- Marginalia - https://marginalia.gr -

Περί ανέμων, υδάτων και υδρατμών

The Waters of the World: The Story of the scientists who unravelled the mysteries of our seas, glaciers, and atmosphere — and made the planet whole. [1]
Sarah Dry
Scribe Publications, 2019 | 317 σελίδες

 

Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης καραντίνας λόγω του κορονοϊού, τα διεθνή και εγχώρια ΜΜΕ, ανάμεσα στη συνεχή ροή ανησυχητικών ειδήσεων για την εξέλιξη της πανδημίας,  μετέδωσαν μια σειρά από ειδήσεις που είχαν να κάνουν, για παράδειγμα, με τη μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης πάνω από τα μεγάλα αστικά κέντρα ή με το πώς «καθάρισε» η λιμνοθάλασσα της Βενετίας μετά από πολλά χρόνια. Ειδήσεις που υπογράμμιζαν τον «θετικό» αντίκτυπο που είχε για το περιβάλλον ο εγκλεισμός, αλλά κυρίως μας υπενθύμιζαν πως ο πλανήτης είναι ένα ενιαίο οικοσύστημα επηρεαζόμενο σε σημαντικό βαθμό από την ανθρώπινη δραστηριότητα. 

Το πώς φτάσαμε να θεωρούμε δεδομένες αυτές τις ιδέες μας αφηγείται η Σάρα Ντράι (Sarah Dry), στο βιβλίο της «Τα νερά του κόσμου: Η ιστορία των επιστημόνων που αποκάλυψαν τα μυστήρια των θαλασσών, των παγετώνων, και της ατμόσφαιρας — και ενοποίησαν τον πλανήτη» (ΜτΣ). Ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο που μέσω της παρουσίασης της ζωής και του έργου έξι επιστημόνων προσπαθεί βιογραφήσει την εξέλιξη του επιστημονικού κλάδου που στα τέλη του 19ου αι. ονομαζόταν «κλιματολογία» και στις αρχές του 21ου «κλιματική επιστήμη».

Η Ντράι είναι ξεκάθαρη από την αρχή για τους στόχους του βιβλίου της: θέλει να ιχνηλατήσει τη γένεση, αλλά και την μεθοδολογική και θεσμική μετάλλαξη ενός επιστημονικού πεδίου. Συγκεκριμένα, την πορεία μέσα από την οποία η κλιματολογία, από μια βοηθητική της γεωγραφίας επιστήμη που αντιλαμβανόταν το κλίμα της κάθε περιοχής ως μοναδικό και αμετάβλητο στα τέλη του 19ου αι., έφτασε να γίνει στη δεκαετία του 1980 ένα πολυσυλλεκτικό επιστημονικό πεδίο που συνδυάζει το έργο πλήθους επιστημονικών κλάδων (φυσική, μετεωρολογία, γεωλογία, χημεία, πληροφορική και φυσικά ωκεανογραφία), και δίνει έμφαση πλέον όχι μόνο στη μεταβλητότητα του κλίματος, αλλά και στο πώς ο πλανήτης αποτελεί ένα ενιαίο σύστημα. 

Αν και υποτίθεται ότι το νερό, στις διάφορες μορφές του, συνδέει το έργο όλων αυτών των επιστημόνων, σύντομα γίνεται εμφανές πως ελάχιστα κοινά μπορούμε να βρούμε στο έργο και τις ζωές τους. Η επιλογή των προσώπων μοιάζει να έχει υπαγορευθεί κυρίως από την περίοδο που η Ντράι αποφάσισε να καλύψει στο βιβλίο της (μέσα περίπου του 19ου αι. έως τα τέλη της δεκαετίας του 1980), επιλογή που με την σειρά της υπαγορεύεται από τις ίδιες τις επιστημονικές εξελίξεις στο πεδίο. Ήταν ακριβώς στα μέσα του 19ου αι. όταν ο γεωλόγος και φυσικός επιστήμονας Λούι Άγκασι (Louis Aggasiz) παρουσίασε τη θεωρία πως μια εποχή παγετώνων είχε προηγηθεί στη γεωλογική ζωή του πλανήτη μας, καθιστώντας για πρώτη φορά κοινό κτήμα την ιδέα πως το κλίμα του πλανήτη δεν είναι σταθερό και αμετάβλητο, ενώ στη δεκαετία του 1980 έγινε πια κατανοητό από την ευρύτερη κοινή γνώμη ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα επηρεάζει το κλίμα σε πλανητική κλίμακα.

