- Marginalia - https://marginalia.gr -

Τέσσερα αποσπάσματα από το Βιβλίο των Πεσόντων

Ο Στίβεν Έρικσον [1] (Steven Erikson [2]) είναι ένας Καναδός συγγραφέας επικής φαντασίας, με σπουδές αρχαιολογίας και ανθρωπολογίας. Το πιο γνωστό του έργο, το πολυσέλιδο (δεκάτομο) Βιβλίο των Πεσόντων του Μαλάζαν (Malazan Book of the Fallen [3]), διαδραματίζεται σε έναν ολοκληρωμένο, τεράστιο φανταστικό κόσμο που έχει πλάσει ο ίδιος[1], με μυθολογία που πηγαίνει εκατομμύρια χρόνια πίσω, λαογραφία, παραδόσεις, μαγεία, πάνθεα και διάφορους λαούς, έχοντας δανειστεί και αξιοποιήσει δημιουργικά πολλά στοιχεία από πάμπολλες εποχές και περιοχές του δικού μας κόσμου.

Η ιδιαιτερότητα της γραφής του Έρικσον είναι ότι δεν περιορίζεται στην αφήγηση κατορθωμάτων, στην περιγραφή μαχών και στα μαγικά πανίσχυρων μάγων σε έναν μανιχαϊστικό κόσμο, αλλά, αντίθετα, προχωρά, με κάθε ευκαιρία, σε φιλοσοφικές, ανθρωπολογικές, κοινωνιολογικές και πολιτικές παρατηρήσεις, εμβαθύνοντας με εντυπωσιακή οξυδέρκεια σε ζητήματα που αφορούν και την εποχή μας (διαψεύδοντας έτσι την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι τέτοια βιβλία συνιστούν απλώς «λογοτεχνία φυγής»).

Το αφηγηματικό παρόν της σειράς εκτυλίσσεται σε μια περίοδο πολυεπίπεδης κρίσης του κόσμου αυτού, όπου παλιοί θεοί πεθαίνουν, νέες αυτοκρατορίες γεννιούνται, ξεχασμένα πλάσματα εμφανίζονται ξανά, και ό,τι θεωρούνταν δεδομένο αμφισβητείται.

Τα αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται όλα από το πέμπτο βιβλίο (Midnight Tides [4]), όπου αφήνουμε για λίγο τους ήρωες και τις ηπείρους που γνωρίσαμε στα τέσσερα πρώτα και διαβάζουμε για την πτώση μιας υλιστικής αυτοκρατορίας στο χείλος της οικονομικής κρίσης (πράγμα που ενέπνευσε και τη συγκεκριμένη ανθολόγηση σε αυτό το τεύχος) και για την άνοδο μιας καινούριας που λίγη αξία δίνει –αρχικά– στις επίγειες απολαύσεις.[2] Κυρίες και κύριοι, ο κόσμος του Στίβεν Έρικσον:

«Παίρνετε τα φυσικά σας ελαττώματα και τα αποκαλείτε αρετές. Κι απ’ αυτά, η απληστία είναι το πιο βδελυρό. Η απληστία και η απάρνηση της κοινωνίας. Στο κάτω-κάτω, ποιος αποφάσισε ότι ο ανταγωνισμός είναι πάντα και χωρίς εξαίρεση ένα υγιές χαρακτηριστικό; Γιατί αυτή η συγκεκριμένη διαδρομή προς την αυτοπραγμάτωση; Το να πατάει ο ένας πάνω στον άλλο; Τι αξίζει κάτι τέτοιο; Επιτρέψτε μου να σας πω, τίποτα. Τίποτα που να διαρκεί. Κάθε μνημείο που υπάρχει πέρα από την εφήμερη στιγμή -ανεξάρτητα από το ποιος βασιλιάς, αυτοκράτορας ή πολεμιστής το διεκδικεί- στην πραγματικότητα μαρτυρά την ύπαρξη μιας κοινωνίας, μαρτυρά τη συνεργασία, μαρτυρά έναν πληθυντικό και όχι έναν ενικό.»


«Η μανία μας να συσσωρεύουμε πλούτο», συνέχισε ο Κούρου Καν. «Η ξέφρενη μας πρόοδος, λες και η κίνηση είναι αυτοσκοπός και μάλιστα εγγενώς ενάρετος. Η έλλειψη συμπόνιας, που την αποκαλούμε ρεαλισμό. Η ακρότητα των αποφάσεών μας, ο φαρισαϊσμός μας –όλα μια φυγή από τον θάνατο, Μπράις. Όλα μια τεράστια άρνηση πνιγμένη σε ορισμούς και ευφημισμούς. Γενναιότητα και θυσία, πάθος και αποτυχία, σαν να είναι η ζωή ένας αγώνας στον οποίο πρέπει να νικήσουμε ή να χάσουμε. Σαν την ετυμηγορία για το νόημα της ζωής να την βγάζει ο θάνατος, η τελική κρίση, και, πάνω απ’ όλα, σαν να είναι η κρίση αυτή κάτι που μας αποδίδεται και όχι κάτι στο οποίο παραδιδόμαστε.»


«Από τον έναν πολιτισμό στον άλλο, συμβαίνει διαρκώς το ίδιο πράγμα. Ο κόσμος υποκύπτει στην τυραννία με έναν ψίθυρο. Οι φοβισμένοι είναι πάντα πρόθυμοι να σκύψουν το κεφάλι μπροστά σε μια υποτιθέμενη αναγκαιότητα, με την πεποίθηση ότι η ανάγκη επιβάλλει τη συμμόρφωση, και η συμμόρφωση μια κάποια σταθερότητα. Σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η συμμόρφωση, οι αντιφρονούντες ξεχωρίζουν, στιγματίζονται εύκολα και πατάσσονται. Δεν υπάρχει κανενός είδους πλουραλισμός, κανένας διάλογος. […] Οι πόλεμοι πολλαπλασιάζονται σαν τα παράσιτα. Και πεθαίνουν άνθρωποι.»


«Πεσόντες. Ποιος καταγράφει τα βήματά μας άραγε; Εμείς οι ξεχασμένοι, οι απόκληροι και οι αγνοημένοι. Όταν το μονοπάτι οδηγεί στην αποτυχία, κανείς δεν το ακολουθεί πρόθυμα. Οι πεσόντες. Γιατί η καρδιά μου θρηνεί γι’ αυτούς; Όχι γι’ αυτούς, για εμάς, γιατί σίγουρα λογιάζομαι κι εγώ ανάμεσά τους. Σκλάβοι, δουλοπάροικοι, ανώνυμοι χωρικοί και εργάτες, τα θολά πρόσωπα μέσα στο πλήθος -απλώς μια μουτζούρα στη μνήμη, ένα γδάρσιμο των ποδιών στους παράδρομους της ιστορίας.»

Υποσημειώσεις[+]