Από τη βιομετρία και τη στατιστική έως τη δημογραφία και τα προγράμματα ελέγχου γεννήσεων, οι δυτικές φιλελεύθερες κοινωνίες δεν στόχευσαν μόνο στην εξόντωση όσων «ανεπιθύμητων» είχαν ήδη γεννηθεί, αλλά και στην αποτροπή της ίδιας της γέννησής τους. Μέσα από μια ενιαία επιστημονική και μισαναπηρική γλώσσα που παρουσιάζεται ως φροντίδα και προστασία, συγκροτήθηκε ένα καθεστώς λευκής κανονικότητας, όπου η «πρόληψη ζωής» –και όχι απλώς ο θάνατος– λειτουργεί ως εργαλείο ελέγχου και καθαρότητας. Από την αποικιοκρατία έως τα στρατόπεδα του Άουσβιτς, η εξόντωση των φυλετικά, ταξικά, έμφυλα, σωματικά και ηθικά «ανεπιθύμητων»– μέσω μιας διεθνούς λευκής επιστήμης, αναδεικνύεται ως θεμέλιο της κανονιστικής τάξης του δυτικού δημογραφικού προβλήματος.
Ανάμεσα στις σφαγές του κατακτητικού ιμπεριαλισμού και την «Τελική Λύση» δεν υπάρχουν απλώς «φαινομενολογικές ομοιότητες» ή μακρινές αναλογίες· υπάρχει μια ιστορική συνέχεια, όπως επισημαίνει ο Έντσο Τραβέρσο, που καθιστά τη φιλελεύθερη Ευρώπη «εργαστήρι των βιαιοτήτων του 21ου αιώνα» και το Άουσβιτς «αυθεντικό προϊόν του δυτικού πολιτισμού» (σ. 196 [1]). Αυτή η συνέχεια δεν εξαντλείται στην πολιτική βούληση για εξόντωση, αλλά εδράζεται σε βαθιές, τεχνολογικά και διοικητικά θεμελιωμένες δομές: στη στατιστική, στη δημογραφία, στη βιομετρία, στη διαχείριση του πληθυσμού ως αντικείμενο ελέγχου και κανονιστικοποίησης.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, η Ευρώπη ήταν μάρτυρας του πρώτου κύματος της εμφάνισης των «μεγάλων δεδομένων» στην ιστορία. Κατά τη διάρκεια αυτής της μετασχηματιστικής περιόδου, οι γραφειοκρατίες, τα νεκροταφεία, τα νοσοκομεία, τα σχολεία και οι στρατοί άρχισαν να καταγράφουν και να δημοσιεύουν συστηματικά τεράστιες ποσότητες δεδομένων. Αυτές οι καταγραφές περιλάμβαναν στατιστικά στοιχεία ζωτικής σημασίας, όπως τον μηνιαίο αριθμό γεννήσεων και θανάτων, τον ετήσιο αριθμό εγκληματιών που φυλακίστηκαν, περιπτώσεις ασθενειών, αυτοκτονιών και άλλες σχετικές μετρήσεις σε μια πόλη. Αυτή η καθοριστική εξέλιξη άνοιξε τον δρόμο για πρωτοποριακές ακαδημαϊκές εργασίες, ιδιαίτερα από τον Βέλγο στατιστικολόγο και αστρονόμο Άντολφ Κουετελέτ (Adolphe Quetelet [2]).
Ο Κουετελέτ εφάρμοσε με ευρηματικότητα τις περίπλοκες μαθηματικές μεθόδους της αστρονομίας σε μια τεράστια συλλογή δεδομένων, αναπτύσσοντας την έννοια του «μέσου ανθρώπου», η οποία αποτελεί μια στατιστική αναπαράσταση του κανόνα ή των τυπικών χαρακτηριστικών του ευρύτερου πληθυσμού [2] (Grue & Heiberg, 2006). Ο Κουετελέτ υποστήριξε ότι οτιδήποτε αποκλίνει από τις αναλογίες και τις συνθήκες του «μέσου ανθρώπου» θα θεωρούνταν δυσμορφία ή ασθένεια. Παράλληλα, επιστήμονες όπως ο Γερμανός βιολόγος Ερνστ Χέκελ (Ernst Haeckel) και οι ανθρωπολόγοι της εποχής χρησιμοποίησαν τη θεωρία της εξέλιξης για να ταξινομήσουν τις ανθρώπινες «φυλές», συχνά συσχετίζοντας τις λεγόμενες «κατώτερες» με εκφυλιστικές ιδιότητες, τον ανδρογυνισμό και την «αντιστροφή» των έμφυλων και φυλετικών χαρακτηριστικών.
Ειδικότερα, ο Χέκελ, ένθερμος υποστηρικτής του Δαρβινισμού, πρότεινε μια τριαδική ταξινόμηση [3] (σ. 19) των έμβιων οργανισμών, προσθέτοντας στις υπάρχουσες δύο ζώα και φυτά το βασίλειο των Πρωτίστων (Protista) [3] (σ. 47). Επιπλέον, και σε αντίθεση με τον Κάρολο Λινναίο (Carl Linnaeus), ο οποίος ήδη από τον 18ο αιώνα ταξινόμησε τα έμβια όντα βάσει μορφολογικών χαρακτηριστικών εντός ενός στατικού, θεοκεντρικού συστήματος, ο Χέκελ υιοθέτησε μια εξελικτική και ιεραρχική αντίληψη της φύσης, [4] επηρεασμένος από τη θεωρία της κοινής καταγωγής του Κάρολου Δαρβίνου (Charles Darwin). Η ιδέα ότι όλα τα έμβια όντα, συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου, προέρχονται από έναν κοινό εξελικτικό πρόγονο [5], οδήγησε τον Χέκελ σε ταξινομήσεις που επεκτάθηκαν και στους ανθρώπινους πληθυσμούς, αναπαράγοντας βιολογικές ιεραρχίες με βάση φυλετικά και έμφυλα κριτήρια· παρότι η τριαδική ταξινόμηση του Χέκελ δεν αφορά άμεσα το γένος με την έννοια του «ανδρικού-γυναικείου-τρίτου», αποτελεί ένα επιστημολογικό προηγούμενο: εισάγει μια «ενδιάμεση» κατηγορία που σπάει τη δυαδικότητα (φυτά/ζώα) και δημιουργεί χώρο για υβριδικές, μεταβατικές ή «μη κανονικές» μορφές ζωής.
