- Marginalia - https://marginalia.gr -

«Τα Χρόνια ανάμεσα», Βασίλης Τσιράκης: Από την προσφυγιά ως την Κατοχή

Τα Χρόνια ανάμεσα
Βασίλης Τσιράκης
Τόπος 2016 | 320 σελίδες

 

Το μυθιστόρημα «Τα χρόνια ανάμεσα» του Βασίλη Τσιράκη κυκλοφόρησε το 2016 μέσα σε ένα ρευστό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και παραπέμπει στα χρόνια ανάμεσα στους δύο παγκόσμιους πολέμους, περίοδος που υπήρξε επίσης εποχή ρευστότητας, ρήξεων και ανατροπών και ανήκει στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος. 

Το ιστορικό μυθιστόρημα, όπως εξηγεί ο Abrams, ξεκινώντας τον 19ο αιώνα με τον Sir Walter Scott, δεν περιορίζεται απλώς στο να αντλεί από την ιστορία το σκηνικό, πρόσωπα και γεγονότα, αλλά μεταχειρίζεται με τέτοιο τρόπο τα ιστορικά γεγονότα και ζητήματα, ώστε να έχουν ζωτική σημασία για τους κεντρικούς χαρακτήρες και την αφήγηση. Ορισμένα από τα σπουδαιότερα ιστορικά μυθιστορήματα χρησιμοποιούν επίσης τους πρωταγωνιστές και τη δράση τους για να αποκαλύψουν τις υπόγειες δυνάμεις που, κατά την άποψη του συγγραφέα, κινούν την ιστορική διαδικασία (Abrams, 1957). 

Σύμφωνα με τον Ούγγρο θεωρητικό Γκέοργκ Λούκατς, ιστορικό μυθιστόρημα είναι το λογοτεχνικό εκείνο είδος στο οποίο γίνεται απόπειρα να δημιουργηθεί μια δραματική δομή μυθοπλασίας μέσα σε μια αυστηρά οριοθετούμενη ιστορική εποχή, την οποία σκιαγραφεί ο δημιουργός του μετά από διεξοδική μελέτη των γεγονότων, των τόπων και των χαρακτήρων, όπως επίσης και των ενδυμασιών, των ηθών και συνηθειών, αλλά και του τρόπου ομιλίας που χρησιμοποιούσαν τα άτομα της εποχής που ο ίδιος επέλεξε για το έργο του.

Ο συγγραφέας ενός ιστορικού μυθιστορήματος καλείται να αντιμετωπίσει τόσο τα θέματα της ιστορικής ακρίβειας, όσο και το πρόβλημα της αναλογίας μεταξύ ιστορίας και μυθοπλασίας. Για τον μυθιστοριογράφο η ιστορία συγκροτείται από τα ευτελή και καθημερινά, από τα ταπεινά και αμελητέα, γι’ αυτό και μπορεί με το εμπειρικό υλικό που έχει στην διάθεσή του, να συμπληρώνει τα κενά της Ιστορίας, να επικυρώνει ή να αναιρεί διαισθητικά τις απαντήσεις των ερευνητικών ερωτημάτων του ιστορικού μέσω της ρητορικής δύναμης του μυθοπλαστικού του έργου. Εκθέτει την «εσωτερικότητα» της Ιστορίας, την οποία ο ιστορικός, παρασυρμένος από την επιστημονικότητα του έργου του, όχι μόνο παραβλέπει, αλλά δεν είναι σε θέση να ανασυνθέσει. Εμπνέει, αστικοποιεί σκηνές, σχεδιάζει ψυχογραφήματα, συνάγει από τα γεγονότα σύνθετα ατομικά κίνητρα και σκηνοθετεί διαπροσωπικές σχέσεις. Έτσι ο μυθιστοριογράφος καθιστά το παρελθόν οικείο στον αναγνώστη του· αυτό παύει πλέον να αποτελεί μια ψυχρή διαπραγμάτευση, και κάνει αισθητή τη σχέση του παρελθόντος με το παρόν, διαφορετικά η απεικόνιση της Ιστορίας είναι αδύνατη. (Μητροφάνης, 2013).

