- Marginalia - https://marginalia.gr -

Ψυχαναλύοντας τη μετάφραση

Ο άγνωρος δεσμός.
Για τη μεταβίβαση στην ψυχανάλυση. Τέσσερα κείμενα της Ράντμιλα Ζυγούρη με άξονα την ορμή της ζωής και του έρωτα

Ράντμιλα Ζυγούρη
μετάφραση-σημειώσεις: Ελισάβετ Κούκη
Εκδόσεις Κουκκίδα, 2016 | 162 σελίδες

Η πολύγλωσση Ράντμιλα Ζυγούρη, ψυχαναλύτρια και συγγραφέας,  όπως αναφέρει και η Άννα Αγγελοπούλου στον πρόλογο του βιβλίου της Ζυγούρη [1],  «αποτελεί μια εξέχουσα μορφή για την ιστορία του σύγχρονου ψυχαναλυτικού κινήματος […] ανατρέχοντας στα κείμενά της προσέχουμε το διάνυσμα του ψυχαναλυτικού τοπίου που χάραξε. Θεμελίωσε μέσα στις δεκαετίες έναν καθαρά προσωπικό χώρο σκέψης…».

Η Ράντμιλα Ζυγούρη γεννήθηκε το 1936 στο Βελιγράδι από Σέρβους γονείς. Μετά τον πρώιμο θάνατο της μητέρας της και τη φυλάκιση του πατέρα της κατά τη γερμανικη κατοχή, υιοθετήθηκε από τη μητρική θεία της και τον ελληνικής καταγωγής σύζυγό της και έζησαν στη Γαλλία, την Αργεντινή και τη Γερμανία. Εδώ και πενήντα χρόνια, αποφάσισε να ζήσει στο Παρίσι. Από το 1959 και επί δεκαπέντε χρόνια επισκέπτεται συχνά την Ελλάδα. Σπούδασε κάποια χρόνια ιατρική και κατόπιν ψυχολογία. Υπήρξε μέλος της Φροϋδικής Σχολής Παρισίων (Ζακ Λακάν) έως τη διάλυσή της το 1981. Το 1982, μαζί με άλλους επτά ψυχαναλυτές, ίδρυσε την Ομοσπονδία των Ψυχαναλυτικών Εργαστηρίων. Έχει γράψει πολυάριθμα και πολυσυζητημένα κείμενα σε ψυχαναλυτικά περιοδικά. Έχει εκδώσει με τη Ζινέτ Ρεμπώ το Corps de souffrance, corps de savoir [Σώμα οδύνης, σώμα γνώσης] (L’ Age d´homme, 1976) και πρόσφατα το L´ordinaire, Symptome [Η καθημερινότητα, σύμπτωμα] (d´octobre, 2012). Το σύνολο του έργου της είναι διαθέσιμο στον προσωπικό της ιστότοπο [2].

Το κείμενο που αναδημοσιεύεται στη στήλη ΣτΜ, αποτελεί ένα απόσπασμα από το διάλογο με την Άννα Αγγελοπούλου, τμήμα της εισαγωγής του βιβλίου της Ζυγούρη, σε εξαιρετική μετάφραση της ψυχαναλύτριας Ελισάβετ Κούκη στα ελληνικά. Η Ζυγούρη μιλά για την μετάφραση και το αμετάφραστο, προσπερνά κοινοτοπίες για τη γλώσσα, μιλά για τη μητρική γλώσσα και τον αποχωρισμό από αυτήν, αφηγείται την ιστορία της καθώς κατευθύνεται στον πυρήνα της ψυχαναλυτικής διαδικασίας. Παρουσιάζει τελικά μια ψυχανάλυση της μετάφρασης.