Στο πλαίσιο αυτό, η ανθρώπινη ποικιλομορφία εντάχθηκε σε μια βιολογικά θεμελιωμένη κλίμακα «προόδου», στην οποία ο λευκός καυκάσιος (=Ευρωπαίος) άντρας (kaukasische Menschenart [6]) (σ. 519-520) [6] τοποθετήθηκε στην κορυφή, ενώ οι άλλες φυλές, οι γυναίκες και τα μη δυαδικά υποκείμενα θεωρήθηκαν «πρωτόγονα» ή λιγότερο εξελιγμένα. Η ιεραρχία αυτή παρουσιάστηκε ως φυσική και επιστημονικά τεκμηριωμένη, συμβάλλοντας στην κανονικοποίηση ρατσιστικών και έμφυλων ιδεολογιών. Ο Χέκελ, ταξινομώντας τα ανθρώπινα όντα σε τρεις ιεραρχικές βαθμίδες εξέλιξης —ή «γένη»— θεμελίωσε μια φυλετική και έμφυλη αντίληψη των σωμάτων, βασισμένη στην «απόστασή» τους από τον λευκό, αρσενικό Ευρωπαίο.
Επιπλέον, στο Generelle Morphologie der Organismen [7] (1866), αλλά και στο The Evolution of Man (1874) [5], εξηγεί ότι η εξέλιξη ξεκινά από ερμαφρόδιτους οργανισμούς, και μόνο στις «ανώτερες μορφές» ζωής παρατηρείται διμορφισμός φύλου. Συνεπώς, όταν εντοπίζει σε «κατώτερες» φυλές μορφές ζωής ή πολιτισμού που παρεκκλίνουν από τη δυαδικότητα αρσενικού/θηλυκού, αυτές αποδίδονται σε ένα πρώιμο εξελικτικό στάδιο. Έτσι, οι γυναίκες, οι μαύροι και οι «ανδρόγυνες» φυλές (όπως οι Παπούα ή οι Πολυνήσιοι) τοποθετούνται χαμηλότερα στην εξελικτική κλίμακα. Αυτή η ταξινομητική σκέψη προσφέρει το πλαίσιο στον ψυχίατρο Καρλ Βεστφάλ (Carl Westphal), ο οποίος το 1864 εισάγει τον όρο «τρίτο φύλο» [8] και το 1869 την έννοια των «αντίθετων σεξουαλικών αισθημάτων» (conträre Sexualempfindung) ως παθολογική παρέκκλιση. Παράλληλα, ο Χέκελ περιγράφει σε φυλετικές κατηγοριοποιήσεις ενδυματολογικές ή κοινωνικές πρακτικές ως «ανδρόγυνες» ή «θηλυκοποιημένες», στοιχειοθετώντας έτσι μια αντίληψη ηθικής και πολιτισμικής κατωτερότητας, μια ενδιάμεση κατηγορία ανάμεσα στα ζώα και στα φυτά.[1]
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τη δεκαετία του 1870, εισάγεται ο όρος υπερπληθυσμός [9] (σ. 61) και μαζί του και η ιδέα ότι οι πληθυσμοί που αποκλίνουν από τη λευκή, «φυσική» και ετεροκανονική τάξη πραγμάτων αυξάνονται ταχύτερα από τους διαθέσιμους πόρους. Η ύπαρξη του «τρίτου» μετατρέπεται σε δημογραφική απειλή και βιοπολιτικό πρόβλημα. Σε αυτό το επιστημονικοπολιτικό πλαίσιο, σώματα και κοινότητες που θεωρούνται «ανδρόγυνες», μη-δυαδικές ή «υπερπαραγωγικές» παρεκκλίνουν όχι μόνο από την ηθική, αλλά και από τη βιολογική τάξη, όπως αυτή ορίστηκε από τη λόγια επιστήμη της εποχής (Haeckel, Westphal κ.ά.). Αυτή η σκέψη προετοιμάζει το έδαφος για την επιστημονική οριοθέτηση των κοινωνικοσεξουαλικά [10] ισόμορφων σχέσεων (σ. 81 [10]).— δηλαδή των σχέσεων που συμμορφώνονται με το ετεροκανονικό, δυαδικό και φυλετικά-έμφυλα-ταξικά προσδιορισμένο πρότυπο της συζυγικής λευκής σεξουαλικότητας/ηγεμονικής αρρενωπότητας ως οικουμενικού κανόνα. Έτσι, η «επιστημονική διαχείριση» του Τρίτου Γένους εντάσσεται σε ένα σύστημα, προτείνω, ελέγχου αυτού του τρίτου κόσμου-γένους-φύλου-φυλής.
