- Marginalia - https://marginalia.gr -

Τι είναι πια αυτή η διαλεκτική;

Διάλογος και διαλεκτική: Η επίδραση του Πλάτωνα στη συγκρότηση της εγελιανής έννοιας της διαλεκτικής [1]
Μαρία Δασκαλάκη
Αλεξάνδρεια, 2017 |156 σελ.

Τα ερωτήματα που ανακύπτουν στη σκέψη όποιου/ας -με περίσσεια γενναιότητα- αποφασίσει να μελετήσει το εγελιανό έργο συστηματικά είναι πολλά και ετερογενή. Ένα από τα βασικότερα αφορά την έννοια της διαλεκτικής. Η διαλεκτική αποτελεί -πολλές φορές ακόμη και αποσπασμένα από το συγκείμενό της- μία έννοια πάνω στην οποία έχει βασιστεί μια πληθώρα φιλοσοφικών και θεωρητικών συζητήσεων. Αν διατρέξει κανείς τη «γερμανική» αλλά ίσως και ακόμη περισσότερο τη «γαλλική» ιστορία της φιλοσοφίας των νεότερων και σύγχρονων χρόνων θα διαπιστώσει πολύ γρήγορα ότι το φιλοσοφικό τοπίο αναδιαμορφώνεται όταν αλλάζει το status της αποδοχής της έννοιας της διαλεκτικής.[1]

Παρ’ όλα αυτά, με ευκολία εντοπίζει κανείς πως η έννοια παραμένει ακόμη και σήμερα ασαφής και με διαφιλονικούμενο περιεχόμενο σε φιλοσοφικές, ακαδημαϊκές και πολιτικές συναντήσεις, με ένα κατά γενική ομολογία εύλογο ερώτημα να κεντροθετεί τις ανάλογες συζητήσεις: «Τι νόημα έχει να μιλάμε για τη διαλεκτική τον 21ο αιώνα»; Η έκδοση του βιβλίου Διάλογος και διαλεκτική: Η επίδραση του Πλάτωνα στη συγκρότηση της εγελιανής έννοιας της διαλεκτικής από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια έρχεται ακριβώς να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα αλλά ταυτόχρονα να καλύψει και ένα σημαντικό κενό στην ελληνική βιβλιογραφία που αφορά τις εγελιανές μελέτες. Η συγγραφέας, Μαρία Δασκαλάκη, απαντά εύστοχα στο παραπάνω ερώτημα και γράφει χαρακτηριστικά στην τελευταία παράγραφο του βιβλίου της:

Αν πρέπει να συναγάγουμε ένα συμπέρασμα απ’ όσα προηγήθηκαν, θα λέγαμε ότι ο διάλογος[2] είναι αδιαχώριστος από τη διαλεκτική με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ο ανακλαστικός στοχασμόςείναι αδιαχώριστος από το θεωρησιακό[3]. Ως επάξιος συνεχιστής της διαλεκτικής σκέψης που ξεκινάει με τον Πλάτωνα, ο Χέγκελ ανοίγει ξανά στη νεότερη εποχή μια δυνατότητα να σκεφτούμε διαφορετικά τον κόσμο μας, αποδεχόμενοι τη δυναμική και εποικοδομητική λειτουργία της άρνησης, που διαρρηγνύει την κλειστότητα της διάνοιας, η οποία παραμένει στην καθαρότητα και την αυτάρκεια του εαυτού της. Ίσως αξίζει να ξανασκεφτούμε αυτή τη δυνατότητα.[4]

