- Marginalia - https://marginalia.gr -

Το Μαύρο Μέτωπο στην αγκαλιά του Κράτους

Νεοφιλελεύθεροι, Ναζί και Εθνικιστές

Τα σημάδια έχουν πυκνώσει πια· στην Ελλάδα έχουμε πλησιάσει αρκετά κοντά στο σημείο μη-επιστροφής που αναφέρει ο Νίκος Πουλαντζάς στο βιβλίο του για τον φασισμό: στο σημείο συνάντησης της αστικής τάξης με τον φασισμό σε μια πανίσχυρη συμμαχία, στο Μαύρο Μέτωπο, στο σημείο από το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή και πέραν του οποίου υπάρχει η εποχή των τεράτων· των πραγματικών, αυτή τη φορά. Των τεράτων που ήδη πληθαίνουν στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία, στις λαϊκές γειτονιές και στη νεολαία των βορείων προαστίων της Αθήνας, στον νομιμοποιημένο καθημερινό ρατσισμό των «απλών ανθρώπων», στις ευνοϊκές για τους ναζί αποφάσεις των δικαστηρίων και στις εξοντωτικές ποινές για τους αναρχικούς, στην άνοδο του θρησκευτικού σκοταδισμού και στις πολεμοχαρείς ιαχές του σοβινισμού, στον νεοφιλελεύθερο-ακροδεξιό αναθεωρητισμό της ελληνικής ιστορίας, στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων όπου η ευτέλεια του χρυσαυγίτη συντίθεται με την νεοφιλελεύθερη εξαδέλφη της, και όπου τα θέματα κυμαίνονται από τα σκάνδαλα έως στις καταχρήσεις και από εκεί στην αποθέωση της ασημαντότητας, στα τηλεοπτικά παιχνίδια κοινωνικού δαρβινισμού και στις χουντικής αισθητικής εκπομπές τηλεοπτικής διασκέδασης· και σε άλλα ακόμα.

Όλα αυτά σηματοδοτούν τη σύγκλιση του νεοφιλελευθερισμού με τον ναζισμό και τα παρακλάδια του· μια σύγκλιση που, αν οδηγήσει σε οριστική συνάντηση και συμμαχία, θα αποδώσει ό,τι και στο παρελθόν: έναν πανίσχυρο συνασπισμό για την πλήρη υποταγή των υποτελών κοινωνικών τάξεων και τη συντριβή κάθε αντικαπιταλιστικής δύναμης.

Ιδιαίτερη σημασία στη διαδικασία σύγκλισης του νεοφιλελευθερισμού με τον ναζισμό έχει η ανοχή που επιδεικνύει ο Κυριάκος Μητσοτάκης έναντι των ακροδεξιών τεράτων. Ο αρχηγός της ΝΔ υλοποιεί μια πολιτική γραμμή σύγκλισης της αστικής τάξης με τις φασιστικές δυνάμεις, νομίζοντας ότι θα ηγεμονεύσει επί των ναζήδων. Ως αυθεντικός νεοφιλελεύθερος είναι ανιστόρητος· αγνοεί την ιστορία του ναζισμού και πώς αυτός ηγεμόνευσε επί της γερμανικής αστικής τάξης στη δεκαετία του 1930.

Ο χρόνος που μας απομένει τώρα για να ανατρέψουμε τη μοιραία συνάντηση των νεοφιλελεύθερων με τους ναζήδες δεν είναι πολύς. Και οι οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς, διάσπαρτες και αποκαμωμένες, ασχολούνται με άλλα ζητήματα, όπως οι ομόλογοί τους στην Γερμανία της δεκαετίας του 1930,  έχοντας την εντύπωση ότι ο κίνδυνος είναι ακόμα μακριά.

 