Ειδικά μετά την Παρισινή Κομμούνα και την κατάργηση της δουλείας στις ΗΠΑ (1865), τέτοιες βιοπολιτικές λογικές απέκτησαν νομική και θεσμική κατοχύρωση. Ήδη από το 1866 [11] ο πρώτος νόμος κατά των μικτών γάμων στο Όρεγκον όριζε ότι «όλοι οι γάμοι λευκών με Μαύρους, Κινέζους ή μιγάδες είναι ανίσχυροι και απαγορεύονται», επιβεβαιώνοντας πως η λευκή ετεροκανονικότητα δεν ήταν απλώς κοινωνική επιταγή, αλλά μηχανισμός ρύθμισης της φυλετικής και έμφυλης καθαρότητας, σε εθνικό και αποικιακό επίπεδο. Το 1871, επιπλέον, η Βρετανική αποικιοκρατία εγκαινίασε τη δίωξη της «αντι-φύσης» ανδρόγυνων και γυνανδρικών ομάδων με τον νόμο Criminal Tribes Act, που στόχευε ιδιαίτερα ομάδες όπως οι χίτζρα (hijra) [12] -αυτών δηλαδή που σήμερα ονομάζονται «transgender», «intersex» ή «non-binary». Αυτή η νομοθεσία περιόριζε τα δικαιώματά τους και τις ελευθερίες τους, συμπεριλαμβανομένων θεμελιωδών δικαιωμάτων όπως ο γάμος, η απόκτηση παιδιών και η ελεύθερη συμμετοχή στην κοινωνία.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο πρύτανης της Νομικής Σχολής του Νανσί, Φιλίπ Ζαλαμπέρ [Philippe Jalabert], επηρεασμένος από το έργο του Γάλλου ιατροδικαστή Αμπρουάζ Ταρντιέ (Ambroise Tardieu), θα καταλήξει το 1872 ότι δεν υπάρχει τρίτο γένος και θα υποστηρίξει ότι τα δεδομένα της επιστήμης επιβεβαιώνουν την απόλυτη διαίρεση των ανθρώπινων σε δύο φύλα [14]. Με αυτόν τον τρόπο, η ερμηνεία της βιολογίας, από το βλέμμα του δυτικού αποικιοκράτη, εγκαθιδρύεται ως θεμέλιο της ιατροδικαστικής επιστήμης και, μέσω αυτής, εντάσσεται στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών, νομιμοποιώντας τη ρυθμιστική ισχύ της λευκής επιστήμης πάνω στο φύλο, τη φυλή, το σώμα και την απόκλιση με όρους οικουμενικότητας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο επιστημονικής, ιατροδικαστικής και νομοθετικής κανονικοποίησης του φύλου, παρατηρείται και μια φιλολογική–γλωσσολογική συμπόρευση με την εδραίωση της δυαδικότητας. Μια και θα είναι την ίδια περίοδο που οι φιλόλογοι του λεξικού Littré το 1871 διαπιστώνουν με πανηγυρικό τόνο και έκδηλη ανακούφιση ότι οι λατινογενείς γλώσσες κατάργησαν επιτέλους «αυτό το ταραχοποιό γένος [το ουδέτερο]», όπως αναφέρει η Ελένη Βαρίκα [15] (σ. 33).
Αυτός ο γλωσσικός εξοστρακισμός του ουδέτερου αντανακλά έναν πολιτισμικό, πολιτικό και κανονιστικό μετασχηματισμό, στον οποίο η έμφυλη αταξία και η μη-δυαδικότητα —συμπεριλαμβανομένων των ίντερσεξ υποκειμένων— εκτοπίζονται όχι μόνο από τη γλώσσα, αλλά και από τη φύση και την ίδια τη μνήμη. Ο εξοστρακισμός αυτός παρουσιάζεται ως ένδειξη πολιτισμικής προόδου και συντονίζεται με τις νομικές ρυθμίσεις της δεκαετίας του 1880, όταν απαγορεύονται οι γάμοι μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου, εισάγεται η δυνατότητα διαζυγίου σε περιπτώσεις «παραπλάνησης φύλου»επιστήμη [16]. Αυτή η λογική έρχεται να συμπληρωθεί και να ενισχυθεί από την ανερχόμενη ευγονική, η οποία αναλαμβάνει πλέον να διασφαλίσει όχι μόνο την ποσότητα, αλλά και την «ποιότητα» των σωμάτων που αναπαράγονται, αποκλείοντας από αυτή τη διαδικασία όσα θεωρούνται παρεκκλίνοντα, ανεπιθύμητα, αντικοινωνικά, ανήθικα, «εκφυλισμένα» και, εν τέλει, μη εξελιγμένα, φύλα, σεξουαλικότητες, φυλές, τάξεις, σώματα, μέσω τόσο της θετικής όσο και της αρνητικής ευγονικής.
Ο Φράνσις Γκάλτον (Francis Galton), διαβάζοντας το έργο του Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους (Thomas Robert Malthus, An Essay on the Principle of Population, 1798) στο οποίο διατυπωνόταν η ιδέα ότι τα «κατώτερα» κοινωνικά στρώματα και φυλές τείνουν να αυξάνονται ταχύτερα από τους διαθέσιμους πόρους, θα κάνει ένα αποφασιστικό βήμα προς τον «ορθολογικό» έλεγχο της ανθρώπινης αναπαραγωγής. Ενώ ο Μάλθους επικεντρωνόταν στον έλεγχο του πληθυσμού μέσω φυσικών μηχανισμών όπως της θνησιμότητας και της γονιμότητας, ο Γκάλτον προτείνει την ευγονική ως επιστημονική στρατηγική βελτίωσης της «ποιότητας» του πληθυσμού.
Ωστόσο, εκτός της αρνητικής ευγονικής [17] που στηριζόταν και στις καταναγκαστικές στειρώσεις, η λεγόμενη θετική ευγονική [18] στηριζόταν σε πρακτικές ενίσχυσης της συμμόρφωσης της επιθυμίας στον κανόνα των κοινωνικοσεξουαλικών ισόμορφων σχέσεων, ενώ κάθε παρέκκλιση ταυτίζεται τόσο με την ψυχοπαθολογία όσο και με τον θάνατο. Η λογική αυτή αποκρυσταλλώνεται επίσης στο Psychopathia Sexualis του Γερμανού ψυχιατροδικαστή Richard von Krafft-Ebing (1886), όπου κάθε απόκλιση από το ετεροκανονικό και αναπαραγωγικά χρήσιμο υποκείμενο καταγράφεται ως απειλή για τη «ζωή» —και, τελικά, ως προοίμιο θανάτου. Για να κατανοήσουμε ωστόσο τι συνιστά αιτία αυτής της θανάτωσης, αρκεί να ακολουθήσουμε τον Έμπινγκ και το πώς κατονομάζει το τέταρτο και τελικό στάδιο αυτής της ψυχοπάθειας Sexualis.