Παίρνοντας υπόψη μας τα παραπάνω και δεδομένου ότι το κοινό το οποίο μετέχει των εγελιανών διερωτήσεων αφορμάται συνήθως από ένα γνήσιο αίτημα κατάκτησης του Αληθούς, είναι άκρως αναμενόμενη η παρότρυνση προς ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου. Η κατανόηση της διαλεκτικής ως μιας λογικής μεθόδου αποτελεί τον πυρήνα του εγελιανού εγχειρήματος, το οποίο στην πραγματικότητα στοχεύει σε μια αντι-πρόταση απέναντι στη «φιλοσοφία της υποκειμενικότητας»[5] αλλά και σε όσες φιλοσοφίες εν γένει εγκλωβίζονται στην αυτοαναφορικότητα του Λόγου. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαία η εξέταση του ενδιαφέροντος που δείχνει ο Χέγκελ προς τους πλατωνικούς διαλόγους, τους οποίους αξιοποιεί κριτικά με σκοπό τη συγκρότηση της δικιάς του λογικής μεθόδου. Προκειμένου να φωτιστούν τόσο οι ποικίλες επιρροές του γερμανού φιλοσόφου όσο και η σχέση της πλατωνικής και της εγελιανής διαλεκτικής, η συγγραφέας φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο με την ιστορία της έννοιας, αντλώντας τόσο από την πρώιμη όσο και την λεγόμενη ώριμη περίοδο του εγελιανού corpus.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, η συγγραφέας αναδεικνύει το σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε για την εγελιανή σκέψη ο αρχαίος σκεπτικισμός. Το επιστημολογικό ενδιαφέρον του Χέγκελ για το σκεπτικιστικό πρόγραμμα θα τον οδηγήσει στην επανεκτίμηση της έννοιας της άρνησης και εν συνεχεία στη συγκρότηση της λογικής μεθόδου της αντίφασης, της διαλεκτικής. Η αποτίμηση του αρχαίου σκεπτικισμού κάθε άλλο παρά απρόσμενα εμφανίζεται στο σύστημα του. Το εγελιανό πρόγραμμα διαπνέεται από το αίτημα για την κατάκτηση της Απόλυτης Γνώσης σε όλην την έκτασή του. Για τον Χέγκελ αυτό είναι δυνατό να επιτευχθεί μόνο εάν εκκινήσουμε να σκεφτόμαστε απροϋπόθετα, δηλαδή χωρίς εννοιολογικές δεσμεύσεις. Κάτι τέτοιο είναι εφικτό μόνο μέσω μιας βασανιστικής κριτικής των βασικών αρχών που προϋποθέτει κανείς. Άλλωστε, η κριτική του Χέγκελ στο δογματισμό κινείται ακριβώς σε αυτόν τον άξονα, θεωρώντας ότι χρησιμοποιεί ως δεδομένες συγκεκριμένες αρχές, τις οποίες δεν ενδιαφέρεται να αποδείξει. Έτσι, ο Χέγκελ στρέφεται στον αρχαίο σκεπτικισμό, προκειμένου να τον αξιοποιήσει μεθοδολογικά, ως «φάρμακο» ενάντια στο δογματισμό. Αν όμως ο αρχαίος σκεπτικισμός στόχευε στην αμφισβήτηση και ολοκληρωτική καταστροφή των δογματικών θέσεων και αρχών, τότε ο εγελιανός επικεντρώνεται στην επαναδιαπραγμάτευση της ριζικής αμφιβολίας με θετικό πρόσημο.

Το βήμα αυτό θα οδηγήσει τον γερμανό φιλόσοφο στη διατύπωση της έννοιας της προσδιορισμένης άρνησης, η οποία αποτελεί τον θεωρητικό κορμό ως προς τη συγκρότηση της εγελιανής διαλεκτικής μεθόδου. Η εννοιολογική σύλληψη της προσδιορισμένης άρνησης, δηλαδή της άρνησης η οποία δεν οδηγείται στον εκμηδενισμό και στο τίποτα, αποτελεί ένα δάνειο από τον πλατωνικό Σοφιστή.

[…] Στον Σοφιστή […] το μη ον δεν παραπέμπει στην καθαρή άρνηση ως εκμηδένιση, αλλά προσδιορίζεται ως διαφορά, η οποία κάνει τα άκρα της αντιθετικής σχέσης του είναι και του μη είναι συμβατά μεταξύ τους. Η αντιθετική σχέση ανάμεσα σε αυτές τις έννοιες μετατρέπεται σε σχέση ετέρων, δηλαδή μη ταυτών, όπου το ένα λειτουργεί ως περιορισμός για το άλλο. Με αυτήν την έννοια, η άρνηση αποκτά νόημα μόνο εντός μιας σχέσης, όπου το ένα προσδιορίζεται ως διάφορο προς το άλλο, ενώ καθένα από αυτά αποκτά την ταυτότητά του επειδή ακριβώς είναι διαφορετικό από το άλλο.[6]

Το ενδιαφέρον για τον σκεπτικισμό και την αποδοχή της άρνησης ως διαφοράς, και κατ’ επέκταση του όντος ως ετέρως-τιθέμενου προς ένα άλλο, το οποίο μάλιστα το προσδιορίζει εσωτερικά, συμβαδίζει με την κριτική του Χέγκελ προς τη φιλοσοφία του ανακλαστικού στοχασμού. Ήδη από τα πρώιμα γραπτά του γράφει για τη φιλοσοφία αυτή:

Ο,τι λοιπόν ισοδυναμεί με τον θάνατο της φιλοσοφίας (δηλαδή ότι ο Λόγος παραιτείται από το να υπάρχει μέσα στο Απόλυτο, αποκλείει τον εαυτό του απ’ αυτό και έρχεται σε σχέση μαζί του μόνο αρνητικά) ανακηρύχθηκε στο εξής αποκορύφωμα της φιλοσοφίας, και η μηδαμινότητα του Διαφωτισμού μέσα από τη συνειδητοποίηση της μηδαμινοτητας της, έγινε σύστημα.[7]