Οι προϋποθέσεις της συνάντησης

Η επιείκεια, η ανοχή και η συμπάθεια που επιδεικνύει η νεοφιλελεύθερη Δεξιά για τους φασίστες, εκφράστηκε στην αρχή συγκεκαλυμμένα, ως ημι-παράνομη έλξη, αλλά τώρα πια αυτό συμβαίνει με λίγες ή ελάχιστες αναστολές. Πρόκειται για μια έλξη που απελευθερώνει το μίσος των νεοφιλελεύθερων για την Αριστερά και τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις, και τους μετατοπίζει, ως πολιτική δύναμη και ως άτομα, προς την ακροδεξιά πολιτική και αισθητική. Το μίσος των νεοφιλελεύθερων και της λοιπής δημοκρατικής Δεξιάς παρέμενε βουβό και υπόγειο επί δεκαετίες, εξαιτίας των όρων του πολιτικού παιχνιδιού που είχαν διαμορφωθεί στην προηγούμενη ιστορική περίοδο: από τον αντιδικτατορικό αγώνα και την Μεταπολίτευση είχε αναδυθεί μια Αριστερά δημοκρατική, νόμιμη και σεβαστή, ενάντια στην οποία ήταν αδύνατο να εκφωνήσουν τα εμφυλιοπολεμικά ιδεολογήματα της Δεξιάς χωρίς να γίνουν γραφικοί. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής επέτρεψε στο βουβό μίσος των νεοφιλελεύθερων να εκφραστεί· αρχικά, ακολουθώντας παράπλευρους δρόμους, σαν νευρωτικό μίσος που δεν μπορεί να πάρει την μορφή της ναζιστικής υστερίας, και στη συνέχεια να εκφραστεί ανοιχτά· καθώς περνούσαν τα χρόνια, το φλερτ γινόταν πια με όλο και μικρότερες ενοχές.

Πριν όμως δούμε ποια είναι τα συμπτώματα αυτής της σχέσης που τώρα γίνεται όλο και πιο στενή, είναι απαραίτητο να απαντήσουμε στην ερώτηση τι είναι αυτό που θεμελιώνει το φλερτ.

Όσο και αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο, ο νεοφιλελευθερισμός μοιράζεται με τον ναζισμό ένα ιδεολογικό στοιχείο κρίσιμης σημασίας: τον κοινωνικό δαρβινισμό. Πρόκειται για τον ίδιο ιδεολογικό πυρήνα που παίρνει δύο διαφορετικές μορφές· που αποτελεί την πρώτη ύλη για τη διατύπωση δύο ξεχωριστών πολιτικών θεωριών, δύο ιδιαίτερων πολιτικών σχεδίων, τόσο ξεχωριστών και τόσο ιδιαίτερων, που πρέπει να ξύσουμε αρκετά την επιφάνειά τους για να διακρίνουμε τον κοινό τους πυρήνα.

Ο νεοφιλελευθερισμός είναι κοινωνικός δαρβινισμός της αστικής τάξης: είναι ο κοινωνικός δαρβινισμός δια της αγοράς. Η αγορά είναι ο τόπος που επικυρώνει κοινωνικά τις ατομικές δεξιότητες, γνώσεις, προσπάθειες και θυσίες όσων παράγουν εμπορεύματα -είτε αυτοπροσώπως είτε με τη διαμεσολάβηση ενός εργοδότη. Σύμφωνα με την νεοφιλελεύθερη αντίληψη του κόσμου, κάθε άτομο ρίχνεται στον ανταγωνισμό με τους άλλους παραγωγούς, με τα εφόδιά του, που είναι το «ανθρώπινο κεφάλαιο» του, για την επικράτηση, την υλική ανταμοιβή, τον πλουτισμό και την κοινωνική αναγνώριση. Η επιβίωση και η κοινωνική άνοδος των ικανότερων, δηλαδή των ισχυρότερων, είναι το παιχνίδι της καπιταλιστικής αγοράς το οποίο αποθεώνει ο νεοφιλελευθερισμός. Για τα θύματα αυτού του κοινωνικού πολέμου δεν υπάρχει καμία πρόνοια εκτός από την φιλανθρωπία, είτε με την παραδοσιακή της μορφή είτε ως «δίχτυ κοινωνικής προστασίας» για όσους πέφτουν εκτός παλαίστρας. Το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος δεν έχει αξία για αυτούς επειδή νοθεύει το παιχνίδι της αγοράς, που είναι τόπος παραγωγής αλήθειας, υποτίθεται· μιας αλήθειας που πρέπει να ακουστεί επειδή εγκαθιδρύει μια φυσική τάξη πραγμάτων μεταξύ ατόμων, με κριτήριο την προσωπική τους αξία και το «ανθρώπινο κεφάλαιό» τους. Ο κοινωνικός δαρβινισμός των νεοφιλελεύθερων είναι, λοιπόν, ένα καθεστώς διακρίσεων που θέλει όμως να εμφανίζεται ως αποτέλεσμα δικαιοσύνης· μιας δικαιοσύνης που απονέμεται στους «άξιους», σε μια αριστοκρατική ελίτ, η οποία δεν προσδιορίζεται από τον Θεό, αλλά από τον φυσικό τόπο παραγωγής αλήθειας που υποτίθεται ότι είναι η αγορά. Οι χαμένοι της αγοράς, σε μια νεοφιλελεύθερη κοινωνία με δεξιά διακυβέρνηση, είναι οι υπολειμματικοί πληθυσμοί, οι περιττοί άνθρωποι, που ζουν στο όριο της ανθρώπινης ύπαρξης. Σε μια νεοφιλελεύθερη κοινωνία με σοσιαλδημοκρατική διακυβέρνηση είναι οι φτωχοί που ζουν με «δίχτυ κοινωνικής προστασίας» και μικρο-γεύματα. Σε κάθε περίπτωση, οι πιο αδύναμοι πρέπει να κάνουν στην άκρη για να ζήσουν οι ισχυροί με τον πλούτο και την φήμη που τους αξίζει.