Το «Metamorphosis. Sexualis Paranoica [19]» («Μεταμόρφωση. Η παρανοϊκότητα του sexualis»), για τον Έμπινγκ, περιγράφει μια διαδικασία όπου η υποκειμενικότητα απορροφάται και ακυρώνεται σταδιακά από τον εκθηλυσμό και την απορρύθμιση του φύλου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση 131 [20] του Psychopathia Sexualis, όπου παθολογικοποιείται αυτό που σήμερα θα ονομάζαμε τρανς-άνδρα. Με άλλα λόγια, ο θάνατος –υπαρξιακός, κοινωνικός ή και κυριολεκτικός– επέρχεται όταν πραγματοποιείται μια «αναστροφή φύλου» που παρεκκλίνει από αυτό που έχει ορίσει η εξουσία του ειδικού, δηλαδή της ψυχιατρικής και της βιοιατρικής επιστήμης. Μέσα από την επιστημονική παθολογικοποίηση της παρέκκλισης, η εξουσία της λευκής δυτικής επιστήμης διεισδύει στον πυρήνα αυτού που θα οριστεί ως Τρίτος Κόσμος-φύλο, αλλά και της επιθυμίας που τοποθετείται εκτός των ορίων του δυτικού κανόνα.
Επιπρόσθετα, όλα αυτά εκτυλίσσονται σε μια περίοδο κατά την οποία παρατηρείται δραματική δημογραφική κατάρρευση σε αποικιοκρατούμενες περιοχές: στην Ακτή του Ελεφαντοστού, ο πληθυσμός μειώνεται από 1,5 εκατομμύριο το 1900 σε περίπου 160.000 το 1910· στο Σουδάν, από 8–9 εκατομμύρια το 1882 σε μόλις 2–3 εκατομμύρια το 1903, υπό την αγγλική αποικιοκρατία· ενώ στη Ταϊτή και τη Νέα Καληδονία η πτώση αγγίζει το 90% (σ. 89) [21]. Κατά συνέπεια, την ίδια εποχή που το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη περνά στα χέρια της αποικιοκρατίας, το φύλο αναδεικνύεται σε νέα περιοχή άσκησης εξουσίας, για τη φυλετική κάθαρση των κοινωνιών μέσω της ανθρώπινης αντίστασης για ανυπακοή. Είναι με αυτή την ταξινόμηση της ζωής και του ρόλου της Δυτικής αποικιοκρατίας όπου την ίδια εποχή καταγράφεται και η πρώτη γενοκτονία του 20ού αιώνα: η εξόντωση των Χερέρο και Νάμα από τη γερμανική αυτοκρατορία στη σημερινή Ναμίμπια (1904–1908), με περισσότερους από 65.000 Χερέρο (80% του πληθυσμού τους) και 10.000 Νάμα (50%) να δολοφονούνται, δεν σήμαινε τίποτα άλλο παρά την άλλη πλευρά του υπερπληθυσμού.

Ο όρος «αποπληθυσμός» (depopulation [23]) (σ. 183), που χρησιμοποιήθηκε και αυτός τότε ως ανταπάντηση, λειτούργησε ως επιστημονικοφανής αιτιολόγηση της εξολόθρευσης μιας υποτιθέμενης «τρίτης», υπανάπτυκτης φυλής. Από την άλλη, τα σώματα που δεν συμμορφώνονται με τις δυαδικές και αναπαραγωγικά ωφέλιμες ταξινομήσεις —γυναίκες, μαύροι, ίντερσεξ, τρανς, αποικιοκρατούμενοι— εντάσσονται σε έναν ενιαίο μηχανισμό βιοπολιτικής διαχείρισης, όπου η επιστήμη λειτουργεί ως εργαλείο φυλετικής, έμφυλης και ηθικής κάθαρσης. Σε αυτό το πλαίσιο, και ενώ ξεσπούν οι πρώτες πολιτικές απεργίες, αναδύεται μια άλλη, αόρατη επανάσταση —όχι θεσμική, αλλά καθημερινή, σιωπηλή και ανυπότακτη. Όπως την περιγράφει η Saidiya Hartman, γυναίκες στις ΗΠΑ [24] (σ. 76), μέσα από πρακτικές φυγής, στιγματισμού και απείθαρχων επιθυμιών, απορρίπτουν τις επιταγές της εργασίας, της μητρότητας και της νομιμότητας, δεν περιορίζονται σε αιτήματα πολιτικών δικαιωμάτων — ψήφου, εργασίας, παιδείας ή υπηκοότητας — αλλά διεκδικούν την ίδια την άρνηση της οντολογικής δομής της υποταγής.
Το αποτέλεσμα είναι η παθολογικοποίησή τους, ο στιγματισμός τους και ο εγκλεισμός τους σε σωφρονιστικά και ψυχιατρικά ιδρύματα, ως μέρος ενός ευρύτερου δυτικού προγράμματος «βελτίωσης» αυτού του «Τρίτου» Κόσμου. Γιατί το πραγματικό τους αδίκημα δεν ήταν άλλο από τη μαυρότητά [24] τους (σ. 81).

«Οι μορφές ζωής που δημιουργούσαν οι νεαρές μαύρες γυναίκες στην πόλη ήταν αυτό που ο νόμος όριζε ως έγκλημα. Οι τρόποι οικειότητας και συγγένειας που διαμορφώνονταν μέσα στο γκέτο, η άρνηση εργασίας, οι μορφές συγκέντρωσης και συνάθροισης, οι πρακτικές μέσα από τις οποίες επιβίωναν και συνέρχονταν [από τα προβλήματα τους], ήταν υπό επιτήρηση και στο στόχαστρο της αστυνομίας, όπως επίσης και των κοινωνιολόγων και των μεταρρυθμιστών που συνέλεγαν πληροφορίες και ετοίμαζαν αγωγές εναντίον τους· έτσι σφυρηλατούσαν τις ζωές τους ως τραγικές βιογραφίες φτώχειας, εγκλήματος παθολογίας [26]» (σ. 73).
Ωστόσο, τις ίδιες αντιστάσεις εντοπίζουμε τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα μάλιστα να δημιουργηθεί μια διεθνής εκστρατεία ηθικού σωφρονισμού και, εν τέλει ηθικής λεύκανσης, αυτής της εκθηλυμένης μάζας.Alfred Sauvy, [27] το σχήμα του «τρίτου γένους/φυλής/φύλου» προϋπάρχει, όπως προτείνω, στο πλαίσιο των εξελικτικών, ρατσιστικών και σεξιστικών ταξινομήσεων του 19ου αιώνα και του Μεσοπολέμου και είναι αυτή η ερμηνεία που αποτυπώνεται και στον λόγο της ευγονικής μέσω των γενεαλογικών δέντρων.
