- Marginalia - https://marginalia.gr -

Πόλεμος και ειρήνη

Ο Γάλλος φιλόσοφος Φρεντερίκ Γκρο γράφει κάπου πως η ειρήνη και ο πόλεμος έχουν χάσει τη σημασία που είχαν παλιά, καθώς έχουν αντικατασταθεί σιγά σιγά από τις λέξεις «ασφάλεια» και «επέμβαση» αντίστοιχα[1]. Δεν είναι «όλα πόλεμος». Τα όρια όμως μεταξύ πολέμου και ειρήνης –κι αυτό δεν αφορά μόνο τις λέξεις– έχουν γίνει εξαιρετικά δυσδιάκριτα: από τη δεκαετία του ’90 είμαστε μάρτυρες πόσες και ποιου είδους «επεμβάσεις» προϋποθέτει η διατήρηση της «ασφάλειας», τόσο σε επίπεδο διεθνών σχέσεων όσο και στην καθημερινότητα των δυτικών κοινωνιών.

Η ειρήνη ως «ασφάλεια» που απαιτεί ο καπιταλιστικός κόσμος στο απόγειο της κρίσης του, προϋποθέτει από τη μια τη γενίκευση και, από την άλλη, την κανονικοποίηση του πολέμου. Δεν είναι (θεωρητικός) τρόπος του λέγειν: η θερινή ειρήνη γίνεται φέτος η ιδανική προετοιμασία για χειμώνες που φέρνουν κι άλλους πολέμους, πολέμους που δεν εκτυλίσσονται πλέον «κάπου μακριά» μας:

 Όλα αυτά είναι πια ένας κοινός τόπος – ρητά ή άρρητα. Αν κάτι δηλώνουν, είναι ότι χρειαζόμαστε να δούμε το παρόν μας σε μια ευρύτερη προοπτική. Οι δυνάμεις που διατρέχουν και καθορίζουν την κρίση, το είδος της μετάβασης που διανύουμε, είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφηθούν στο σύνολό τους. Κάποιες από τις βασικές διαστάσεις, όμως, είναι προφανείς – αν κανείς θέλει να τις δει και να τις ονομάσει.

Πέρα από τις ψυχολογίζουσες ερμηνείες του φαινομένου Τραμπ, η φιγούρα αυτή του «ολίγον διαταραγμένου» είναι ο πολιτικός εκφραστής των οργανωμένων συμφερόντων της πολεμικής και της κατασκευαστικής βιομηχανίας των ΗΠΑ. Τόσο στη μία όσο και στην άλλη όχθη του Βόρειου Ατλαντικού, η αστική πολιτική φαίνεται να ακολουθεί δύο τροχιές: αυτή των πιο διεθνοποιημένων τμημάτων των επιχειρηματικών ομίλων και δικτύων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, και εκείνη των πιο εσωστρεφών «εθνικά» μερίδων των αστικών τάξεων, που επιδιώκουν να περιορίσουν την διακίνηση ανθρώπων ή/και εμπορευμάτων μέσω της συγκρότησης νέων συνόρων ή ενίσχυσης των παλαιών. Καθώς η διαμεσολάβηση των διεθνών οργανισμών χάνει την πολιτική της βαρύτητα, διαμορφώνεται μια εφιαλτική δικτατορία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, το οποίο εξασφαλίζει πλήρη ελευθερία για  τη δική του κίνηση ενώ, ταυτόχρονα, υψώνει ανυπέρβλητα εμπόδια στη διακίνηση «περιττών» ανθρώπων.

Η διαρκής αποσταθεροποίηση της κατάστασης στη Μέση Ανατολή, σε μεγάλες ζώνες της Βόρειας Αφρικής και της Κεντρικής Ασίας –αυτός ο πόλεμος που υπάρχει, κι ας μη βιώνεται στη Δύση–, συγκροτεί πια, με ιδιαίτερη ένταση μετά το 2015, μια διαρκή κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Τη διαχείριση της κατάστασης αυτής αρνείται η Ευρώπη, έχοντας ακυρώσει το πρόγραμμα μετεγκατάστασης προσφύγων και έχοντας χρίσει την Τουρκία «ασφαλή τρίτη χώρα». Η κατάσταση αυτή είναι που νομιμοποιεί και τις πιο εξωφρενικές, τις πιο αποκρουστικές ρατσιστικές προτάσεις, όπως την οργάνωση στρατοπέδων συγκέντρωσης προσφύγων εκτός των συνόρων της ΕΕ.

