- Marginalia - https://marginalia.gr -

Σκιτσάροντας συναισθήματα για τον εμφύλιο πόλεμο

Λευτέρης Παπαθανάσης (boban)
Τέρμινους
Εκδόσεις ΚΨΜ, 2017, 216 σελίδες

Η δεκαετία του 1940 αποτελούσε πάντα ένα δύσκολο θέμα για μένα. Μου ήταν πάρα πολύ δύσκολο να διαχειριστώ συναισθηματικά τη μεγάλη ήττα του εαμικού κινήματος. Οι εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που ενεπλάκησαν στην αντίσταση και συνέβαλαν καθοριστικά στην απελευθέρωση της χώρας από τα φασιστικά στρατεύματα κατοχής ήταν οι νικητές. Αυτοί οι άνθρωποι τελικά βρέθηκαν εκτελεσμένοι, βιασμένοι, κρεμασμένοι, ή στην καλύτερη περίπτωση χωρίς περιουσίες, εξόριστοι σε ξένες χώρες, χωρίς οικογένεια ή με τις οικογένειες, με τα παιδιά τους χαμένα. Και αυτοί ήταν όλος ο πλούτος και ο ανθός της ελληνικής κοινωνίας, οι πιο συγκροτημένοι, οι πιο μορφωμένοι, οι πιο τίμιοι και αξιοπρεπείς άνδρες και γυναίκες. Αυτό το αίσθημα της μη δικαίωσης και της ατομικής καταστροφής, η ίδια η ήττα και ο φόβος της ήττας αποτελεί το μεγαλύτερο φάντασμα που έκτοτε στοιχειώνει το ελληνικό εργατικό και το κομμουνιστικό κίνημα. Κάποτε ένας παλιός αγωνιστής της αριστεράς είχε σχολιάσει όσα βερμπαλιστικά άκουγε από τους νεότερους: «Μιλάτε για επανάσταση! Αλλά δεν ξέρετε τι σημαίνει επανάσταση και τι μεγάλη καταστροφή φέρνει η ήττα. Αυτά ήταν μαύρα χρόνια».

Το «Τέρμινους» λοιπόν είναι ένα εικονογραφημένο αφήγημα για τους ανθρώπους του εμφυλίου. Βέβαια, με τα θέματα της εποχής αυτής έχουν ασχοληθεί σχεδόν όλες οι ανθρωπιστικές επιστήμες και οι τέχνες: η ιστοριογραφία, οι επιστήμες της μνήμης, η ανθρωπολογία, η λογοτεχνία, η ποίηση, το ιστορικό ή πολιτικό ντοκιμαντέρ, ο κινηματογράφος, το θέατρο, η τηλεόραση. Τι διαφορετικό μπορεί λοιπόν να προσφέρει ένα κόμικ για τη δεκαετία του 1940; Έχοντας μάλιστα διαβάσει και θαυμάσει τον Παπαθανάση για την «Πάπισσα Ιωάννα» του, εύκολα αναρωτιέσαι ποιες είναι οι διαφορές και οι ομοιότητες.

Ο συγγραφέας – σκιτσογράφος επιχειρεί με το «Τέρμινους» ένα άλμα. Πρώτα-πρώτα, ένα θέμα για τον εμφύλιο δεν έχει εκ των πραγμάτων την πολιτική ευρύτητα, έστω στο πεδίο των ενδιαφερόντων των αναγνωστών, που έχει ένα τόσο διάσημο κλασικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Ο Παπαθανάσης κινητοποιείται για να σχεδιάσει τον ελληνικό εμφύλιο ακολουθώντας μια άλλη διαδρομή πρωταρχικών κινήτρων, πολύ πιο εσωτερικά, πολύ πιο δικά του, βαθιά οικογενειακά, που έχουν στιγματίσει τις δικές του παιδικές μνήμες, που έχουν τραυματίσει την οικογένειά του, που έχουν χαράξει την πολιτικοποίησή του. Ακολουθεί το δρόμο των προφορικών αφηγήσεων των ανθρώπων του στενού και ευρύτερου οικογενειακού κύκλου και φτιάχνει τελικά ένα αφήγημα για όλη την ελληνική αριστερά. Πολλοί πήραν ένα κασετόφωνο και κατέγραψαν τις μαρτυρίες και τις αγωνίες των μαχητών του ΕΛΑΣ και των επιγόνων τους. Άλλοι τις έκαναν βιβλία και φιλμ, ο Λευτέρης Παπαθανάσης τις έκανε κόμικ. Ο καθένας με την τέχνη του.