Η πραγματική φιλοσοφία οφείλει να μεταχειριστεί τη διαλεκτική όντος και μη – όντος, περατού και απείρου, ελευθερίας και φύσης χωρίς να τοποθετεί τα αντιθετικά άκρα σε μια σχέση αποκλεισμού του ενός από το άλλο. Σε αντίθεση με τη φιλοσοφία του ανακλαστικού στοχασμού, το εγελιανό σύστημα δε βλέπει τη διαλεκτική στην αρνητική της διάσταση, ως μια μέθοδο αποκάλυψης απλώς της επίφασης. Αντίθετα, αποτελεί τη μοναδική μέθοδο μέσω της οποίας είναι εφικτή η σύνθεση και η κατανόηση της πραγματικότητας στο σύνολό της. Υιοθετώντας τη σκεπτικιστική φιλοσοφία ως μεθοδολογικό εργαλείο, ο φιλόσοφος φτάνει στο σημείο να αναγνωρίσει την αντίφαση ως αναπόσπαστο κομμάτι της πραγματικότητας, «μια στιγμή του λογικού»[8]. Αντιλαμβανόμαστε, εύλογα, ότι η σχέση σκεπτικισμού και διαλεκτικής είναι ουσιώδης ως προς τη συγκρότηση της τελευταίας ως της κατάλληλης φιλοσοφικής μεθόδου.

Προχωρώντας κανείς με το διάβασμα του εν λόγω βιβλίου -με περίσσεια ευχαρίστηση, καθώς η συγγραφέας μεριμνά καθ’ όλην την έκτασή τού να υποστηρίξει με έναν ιδιαίτερα μεστό και καθαρό τρόπο γραφής την ανάλυση των εγελιανών εννοιών- έρχεται αντιμέτωπος με την ουσία του πολλά υποσχόμενου τίτλου. Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αναπτύσσει σε τρία κεφάλαια τη σχέση μεταξύ Χέγκελ και Πλάτωνα, τις πλατωνικές επιρροές στη συγκρότηση της εγελιανής διαλεκτικής. Η συγγραφέας επικαλείται ευθείες αναφορές του ίδιου του Χέγκελ για το πλατωνικό έργο, καθώς και προβαίνει σε μια κριτική εξέταση τριών κρίσιμων διαλόγων προκειμένου να αναδείξει τη σχέση τους με το εγελιανό.

Η ενασχόληση του Χέγκελ με τα πλατωνικά κείμενα μοιάζει να είναι μια σχέση που διαρκεί εφ’ όρου ζωής. Αναφορές και σχόλια βρίσκουμε τόσο στα συστηματικά έργα κατά τη διαμονή του στην Ιένα αλλά και σε αυτά της περιόδου του Βερολίνου. Τα πλατωνικά θέματα αποτελούν θέματα τα οποία τον απασχόλησαν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του: η Πολιτεία, ο ίδιος ο Σωκράτης αλλά και -σημαντικότερο για το παρόν κείμενο- η διαλεκτική των πλατωνικών Ιδεών. Για το λόγο αυτό η Μ. Δασκαλάκη επιλέγει να αναλύσει τον Παρμενίδη, το Σοφιστή και το Φίληβο, καθώς αποτελούν μέρος των ύστερων διαλόγων του Πλάτωνα, μέσω των οποίων γίνεται η έκθεση της διαλεκτικής ως επιστημονικής μεθόδου αξιολόγησης του ίδιου του πλατωνικού συστήματος. Ο Χέγκελ κάνει ρητές αναφορές και στους τρεις διαλόγους, θεωρώντας μάλιστα ότι «ο Παρμενίδης και ο Φιλήβος είναι δύο από τους διαλόγους του Πλάτωνα στους οποίους ο φιλόσοφος εκθέτει τη βαθύτερη αυτή συσχέτιση των αντιθέτων».[9]

Πιο συγκεκριμένα, στον Παρμενίδη βρίσκουμε μέσω της διαλογικής αντιπαράθεσης του Σωκράτη και του Ζήνωνα ενσαρκωμένη

την ίδια τη δυναμική της διαλεκτικής κίνησης, που δεν εξαντλείται απλώς στην αρνητική διαπίστωση της αποδόμησης των κρίσεων – θέσεων – θεωριών, αλλά καταλήγει επίσης στη διάνοιξη ενός θετικού αποτελέσματος[10].