Ποιες δυνάμεις θα μπορέσουν να διαχειριστούν αυτή την κατάσταση – να ασκήσουν την πολιτική ως πόλεμο με άλλα μέσα; Στις εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων ετών είδαμε ξανά και ξανά, σα ντόμινο που αποτυπώνει την ανισομέρεια της κρίσης χρέους, κόμματα που αποτελούσαν τους βασικούς πυλώνες του πολιτικού συστήματος από το 1945 και μετά, να καταποντίζονται: το είδαμε στη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Αυστρία, την Ιταλία. Βιώσαμε έτσι σταδιακά το πέρασμα στα κόμματα του «Ακραίου Κέντρου», που ηγεμονεύονται είτε από τις πιο «εθνικές», νεοσυντηρητικές ή μεταφασιστικές δυνάμεις του πολιτικού φάσματος, όπως π.χ. στην Ιταλία ή στην Αυστρία, ή κάποιες πιο δυναμικές, διεθνοποιημένες, κοσμοπολίτικες μερίδες του κεφαλαίου, όπως π.χ. στη Γαλλία του Μακρόν.

Στην Ελλάδα, αν η επικράτηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το 2015 ήταν μια εξέλιξη που βιώθηκε ως ήττα από το Ακραίο Κέντρο, τρία χρόνια αργότερα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πια γίνει κόμμα του σοσιαλφιλελεύθερου, ευρωατλαντικού Κέντρου – με την κεντρώα θέση να δηλώνει συνήθως τη μη ακροδεξιά. Ο ίδιος επιδιώκει την εδραίωσή του ως κυρίαρχου πολιτικού εκφραστή της παλιάς «Κεντροαριστεράς», ενός έστω συρρικνωμένου και αποδυναμωμένου «προοδευτικού» μπλοκ. Σε αυτήν την προοπτική, και ανεξάρτητα από την τελική έκβαση της διαδικασίας επικύρωσης της συμφωνίας των Πρεσπών, οι κάθε λογής Μακεδονομάχοι και οι πιπεράτες ιστορίες ρωσικής κατασκοπίας διασφαλίζουν τους καλύτερους όρους για να υψωθεί και πάλι το σκιάχτρο της επάρατου Δεξιάς. «Πρόοδος» με  περικοπές συντάξεων, μειώσεις αφορολόγητου, εφαρμογή του αντιπροσφυγικού ευρωπαϊκού σχεδίου, ευρωατλαντική εξωτερική πολιτική, εναντίον «Συντήρησης» με σκληρή καταστολή και ιδεολογική τρομοκρατία: αυτές είναι οι δύο ηγεμονικές (;) προτάσεις ενόψει των διαφαινόμενων τριπλών εκλογών του Μαΐου – αμφότερες στο έδαφος της επιτήρησης, των αέναων πλεονασμάτων και της υπερχρέωσης που συνεχίζονται «κανονικά» ως το 2060.

Στο τοπίο αυτό, η αποκάλυψη της απάτης της ενότητας του «έθνους» και ο εντοπισμός των πολέμων που είναι εδώ, τώρα, εντός και εκτός, είναι κεντρικοί σταθμοί σε μια διαδρομή επανοικειοποίησης των όπλων της κριτικής για λογαριασμό των υποτελών τάξεων: τη σημασία αυτού του εγχειρήματος την κατανοήσαμε τις μέρες που το ενδεχόμενο «θερμού επεισοδίου» μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας φαινόταν ως και αναπόφευκτο. Το αφιέρωμα του πέμπτου τεύχους του Μarginalia, λοιπόν, πραγματεύεται την παρουσία του πολέμου: όχι ως απειλή που έρχεται από ένα αδιόρατο μέλλον, αλλά ως παρουσία στο σήμερα. «Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος», έγραφε τη δεκαετία του 1970 ο Τσέχος φιλόσοφος Γιαν Πατόσκα, «δεν έλαβε τέλος με κάποια διεθνή συνθήκη. Μεταλλάχτηκε σιγά-σιγά σε κάτι που δεν έμοιαζε ούτε με ειρήνη, ούτε με πόλεμο». Στα χνάρια μιας πιο σύγχρονης συζήτησης, που αναγνωρίζει πως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου η διάκριση ανάμεσα σε εμπόλεμες ζώνες και ζώνες αμάχου πληθυσμού, ανάμεσα σε καιρό πολέμου και καιρό ειρήνης, έχει πρακτικά αρθεί, φιλοδοξούμε να ανοίξουμε και όχι να εξαντλήσουμε τη συζήτηση γύρω από τον πόλεμο στην εποχή μας.