Ο Λευτέρης Παπαθανάσης ρητά ξεκαθαρίζει ένα πράγμα: γράφει από την πλευρά του στρατοπέδου της εαμικής εξέγερσης, την πλευρά των ηττημένων. Ως εκ τούτου, δεν αναζητά την αποστασιοποίηση κάποιας δήθεν αντικειμενικότητας. Σε αυτό ακριβώς όμως το πλαίσιο, στον ασφαλή χώρο των κομμουνιστών, είναι αποφασισμένος να μην αποκρύψει πολλές δύσκολες αλήθειες. Εξάλλου, ποια αντικειμενικότητα; Σε μια ταξική και βαθιά εκμεταλλευτική κοινωνία, ο μόνος που έχει συμφέρον να αποκρύψει την αλήθεια είναι ο εκμεταλλευτής. Ακόμη περισσότερο, ο συγγραφέας, δεδηλωμένος τροτσκιστής της εποχής μας, όχι μόνο δεν αποκηρύσσει την σταλινογενή εαμική παράδοση, αλλά δηλώνει ευθαρσώς ότι η σημερινή αριστερά σε όλες τις εκδοχές της αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα, θελητά ή αθέλητα, αυτής της παράδοσης. Για αυτόν τον λόγο νιώθω ότι το «Τέρμινους» είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό αφήγημα ιστοριών για τον εμφύλιο. Θα τολμούσα να ισχυριστώ πως αποτελεί μια αναμέτρηση ενός κομμουνιστή της δικής μας εποχής με το σκληρό παρελθόν της κομμουνιστικής αριστεράς στην Ελλάδα. Το κομμουνιστικό παρελθόν γυμνό στο μάτι ενός σύγχρονου κομμουνιστή και ως εκ τούτου εξίσου γοητευτικό και τρομακτικό. Είναι μια αναμέτρηση με όλες τις πλευρές της επανάστασης, τις φωτεινές και τις σκοτεινές, αλλά κυρίως τις δεύτερες.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, το «Τέρμινους» αποτελείται, όπως έχει αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας, από ιστορίες που λέγονται ψιθυριστά στο σκοτάδι. Μάλιστα, στα αρχικά σχέδιά του υπήρχε ένα σκίτσο, το οποίο όμως δεν ενέταξε στην τελική εκδοχή του βιβλίου, που αποτυπώνει αυτή την εικόνα. Σε κάθε περίπτωση, με το «Τέρμινους», αυτές οι ιστορίες έρχονται στο φως. Το φως όμως παραμένει σκοτεινό και σε κάποια σημεία εξπρεσιονιστικό. Και πράγματι όλο το βιβλίο μοιάζει με το ξέσπασμα μιας ασίγαστης φλόγας. Αν ακούει κανείς μάλιστα τον Παπαθανάση να μιλάει για αυτό, το καταλαβαίνει καλύτερα. Το «Τέρμινους» ήταν ένα συναίσθημα που κατέτρωγε τον συγγραφέα, έβραζε μέσα στο καζάνι-μελανοδοχείο του για χρόνια, κι όταν έφτασε στην επιφάνεια, εκτονώθηκε καθώς διαχύθηκε με μελάνι πάνω στο χαρτί.

