- Marginalia - https://marginalia.gr -

There is no alternative – 2000 χρόνια πριν

Η άνοδος της μονοδοξίας στην αρχαιότητα
Πολύμνια Αθανασιάδη
βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2017 | 264 σελίδες

Το βιβλίο της Πολύμνιας Αθανασιάδη εκδόθηκε για πρώτη φορά στα γαλλικά το 2009. Στην ελληνική έκδοση [1], το κείμενο είναι πλήρως αναθεωρημένο από τη συγγραφέα, η βιβλιογραφία έχει ενημερωθεί, ενώ έχει προστεθεί και σημαντική υποστηρικτική εικονογράφηση.

Η γαλλική πρώτη εκδοχή βασίστηκε σε διαλέξεις, που η Αθανασιάδη παρουσίασε στο Κολλέγιο της Γαλλίας, ύστερα από πρόσκληση του ειδικού στους πρώιμους χριστιανισμούς Μισέλ Ταρντιέ [Michel Tardieu], για να δώσει  μια σειρά μαθημάτων σε θέμα δικής της επιλογής. Να πώς το περιγράφει η ίδια: «Η ευκαιρία ήταν μοναδική∙ μπροστά σε ένα κοινό γενικής παιδείας και ενδιαφερόντων, θα ξεδίπλωνα τις σκέψεις μου πάνω σε μια θλιβερά επίκαιρη θεματική: την ανάδυση της μισαλλοδοξίας στη μεσογειακή κοινωνία του τέλους της αρχαιότητας. Επιτρέποντας στον εαυτό μου μιαν αναχρονιστική χρήση όρων, δανείστηκα από το πολιτικο –οικονομικό λεξιλόγιο του συρμού τον τίτλο των μαθημάτων μου –Vers la pensée unique [O δρόμος προς την ενιαία σκέψη]. Η απαξιωτική έκφραση pensée unique είναι αυτή με την οποία απάντησε η γαλλική διανόηση της δεκαετίας του 1990 στο θατσερικό μόττο «There is no alternative», το οποίο, με το ακρωνύμιο ΤΙΝΑ, συνοψίζει τη νεοφιλελεύθερη σκέψη» (σ. 26).

Πρόκειται, λοιπόν, για ένα βιβλίο σχετικά με την Ύστερη Αρχαιότητα, που μοιάζει να επιδίδεται σε «ιδεολογική χρήση της ιστορίας», για να θυμηθούμε την δημοφιλή διατύπωση του Φίλιππου Ηλιού. Η συγγραφέας, άλλωστε, δεν έχει το παραμικρό πρόβλημα να το «παραδεχτεί». Γράφει σχετικά: «Αν η συγγραφή της ιστορίας μιας οποιασδήποτε περιόδου υπαγορεύεται από τις ανάγκες και τις έγνοιες της εποχής στην οποία ανήκει ο γράφων, τότε η επιλογή του θέματος της ανέλιξης της μονόδοξης σκέψης σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία του παρελθόντος,  τόσο από μένα την ίδια όσο και από τον εκδοτικό οίκο που πρότεινε τη μετάφραση του βιβλίου, ανταποκρίνεται σε προβληματισμούς και θέτει στο στόχαστρο αντικειμενικές συνθήκες του σημερινού κόσμου» (σ. 18).

Στην πραγματικότητα, η Αθανασιάδη αποδέχεται αυτό που, ούτως ή άλλως συμβαίνει, ακόμη και στην περίπτωση των πιο «αμερόληπτων» ιστορικών και κοινωνικών επιστημόνων. Αναγνωρίζει, δηλαδή, σαφώς και ακριβώς το γεγονός της προσωπικής προοπτικής ως δεδομένο, επιστημολογικά αποδεκτό και, αν τηρούνται οι επιστημονικές προδιαγραφές, εξόχως παραγωγικό. Το ερευνητικό «πάθος» αναγκαστικά συναρτάται με τα διαφέροντά μας, τα τωρινά διακυβεύματα απέναντι στα οποία τοποθετούμαστε. Από αυτήν την άποψη, λοιπόν, η ερευνητική μεροληψία δεν συνιστά ιδεολογική χρήση, «με την κακή έννοια». Κάθε άλλο –γίνεται όρος της έντιμης και δημιουργικής εργασίας στον τομέα.

Άλλωστε, στο συγκεκριμένο θέμα, δεν είναι η Πολύμνια Αθανασιάδη που «ήρξατο χειρών αδίκων». Η παρέμβασή της είναι μια αντίδραση στην κατεστημένη εικόνα της Ύστερης Αρχαιότητας, που φιλοτεχνήθηκε βάσει του σχετικού σημαντικού έργου του Πίτερ Μπράουν (Peter Brown), με εκκίνηση το βιβλίο του από το 1971, The World of Late Antiquity: from Marcus Aurelius to Muhammad.[1] Το κυρίαρχο ρεύμα τις τελευαταίες δεκαετίες, το οποίο η Αθανασιάδη καταχωρίζει στα μετα-μοντέρνα ρεύματα σκέψης, προσλαμβάνει την Ύστερη Αρχαιότητα όχι ως μια εποχή «παρακμής» και «αγωνίας», για να θυμηθούμε την εμβληματική διατύπωση του Έρικ Ντότς, αλλά ως μια φωτεινή, ανεκτική, σχεδόν αξιθρήσκη και πολυπολιτισμική περίοδο της ιστορίας. Κάτι σαν τον κόσμο της πρόσφατης «παγκοσμιοποίησης», σα να λέμε: ανοικτό, πολύφερνο, αξιοβίωτο, open mind και απολύτως ελπιδοφόρο.