Με απασχολεί συχνά το μεταφραστικό πρόβλημα, παρόλο που δεν μου αρέσει να μεταφράζω, το απεχθάνομαι. Στην ψυχανάλυση, εφόσον αυτό είναι το θέμα μας, υπάρχουν κάποιες έννοιες που μπορούν να ειπωθούν σε μία γλώσσα, αλλά που δύσκολα θα μπορούσαμε να τις μεταφέρουμε σε μιαν άλλη. Πρέπει κανείς να είναι σεμνός όταν δεν είναι ποιητής και, συχνά, οι ψυχαναλυτές συνάδελφοί μου έχουν μεγάλες αξιώσεις, ακριβώς επειδή αγνοούν πλήρως τις γλώσσες που δεν μιλούν. Αρχής γενομένης βέβαια από τα Γερμανικά του Φρόιντ. Ορισμένοι δυσκολεύονται επειδή προϋποθέτουν ότι η γλώσσα τους μπορεί να αποδώσει μηνύματα πανανθρώπινα. Περνούν ώρες ολόκληρες σχολιάζοντας και παραφράζοντας μία λέξη που δεν είναι παρά μια –συζητήσιμη- μετάφραση του πρωτότυπου γερμανικού όρου. Το μεταφραστικό πρόβλημα αφορά οπωσδήποτε κι άλλους τομείς, ωστόσο η ψυχανάλυση βασίζεται ιδιαίτερα στους πρωτότυπους όρους που χρησιμοποιούσαν οι ιδρυτές των διαφόρων ψυχαναλυτικών ρευμάτων. Οφείλουμε συνεπώς να τρέχουμε στα πρωτότυπα κείμενα. Η κάθε μετάφραση μπορεί να είναι αμφισβητήσιμη, υπάρχουν όμως διαβαθμίσεις στην προδοσία. Σε ό,τι με αφορά, δεν μπορώ να στηριχτώ σε μία θεωρητική διατύπωση που απορρέει από μία κακή μετάφραση, που με τη σειρά της προδίδει το νόημα του πρωτότυπου όρου, υπέρ μιας μεροληπτικής ερμηνείας. Υπάρχει στο σημείο αυτό ένας αφελής ενθουσιασμός στους λακανικούς για τα λογοπαίγνια των σημαινόντων, που είναι καθαρά γελοίος. Με αποκορύφωμα το πέρασμά του στις άλλες γλώσσες, όπου η πρωταρχική σημασία έχει εξαφανιστεί εντελώς και όπου οι παπαγάλοι αναμασούν πλέον καθαρές ανοησίες. Στη θεωρητική σκέψη, κατά το πέρασμα από τη μία γλώσσα στην άλλη, μετράει κυρίως το σημαινόμενο, διότι αυτό μεταφέρει ουσιαστικά το νόημα μιας έννοιας πράγμα που δεν ισχύει στον υποκειμενικό λόγο. Επομένως δεν μπορεί το σημαίνον να καθορίζει το νόημα ενός κειμένου. Πώς να οικοδομήσει κάνεις έναν συλλογισμό, μία σκέψη, με αφετηρία ένα απλό λογοπαίγνιο-αμετάφραστο στις άλλες γλώσσες;

Όταν γράφω ένα κείμενο, μεταφράζω πάντοτε τις πρώτες φράσεις του σε μία ή δύο άλλες γλώσσες πριν να συνεχίσω το γράψιμο. Έτσι βλέπω αν στέκουν αυτά που λέω και μπορώ να διαπιστώσω αν το νόημα περνάει τα σύνορα με τρόπο ικανοποιητικό για μένα. Το θέμα είναι να μεταφράσει κάνεις τις ιδέες. Δεν μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι απλά με το παιχνίδι των σημαινόντων. Διότι, όπως είπαμε, για τον συλλογισμό το σημαινόμενο είναι σημαντικότερο από το σημαίνον. Τα λογοπαίγνια αφορούν τους μυημένους, τους εντός του πλαισίου μιας γλώσσας, η οποία ωστόσο αποκλείει τους ξένους.