Το βιβλίο του Τσιράκη χωρίζεται σε τρία μέρη που καλύπτουν διαδοχικά τις χρονικές περιόδους 1922-25, 1931-36 και 1936-1943. Μολαταύτα η αφήγηση δεν είναι γραμμική καθώς επανέρχεται στο παρόν κάθε κεφαλαίου μέσα από συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον αφηγητή για να πει την ιστορία του στον αναγνώστη. Οι λειτουργίες που επιτελεί, εδώ, ο αφηγητής είναι η αφηγηματική και η σκηνοθετική-οργανωτική, δημιουργώντας την αίσθηση ότι όλη η δράση εκτυλίσσεται μπροστά στον φακό μιας κάμερας. Σε σχέση με τους άλλους παράγοντες της αφηγηματικής διαδικασίας είναι αφανής-καλυμμένος, περιορίζεται στη μετάδοση των γεγονότων χωρίς καμιά ανάμειξη από μέρους του. Ως προς τη συμμετοχή του είναι ετεροδιηγητικός γιατί δεν συμμετέχει στην ιστορία και ως προς την πράξη της αφήγησης είναι εξωδιηγητικός, αφηγητής πρώτου βαθμού. Αυτή η επιλογή αναδεικνύει την τάση για αποστασιοποίηση, σε μια διαρκή τριτοπρόσωπη αφήγηση.

Ο 20ός αιώνας άφησε βαθιά σημάδια στις ελληνικές πόλεις. Καμία ωστόσο δεν γνώρισε τόσο πολύμορφες αλλαγές, όπως η Θεσσαλονίκη η οποία σε λίγα μόλις χρόνια άλλαξε την εθνική της ταυτότητα και τον ευρύτερο χώρο επιρροής της. Στην πόλη άλλαξε η προέλευση και η σύνθεση του πληθυσμού, η παραγωγική υποδομή, ο κατοικημένος χώρος, η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία. Περισσότερο βαλκανική παρά μεσογειακή, κυρίως παραγωγική-διαμετακομιστική, παρά πολιτική, διοικητική, πολυεθνοτική παρά εθνική, διέθετε τις δικές της διασυνδέσεις με τον κόσμο. 

Όλες οι παραπάνω αλλαγές αποτυπώνονται ανάγλυφα στο μυθιστόρημα του Τσιράκη. Με αριστοτεχνικό τρόπο ο συγγραφέας δένει την τοπογραφία της πόλης με την πλοκή και τη ζωή των ηρώων. Καλός γνώστης της πόλης, συνθέτει την εικόνα της οικονομικής και πολιτικής της ζωής, μια εικόνα που δεν είναι στατική, αλλά μεταβάλλεται συνεχώς. 

Η ιστορία του βιβλίου δεν είναι μία, είναι πολλές προσωπικές ιστορίες. Οι ήρωες/ίδες είναι οι καθημερινοί τύποι που θα μπορούσε κανείς να συναντήσει στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου: πρόσφυγες, ντόπιοι Θεσσαλονικείς, χριστιανοί, εβραίοι, βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί, κομμουνιστές. Όλοι όσοι διαδραμάτισαν ρόλο εκείνη την περίοδο. Το βιβλίο ξεκινά με την άφιξη των προσφύγων το 1922 και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν όταν βρέθηκαν σε ένα τόπο που δεν ήταν προετοιμασμένος να τους δεχτεί και οι κάτοικοί του δεν τους ήθελαν. Αλλά και οι ίδιοι, αδυνατούσαν να αποδεχτούν αυτό που συνέβαινε. Πίστευαν ότι ήταν μια προσωρινή αναταραχή και σύντομα θα επέστρεφαν στα σπίτια τους. Όμως οι άνθρωποι αυτοί, παρά τις αρχικές δυσκολίες, έστησαν τη ζωή τους από την αρχή και αποτέλεσαν στη συνέχεια το πιο δυναμικό κομμάτι της ανθρωπογεωγραφίας της πόλης. Ο συγγραφέας «χρησιμοποιώντας» σαν ορόσημα τα μεγάλα ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα της εποχής, δημιουργεί την τοιχογραφία μιας χρονικής περιόδου είκοσι ετών, φτάνοντας μέχρι τις μέρες της αναχώρησης των τρένων για το Άουσβιτς.