Το εικονογράφημα, εκτός από τις εντυπώσεις των ιστοριών της αντίστασης και του εμφυλίου, αποτελείται από συναισθήματα αλλά και οράματα πάσης φύσεως, που «τρέφονται» ή πυροδοτούνται από την αδιάκοπη εναλλαγή της νίκης με την ήττα των δυνάμεων του άξονα του καλού. Κρύβει μέσα του την απαισιοδοξία και την απογοήτευση του κουρασμένου αλλά και την αισιοδοξία του ξεσηκωμένου ανθρώπου, που προσβλέπει σε ένα καλύτερο κόσμο, σε ένα καλύτερο αύριο και θυσιάζεται για αυτόν. Κατά τη δεκαετία του 1940, οι ήττες και οι εξεγέρσεις λειτούργησαν διαδοχικά. Κάθε ήττα πυροδοτούσε μία νέα εξέγερση μέχρι τη μεγάλη ήττα το 1949. Συγκεκριμένα λοιπόν, η ήττα στον πόλεμο του 41, μία ήττα αντιφατική αφού ο ελληνικός στρατός στα βουνά της Πίνδου ήταν νικηφόρος, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την αντίσταση. Στη συνέχεια, η ήττα των αντιστασιακών δυνάμεων, μία ήττα εξίσου αντιφατική, αφού το εαμικό κίνημα είχε απελευθερώσει την Ελλάδα από τις κατοχικές δυνάμεις, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για το δεύτερο αντάρτικο, το λεγόμενο εμφύλιο πόλεμο. Αυτή η διαρκής μετάβαση από την ήττα στην εξέγερση αποτελεί έναν βασικό κρίκο στην ιστορία που πραγματεύεται ο Λευτέρης στο «Τέρμινους». Μάλιστα, η έκπληξη είναι διακριτή στο βλέμμα των σκίτσων, ιδιαίτερα σε εκείνα των Δεκεμβριανών, όπου οι εαμικοί απευθύνονται στους συμμάχους Βρετανούς οι οποίοι τους πυροβολούν.

Κάθε σελίδα με σκίτσα κατακλύζεται λοιπόν από μια περίεργη, θα έλεγε κανείς, εκφραστικότητα. Διότι, όπως ο Παπαθανάσης δηλώνει, το «Τέρμινους» παραμένει ένα κόμικ, σαν αυτά με τον Ντόναλντ Ντακ, ανήκει δηλαδή σε αυτήν την κατηγορία. Τα περισσότερα σκίτσα είναι απλά, χωρίς έντονες γραφιστικές εκφράσεις στα πρόσωπά τους ή έχουν στοιχεία ακόμα και κωμικά. Τα χέρια τους μάλιστα έχουν τέσσερα δάχτυλα, μία ρητή αναφορά του σκιτσογράφου στο αμερικάνικο κόμικ. Η εκφραστικότητα που νιώθει κανείς να εκτονώνεται μέσα από κάθε σκίτσο προέρχεται κυρίως από την ένταση που προκαλεί το περιβάλλον ή αφήγηση, παρά το ίδιο το σκίτσο. Μάλιστα, ο Παπαθανάσης έχει δεχτεί κριτική για αυτήν την τεχνική του. Υπάρχουν όμως σκίτσα απαράμιλλης εκφραστικότητας, όπως για παράδειγμα στη σελίδα 137, όταν ο αντάρτης, κατηγορούμενος στο στρατοδικείο, αρνείται να απολογηθεί. Και τα σκίτσα αυτής της κατηγορίας είναι πάρα πολλά. Πολλά σκίτσα μοιάζει να έχουν βγει από γερμανικές ταινίες του μεσοπολέμου ή από την ταινία του Όρσον Γουέλς [1] «Πολίτης Κέιν [2]». Για παράδειγμα στη σελίδα 136, απεικονίζεται ένας σταυρός φτιαγμένος από δολάρια μπροστά από εκατοντάδες διαφορετικά πρόσωπα. Ο σταυρός αυτός είναι ο σταυρός του μαρτυρίου του κάθε ηττημένου αγωνιστή.