Στο πρώτο κείμενο του αφιερώματος, ο Αποστόλης Φωτιάδης αναλύει τη διαδικασία υπερσυσσώρευσης εκτελεστικής εξουσίας από τα εθνικά κράτη προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή: στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, εξηγεί, «η Frontex μεταμορφώνεται σε μια πάμπλουτη υπέρ-υπηρεσία συνοριοφυλακής»: σε ένα ανεξέλεγκτο μηχανισμό ασφαλείας, σε μια περίοδο που η άνοδος της ακροδεξιάς πανευρωπαϊκά επηρεάζει όλο και περισσότερο την κεντρική πολιτική ατζέντα.

Ακολουθεί η σύνοψη της έκθεσης «Επεκτείνοντας το Φρούριο» (Expanding the Fortress), του Mαρκ Άκερμαν, που μετέφρασε για το Marginalia ο Ηρακλής Οικονόμου. Κορυφαίος ερευνητής σε ζητήματα στρατιωτικοποίησης των ευρωπαϊκών συνόρων, ο Άκερμαν επισημαίνει την «κατακόρυφη αύξηση των μέτρων και των συμφωνιών εξωτερικής ανάθεσης των συνοριακών ελέγχων από το 2005, και μια μαζική επιτάχυνση μετά τη Διάσκεψη Κορυφής Ευρώπης-Αφρικής στη Βαλέτα, τον Νοέμβριο του 2015». Το πρόβλημα, για τον ίδιο, είναι ότι «δεν υπάρχουν όρια στην προθυμία της ΕΕ να εναγκαλιστεί δικτατορικά καθεστώτα, εφόσον αυτά δεσμευτούν να αποτρέπουν την “παράνομη μετανάστευση” από το να φτάνει στις ακτές της Ευρώπης. Κάπως έτσι, έχουν συναφθεί συμφωνίες της ΕΕ και έχει δοθεί χρηματοδότηση σε καθεστώτα τόσο διαβόητα όπως το Τσαντ, ο Νίγηρας, η Λευκορωσία, η Λιβύη και το Σουδάν».

Μεταφέροντάς μας στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, και αξιοποιώντας την επισκόπηση της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής του Πέρι Άντερσον (Η αμερικανική εξωτερική πολιτική και οι διανοητές της [μτφρ.: Ηρακλής Οικονόμου, επίμ.: Κώστας Ράπτης], Τόπος 2017), Άγγελος Κοντογιάννης-Μάνδρος εκτιμά πως το «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ σηματοδοτεί «μια αναγκαία αναπροσαρμογή στην αμερικανική υψηλή στρατηγική η οποία καλείται να περιορίσει την έκθεση της σε στρατηγικής σημασίας μέτωπα και να μειώσει τις όποιες οικονομικές απώλειες προς όφελος της μακροπρόθεσμης διατήρησης της αμερικανικής οικονομικής ισχύος. Σε αυτό το πλαίσιο», καταλήγει ο Μάνδρος, «ζητήματα περιφερειακής ασφάλειας αφήνονται στα χέρια φίλιων χωρών με το απαραίτητο γεωστρατηγικό βάθος, όπως π.χ. το Ισραήλ, ενώ οι  ΗΠΑ περιορίζονται σε έναν ρόλο περισσότερο εποπτικό».