Καθένας από τους φορείς ταυτότητας του μυθιστορήματος είναι ξεχωριστός, ωστόσο παρουσιάζουν κάποια κοινά στοιχεία. Οι ιστορικές ανατροπές, το ρευστό κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, από το οποίο εξαρτώνται οι ζωές και οι σχέσεις τους αποδομούν και δομούν εκ νέου τα στοιχεία που απαρτίζουν την ταυτότητά τους, εκούσια ή ακούσια, χωρίς να αφήνουν στο απυρόβλητο και την πόλη-φόντο της ιστορίας. Τα πρόσωπα του έργου συνδέονται ποικιλόμορφα μεταξύ τους και άρρηκτα με τα μεγάλα γεγονότα της εποχής τους, καθώς συμμετέχουν σε αυτά είτε ως «θύτες» είτε ως «θύματα» είτε περνώντας από την μια κατάσταση στην άλλη, θέτοντας μια σειρά ερωτήματα. Γατί ο κομμουνιστής ήρωας είναι Εβραίος; Γιατί ο βενιζελικός αξιωματικός Παπαμόσχου εμφορείται από αντισημιτισμό; Πώς ο καλοκάγαθος εργοστασιάρχης γίνεται στυγνός εκμεταλλευτής;

Οι ήρωες και οι ηρωίδες αποτελούν πρόσωπα αντιπροσωπευτικά της εποχής, φορείς όλοι και όλες των διαφορετικών τάσεων, αλλά και των οραμάτων και των απογοητεύσεων, που τη σημάδεψαν. Οι χαρακτήρες δεν είναι στάσιμοι, αλλά εξελίσσονται. Η ύπαρξή τους μέσα σε έναν αντιφατικό κόσμο, αλλά και οι προσωπικές τους συγκρούσεις και αντιφάσεις ενεργοποιούν την προσπάθειά τους να νοηματοδοτήσουν τη ζωή τους και να αφηγηθούν τη μικρή τους ιστορία μέσα στο πλαίσιο της μεγάλης αφήγησης.

Ως χρόνος της ιστορίας (temps raconté) νοείται ο φυσικός, ιστορικός χρόνος που διαρρέει ανάμεσα στα γεγονότα του μύθου, δηλαδή είναι ο ευθύγραμμος, ωρολογιακός και ημερολογιακός χρόνος του επιπέδου της ιστορίας, ο χρόνος μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων του 20ού αιώνα. Ως χρόνος της αφηγηματικής πράξης (temps racontant) νοείται ο χρόνος που χρειάζεται, για να αναγνωστεί το λογοτεχνικό κείμενο. Είναι ο ψευδοχρόνος των αναχρονισμών, του θρυμματισμένου χρόνου της ιστορίας. Όταν η ιστορία μετασχηματίζεται σε αφήγηση αναπτύσσεται μια ποικιλία χρονικών σχέσεων στην εξιστόρηση των γεγονότων και συμβάντων. 

Όπως επισημαίνει ο Genette, η παραδοσιακή αφήγηση, όπως εδώ του ιστορικού μυθιστορήματος, προσφεύγει συχνότερα σε αναλήψεις παρά σε προλήψεις, καθώς ο αφηγητής εμφανίζεται να ανακαλύπτει την εξέλιξη της ιστορίας την ώρα που την αφηγείται, μαζί δηλαδή με τον αναγνώστη, ώστε να διατηρηθεί αμείωτο το ενδιαφέρον του τελευταίου. Ο Στέφανος, ο Ελιάν, ο Αλέξανδρος, η Δάφνη φεύγουν δύο φορές ο καθένας για διαφορετικό λόγο από την πόλη, ωστόσο πάντα ξαναγυρίζουν. Οι επαναλαμβανόμενες αναδρομές στα ενδιάμεσα χρόνια, συμπληρώνουν τα κενά, λύνουν απορίες αποκαλύπτουν αιτίες και κίνητρα πράξεων, πληροφορούν για τις αλλαγές που έχουν υποστεί στη συνάντησή τους με τα μεγάλα γεγονότα της ιστορίας. 