Σε κάθε περίπτωση, το Τέρμινους μοιάζει ως ένα σημείο με έναν καταραμένο κόσμο φωτός και σκιών, όχι μόνο ως προς τις γραφιστικές φωτοσκιάσεις, αλλά και ως προς τις συναισθηματικές. Παράξενες γωνίες λήψης, ατμοσφαιρική φωτοσκίαση, έντονη αντίθεση άσπρου-μαύρου, σκιές και απόκοσμες σιλουέτες. Αυτή η αίσθηση δεν προκύπτει μόνο από το σχεδιαστικό παιχνίδισμα, αλλά και από τα νοήματα των ιστοριών ή καλύτερα από τον συνδυασμό και των δύο. Υπάρχουν πολλές τέτοιες σκηνές στις οποίες όλο το συναίσθημα και το βάρος της στιγμής αποδίδονται εικονικά και συμβολικά. Οι αντάρτες παραδίδουν τα όπλα τους μετά τη Βάρκιζα και στη συνέχεια σκιτσάρονται γυμνοί, όπως ένιωσαν χωρίς όπλα. Λίγο πριν, ο ήρωας συλλογιέται πως για να αποκτήσει αυτό το πιστόλι που μόλις παρέδωσε σκοτώθηκαν τρεις συναγωνιστές από το χωριό του.
Παρότι οι ήρωες είναι σαφείς και ξεκάθαροι, το «Τέρμινους» μοιάζει με ονειρική κατάσταση. Τα γεγονότα μπερδεύονται με τη μνήμη, οι ζωντανοί αναμετριούνται με τους νεκρούς και το παρόν με το παρελθόν. Σε αυτή την ονειρική κατάσταση ο εφιάλτης εναλλάσσεται με την ονείρωξη, ο πόνος με τη χαρά. Οι σύγχρονοι άνθρωποι παρεμβαίνουν στην ιστορία και συνομιλούν με τους ανθρώπους της ιστορίας. Σχολιάζουν τα γεγονότα και τις σκηνές, είναι η σκέψη του συγγραφέα. Συγκεκριμένα, οι βασικοί πρωταγωνιστές είναι δύο: ο νεκρός θείος αντάρτης και ο μικρός ανιψιός του που θέλει να επικοινωνήσει με το μεγάλο οικογενειακό ήρωα και ταυτόχρονα να σιγουρέψει αν αξίζει να συνεχίσει την παράδοση των αγώνων. Ουσιαστικά, ο Παπαθανάσης αναμετριέται με τα πιο πρωταρχικά ερωτήματα της στράτευσης στον κομμουνισμό που αντιμετωπίζει σήμερα ένας νεαρός αγωνιστής: αξίζει να πολεμήσω και να θυσιαστώ όπως οι παλιοί;

Ειδικά το τελευταίο μέρος του εικονογραφημένου αφηγήματος φαίνεται να απαντά στο πνεύμα του βιβλίου του Χρόνη Μίσσιου [3] «Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» [4]. Εκεί σε μια σκηνή, ο συνοδός χωροφύλακας απευθύνεται στον κομμουνιστή καθώς τον οδηγεί στη φυλακή και του δείχνει την αδιαφορία των απλών ανθρώπων που ζούσαν την ζωή τους ευτυχισμένοι: «”Βλέπεις, βρε μαλάκα; Ποιος νοιάζεται για σένα; Πας για εκτέλεση κι είσαι μονάχα δεκάξι χρονών”». Στο «Τέρμινους» λοιπόν ο νεκρός αντάρτης, που πέθανε νωρίς και δεν έμαθε τη συνέχεια, ενημερώνεται μετά θάνατο για την εξέλιξη του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα και διεθνώς. Αυτή η μεταθανάτια συνάντηση στο όνειρο μοιάζει να εξελίσσεται στην δοκιμασία της κομμουνιστικής πίστης του νεκρού ή ακόμη καλύτερα μοιάζει με την κόλαση κάθε νεκρού κομμουνιστή. Αν ο Ιησούς στην έρημο αναμετρήθηκε με την προοπτική να ζήσει μια επίγεια ανθρώπινη ζωή ως άνθρωπος και να εγκαταλείψει την θυσία για χάρη της ανθρωπότητας, ο νεκρός αντάρτης αναμετριέται στο δικό του όνειρο με το ακριβώς αντίθετο. Έρχεται δηλαδή αντιμέτωπος με το προκλητικό ερώτημα: ήταν όντως η πλευρά για χάρη της οποίας εκτελέστηκε η πλευρά που πάλευε για το σωστό; «Δεν είχαμε δίκιο παιδί μου, αν είχαμε νικήσει θα είχαμε καταστραφεί», λέει ο προδότης στο νεκρό. Την απάντηση του συγγραφέα την αφήνω στους επίδοξους αναγνώστες. Γι’ αυτό το λόγο το κόμικ δεν είναι «εύκολο», ούτε όμως «δύσκολο» με την έννοια των δυσκολοχώνευτων εκφράσεων. Ο ονειρώδης και εξπρεσιονιστικός χαρακτήρας του επιβάλει επιμονή και κόπο να προσεγγίσει ο αναγνώστης τη συναισθηματική φόρτιση και συνάμα τη νοηματική διεργασία που εξελίσσει τις ιστορίες. Και αυτή η διαδικασία είναι συνειδητή επιλογή του συγγραφέα, είναι η άποψή του για την τέχνη.