Μιλώντας για ψυχανάλυση, πιστεύω πως ο Φρόιντ στα γερμανικά δεν είναι διόλου ο ίδιος με τον Φρόιντ στα γαλλικά… Οι περισσότερες διατυπώσεις του έχουν μία δύναμη εννοιολογική που ξεπερνάει τα γλωσσικά σύνορα. Οι περισσότερες, όχι όμως και όλες. Βέβαια, με τη μετάφραση αλλάζει και η διάθεση. Τα κείμενα του Φρόιντ μεταφέρουν στο σύνολό τους ένα κλίμα, μία ατμόσφαιρα που, κάποτε, δεν ξεπερνάει τα σύνορα της γλώσσας του πρωτότυπου. Υπάρχουν ορισμένες έννοιες που, δυστυχώς, έχασαν πλήρως το πρωταρχικό τους νόημα μέσα από τη γαλλική μετάφραση. Στα γερμανικά η ατμόσφαιρα λέγεται Stimmung, για παράδειγμα. O όρος αυτός περιέχει τη λέξη Stimme που σημαίνει «φωνή». Υπάρχουν λέξεις που, καθώς τις προφέρουμε μεταδίδουν μία ατμόσφαιρα μουσική. Η γλώσσα του Φρόιντ είναι πολύ απλή και κατανοητή σε όλους. Ωστόσο μεσολαβούν διάφορες μεταφράσεις που συχνά προσθέτουν καταχρηστικές ερμηνείες στα κείμενα και παραχαράσσουν κυριολεκτικά τα πρώτα νοήματα του Φρόιντ. Αυτές οι ψευδο-μεταφράσεις απέκτησαν όμως καθεστώς δόγματος για ορισμένους αναγνώστες, γι’ αυτούς κυρίως που δεν μιλούν γερμανικά, που έχουν μόνον σχολικές γνώσεις της γερμανικής, ή που δεν κατανοούν τη γλώσσα, κι επομένως δεν μπορούν να κρίνουν. Κρίμα πραγματικά κρίμα, για την ανάγνωση του Φρόιντ. Θα αναφερθώ πιο συγκεκριμένα για παράδειγμα στον όρο Werwerfung, που μεταφράστηκε στα γαλλικά, χάρη στον Λακάν, ως forclusion (διάκλειση) κι έκτοτε αποδίδεται με αυτόν τον όρο. Όμως πρόκειται καθαρά για παρερμηνεία, διότι η λέξη Werwerfung σημαίνει απλά «απόρριψη» και οποιοσδήποτε χρήστης της γερμανικής γλώσσας χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο χωρίς καμία αναφορά σε νομικά θέματα. Ενώ, στη Γαλλία, δεν υπάρχει περίπτωση να χρησιμοποιήσει κανείς στην καθημερινότητά τον όρο forclusion. Iδού πώς αλλάζει πλήρως η ατμόσφαιρα!

Οπωσδήποτε, όσο πιστή και να είναι μια μετάφραση, πιστεύω ότι πάντα αλλάζουμε ανεπαίσθητα διάθεση περνώντας από τη μια γλώσσα στην άλλη. Αισθάνομαι και γνωρίζω ότι δεν είμαι απολύτως η ίδια, ανάλογα με τη γλώσσα που μιλώ. Kαι ούτε ως αναλύτρια είμαι η ίδια. Στην ουσία θα προτιμούσα να μην φαίνεται η διαφορά. Εφόσον αυτό που κρύβουμε μέσα στις πτυχώσεις μιας γλώσσας είναι κάτι το ιδιαίτερα οικείο. Το πρόβλημα δεν είναι τόσο τα λεγόμενα, όσο αυτά τα οποία δεν λέγονται και που δημιουργούν και διαφορά, σμιλεύουν το οικείο. Κάτι που γνωρίζουν βέβαια οι καλοί μεταφραστές ενώ οι κακοί σαλπίζουν ηχηρά […].

Η μητρική γλώσσα δεν είναι απαραίτητα αυτή που μιλούμε καλύτερα, ούτε αυτή που μας επιτρέπει να πούμε τα περισσότερα. Πρόκειται αναμφίβολα για τη γλώσσα στην οποία μοιραζόμαστε με τους άλλους αυτά που δεν λέγονται. Μητρική γλώσσα είναι αυτή που αντιστέκεται περισσότερο, που κρύβει καλύτερα τα ίχνη, τις ουλές, που διατηρεί τους μώλωπες των πληγμάτων που δεχτήκαμε. Η μητρική γλώσσα είναι μια μνήμη που δεν περιέχει απαραίτητα αναμνήσεις […] Κάθε επιτυχημένη αφήγηση είναι ταυτόχρονα και μια νίκη επί του αισθαντικού ρίγους που προκαλεί η μητρική γλώσσα αλλά και μια κεκαλυμμένη εκδήλωση της παρουσίας της. Συχνά αναρωτιόμουν σε ποια γλώσσα άραγε άκουγα εγώ, ως αναλύτρια.