Εδώ βέβαια έγκειται και ένα από τα πρώτα προβλήματα του βιβλίου: η επιλογή της Ντράι να επικεντρωθεί στο έργο έξι μόνο επιστημόνων για μια περίοδο σχεδόν 150 χρόνων δεν αφήνει μόνο μεγάλα κενά στην περιγραφή της εξέλιξης της μελέτης του γήινου κλίματος, αλλά την οδηγεί και στην επιλογή προσωπικοτήτων που φαντάζουν άνισες μεταξύ τους, κυρίως λόγω της εποχής και των ιδιαιτεροτήτων των επιστημονικών πεδίων στα οποία έδρασαν. Για παράδειγμα, οι τρεις βικτωριανοί επιστήμονες που βιογραφούνται στο βιβλίο, ακροβατούν στο μεταίχμιο μεταξύ της φυσικής φιλοσοφίας και μοντέρνας επιστήμης με αποτέλεσμα να φαντάζουν πολύ πιο σύνθετοι και ενδιαφέροντες. 

Μορφές όπως ο φυσικός Τζόν Τίνταλ (John Tyndal, 1820-1893) ή ο αστρονόμος Τσαρλς Πιάτσι Σμάιθ (Charles Piazzi Smyth, 1819-1900) μπορεί να δικαιολογούν τη θέση τους στο βιβλίο εξαιτίας των μελετών τους πάνω στη κίνηση των παγετώνων ή τη φωτογράφιση νεφών, αλλά κατακτούν το ενδιαφέρον του αναγνώστη με τις ζωές τους. Τα ποιήματα του Τίνταλ που περιγράφουν τους ελβετικούς παγετώνες που επισκεπτόταν για παρατηρήσεις, όπως και οι μελέτες του Σμάιθ πάνω στη πυραμιδολογία και οι προβλέψεις του για τον ερχομό της Δευτέρας Παρουσίας, μοιάζουν δυστυχώς να  επισκιάζουν το επιστημονικό τους έργο. 

Ακόμα και η βιογραφία του Γκίλμπερτ Γουόκερ (Gilbert Walker, 1868-1958), που παίζει τον άχαρο ρόλο της μορφής γέφυρας ανάμεσα στη βικτωριανή επιστήμη και σε αυτή του 20ου αι., φαντάζει πολύ πιο γοητευτική από το καθαυτό επιστημονικό του έργο. Η ιστορία του νεαρού φοιτητή που πρωτεύει στις διαβόητες για τη δυσκολία τους εξετάσεις του μαθηματικού τμήματος του Καίμπριτζ και έπειτα εξαντλημένος από την υπερπροσπάθεια αναγκάζεται να αποσυρθεί για μερικά χρόνια σε ένα ελβετικό σανατόριο έως ότου πάρει την απόφαση να γυρίσει στο πανεπιστήμιο, θυμίζει περισσότερο ρομαντικό μυθιστόρημα παρά τις απαρχές της καριέρας του επιστήμονα που εντόπισε και περιέγραψε το φαινόμενο της νότιας ταλάντωσης της ατμοσφαιρικής πίεσης του Ειρηνικού Ωκεανού. 

Είναι πραγματικά κρίμα που αυτό το βιογραφικό ένστικτο της Ντράι μοιάζει να υποσκελίζει το ιστορικό της αισθητήριο. Η δουλειά του Γουόκερ ως Γενικού Διευθυντή των Μετεωρολογικών Παρατηρητηρίων στην Ινδία προσφέρει μια εξαιρετική ευκαιρία για την ανάλυση τόσο της σημασίας που η συγκεκριμένη υπηρεσία προσέλαβε για την ευμάρεια και διατήρηση της Βρετανικής θέσης στην Ινδία -εξάλλου ο Γουόκερ ανέλαβε τη συγκεκριμένη θέση για να βελτιώσει την ακρίβεια των προβλέψεων της εμφάνισης της εποχής των Μουσώνων- όσο και για να περιγραφεί το πώς η επιστήμη και η πολιτική άρχισαν να διαπλέκονται, με την πρώτη να τίθεται στη διάθεση της δεύτερης. Παρόλα αυτά η περιγραφή των τεράστιων πόρων και των μέσων που η Βρετανική αυτοκρατορία έθεσε στη διάθεση του Γουόκερ, όπως και του μεγέθους της προσπάθειας που κατέβαλε, είναι συναρπαστική και μας δίνει μια εξαιρετική παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο η προμηθεϊκή μορφή του μοναχικού επιστήμονα άρχισε να εκλείπει. 