Έχει μια μικρή σημασία να σταθούμε σε κάποια σημεία του βιβλίου που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον. Στο «Τέρμινους» οι γυναίκες είναι ένοπλες και είναι περήφανες γι’ αυτό, είναι ισότιμες με τους άντρες και αυτό τις καθιστά ερωτικές. Είναι όμορφες γιατί είναι μαχήτριες. Από την άλλη, ο έρωτας είναι ένα πολύ επικίνδυνο παιχνίδι, ο αντάρτης του ΕΛΑΣ που συνευρίσκεται με μία γυναίκα του χωριού, κατηγορείται για βιασμό και εν τέλει εκτελείται. Στο σημείο αυτό, ο Παπαθανάσης αποκαλύπτει μια πτυχή του αντάρτικου πολύ δυσάρεστη και ενοχλητική. Ο ελεύθερος έρωτας σε αυτά τα χωριά παρέμενε επιλήψιμος. Η εν δυνάμει σεξουαλική επανάσταση που ένα αντάρτικο μπορεί να προκαλέσει μπλοκαρίστηκε ως ένα ζήτημα που δεν αφορούσε το παρόν και απειλούσε το μεγάλο στόχο. Από την άλλη η εκτέλεση για μια τέτοια βαριά κατηγορία σημαίνει την καθυπόταξη των ατομικών ενστίκτων στη μεγάλη υπόθεση. Ο αξιωματικός είναι σαφής: «Είδατε όλοι τι έγινε σήμερα, όσο είστε στο λαϊκό στρατό τον πούτσο σας θα τον έχετε για κατούρημα».

Ως γνωστό, στην επανάσταση του 1821 το βρίσιμο του αντιπάλου αποτελούσε ίδιον του ανταρτοπόλεμου. Οι επαναστατημένοι Έλληνες αντάλλαζαν βρισιές και ατάκες με τους αντιπάλους τους, ο καθένας από την κρυψώνα τους. Το ίδιο σκηνικό, οικείο σε κάθε πόλεμο χαρακωμάτων, παρουσιάζεται να συμβαίνει και στον εμφύλιο. Σε μια σκηνή του «Τέρμινους», ο νεαρός κομμουνιστής είναι πολύ περήφανος που επικρατεί σε μια τέτοια ανταλλαγή ύβρεων με τον μοναρχοφασίστα εχθρό και αποζητά την επιβράβευση από τον αξιωματικό του. Ο αξιωματικός τον επιβραβεύει, αλλά ταυτόχρονα του κάνει μια παρατήρηση: «την άλλη φορά να είναι πιο πολιτικός». Και αυτή είναι η τεράστια διαφορά του εαμικού και κομμουνιστικού αντάρτικου από το αντάρτικο του 1821. Μπορεί το ΕΑΜ και ο ΔΣΕ να είχαν εντάξει μέσα στο συλλογικό συνειδησιακό των μαχητών ως το ξαναζωντάνεμα του 21, το πολιτικό ήθος και το όραμα στους μαχητές του λαϊκού στρατού ήταν όμως πολύ πιο δυνατό. Και αυτό το στοιχείο καθιστά τους ήρωες της δεκαετίας του 1940 πολύ πιο δυνατούς από τον Καραϊσκάκη, για παράδειγμα. Στην προαναφερθείσα σκηνή παρουσιάζονται και οι δεύτερες σκέψεις και οι αμφιβολίες των μαχητών για τη σοβιετική πατρίδα. Ο νεαρός ελασίτης «τάπωσε» τον μοναρχοφασίστα απαντώντας με σιγουριά πως ο Στάλιν θα τους δώσει όπλα. Όμως ο αξιωματικός αναρωτιέται αν αυτό θα γίνει όντως. Κι εδώ ο Παπαθανάσης πάλι σέβεται τους ήρωές του. Δεν προβάλει τις δικές του απόψεις, αλλά αφήνει τους ήρωες να αμφισβητούν μέσα στα πολιτικά όρια που αυτό ήταν δυνατό στους ίδιους.