Το ίδιο γίνεται και με αυτούς που μένουν. Κάθε φορά που εμφανίζεται ένα νέο πρόσωπο, ο αναγνώστης πληροφορείται για το παρελθόν του μέσα από συνεχείς αναλήψεις. Μετρήθηκαν πάνω από είκοσι μία βασικές αναδρομές, με αρκετά μεγάλη έκταση, ενώ οι πιο σύντομες είναι και πολυπληθέστερες.

Παράδειγμα: το αφηγηματικό παρόν του ήρωα στο δρόμο προς την πόλη «[…] Ο Νικήτας άνοιξε το βήμα του στον χωμάτινο δρόμο που οδηγούσε στο Ντεπό, πίσω του η Καλαμαριά έρημη και μουντή, μια στήλη καπνού λικνιζόταν πάνω από το λοιμοκαθαρτήριο του Μικρού Καραμπουρνού και ένα μαύρο σύννεφο λοξοκοιτούσε απειλητικά προς τους εγγλέζικους συμμαχικούς θαλάμους, στο διάβα του συναντούσε απομεινάρια σιδηροδρομικών γραμμών, λείψανα πυροβόλων, σκασμένα λάστιχα αυτοκινήτων και τσαλακωμένα φτερά αεροπλάνων ….», διακόπτεται από την αναδρομή στη ζωή του: «Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις εικοσιδυό του Αυγούστου του ’82, την ίδια μέρα με τον καλύτερο παιδικό του φίλο, τον Δημήτρη, τον γιο του Γληνού του κρασέμπορα που είχε την ταβέρνα στην Μπέλα Βίστα, μεγάλωσαν μαζί παίζοντας ξυλίκι στα Γυαλάδικα και τσερνέκια στο Παραλλέλι και στο δημοτικό κάθονταν πάντα στο ίδιο θρανίο…»

Στα «Χρόνια ανάμεσα» η περιγραφή ως αφηγηματική τεχνική εξυπηρετεί την αισθητική αναπαράσταση του τόπου, το σκηνικό της δράσης, αλλά και την προβολή στοιχείων που αιτιολογούν αυτή τη δράση των προσώπων. Στις μακροσκελείς πολλές φορές περιγραφές ο χρόνος μοιάζει να σταματά και η υπόθεση δεν εξελίσσεται, οπότε η επιβράδυνση προκαλεί αγωνία και αναμονή στον αναγνώστη. Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις περιγραφές των πόλεων οι εξαιρετικές, λεπτομερείς και εύστοχες περιγραφές της Θεσσαλονίκης που ανασυνθέτουν το πολιτιστικό της μωσαϊκό, το πολύτροπο αρχιτεκτονικό της πρόσωπο. Οι χώροι, οι δρόμοι των περιοχών αυτών ανασαίνουν και πεθαίνουν με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ανασαίνουν και πεθαίνουν οι άνθρωποι που τα δημιούργησαν, τα βάδισαν, τα κατοίκησαν, τα θαύμασαν, τα γκρέμισαν (Καραλή Αι.).

Η εναλλαγή γρήγορων ρυθμών στη δράση των προσώπων και εκτενών περιγραφών χαρακτηρίζει το έργο, με τέτοιο τρόπο ώστε η αφήγηση «αναπνέει», γίνεται πιο ζωντανή και δεν ξεπέφτει στην κουραστική μονοτονία.

Όσον αφορά τις ταυτότητες των προσώπων αυτές κατασκευάζονται μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο μέσω της καταγωγής, της θρησκείας αλλά κυρίως μέσω της ατομικής και συλλογικής δράσης τους, αναμειγνύοντας το ατομικό με το συλλογικό, το προσωπικό με το κοινωνικό. Η κατάληξη του κάθε χαρακτήρα φαίνεται φυσική απόληξη του τρόπου με τον οποίο «υπάρχει» και δρα σε όλο το έργο.Ο θρήσκος, ενάρετος, φιλεύσπλαχνος, πατριώτης Νικήτας Μουράτογλου μεταστρέφεται σε σκληρό, αντικομμουνιστή εργοδότη, που δεν διστάζει να συνεργαστεί με τον κατακτητή για να εξασφαλίσει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Η αστική τάξη δε δίστασε να δείξει το στυγνό της πρόσωπο, ούτε όταν την φόβισαν η επικράτηση της Οκτωβριανής επανάστασης και η συγκρότηση του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα, ούτε στη διάρκεια της κατοχής. Ο Μουράτογλου πεθαίνει δολοφονημένος σε μια συμβολική πράξη εκδίκησης όταν το θύμα του γίνεται θύτης.

