκειτο για τα χρηματοδοτούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα ΕΠΕΑΕΚ για θέματα φύλου και ισότητας των γυναικών, που αποτέλεσαν μια πρωτόγνωρη όσο και αμφίσημη εμπειρία κατά τη δεκαετία του 2000, όταν για πρώτη φορά προωθήθηκε θεσμικά στα ελληνικά πανεπιστήμια η δημιουργία προπτυχιακών  ή/και μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών φύλου, συνήθως σε διατμηματική / διεπιστημονική βάση. Παρόλο που τα προγράμματα αυτά συνέβαλαν εν γένει στην αναγνώριση της προβληματικής του φύλου ως μιας επιστημονικά «νόμιμης» ερμηνευτικής και μεθοδολογίας, κατέδειξαν ταυτόχρονα τους κινδύνους που ελλοχεύουν σε μια απροβλημάτιστη ενασχόληση με το φύλο: αφενός κατέστη ορατός ο κίνδυνος διάχυσης χρήσεων του φύλου που δυνάμει υπονομεύουν την κριτική και πολιτική αιχμή του ή το καθιστούν επιφανειακά ένα συνώνυμο των γυναικών, αποσυνδέοντάς το από τις ιεραρχικές εννοιολογήσεις και πρακτικές που συγκροτεί ως πεδίο παραγωγής της διαφοράς· αφετέρου υπογραμμίστηκε η συχνή αδυναμία γόνιμης και ουσιαστικής διεπιστημονικής συνεργασίας με άξονα το φύλο, αδυναμία που μεταξύ άλλων οφειλόταν στις ανεπαρκείς ακόμη επεξεργασίες της προβληματικής του σε επιμέρους γνωστικά πεδία.[2]

Θεωρούμε λοιπόν ότι με συγκεκριμένες ιστοριογραφικές αποτιμήσεις και ερευνητικά παραδείγματα ο τόμος επιχείρησε να προσφέρει ταυτόχρονα πλαίσια επικοινωνίας με τις άλλες κοινωνικές επιστήμες. Κυριότερο από αυτά τα πλαίσια επικοινωνίας, είναι, βέβαια, εκείνο της φεμινιστικής θεωρίας και των διάφορων εκδοχών αξιοποίησης του φύλου ως αναλυτικής κατηγορίας, όπως αυτές προέκυψαν από τη συνάντηση της θεωρίας με την ερευνητική πράξη στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Συνάντηση, που ύφανε έναν «καμβά» επιστημολογικών και πολιτικών, θεωρητικών και μεθοδολογικών, ζητημάτων, εν πολλοίς κοινό σε αυτές τις επιστήμες.

Στο μέτρο που ο παρών τόμος αντλεί από αυτόν τον κοινό καμβά, ο προβληματισμός που καταθέτει αποπειράται να συμβάλει ευρύτερα στην οπτική του φύλου στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες. Συγχρόνως, σε πολλές συμβολές του τόμου η διεπιστημονικότητα υπηρετείται πιο άμεσα, με ειδικότερες χρήσεις του φύλου ή και άλλων εννοιών ή αναλυτικών εργαλείων που αντλούνται από άλλους κλάδους, όπως η κοινωνική και συμβολική ανθρωπολογία, η κοινωνιολογία, οι πολιτισμικές σπουδές, η ψυχανάλυση, η ιστορία της τέχνης, οι επιστήμες του χώρου, κ.ά.