Θα είναι το 1909 όταν ο Φράνσις Γκάλτον επεξεργάζεται τα αποτελέσματα κοινωνικών ερευνών στο Λονδίνο, προκειμένου να αντιστοιχίσει τις «φυσικές» κατηγορίες πληθυσμών με την «αστική και γενετική αξία» τους, καταλήγει στη βάση της καμπύλης να κατατάξει τους άπορους και τους εγκληματίες, ως πληθυσμούς χαμηλής γενετικής αξίας· στο κέντρο, με τις «αξιοσέβαστες» μεσαίες τάξεις στο μέσο, και στο ανώτερο άκρο της, οι ανεξάρτητοι επαγγελματίες [28] (σ. 236) –οι μόνοι άξιοι αναπαραγωγής.
Αντίστοιχα, για τον Αμερικανό ευγονιστή Τσαρλς Ντάβενπορτ (Charles Davenport), διευθυντή του Eugenic Record Office στη Νέα Υόρκη, οι ίντερσεξ καταστάσεις καταγράφονται στα γενεαλογικά δέντρα με χρώμα σκούρο ως «ελαττώματα» και «ανωμαλίες», [29] αποδιδόμενα στη μητέρα, ως κληρονομικά σφάλμα που πρέπει να εντοπιστεί και να περιοριστεί. Στο έργο του Heredity in Relation to Eugenics (1911), το φύλο πέρα από το δυαδικό αποτελεί όχι απλώς ιατρικό δεδομένο, αλλά εξελικτικό πρόβλημα και, επομένως, στόχο για ευγονική βελτίωση. Τέλος, το 1913, ο Αμερικανός ψυχολόγος Χένρι Χ. Γκόνταρντ (Henry H. Goddard) συνέδεσε [30] και απεικόνισε σε γενεαλογικά δέντρα τα άτομα με μειωμένη νοημοσύνη με τους μετανάστες (σ. 152), καθώς και με τις φτωχές και εκφυλισμένες οικογένειες (π.χ., Κάλλικακ).
Στο πλαίσιο αυτού του ηθικού πανικού του ίδιου του εκθηλυσμού και της αναπαραγωγής μη-fit (προσαρμόσιμων-ανθεκτικών) οργανισμών, το διεθνές συνέδριο ευγονικής στο Λονδίνο (1912) με τη συμμετοχή και της Ελλάδος, καθώς και τα διεθνή συνέδρια για το εμπόριο της λευκής δουλείας (white slave trafficking) στις Βρυξέλλες το 1912 και στο Λονδίνο το 1913, διαμόρφωσαν μια πολιτική συναίνεση γύρω από την ανάγκη ορθολογικής «αστυνόμευσης» της ανηθικότητας αυτού του «Τρίτου» γένους, εγκαινιάζοντας ένα πρόγραμμα διεθνούς θετικής και αρνητικής ευγονικής, που φτάνει από το σωφρονισμό μέσω μιας ενιαίας κοινωνικής ηθικής όπως προτάσσεται από το γραφείο Κοινωνικής Υγιεινής του Ροκφέλερ και γίνεται διεθνής εκστρατεία μέσω της Κοινωνίας των Εθνών αλλά και του λευκού φεμινισμού,[4] έως και τη γενοκτονία αυτού του «Τρίτου» γένους-κόσμου-φυλής-φύλου-τάξης-όχλου, με στόχο τη διασφάλιση του νέου φυλετικά ρυθμισμένου κράτους με όρους λευκότητας.
Αυτό ωστόσο που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι στον λόγο της ευγονικής, η απόκλιση από τη λευκότητα συνιστά φροντίδα αλλά επίσης συνιστά εγκλεισμό, στείρωση, ή και εξόντωση στο όνομα της φυλετικής/έμφυλης κάθαρσης της μάζας. Έτσι, η γενοκτονία των Αρμενίων -και η οποία ξεκίνησε στις 24 Απριλίου 1915· οι Οθωμανικές αρχές συνέλαβαν και εκτέλεσαν εκατοντάδες Αρμένιους διανοούμενους και ηγέτες στην Κωνσταντινούπολη, ενώ ακολούθησαν ευρείας κλίμακας διώξεις, εκτοπισμοί και μαζικές δολοφονίες Αρμενίων σε ολόκληρη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με αποτέλεσμα τον θάνατο περίπου 1,5 εκατομμυρίου Αρμενίων έως το 1922- δεν ήταν μόνο μια πράξη στρατιωτικής εξόντωσης, αλλά μια απόπειρα να εξαλειφθεί μια μορφή ζωής που δεν χωρούσε στο νέο εθνικό αφήγημα λευκότητας της μετάβασης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε προοδευτικό κράτος. Αυτή η βιοπολιτική λογική, η οποία στην περίπτωση της γενοκτονίας των Αρμενίων εκδηλώθηκε ως μαζική εξόντωση μιας ανεπιθύμητης εθνοτικής-γλωσσικής και πολιτισμικής ομάδας και μετά τη Μικρασιατική καταστροφή συνιστά την καταναγκαστική ανταλλαγή με βάση τη θρησκεία και άρα μια ηθική υποτίθεται καθαρότητα, θα μετασχηματιστεί σταδιακά σε έναν επιστημονικά οργανωμένο και διεθνώς θεσμοθετημένο τρόπο διαχείρισης του «τρίτου κόσμου», με όρους προτεσταντικής λευκότητας.
Και αυτό ακριβώς επιτελεί και η Διεθνής Ένωση για την Επιστημονική Μελέτη των Προβλημάτων του Πληθυσμού (International Union for the Scientific Study of Population Problems – IUSIPP), ενσωματώνοντας την ευγονική λογική διαχείρισης του πληθυσμού με επιστημονικό και, κατά συνέπεια, διεθνή λευκό τρόπο [31]. Κάτι που οδήγησε το 1919 τη Μάργκαρετ Χίγκινς Σάνγκερ (Margaret Higgins Sanger), ιδρύτρια του Κινήματος Ελέγχου Γέννησης [American Birth Control League (ABCL)] και εκλαϊκεύτρια του όρου «birth control» (έλεγχος γεννήσεων), να καταλήγει στο Birth Control Review: «Περισσότερα παιδιά από τους ικανούς και λιγότερα από τους ανίκανους -αυτό είναι το κύριο ζήτημα του ελέγχου της γονιμότητας» [32] (σ. 528).