Η Δάφνη και η Σμαρώ, δύο διαφορετικά πρότυπα γυναικείας χειραφέτησης, η πρώτη ως κόρη εργοστασιάρχη, της αστικής και η δεύτερη, παιδί λαϊκής οικογένειας, μιας χειραφέτησης που συνδέεται με την κοινωνική προσφορά, την συμμετοχή στην ταξική πάλη και τελικά την κοινωνική αλλαγή. Στο πρόσωπο του Ελιάν βλέπουμε όλη την περιπέτεια του ΚΚΕ, που ωριμάζει πολιτικά, ιδεολογικά, οργανωτικά, από τα πρώτα του βήματα, μέχρι την εποποιία της Εθνικής Αντίστασης. 

Στο αντίπαλο ιδεολογικά στρατόπεδο ο Αλέξανδρος Παπαμόσχου, που ολοκληρώνεται σαν προσωπικότητα με την ένταξή του στο ναζιστικό κόμμα, καταλήγει να συμπεριφέρεται ως αμείλικτος κατακτητής στη ίδια του την πατρίδα, βυθίζοντας στην απόγνωση τον πατέρα του που την υπερασπίστηκε σε όλα τα πολεμικά πεδία των αρχών του 20ου αιώνα. Εκτός από τις διαφορές πατέρας και γιός έχουν και κοινά καθώς και οι δυο τους αντιπροσωπεύοντας το έκφυλο πρόσωπο του αστικού πολιτισμού καταδίωξαν απηνώς κομμουνιστές και Εβραίους που «μολύνουν» με την ύπαρξή τους την ενάρετη κοινωνία. Μια κοινωνία που δεν δικαιούται να αμφισβητεί την πολιτική και στρατιωτική εξουσία τους. Στον αντίποδα του Ολύμπιου Παπαμόσχου, ο Αντώνης Πετρίδης με τον οποίο τους συνδέει η κοινή πορεία στα μέτωπα του μακεδονικού, των βαλκανικών πολέμων, και των εκστρατειών της Οδησσού και της Μικράς Ασίας, παρασημοφορημένοι και οι δύο. Ο Αντώνης ακολουθεί μια πορεία ταξικής συνειδητοποίησης που τον οδηγεί στη φυλακή, στην εξορία και τέλος στο εκτελεστικό απόσπασμα, όπως και χιλιάδες άλλους αγωνιστές της εποχής του. 

Ο αφηγητής της ιστορίας δεν κρύβεται και δεν υπεκφεύγει, καταδεικνύει τους υπεύθυνους σε μια αφήγηση που δρα παραπληρωματικά της ιστορικότητας σε μια προσπάθεια διατήρησης της μνήμης. Κατονομάζει τους τριεψελίτες ως εμπρηστές του Κάμπελ, καταγγέλλει ονομαστικά τους βασανιστές της ασφάλειας, τους δοσίλογους, τους συνεργάτες του κατακτητή, όσους επωφελήθηκαν από το ολοκαύτωμα. Δεν κρύβει το θαυμασμό του για εμβληματικές προσωπικότητες της μεσοπολεμικής αριστεράς όπως ο Γληνός και ο Ντουρούτι, τάσσεται ξεκάθαρα με την πλευρά των καταπιεσμένων και χειροκροτεί τον αγώνα τους για χειραφέτηση και κατάργηση της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η ισορροπία ιστορίας-μυθοπλασίας στο κείμενο. Ούτε η μυθοπλασία απορροφά την ιστορία, ούτε η ιστορία υποτάσσει την μυθοπλασία. Παράλληλα, τίποτα στην αφήγηση δεν επιτρέπει την αμφισβήτηση των ιστορικών γεγονότων, ενώ τα ιστορικά πρόσωπα δεν επισκιάζουν τα μυθιστορηματικά, τους επιτρέπουν να αρθρώσουν τη δική τους φωνή και να ολοκληρώσουν το χαρακτήρα τους μέσα από τη δική τους δράση.


Το κείμενο της Κωνσταντίνας Κηρύκου επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [1]