Αντίθετα, όταν μπαίνει στον 20ό αιώνα, η Ντράι καταφέρνει να δώσει περισσότερη έμφαση στο επιστημονικό έργο των βιογραφουμένων. Για παράδειγμα, στο κεφάλαιο που αναφέρεται στη Τζοάν Σίμπσον (Joanne Simpson, 1923-2010 ) η Ντράι, αν και αναφέρεται συνοπτικά στη ταραχώδη και δυναμική ζωή της πρώτης γυναίκας που έλαβε διδακτορικό στη μετεωρολογία στις ΗΠΑ, δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην έρευνα της πάνω στον σχηματισμό των τροπικών νεφών. Έρευνα που οδήγησε τη Σίμπσον να διατυπώσει, μαζί με τον Χέρμπερτ Ρίελ (Herbert Riehl), την υπόθεση του «καυτού πύργου», αποδεικνύοντας πως η ατμοσφαιρική κυκλοφορία του πλανήτη συνδέεται με αυτή των ωκεανών μέσω της δημιουργίας ιδιαίτερα υψηλών νεφών που μεταφέρουν θερμότητα από την επιφάνεια των τροπικών ωκεανών στα ανώτερα τμήματα της ατμόσφαιρας. 

Παρόμοια τακτική ακολουθεί και στην παρουσίαση του επόμενου επιστήμονα, του μαθηματικού Χένρι Στόμελ (Henry Stommel, 1920-1992) που εργαζόταν στο Ωκεανογραφικό Ινστιτούτο Woods Hole (ΗΠΑ). Ο Στόμελ με τις μελέτες του πάνω στην ωκεάνια κυκλοφορία προσπάθησε να εντοπίσει τι προκαλεί την ενίσχυση των ρευμάτων στις δυτικές πλευρές των ωκεάνιων λεκανών δημιουργώντας μια σειρά από ισχυρά ρεύματα (Ρεύμα του Κόλπου στον Ατλαντικό, Κουροσίβο στον Ειρηνικό, Αγκούχας στον Ινδικό). Με ένα άρθρο του το 1948 κατάφερε να εξηγήσει τις αιτίες πίσω από το συγκεκριμένο φαινόμενο, αποδεικνύοντας πως οφειλόταν στην κίνηση της Γης και συγκεκριμένα στη δύναμη κοριόλις, ανοίγοντας παράλληλα ένα καινούργιο κεφάλαιο στην μελέτη των ωκεανών· η επαλήθευση της θεωρίας του μέσω πειραμάτων μετέτρεψε την ωκεανογραφία από επιστήμη παρατήρησης σε πειραματική επιστήμη.

Ακόμα πιο λιτή είναι η Ντράι όταν περιγράφει τη ζωή του πρωτοπόρου παλαιοκλιματολόγου Βίλι Ντάνσγκααρντ (Willi Dansgaard, 1922-2011). Επικεντρώνοντας στο έργο του μας περιγράφει την αρχική του ιδέα να μετρήσει τις αναλογίες των ισοτόπων 16 και 18 του οξυγόνου σε πυρήνες (καρότα) πάγου, και πώς, επιστρατεύοντας ένα σπεκτρόμετρο μάζας (mass spectrometron) που ο Αμερικανικός Στρατός έθεσε στη διάθεση του, ανακάλυψε μέσω των μετρήσεών του ένα «αρχείο» της θερμοκρασίας του πλανήτη που έφτανε εκατοντάδες ακόμα και εκατομμύρια χρόνια πίσω. Εύρημα που με τη σειρά του τον οδήγησε στην ανακάλυψη ότι το κλίμα της Γης, ακολουθώντας ένα κυκλικό μοτίβο, είχε αλλάξει πολλές φορές μέσα σε μια περίοδο εκατοντάδων χιλιάδων χρόνων. 

Η επιλογή να συμπεριλάβει τον Ντάνσγκααρντ στους βιογραφούμενους, προσφέρει μια ευκαιρία στην Ντράι να κλείσει τη βιογραφία της κλιματικής επιστήμης στο σημείο που η άνοδος των επιπέδων του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα οδηγούσε του επιστήμονες να στρέψουν τη προσοχή τους στις συνέπειες θα είχε αυτό για το κλίμα του πλανήτη. Μάλιστα κάνει ειδική μνεία στο γεωχημικό Γουάλας Σμιθ Μπρόκερ και στο άρθρο του “Are We on the brink of a pronounced global warming?” που δημοσιεύθηκε το 1975.[1] Ένα άρθρο στο οποίο όχι μόνο συναντάμε μια από τις πρώτες χρήσεις του όρου “global warming” για την περιγραφή του φαινομένου της υπερθέρμανσης του πλανήτη, αλλά και το οποίο, αξιοποιώντας τα ευρήματα του Ντάνσγκααρντ, έθεσε τον προβληματισμό για το ποιοι μηχανισμοί θα μπορούσαν να ευθύνονται για αυτό το φαινόμενο ταχείας κλιματικής αλλαγής, στρέφοντας την προσοχή της επιστημονικής κοινότητας στην επιδραση της ανθρωπογενούς ρύπανσης στο κλίμα του πλανήτη, και οδηγώντας στην ανάπτυξη μοντέλων και εξειδικευμένων κλάδων που κατανοούν το πλανήτη ως ένα ενιαίο σύστημα (earth system science).