Αυτή η κυρίαρχη πρόσληψη –ή, καλύτερα, κατασκευή;- βρίσκεται στο στόχαστρο της Πολύμνιας Αθανασιάδη. Μια οπτική, που, με τα λόγια του Wolf Liebeschuetz,[2] διέπεται από ένα συνδυασμό ιστοριογραφικού αγνωστικισμού και ηθικής του New Labour.

Η Αθανασιάδη δεν απορρίπτει την ύπαρξη αναλογιών μεταξύ της Ύστερης Αρχαιότητας και της σημερινής εποχής της νεοφιλελεύθερης «παγκοσμιοποίησης». Μόνο που οι αναλογίες, που επισημαίνει, είναι ακριβώς στον αντίποδα αυτών που επιχειρούν να αξιοποιήσουν οι μεταμοντέρνοι ιστορικοί. Χαρακτηριστικές είναι, μεταξύ άλλων, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, η πολιτική μονοδοξία, η άνοδος της βίας, το καθοδικό άνυσμα στον «εκδημοκρατισμό του πολιτισμού».

Με δεδομένο το κίνητρο, λοιπόν, η Πολύμνια Αθανασιάδη επιχειρεί να διασχίσει την ενδιάμεση ζώνη ανάμεσα στην Αρχαιότητα και τον Μεσαίωνα αξιοποιώντας τρεις «σχεδίες»: τα ιστοριογραφικά κείμενα, τους νομικούς κώδικες και τις εκκλησιαστικές συνόδους. Λιμάνι εκκίνησης είναι η Ρώμη του τρίτου αιώνα, με τον αυτοκράτορα Δέκιο –τον πρώτο που θα επιχειρήσει την υποχρεωτική επιβολή μιας κρατικής θρησκείας σε ολόκληρη την επικράτεια–  και τον Ευσέβιο Καισαρείας –συγγραφέα της μοναδικής και συγκροτητικής του χριστιανισμού Εκκλησιαστικής Ιστορίας–  ως εμβληματικές φυσιογνωμίες. Λιμάνι προορισμού η Κωνσταντινούπολη του 553, με ορόσημα τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και το κουφάρι του Ωριγένη να οριστικοποιούν το πέρασμα από ένα διαλογικό πολιτισμό σε ένα σταθερό και αιώνιο συναξάρι τσιτάτων, που απαντούν στα πάντα χωρίς καμιά δυνατότητα αμφισβήτησης.

Τι συνέβη σ’ αυτό το μεσοδιάστημα; Με πολύ πειστικό τρόπο και χωρίς αχρείαστες ωραιοποιήσεις του πριν και του μετά, η συγγραφέας δείχνει πώς συντελείται η μετάβαση από το αρχαίο ανθρωποκεντρικό σε ένα θεοκεντρικό σύμπαν, η οποία κατεξοχήν αποτυπώνεται στη μεταμόρφωση του αστικού τοπίου: «το πλήθος των μικρών και μεγάλων πόλεων, όπου η οργάνωση του βιοτικού χώρου προδίδει τη λατρεία του ανθρώπινου σώματος και πνεύματος, παραχωρεί τη θέση του σε μια λαμπρή πρωτεύουσα –είτε Κωνσταντινούπολη είτε Δαμασκός λέγεται αυτή- με τα μεγαλόπρεπα μνημεία της που συμβολίζουν το μεγαλείο του ενός μοναδικού Θεού και του επίγειου αντιπροσώπου του, του βασιλέως ή χαλίφη. Θέατρα και στάδια, βιβλιοθήκες και ωδεία, βουλευτήρια και γυμνάσια, μεγάλοι υπόστεγοι δρόμοι, όπου οι άνθρωποι περιφέρονται συζητώντας, λουτρά και άλλα κτίσματα αφιερωμένα στη χαρά της ζωής καταγγέλλονται όλο και δριμύτερα ως τόποι που προάγουν το κακό και, πριν ακόμη καταντήσουν ερειπιώνες, ως κατοικίες των δαιμόνων» (σ. 57).