Η Σάνγκερ [33], με χρηματοδότηση από το Ινστιτούτο Ροκφέλερ, τοποθέτησε τον Αμερικανό κοινωνικό αναλυτή Λόθροπ Στόνταρντ (Lothrop Stoddard) ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Κινήματος Ελέγχου Γέννησης το 1921. Ο Στόνταρντ, συγγραφέας του The Rising Tide of Color το 1920, υποστήριξε ότι οι φυλετικές ομάδες που θεωρούσε κατώτερες θα προκαλούσαν την «καταστροφή» της δυτικής και ευρωπαϊκής πολιτισμικής κληρονομιάς, δίνοντας το πλαίσιο μέσα από το οποίο ερμηνευόταν ο έλεγχος των γεννήσεων, ενώ η ίδια η Σάνγκερ σε άρθρο της το 1921 [34] κατέληγε ότι «το πιο επείγον πρόβλημα σήμερα είναι πώς να περιοριστεί και να αποθαρρυνθεί η υπερπληθυσμιακή αύξηση των διανοητικά και σωματικά ελαττωματικών».
Αυτή η σύζευξη ευγονικής, φυλετικής ιεράρχησης και ελέγχου γεννήσεων δεν περιορίστηκε στον Αμερικανο-αγγλοσαξονικό κόσμο· αντίθετα, διαχύθηκε και σε άλλες χώρες, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα, όπου ήδη από τη δεκαετία του 1920 η ευγονική ενσωματώθηκε σε λόγους περί δημόσιας υγείας, κοινωνικής σταθερότητας και εθνικής προόδου. Έτσι, όπως αναφέρει και η Σεβαστή Τρουμπέτα (σ. 271-299), [35] η ευγονική διαμορφώνεται σε ένα πλαίσιο όπου η διαχείριση του πληθυσμού και των κοινωνικών ζητημάτων θεωρούνταν ζωτικής σημασίας, εντός των ορίων της δυτικοποίησης και εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας και κράτους. Τα κύρια ζητήματα ήταν ο «υπερπληθυσμός» και οι «κοινωνικές ασθένειες», ενώ το αφήγημα του ελέγχου των γεννήσεων και στα εργατικά στρώματα, κέρδιζε έδαφος ακόμη και ανάμεσα σε σοσιαλιστικούς κύκλους (σ. 274) [35].
Με αποτέλεσμα όπως ανέφερε και ο Έλληνας φυσικός Γρηγόριος Χατζηβασιλείου το 1925 στο Αρχείον Οικονομικών και Κοινωνικών Επιστημών και «τα πλέον επίλεκτα και ανερχόμενα εις υψηλάς κοινωνικάς βαθμίδας άτομα έχουν μικράν γονιμότητα και-το χείριστον-νυμφεύονται και τεκνοποιούν εις μεγάλην ηλικίαν» (σ. 259), [36] ενώ λίγο παρακάτω κατέληγε ότι σύμφωνα με τις απόψεις του Γερμανού γιατρού, κοινωνικού υγιεινολόγου και ευγονιστή, Άλφρεντ Γκρότιαν (Alfred Grotjahn), η λύση στο πρόβλημα της μείωσης των γεννήσεων έπρεπε να αφορά την προώθηση μιας λογικής αυτορρύθμισης των ζευγαριών στην οικογενειακή τους ζωή. Κάτι που εξάλλου αναπαραγόταν ως αφήγημα ενός ενιαίου βιοιατρικού λόγου, όχι απλά μέσω επιστημονικών περιοδικών, αλλά και μέσω του προγράμματος κοινωνικής ηθικής, υπό την ομπρέλα της Κοινωνίας των Εθνών [37] (ΚτΕ).
Από την άλλη, το 1925, δημιουργήθηκε η Υπηρεσία Στατιστικής στην Ελλάδα, ενώ το 1927, [38] η Σάνγκερ, υπό την Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ) και με τη συμμετοχή 23 αντιπροσώπων από διάφορες χώρες,[5] ανάμεσά τους και η Ελλάδα, διοργάνωσε τη Διεθνή Ένωση για την Επιστημονική Μελέτη των Προβλημάτων του Πληθυσμού, προκειμένου να διασφαλιστεί μια βιώσιμη πρόοδος του πληθυσμού σε διεθνές επίπεδο. Η Διάσκεψη επίσης περιλάμβανε έργα όπως το The Biology of Population Growth [Βιολογία της Αυξήσεως του Πληθυσμού] του Ρέιμοντ Περλ (Raymond Pearl) και το Food and Population [Τροφή και Πληθυσμός] του Έντουαρντ Μ. Γουέστ (Edward M. East). Έργα τα οποία εξέφραζαν την άποψη ότι ο υπερπληθυσμός αποτελείται κυρίως από πληθυσμούς που χαρακτηρίζονται από χαμηλή ευφυΐα και ανεπάρκεια, και ότι η αύξηση του πληθυσμού μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικές και οικολογικές διαταραχές. Οι συγγραφείς τους υποστήριζαν ότι ο πληθυσμός πρέπει να ελεγχθεί μέσω επιστημονικών μεθόδων, όπως η ευγονική και ο έλεγχος των γεννήσεων, προκειμένου να διασφαλιστεί η «υγεία» και η «αξιοκρατία» των κοινωνιών.
Η Διάσκεψη οργανώθηκε με χρηματοδότηση που προσέφεραν ο σύζυγος της Σάνγκερ, Τζ. Νόα Σλι (J. Noah Slee), μεγιστάνας του πετρελαίου, καθώς και με επιχορήγηση από το Ίδρυμα Ροκφέλερ. Ο Μπέρναρντ Μάλλετ (Sir Bernard Mallet) προήδρευσε, ενώ ο Γουίλιαμ Χ. Γουέλτς (William H. Welch)Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι [38] το 1928 ζητήθηκε από την Sanger να αφαιρέσει το όνομά της και των (γυναικών) βοηθών της από το επίσημο πρόγραμμα της πρώτης Παγκόσμιας Διάσκεψης Πληθυσμού, με την αιτιολογία ότι «τα ονόματα των εργαζομένων δεν θα πρέπει να περιλαμβάνονται σε επιστημονικά προγράμματα».