Επίσης, ο σκιτσογράφος φαίνεται ότι κατανοεί, αποδέχεται και ακολουθεί αυτό το πνεύμα και σε άλλες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, επιλέγει να σεβαστεί τη σεμνότητα των μαχητών του ΕΛΑΣ και δεν εμφανίζει ούτε γυμνά ούτε αισθησιακές σκηνές, όπως στην «Πάπισσα Ιωάννα». Εκεί ο άθρησκος Παπαθανάσης μπορούσε να είναι εύκολα –και σωστά– ιερόσυλος απέναντι στην εκκλησία. Ωστόσο, το χέρι του μάλλον δεν του επέτρεπε, αν και φαίνεται να ταλαντεύτηκε, να θίξει την ιερότητα των ανθρώπων που αγωνίστηκαν για έναν καλύτερο κόσμο. Χαρακτηριστική περίπτωση η κατάθεση των όπλων του ΕΛΑΣ μετά τη συνθήκη της Βάρκιζας στην οποία ήδη έχουμε αναφερθεί. Παρότι τους σκιτσάρει γυμνούς, για να καταδείξει το αίσθημα της γύμνιας που βίωναν εκείνη τη στιγμή, αποφεύγει να σχεδιάσει όλη τη γύμνια. Το ίδιο ισχύει και στη μοναδική ερωτική σκηνή. Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν αποκάλυψε τη γύμνια των εραστών για να καταδείξει τη γρηγοράδα με την οποία όλα συνέβαιναν. Πιθανόν αυτό να είχε στο μυαλό του. Η αλήθεια είναι πάντως πως ο έντονα αισθησιακός Παπαθανάσης και τα χαρακτηριστικά γυμνά του απουσιάζουν εντελώς από το κόμικ.

Ο Παπαθανάσης αποφασίζει να υιοθετήσει μια αιρετική εκδοχή του ελληνικού εμφυλίου πολέμου. Επιμένει να αντιλαμβάνεται ως κύριο διακύβευμα την τάση των κοινοτήτων να αυτοκυβερνηθούν και άρα διαβλέπει μια εγγενή σύγκρουση με το κράτος είτε αυτό ελέγχεται από του Γερμανούς είτε στη συνέχεια από τους Έλληνες πρώην συνεργάτες τους. Προφανώς, η κατοχή είναι μια τομή και η απελευθέρωση μια άλλη και η έναρξη του δεύτερου αντάρτικου μια τρίτη που προσδίδουν διαφορετικές διαστάσεις στις εμφύλιες συγκρούσεις. Ωστόσο, υπάρχει μια συνέχεια που συνδέει τις ένοπλες συγκρούσεις κατά τη διάρκεια της κατοχής με εκείνες μετά την απελευθέρωση. Για τον Παπαθανάση η ελληνική σημαία δεν είναι απλώς ένα εθνικό σύμβολο, αλλά ένα σύμβολο με διαφορετικό περιεχόμενο και νόημα ανάλογα με το χέρι που το κρατάει. Κατά τις ημέρες της απελευθέρωσης η ελληνική σημαία συνοδεύεται από τις λέξεις ελευθερία και λαοκρατία, ενώ λίγες σελίδες πιο μετά η ελληνική σημαία καλύπτει το λόγο του δεξιού πολιτικού, δίπλα από τα κομμένα κεφάλια των ανταρτών. Στη συνέχεια συμβολίζει τη θάλασσα και στο τέλος ο αντάρτης δεν αναγνωρίζει τίποτε δικό του σε αυτή.

Τι ήταν όμως το «Τέρμινους» από το οποίο άντλησε τον τίτλο; Οι ιστορίες διεξάγονται στην Ήπειρο και συγκεκριμένα στα Τζουμέρκα. Η περιοχή αυτή έζησε την πολεμική δεκαετία περισσότερο έντονα από άλλες. Οι κάτοικοι έζησαν τον ελληνοϊταλικό πόλεμο και ένιωσαν τη χαρά της νικηφόρας επέλασης του ελληνικού στρατού να γίνει πράξη με τις δικές τους θυσίες, βίωσαν το τραύμα της ήττας και την αίσθηση της προδοσίας, είδαν τους φαντάρους να επιστρέφουν και να κρύβουν τα όπλα πιστεύοντας σε ένα νέο γύρο αντιπαράθεσης με τον εχθρό, γι’ αυτό ενεπλάκησαν δυναμικά στην αντίσταση.