Λίγα λόγια για τη συνέχεια

Μετά την ολοκλήρωση και κυκλοφορία του τόμου, η ομάδα των Ιστορικών για την Έρευνα στην Ιστορία των Γυναικών και του Φύλου διοργάνωσε δύο νέα συνέδρια, το πρώτο με τίτλο «Ανδρισμοί και ιστορία: έμφυλες σχέσεις, πρακτικές, εννοιολογήσεις» (10-12 Ιουνίου 2016) και το δεύτερο με τίτλο «Ιστορίες για τη σεξουαλικότητα» (27-28 Σεπτεμβρίου 2018). Τα συνέδρια αυτά -επιλεγμένες εισηγήσεις οι οποίες βρίσκονται υπό έκδοση στη νέα σειρά «Ιστορία του φύλου» των εκδόσεων Gutenberg και με την επιστημονική επιμέλεια μελών της παραπάνω ομάδας- επέτρεψαν την ανάδειξη θεματικών και ερωτημάτων που εξ ορισμού απομακρύνονταν από παλαιότερες μορφές της ιστορίας των γυναικών και εν πολλοίς απουσίαζαν έως πρόσφατα από την ελληνική ιστοριογραφική παραγωγή. Παράλληλα, περιέλαβαν περισσότερες ανακοινώσεις που εξέταζαν θέματα εκτός της ελληνικής ιστορίας, επιτρέποντας ίσως μια πιο συστηματική συγκριτική αποτίμηση της ελληνικής και της διεθνούς ερευνητικής παραγωγής για το φύλο, τους ανδρισμούς και τις σεξουαλικότητες. Μεγαλύτερη υπήρξε άλλωστε η συμμετοχή σε αυτά νεότερων ερευνητριών και ερευνητών και υποψήφιων διδακτόρων. Αξίζει τέλος να σημειωθεί ότι μια από τις βασικές στοχεύσεις μας, η διεπιστημονικότητα, υπηρετήθηκε σε μεγαλύτερο βαθμό στα συνέδρια για τον ανδρισμό και τη σεξουαλικότητα, όπου υπήρξαν συμμετοχές και από τους χώρους της κοινωνικής ανθρωπολογίας, των πολιτισμικών σπουδών, της λογοτεχνικής κριτικής, της ιστορίας της τέχνης και των σπουδών του κινηματογράφου.

Εάν λοιπόν επιχειρούσαμε να αποτιμήσουμε τον αντίκτυπο που είχε το εκδοτικό εγχείρημα του 2015 στην εγχώρια ιστοριογραφία, θα λέγαμε ότι κατόρθωσε να ανανεώσει το ενδιαφέρον για ζητήματα σχετικά με το φύλο, όπως τουλάχιστον δείχνουν οι επόμενες δραστηριότητες των Ιστορικών για την Έρευνα στην Ιστορία των Γυναικών και του Φύλου. Οι δραστηριότητες μάλιστα αυτές αποτυπώνουν μια σημαντική διεύρυνση του αριθμού των ερευνητριών και ερευνητών που ενεπλάκησαν. Συχνά επρόκειτο για συναδέλφους που, ενώ δεν χρησιμοποιούσαν συστηματικά το φύλο στις προηγούμενες δουλειές τους, έδειξαν προθυμία να εμπλακούν και να πειραματιστούν με αυτό. Το αποτέλεσμα ήταν διττό. Αφενός καταδείχθηκε για μια ακόμη φορά ο βαθμός δυσκολίας που ενέχει η μελέτη της ιστορίας μέσα από την οπτική του φύλου, όταν δεν συνοδεύεται από την αντίστοιχη εξοικείωση με τις ιδιαίτερα πλούσιες διεθνείς θεωρητικές και μεθοδολογικές επεξεργασίες που πυροδότησε η φεμινιστική κριτική στις διάφορες φάσεις της. Αφετέρου διαφάνηκε η τάση το φύλο ολοένα και λιγότερο να ταυτίζεται προνομιακά με τις γυναίκες, ενώ και αυτή πλέον η κατηγορία θεωρείται λιγότερο δεδομένη και προβληματοποιείται περισσότερο. Ίσως η τάση αυτή να οφείλεται, μεταξύ άλλων, στην υποχώρηση κλασικών μορφών φεμινισμού και την ανάδυση διαφορετικών κινημάτων, τα οποία σχετίζονται περισσότερο με διεκδικήσεις ως προς τον έμφυλο και σεξουαλικό αυτοπροσδιορισμό, κινήματα τα οποία έχουν οδηγήσει πλέον και στην Ελλάδα σε πιο ρευστές αλλά και πληθυντικές νοηματοδοτήσεις του φύλου.


Το κείμενο επιμελήθηκε η Δήμητρα Αλιφιεράκη.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [4]

Υποσημειώσεις[+]