Την ίδια περίοδο ωστόσο, το 1927, δημιουργείται επίσης η Ένωση Ενάντια στον Ιμπεριαλισμό (League Against Imperialism) [21] (σ. 5).Ένωση [39] ιδρύθηκε κατά τη διάρκεια του Πρώτου Διεθνούς Συνεδρίου Ενάντια στην Αποικιακή Καταπίεση και τον Ιμπεριαλισμό, που πραγματοποιήθηκε στις 10–14 Φεβρουαρίου 1927 στο Palais d’Egmont στις Βρυξέλλες. Στο συνέδριο συμμετείχαν 174 αντιπρόσωποι, εκπροσωπώντας 134 οργανώσεις από 34 χώρες, τόσο από αποικίες όσο και από χώρες υπό αποικιοκρατία ή εθνικά κινήματα απελευθέρωσης,[8] χωρίς ωστόσο ελληνική συμμετοχή.
Το 1928 δημοσιεύεται το «7 Ensayos de Interpretación de la Realidad Peruana» (7 Δοκίμια για την Ερμηνεία της Περουβιανής Πραγματικότητας) από τον Περουβιανό στοχαστή και πολιτικό διανοητή Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγκι (José Carlos Mariátegui). Το βιβλίο αποτελείται από επτά δοκίμια που αναλύουν διάφορες πτυχές της περουβιανής κοινωνίας, οικονομίας και πολιτισμού από μια μαρξιστική προοπτική. Τα κύρια θέματα που καλύπτονται στα δοκίμια περιλαμβάνουν την οικονομική κατάσταση του Περού, τον ρόλο της εγχώριας και διεθνούς οικονομικής εξάρτησης, την υπόθεση της γης και των ιθαγενών, τον ρόλο της θρησκείας, καθώς και τη δυναμική των κοινωνικών τάξεων. Το έργο του Μαριάτεγκι προσπαθεί να προσφέρει μια ολοκληρωμένη κατανόηση των σύνθετων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών της εποχής και τη βάση για την πολιτική δράση προς κοινωνική δικαιοσύνη και μεταρρύθμιση, αναδεικνύοντας έναν τεράστιο αντίλογο στο δυτικό αφήγημα του υπερπληθυσμού.

Μηχανισμοί μιας Διεθνούς Επιστημονικής Επιβολής
Το Μηνιαίο Στατιστικό Δελτίο που άρχισε να δημοσιεύεται από το 1929 και στην Ελλάδα από την άλλη, δεν έκανε άλλο παρά να μετατρέπει τις ατομικές ιστορίες σε βάση δεδομένων μιας στατιστικής που γεννήθηκε εντός της αποικιοκρατίας και ερχόταν να λειτουργήσει για αυτήν, αναπαράγοντας μια οικουμενική λογική -τη δυνατότητα μέτρησης και «βελτίωσης» του πληθυσμού. Την ίδια περίοδο ο Έλληνας δημογράφος Βασίλειος Βαλαώρας, υπότροφος του Ιδρύματος Ροκφέλερ από το 1934 έως το 1936 στη Σχολή Υγιεινής του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, με ειδίκευση στη δημογραφία το 1937, δημοσίευσε το έργο του Ο Ελληνισμός των Ηνωμένων Πολιτειών, με στόχο τη βελτίωση «ενός φυλετικά και ψυχολογικά άρρωστου λαού» (σ. 138 [41]), μέσω της εξημέρωσης-εκπολιτισμού-domestication των Ελλήνων σε Ελληνισμό των Ηνωμένων Πολιτειών.
Στον πρόλογο του Ο Ελληνισμός των Ηνωμένων Πολιτειών, γραμμένο από τον Μ. Μπαλφούρ, διαβάζουμε και για τον Αμερικανό ζωολόγο Ρέιμοντ Περλ, έναν από τους ιδρυτές της βιομετρίας, δηλαδή της επιστημονικής μεθόδου που «ασχολείται με ποσοτικές μετρήσεις, τελούμενες επί οργανισμών ζώντων» (human biology) (σ. 11), [43] δομώντας τη δυνατότητα κατασκευής μιας τεχνητής ενιαίας (βελτιωμένης) ανθρωπότητας, από τις ΗΠΑ στην Αθήνα, όπως ο Βαλαώρας προτείνει [41]. Από την άλλη, το Διεθνές Συνέδριο της Στατιστικής στην Αθήνα το 1936 κατέληγε, όπως διαβάζουμε στα πρακτικά, στην ανάγκη μεθοδολογικής ομογενοποίησης των δεδομένων (23η συνεδρία του Institute Internationale de Statistique – Αθήνα, 1936) με στόχο μια ενιαία διεθνή αντιμετώπιση ενάντια στην ποιοτική συρρίκνωση. Αυτό, σε επίπεδο έθνους, συνιστά την Έκθεση Υγιεινής της Αθήνας, στην οποία προσήλθαν 6.000 πολίτες το 1938, [44] με στόχο την εκλαΐκευση του αντιαφροδισιακού αγώνα. Οι διοργανωτές του περιπτέρου για τον «Αντιαφροδισιακό Αγώνα» επέλεξαν να τοποθετήσουν φωτογραφία συφιλιδικού ασθενούς δίπλα σε μια φωτογραφία ασθενούς του Δημόσιου Ψυχιατρείου.
Εξάλλου, το 1938 ο Βαλαώρας ζητά, εκ μέρους της Υγειονομικής Σχολής Αθηνών, οδηγίες από την Κοινωνία των Εθνών σχετικά με το πώς να διδαχθεί μια διεθνής στατιστική [Enquiries in the Teaching of Demography], [45] «βιομετρίας-βιοστατιστικής», μέσω ενός ενιαίου τρόπου και στην ελληνική πραγματικότητα. Το 1938 επίσης, εισάγεται ο νόμος «περί παρανόμου συμβιώσεως», μιας και το καθεστώς της 4ης Αυγούστου είχε κληρονομήσει έναν μεγάλο αριθμό τέτοιων συμβιώσεων (σ. 82 [46]).