Τα κηρύγματα του ΕΑΜ βρήκαν πρόσφορο έδαφος. Ο ΕΛΑΣ στην Ήπειρο την περίοδο της Κατοχής έδωσε φονικότατες μάχες ενάντια στους Ιταλούς και Γερμανούς, ανατίναξε γέφυρες, δρόμους, έκανε πολλά σαμποτάζ. Στα τέλη του 1944 η 8η Μεραρχία του ΕΛΑΣ αριθμούσε πάνω από 5.000 αντάρτες. Βέβαια, η παρουσία του ΕΔΕΣ (Εθνικού Δημοκρατικού Ελληνικού Συνδέσμου) υπήρξε πολύ έντονη στην περιοχή. Στην πράξη ο ΕΔΕΣ βασιζόταν εν πολλοίς στην υπάρχουσα πατριαρχική και ανδροκρατική δομή και στην ελπίδα για χρήματα από τους Βρετανούς. Από αυτήν την άποψη, βρισκόταν στο ιδεολογικό και αξιακό αντίποδα του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Στην περίπτωση των Τζουμέρκων, ο ρόλος των συγγενικών δικτύων στην πολιτική ένταξη υπήρξε σημαντικός.

Ο λεγόμενος «πρώτος γύρος» του ελληνικού εμφυλίου πολέμου διεξήχθη κυρίως στην Ήπειρο, από τον Οκτώβριο του 1943 μέχρι το Φεβρουάριο του 1944. Σε πολύ γενικές γραμμές, η σύγκρουση εγκαινιάσθηκε με γενική επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον των ΕΟΕΑ, στις 9–10 Οκτωβρίου 1943. Στις 30 Δεκεμβρίου 1944, τα τελευταία τμήματα των ΕΟΕΑ εγκατέλειπαν την Πρέβεζα επιβιβαζόμενα σε βρετανικά και ελληνικά πλοία. Προορισμός τους ήταν η Κέρκυρα, περιοχή που επιλέχθηκε μετά από επιμονή των εδεσιτών. Συνολικά 8500 περίπου αντάρτες διεκπεραιώθηκαν στο νησί. Ουσιαστικά ο ρόλος τους είχε λήξει. Στις 12 Φεβρουαρίου 1945 υπογράφηκε μεταξύ της κυβέρνησης Πλαστήρα και του ΕΑΜ η συμφωνία της Βάρκιζας που προέβλεπε, μεταξύ άλλων, τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, αποκατάσταση πολιτικών ελευθεριών, αμνηστία των πολιτικών εγκλημάτων, λύση του πολιτειακού με δημοψήφισμα και διενέργεια εκλογών. Η συμφωνία δεν εφαρμόστηκε ποτέ, καθώς οι κυβερνήσεις δεν προχώρησαν σε γενική αμνηστία και ανέχτηκαν τη δράση παρακρατικών οργανώσεων στην ύπαιθρο, όπου ακόμη ίσχυε ο στρατιωτικός νόμος, εναντίον πρώην μελών του ΕΛΑΣ αρχικά και των αντιπάλων της μοναρχίας κατόπιν. Οι αντάρτες του ΕΔΕΣ επέστρεφαν στον τόπο τους με διαθέσεις αντεκδίκησης για τη συμπεριφορά του ΕΛΑΣ. Έτσι, συγκροτήθηκε ο Δημοκρατικός Στρατός της Ελλάδας.