Στη συνέχεια του αφιερώματος, ο Ηλίας Στουραΐτης, με ένα κείμενο για τα Ψηφιακά Προϊόντα, παρατηρεί ότι η Δυτική Ευρώπη και η Αμερική δεν έζησαν μεν πολέμους στο εσωτερικό τους μετά το 1945· όμως, μέσα από τα εμπορικά ψηφιακά παιχνίδια, «οι παίκτες βιώνουν άμεσα τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σαν να ήταν εκεί. Αυτή η αμεσότητα με το περιβάλλον του πολέμου, η ευκολία ένταξης σ’ αυτόν, συμμετοχής στον πόλεμο και αλληλεπίδρασης με άλλους παίκτες με σκοπό την επίτευξη του στόχου έχει τροποποιήσει την αντίληψη γι’ αυτόν. Οι παίκτες δεν τον φαντάζονται μέσω του βιβλίου, δεν τον παρακολουθούν μέσω του κινηματογράφου, αλλά εμπλέκονται ενεργά σ’ αυτόν: δρουν σαν να βρίσκονται στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο».

Τι έχει να μας πει για την ειρήνη και τον πόλεμο ο εικοστός αιώνας – ένας αιώνας ολοκληρωτικών πολέμων και επαναστάσεων που τους τερμάτισαν; Ο Χρίστος Τουλιάτος επιστρέφει στη λενινιστική παράδοση και τις διακρίσεις της που παραμένουν αξεπέραστες. Ο Λένιν, θυμίζει, «δεν υποστηρίζει επί της αρχής την ειρήνη, αλλά εναντιώνεται στον πόλεμο από τη σκοπιά της όξυνσης της ταξικής πάλης και της σοσιαλιστικής επανάστασης […] με βασικό κριτήριο την ήττα της αστικής τάξης της χώρας σου (κάτι που ο Λένιν χαρακτηρίζει ως «αξίωμα»)». Εκκινώντας από το «αξίωμα» αυτό, ο ίδιος επιμένει στη σημασία της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκυρίας –του συγκεκριμένου χαρακτήρα του πολέμου–, γιατί από αυτήν προκύπτουν συγκεκριμένα καθήκοντα: «αντιπολεμική παρέμβαση στις μάζες και στο στρατό, ένοπλος αντικατοχικός αγώνας σε περίπτωση εισβολής και κατοχής από ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αγώνας για την αυτοδιάθεση σε καταπιεσμένα έθνη».

Στο τελευταίο κείμενο του αφιερώματος, ο Χρίστος Μάης επιστρέφει στον ελληνικό εμφύλιο και επιχειρεί μια προσέγγιση της στρατιωτικής τακτικής του ΔΣΕ μέσα από την εκδοτική του δραστηριότητα. «Κατά το τελευταίο έτος του Εμφυλίου», γράφει, «ο ΔΣΕ επιχειρεί τον αναπροσανατολισμό της τακτικής, αλλά και της στρατηγικής του. Η υποχρεωτική σύμπτυξη στο Βίτσι λίγους μήνες πριν υπήρξε μάλλον καθοριστική γι’ αυτή την αλλαγή πλεύσης. Έτσι, ο ΔΣΕ και το ΚΚΕ στρέφονται στο πιο σημαντικό επιτυχημένο παράδειγμα της περιόδου, αυτό του κινεζικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού».

Το καλοκαιρινό μας τεύχος συνεχίζεται στα Επίκαιρα με ένα κείμενο του Νίκου Χειλά για τη σκοτεινή πλευρά του ποδοσφαίρου, αλλά και με την Ιουλία Λειβαδίτη να απαντά σε όσους -και στην αριστερά- τα βάζουν με τον φεμινισμό και τον «δικαιωματισμό». Ο Αλέξης Μπένος αναρωτιέται αν τα σκάνδαλα των φαρμακευτικών εταιρειών δεν είναι παρά δείγματα μιας συστημικότατης διαφθοράς, ενώ ο Θεοκλής Κακατσάκης οραματίζεται ένα άλλο σχολείο εμπνεόμενος από το «Παιδαγωγικό Ποίημα» του Άντον Μακάρενκο. Φυσικά, το μακεδονικό δεν θα μπορούσε να λείπει από τον προβληματισμό μας, με τον Γιάννη Γκλαρνέτατζη να συζητά πώς επιχειρεί να σπάσει, με τα βιβλία και τις περιηγήσεις του, το εθνικιστικό ιστορικό αφήγημα στη Θεσσαλονίκη, και την Ιωάννα Μάρκου να μας ξεναγεί στους άμεσους και έμμεσους τρόπους με τους οποίους τα σχολικά βιβλία ιστορίας επιχειρούν να σφυρηλατήσουν τη μαθητική εθνική συνείδηση.