Η Ύστερη Αρχαιότητα είναι η περίοδος στην οποία η θρησκεία αργά αλλά σταθερά είναι παντού, όπου όλα είναι (και) θρησκεία. Κυριαρχεί πάνω στην πολιτική και την κοινωνική διάσταση των πραγμάτων. «Κινεί όλους τους μηχανισμούς της δημόσιας ζωής της αυτοκρατορίας και διέπει όλες τις πτυχές του ιδιωτικού βίου. Είναι η αρένα των φραστικών και πολιτικών συγκρούσεων μιας κοινωνίας που σμιλεύει ένα φαντασιακό προσανατολισμένο στη μέλλουσα ζωή» (σ. 65). Στο τέλος αυτής της διαδρομής η βυζαντινή –και η ισλαμική πόλη- είναι όσο μακρύτερα είναι δυνατόν από μια ανθρωποκεντρική νοοτροπία. Σύμβολο της ολοκληρωμένης μετάβασης ο άμβωνας και ο μιναρές. Από τον άμβωνα ή το αντίστοιχό του στα ισλαμικά τεμένη, το μιν-μπαρ, ο ιεροκήρυκας εκφωνεί τη μοναδική αλήθεια και καθοδηγεί, με τον τρόμο και την ελπίδα της αιώνιας ζωής, την ομογενοποιημένη μάζα των πιστών που συνωστίζεται στα πόδια του, με το άτομο πνιγμένο στην ανθρωποθάλασσα. Από την άλλη, ο μιναρές ορθώνεται από κάθε σημείο της πόλης προς τον ουρανό διακηρύσσοντας τις νέες προτεραιότητες της απόλυτης θεοκρατίας.

Όλα αυτά θα συμβούν με πρωτοφανή βία, απίστευτη μισαλλοδοξία, παθολογική πραγματικά επιδίωξη της μονοδοξίας, αρρωστημένη θανατολαγνεία, ασύλληπτης έκτασης εξόντωση των αλλόδοξων μέχρι να πάψει η ύπαρξή τους. Η αίρεση, εκεί που για αιώνες σήμαινε επιλογή, θα φτάσει πλέον να σηματοδοτεί το χειρότερο από τα εγκλήματα.

Ας μην παρανοήσουμε, όμως. Αυτά δεν αφορούν ειδικά τον χριστιανισμό και τον ισλαμισμό. Το γεγονός της επικράτησής τους δεν τους κάνει ιδιαίτερα ξεχωριστούς. Αυτοί που έχασαν –και θα μπορούσαν, ίσως, να έχουν κερδίσει αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί διαφορετικά– ο ερμητισμός του Τρισμέγιστου, ο νεοπλατωνισμός, ο νεοπυθαγορισμός του Ιάμβλιχου, οι κοινότητες οπαδών του Μάνη ή του Απόλλωνα Τυαννέα δεν ήταν λιγότερο μισαλλόδοξοι από τους μανιακούς χριστιανούς της εποχής, ούτε αποτελούσαν ανεκτικούς παρατηρητές της ετεροδοξίας. Η μονοδοξία, η κυριαρχία της μιας και μόνης αλήθειας ήταν εξίσου επιδίωξή τους.

Το πλεονέκτημα των χριστιανών υπήρξε η προσαρμογή τους, στην ίδια την οργανωτική τους δομή, στην αυτοκρατορική τάξη. Αν ο Ιουλιανός ζούσε περισσότερο από τα δύο σκάρτα χρόνια, που του δόθηκαν να βασιλέψει, με δεδομένη την υιοθέτηση από μέρους του της πολύ δουλεμένης αντίστοιχης ιαμβλίχειας οργανωτικής πρότασης για την «τάξη του κόσμου» θα μπορούσε να έχει επιβάλλει την δική του «εθνική» επαγγελματική εκκλησία. Το ίδιο ισχύει και για τους αιρεσιάρχες. Αν κέρδιζε ο Άρειος ή ο Νεστόριος, ακόμη και οι μονοφυσίτες ή οι αφθαρτοδοκητιστές, τα πράγματα δεν θα ήταν πολύ διαφορετικά -δεν κέρδισαν, εν πολλοίς, λόγω συμπτώσεων.

Η φανατική μονοδοξία, η μισαλλοδοξία και η ακραία βία είναι κυρίαρχο χαρακτηριστικό της Ύστερης Αρχαιότητας. Αφορά τον Κωνσταντίνο, πρώιμο δείγμα χριστιανού (;) σουλτάνου, όσο και τον αποστάτη Ιουλιανό, έναν πραγματικό χαλίφη του ελληνισμού, που, όπως πολύ γλαφυρά και θλιμμένα περιγράφει ο δάσκαλός του Λιβάνιος, πέθανε πριν προλάβει να υλοποιήσει το σταυροφορικό του σχέδιο να κάνει όλους τους Πέρσες Έλληνες, στο πολίτευμα και το θρήσκευμα.

Το βιβλίο της Πολύμνιας Αθανασιάδη είναι πραγματικά εξαιρετικό. Με πλούσια τεκμηρίωση –κι εδώ η εικονογράφηση παίζει μεγάλο ρόλο- και αληθινό ερευνητικό «πάθος στράτευσης», μας εισαγάγει σε μια θεματική, η οποία, ακόμη κι αν οι αναλογίες θα μπορούσαν να αμφισβητηθούν από αναγνώστες πιο επαρκείς από εμένα, είναι κεντρικής σημασίας, στο μέτρο που ο χριστιανισμός και ο ισλαμισμός καθόρισαν σε τεράστια έκταση την ιστορία εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια.

Υποσημειώσεις[+]