Ο Δημοκρατικός Στρατός στα πρώτα βήματά του στηρίχτηκε στην εμπειρία του ΕΛΑΣ από την Κατοχή. Μικρές ομάδες ανταρτών (που μπορούσαν να φτάσουν 60–70 άνδρες), διάσπαρτες και χαλαρά συνδεδεμένες, με έντονη πρόσδεση στις τοπικές κοινωνίες από τις οποίες οι αντάρτες προέρχονταν και το έδαφος που γνώριζαν, και καθοριστικό το ρόλο του αρχηγού ως προς τη φυσιογνωμία και τη δράση της ομάδας. Στις αρχές του 1947 ο Δημοκρατικός Στρατός έλεγχε το μεγαλύτερο μέρος των ορεινών όγκων της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και τμήματα της Ηπείρου.

Το σχέδιο «Τέρμινους» ήταν ένα σύνολο επιχειρήσεων του Εθνικού Στρατού υπό την καθοδήγηση των Βρετανών με αυτό το γενικό κωδικό όνομα. Το Γενικό Επιτελείο Στρατού εκτιμούσε τη δύναμη του Δημοκρατικού Στρατού στις αρχές του 1947 σε 12.200–16.500 άνδρες. Οι αριθμοί αυτοί ήταν υπερβολικοί. Στην πραγματικότητα έφταναν τις 9.000–10.000, που κατείχαν σταθερά μεγάλα ορεινά συγκροτήματα στην Πίνδο (Γράμμο, Βίτσι, Μουργκάνα) και στη σειρά ορέων της Μακεδονίας-Θράκης (Καϊμακτσαλάν, Μπέλες, Ροδόπη). Ο Δημοκρατικός Στρατός υπολόγιζε και στη μαζική υποστήριξη του πληθυσμού στις περιοχές που κατείχε και σε όσες θα καταλάμβανε. Ο Εθνικός Στρατός ανερχόταν σε 120.000 άνδρες και επιπλέον 30.000 της Χωροφυλακής. Αλλά τώρα είχε αποκτήσει σπουδαίο σύμμαχο την πολεμική αεροπορία (ΕΒΑ), που ο ρόλος της γινόταν διαρκώς πιο ουσιαστικός και σοβαρός. Δεν θα παραλείψουμε και τους MAY, μαζί με τις παρακρατικές ένοπλες ομάδες. Ώστε συνολικά το ανθρώπινο ένοπλο δυναμικό του κράτους έφτανε πια τους 200.000 περίπου άνδρες, στις αρχές του 1947. Αλλά το κύριο όργανο, η παρατακτή δύναμη του στρατού, δεν υπερέβαινε τους 35.000 άνδρες, με οπλισμό όχι ακόμη επαρκή.

Τα σχέδια του Εθνικού Στρατού απέτυχαν. Το «Τέρμινους» κατέρρευσε, γιατί η τακτική των «κλοιών» ήταν έξω από τη μορφή του ανταρτοπόλεμου, που τον αγνοούσαν ακόμη οι αξιωματικοί. Και γιατί εφαρμοζόταν σε απαράδεκτο βαθμό η διασπορά των δυνάμεων. Η όλη εκστρατεία περιέλαβε 31 επιχειρήσεις με συμμετοχή 3–25 ταγμάτων, 35 επιχειρήσεις με 1–2 τάγματα και 857 επιχειρήσεις με μονάδες μικρότερες από τάγμα. Έτσι όμως διασπειρόταν η δύναμη του στρατού και πουθενά δεν ήταν σε θέση να καταφέρει συγκεντρωτικό ισχυρό πλήγμα. Γενικότερα το «Τέρμινους» –η μοναδική μεγάλη επιχείρηση της «αγγλοκρατίας»– έπεσε στο κενό γιατί ούτε η πείρα των αξιωματικών ούτε ο συσχετισμός δυνάμεων επέτρεπαν ακόμη στο στρατό να νικήσει.

Όχι τυχαία σε αυτή την συνεχή διαδοχή της νίκης με την ήττα, ο συγγραφέας επιλέγει να κρατήσει εκείνη τη στιγμή στην οποία οι αντάρτες συνέχιζαν να νικούν. Και αυτός δεν άντεχε το βάρος της ήττας. Είναι φανερός ο συμβολισμός και συνδέεται άμεσα με το τέλος του κόμικ. Το ίδιο απέτυχε και η επιχείρηση των νικητών του εμφυλίου να σβήσουν τη μνήμη και τη σημασία αυτών των αγώνων. Αυτό ήταν το θέμα του «Τέρμινους» του Παπαθανάση.