Αν και το νερό δεν καταφέρνει τελικά να λειτουργήσει ως το ενωτικό στοιχείο της ιστορίας που η Ντράι θέλει να αφηγηθεί, η αποτυχία αυτή κάνει το βιβλίο τόσο ενδιαφέρον. Η προσπάθεια της να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στις βιογραφούμενες προσωπικότητες με πληροφορίες για το πώς διάφορες θεσμικές, αλλά και μεθοδολογικές αλλαγές επηρέασαν τη γένεση και την εξέλιξη του συγκεκριμένου επιστημονικού πεδίου, μετατρέπει σε μια μοναδικής ζωντάνιας μικροϊστορία ενός ολόκληρου επιστημονικού κλάδου ένα βιβλίο που από τη σύλληψη του ακροβατούσε επικινδυνα προς την κατεύθυνση μιας συρραφής βιογραφιών. Έτσι, η Ντράι καταφέρνει να καταδείξει πώς η στατική και θεωρητική κλιματολογία μετεξελίχθηκε σε ένα ισότιμο μέλος της οικογένειας των θετικών επιστημών. Εξίσου επιτυχημένα εξιστορεί τη διαδικασία μέσα από την οποία η κλιματική επιστήμη σταδιακά συμπλήρωσε την εικόνα που είχαμε το πλανήτη και την λειτουργία του, περιγράφοντάς τον ως ένα ενιαίο σύστημα στο οποίο ο ανθρωπογενής παράγοντας διαδραματίζει πλέον κομβικό ρόλο, εισάγοντας μας στην εποχή του ανθρωπόκαινου. 

Το να «βιογραφήσεις» ένα επιστημονικό πεδίο είναι ιδιαίτερα επικίνδυνο· εξάλλου, η ιστορία της επιστήμης είναι γεμάτη βιογραφίες επιστημόνων που εμφανίζονται να άλλαξαν την επιστήμη ή τον κόσμο. Η ίδια η Ντράι δεν είναι ξένη σε αυτή τη τάση, έχοντας ήδη εκδώσει μια βιογραφία της Μαρί Κιουρί (2003), αλλά και ένα βιβλίο για τον Νεύτωνα (2014).  Όπως πολλοί βιογράφοι, έτσι και η Ντράι μοιάζει να βλέπει με συμπάθεια αυτούς που βιογραφεί, αποφεύγει ωστόσο τον κίνδυνο να αγιογραφήσει μορφές που εκτιμά, προτιμώντας αντίθετα να εμπνευστεί δημιουργικά από αυτές. Για παράδειγμα, η συμπάθεια της προς τον Τίνταλ, κυρίως για το έργο του ως εκλαϊκευτή της επιστημονικής γνώσης του καιρού του, είναι παραπάνω από εμφανής, με την ίδια όμως να βλέπει τον εαυτό της σε ένα παρόμοιο ρόλο σε όλη την έκταση του έργου. 

Σε αυτό ακριβώς έγκειται και η αξία του βιβλίου, στην προσπάθειά της δηλαδή να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κοινό, παρουσιάζοντας μια ενδιαφέρουσα ιστορία της κλιματικής επιστήμης με ύφος σύγχρονο, χωρίς ξύλινη ακαδημαϊκή γλώσσα, χωρίς αυτός να γίνεται σε βάρος της συνοχής ή του βάθους της ανάλυσής της. Αξιοποιώντας την πλέον σύγχρονη βιβλιογραφία και μακριά από απλουστευτικά σχήματα, η Ντράι κατορθώνει να μυήσει τον αναγνώστη όχι απλά στην ιστορία της κλιματικής επιστήμης, αλλά και σε σύγχρονους προβληματισμούς πάνω σε αυτή, όπως το γεγονός ότι τις δύο τελευταίες δεκαετίες η κλιματική επιστήμη μοιάζει να ομογενοποιείται, αποκτώντας στεγανά, με κίνδυνο να στερηθεί τον τόσο απαραίτητο σήμερα διεπιστημονικό χαρακτήρα της.


Το κείμενο επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [2]

Υποσημειώσεις[+]