Ο Χέγκελ, μάλιστα, δε διστάζει να χαρακτηρίσει τον Παρμενίδη «το μεγαλύτερο ίσως τέχνημα της αρχαίας διαλεκτικής».[11] Στον διάλογο αυτό η αντιπαράθεση μεταξύ Ζήνωνα και Σωκράτη μοιάζει να οδηγείται σε αρνητικό αποτέλεσμα. Ο Χέγκελ, όμως, διαβάζει τον διάλογο, εντοπίζοντας εκεί το σκεπτικιστικό στοιχείο, το στοιχείο της προσδιορισμένης άρνησης που αναφέραμε παραπάνω, το οποίο κρίνει τόσο απαραίτητο για την πραγματική φιλοσοφία. Έτσι, η διαλεκτική προτείνεται ως η κατάλληλη μέθοδος για να βγει κανείς από το αδιέξοδο που οδηγείται αν επιχειρήσει να ασκήσει αυστηρό λογικό έλεγχο στους όρους που χρησιμοποιεί στη θεωρία του.

Με αντίστοιχο τρόπο εκλαμβάνει ο Χέγκελ τον Σοφιστή και τον Φίληβο. Στον Σοφιστή, όπου τίθεται σε λογικό έλεγχο η άποψη του Παρμενίδη για την αδυνατότητα ύπαρξης του μη-όντος, ο Πλάτωνας καταλήγει στο συμπέρασμα πως

τα όντα και όλα τα καθολικά είδη είναι αποτέλεσμα της διαπλοκής του όντος και του μη όντος εννοημένου ως διαφοράς σε σχέση με ένα άλλο ον.[12]

Φαίνεται, έτσι, μέσω των εγελιανών φακών, πως η διερεύνηση για το μη-ον, αποτελεί μια μετωνυμία της διερεύνησης για τη φύση της άρνησης, η οποία δεν είναι άλλη από την άρνηση ως διαφορά, την προσδιορισμένη άρνηση. Ομοίως, στον Φίληβο ο Πλάτωνας θέτει -όπως έκανε τρόπον τινά και στους δύο προηγούμενους διαλόγους- το ερώτημα σε σχέση με την πολλαπλότητα και την ενότητα, το οποίο στη συνέχεια συγκεκριμενοποιείται σε ερωτήματα γύρω από τη σχέση του ενός και των πολλών, του περατού και του απείρου. Είναι σαφής η επιρροή αυτή στην επιδίωξη του γερμανού φιλοσόφου να συμφιλιώσει άπειρο και περατό, φαινόμενα και καθαυτά[13], αίροντας τις διχοτομίες που είχε επιφέρει η φιλοσοφία της υποκειμενικότητας. Είναι σημαντικό να αναφερθεί κανείς στο γεγονός πως παρ’ όλη τη θετική αποτίμησή του για πλατωνικό έργο, ο Χέγκελ ασκεί ταυτόχρονα κριτική σε αυτό. Ενώ βλέπει στο πρόσωπο του Πλάτωνα έναν γνήσιο θεωρησιακό στοχαστή, ο οποίος φέρει τη δυναμική που απαιτείται για την υπέρβαση των αντιφάσεων, θεωρεί πως δεν ολοκληρώνει τη διαλεκτική του μέθοδο, καθώς και ότι δεν επιλέγει την ιδανικότερη μορφή έκθεσής της μέσω του διαλόγου.

Κλείνοντας, θα θέλαμε να επισημάνουμε πως ό,τι επιχειρήθηκε παραπάνω αποτελεί μια συνοπτική σκιαγράφηση του βιβλίου και όχι μια κριτική ανάλυση του. Ο βαθμός που η αρθρογράφος γοητεύτηκε από την πληρότητα του εγελιανού συστήματος ήταν ανάλογος με αυτόν της δυσκολίας που συνάντησε όταν επιχείρησε να ανιχνεύσει την ιστορία και τις καταβολές του. Η συνάντηση με το βιβλίο της Μαρίας Δασκαλάκη υπήρξε μια ευχάριστη έκπληξη, καθώς έριξε φως σε έννοιες, θέσεις και συσχετισμούς άγνωστους στη γράφουσα και αποτέλεσε αρωγό στην περαιτέρω μελέτη στη σύγχρονη κουβέντα σχετικά με τη σχέση των πλατωνικών κειμένων αφενός και του αρχαίου σκεπτικισμού αφετέρου, με την εγελιανή σκέψη. Είναι ένα βιβλίο το οποίο δύσκολα θα αφήσει ασυγκίνητο τον επίδοξο αναγνώστη που επιθυμεί να εμβαθύνει σε ένα ζωντανό σύστημα, το οποίο ακόμα και στις μέρες μας παραμένει ιδιαίτερα σύγχρονο και γόνιμο.

 

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [2]

Υποσημειώσεις[+]