Για το μακεδονικό όμως μιλάει και ο Δημοσθένης Παπαδάτος στην Κριτική, καθώς παρουσιάζει το παραδειγματικό βιβλίο των Καρπόζηλου-Χριστόπουλου για το θέμα. Στις στήλες της Κριτικής επίσης θα βρείτε μια διεξοδική παρουσίαση από τους Σταυρακάκη-Jäger δύο πρόσφατων βιβλίων για τον λαϊκισμό, ένα κείμενο της Ειρήνης Γαϊτάνου για τον υλισμό της συνάντησης, όπως τον αναπτύσσει ο Αλτουσέρ, στο βιβλίο που εκδόθηκε τον Απρίλη από το Εκτός Γραμμής, και την παρουσίαση του βιβλίου του Απόστολου Καψάλη «Μετανάστες Εργάτες στην Ελλάδα» (2018) από τον Νίκο Κουραχάνη. Κι ακόμα, μια κριτική ανάλυση από αφηγηματική σκοπιά της νουβέλας «Σώμα» του Αχιλλέα Κυριακίδη, από τον Στέλιο Χρονόπουλο. Δεν ασχολούμαστε όμως μόνο με βιβλία στην Κριτική και γι’ αυτό εδώ θα βρείτε τα συμπεράσματα που άντλησαν η Μέλισσα Νόλα και ο Χρήστος Βαρβαντάκης από ένα αρχείο καταγραφής «πρώτων πολιτικών αναμνήσεων».

Με βιβλία και άλλα πολιτιστικά προϊόντα, ασχολούνται φυσικά και οι μόνιμες στήλες μας· στο Ψυ ο Δημοσθένης Παπαδάτος μιλά για το πρόσφατα μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο του διάσημου Ιταλού ψυχαναλυτή Μάσιμο Ρεκαλκάτι,  στο Φωτο-ζουρνάλ η Πηνελόπη Πετσίνη, ο Γιώργος Παπαναγιώτου και ο Γιώργος Καραηλίας μιλούν για μια απόκοσμη φωτογραφία, που έχει μια κάποια σχέση και με το αφιέρωμά μας, όπως συμβαίνει και με το κείμενο του Γιώργου Ανδρίτσου στη στήλη του Κινηματογράφου, ενώ στο Σ.τ.Μ. ο Χρήστος Λάσκος ασχολείται με τη μετάφραση ενός εκλαϊκευτικού οικονομικού βιβλίου από μια πολύφερνη συγγραφέα. Στο Παλαιοβιβλιοπωλείο επιστρέφει ο Αντώνης Γαζάκης για να μιλήσει για ένα ιδιαίτερο βιβλίο του Ντανίλο Κις, και στη μουσική ο Διονύσης Φαραός επιστρέφει στον Άλκη Αλκαίο, τον «αόρατο στιχουργό». Όσο για την καθεαυτού λογοτεχνία, η Δέσποινα Λαλάκη ανθολογεί Εμπειρίκο, ενώ δύο νέοι λογοτέχνες, η Νέβι Κανίνια και ο Παναγιώτης Αρβανίτης, μας εμπιστεύονται αδημοσίευτες ως τώρα δημιουργίες τους. Και βέβαια, κάπου εκεί στο κέντρο της πρώτης μας σελίδας, Μια Εικόνα για να την ερμηνεύσουμε όπως θέλουμε ο καθένας και η καθεμιά μας, και δίπλα ένα δροσερό και καλοκαιρινό σκίτσο του Τάσου Αναστασίου 😉

Καλή ανάγνωση, σε παραλίες, αμμουδιές, βουνοκορφές και αστικά τοπία!

 

 

 

Υποσημειώσεις[+]