Την ίδια περίοδο, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, η Σάνγκερ, με έμφαση στη βιομετρία και τη στατιστική, συνεργάστηκε στενά με το Γραφείο Κλινικών Ερευνών για τη δημιουργία της Ομοσπονδίας Ελέγχου Γεννήσεων της Αμερικής (BFCA), με στόχο την υλοποίηση του «Σχεδίου των Νέγρων» (Negro Project [47]), ήτοι τον έλεγχο και την καταστολή των Αφροαμερικανικών κοινοτήτων, μέσω προγραμμάτων αντισύλληψης, με στόχο την «αναμόρφωση» και τη διατήρηση μιας υποκειμενικής ιδεατής φυσικής, ηθικής και κοινωνικής «καθαρότητας»-λευκότητας και ανάμεσα στους «νέγρους».
Με βάση όλα τα παραπάνω νομίζω ότι μπορούμε να διαβάσουμε διαφορετικά τον Έντσο Τραβέρσο, όταν ισχυρίζεται στο ότι οι θάλαμοι αερίων και τα κρεματόρια ήταν το αποκορύφωμα μιας μακράς πορείας απανθρωποποίησης, της οποίας ένα από τα πρωταρχικά χαρακτηριστικά ήταν η συνάρθρωση του εργαλειακού ορθολογισμού και του παραγωγικού και διοικητικού ορθολογισμού του σύγχρονου δυτικού κόσμου -το εργοστάσιο, η γραφειοκρατία, η φυλακή, ο στρατός- (σ. 17 [1])· και ο τρόπος με τον οποίο θα προσθέσω, ορίστηκε ο «υπερπληθυσμός» και οργανώθηκε η αποφυγή των γεννήσεων «ανεπιθύμητων» ομάδων – όχι μόνο ως τεχνική διαχείρισης του πληθυσμού, αλλά ως κομβικό εργαλείο του εκσυγχρονιστικού και βιοπολιτικού ορθολογισμού της λευκής αποικιοκρατίας.
Δηλαδή, μέσω της δημογραφίας, της στατιστικής, της βιομετρίας και των ευγονικών πολιτικών, συγκροτήθηκε μια πολιτική της πρόληψης ζωής, η οποία δεν στηριζόταν μόνο στη φυσική εξόντωση, αλλά και στην τεχνοκρατική αποτροπή της γέννησης του Τρίτου γένους – του φτωχού, του φυλετικά, έμφυλα, ταξικά και ηθικά ανυπάκουου, μη «παραγωγικού», του ψυχικά ασθενούς. Την ίδια στιγμή, ενώ ο Χίτλερ προωθούσε τη ναζιστική ιδεολογία και το αφήγημα της άριας φυλής στον διεθνή αθλητισμό, είχαν ήδη εισαχθεί τεστ φύλου στις γυναίκες αθλήτριες που κρίνονταν «αμφιλεγόμενες» — επιβεβαιώνοντας έτσι πώς το ολυμπιακό ιδεώδες [49] λειτουργούσε ως ακόμη ένα εργαλείο βιοπολιτικής διαχείρισης σωμάτων στο όνομα της κανονικότητας και της καθαρότητας του mankind.
Η ίδια λογική εξοστρακισμού και ελέγχου δεν αφορούσε μόνο τις «μη κανονικές» έμφυλες ή φυλετικές ταυτότητες, αλλά επεκτεινόταν και στα ανάπηρα σώματα, τα οποία αποκλείονταν συστηματικά από το σώμα του έθνους και του αθλητισμού. Υπό το ναζιστικό καθεστώς, τα ανάπηρα, «ανεπαρκή» ή «εκφυλισμένα» άτομα (αυτού του Τρίτου κόσμου – φυλής – φύλου – τάξης – εθνότητας – ιδεολογίας, ικανότητας) όχι μόνο περιθωριοποιήθηκαν, αλλά διώχθηκαν ενεργά, συχνά οδηγούμενα σε υποχρεωτική στείρωση, εγκλεισμό ή εξόντωση μέσω του προγράμματος Aktion Τ-4 [51].
Και είναι εντός των ορίων αυτής της Ολυμπιακής-βιολογικής-ηθικής-πατριαρχικής και αποικιοκρατικής-μισαπηρικής-λευκότητας, που το 1943 ο Βαλαώρας δημοσίευσε το έργο του Στοιχεία Βιομετρίας και Στατιστικής. Δημογραφική Μελέτη του Πληθυσμού της Ελλάδος, βασισμένο στην απογραφή του πληθυσμού του 1940, με αναφορές στον Γκάλτον και την αναπαραγωγή επιστημονικής ευγονικής στην Ελλάδα.
Ειδικότερα, ο Βαλαώρας εξηγεί ότι η στατιστική δεν ήταν μια σειρά αλγεβρικών εξισώσεων, αλλά μια επιστημονική μέθοδος κατανόησης του κόσμου και των προβλημάτων του (σ. 8 [52]). Κάτι που σήμαινε ότι ο υγιεινολόγος καλείται να στηριχτεί στην επιστημονική δημογραφία για να διασφαλίσει το πλήθος, όπου όλα ερμηνεύονται σε συσχετισμό με τον οικογενειάρχη (σ. 19 [52]), ταξινομώντας τον πληθυσμό σε «ανώτερα» ή «υψηλής ποιότητας», «μέτριας», «αποδεκτής» και «κατώτερης» ή «χαμηλής ποιότητας» (σ. 20 [52]), υπό το βάρος μιας λευκής-αποικιοκρατικής μισαναπηρικής επιστήμης και τεχνολογίας ελέγχου του πληθυσμού που καλά κράτησε σε όλη τη διάρκεια του 20ου και καλά κρατεί και στον 21ο αιώνα.
Το κείμενο της Δήμητρας Τζανάκη επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης
Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [53]
Υποσημειώσεις