Δίπλα σε αυτό το νεοφιλελεύθερο ιδεολογικό σκουπιδαριό της τάξης των καπιταλιστών, αναπτύσσεται ο ναζισμός, ο κοινωνικός δαρβινισμός των λαϊκών στρωμάτων: ο κοινωνικός δαρβινισμός δια της φυσικής βίας που ασκείται επί των πιο αδύναμων προκειμένου να διασωθούν, υποτίθεται, οι υπόλοιποι. Την «αλήθεια» εδώ την παράγει η φαντασίωση της βιολογικής διαφοράς, της καθαρότητας του «αίματος», την οποία ορίζει μια πρωταρχική ενότητα, το Έθνος, μια ενότητα που υπερβαίνει κατά πολύ τις ταξικές και γενικά όλες τις κοινωνικές διαιρέσεις. Στην περίπτωση του ναζισμού, αυτό που επικυρώνει κοινωνικά την ατομική «αξία», τα ατομικά προτερήματα, είναι το Αίμα, η Φυλή, η υποτιθέμενη βιολογική ανωτερότητα. Κάθε άτομο ρίχνεται στον ανταγωνισμό με τους εχθρούς της Φυλής, με τα εφόδιά του, που είναι η φυσική του ανωτερότητα και η δύναμη της θέλησης που απορρέει από αυτήν για την επικράτηση, την υλική ανταμοιβή, την κοινωνική αναγνώριση από τα άλλα μέλη του Έθνους. Η επιβίωση και η κοινωνική άνοδος των ικανότερων, δηλαδή των ισχυρότερων, είναι το παιχνίδι της φυσικής βίας και της πολιτικής βίας το οποίο αποθεώνει ο ναζισμός. Για τα θύματα ενός τέτοιου κοινωνικού ή και ένοπλου πολέμου, όλους τους αδύναμους ανθρώπους και τους υπερασπιστές τους (τους προδότες του Έθνους, αναρχικούς, αντιεξουσιαστές και κομμουνιστές), δεν υπάρχει καμία πρόνοια· αντιθέτως υπάρχει η πρόθεση της εξόντωσης. Η αλληλεγγύη έχει αξία για τους ναζήδες, μόνο όμως για τους αμιγώς Έλληνες, επειδή είναι μηχανισμός αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της Φυλής (από την οποία οικειοθελώς έχουν με δική τους ευθύνη αποχωριστεί κομμουνιστές και αναρχικοί). Ο κοινωνικός δαρβινισμός του ναζί είναι λοιπόν ένα καθεστώς διακρίσεων που θέλει να εμφανίζεται ως αποτέλεσμα δικαιοσύνης· μιας δικαιοσύνης που απονέμεται από τους «άξιους» για τους «άξιους», σε μια βιολογική υποτιθέμενη ελίτ, που προσδιορίζεται από τον υποτιθέμενο φυσικό τόπο παραγωγής αλήθειας που είναι η βιολογική διαφορά, είναι το Αίμα. Οι πιο αδύναμοι πρέπει να κάνουν στην άκρη, στην εξορία ή στον θάνατο, για να ζήσουν οι ισχυροί με την δόξα που τους αξίζει.

Βεβαίως, θα ήταν άδικο να εξομοιώσουμε τον νεοφιλελευθερισμό με τον ναζισμό, αφού οι διαφορές στην επιφάνεια είναι πολλές: τα κριτήρια με τα οποία οι δύο ιδεολογίες αποφασίζουν ποιος ανήκει στους εκλεκτούς είναι διαφορετικά· ο ναζισμός συγκροτείται ως εθνικισμός ενώ ο νεοφιλελευθερισμός ως διεθνισμός του κεφαλαίου· ο ένας καταδιώκει τους μετανάστες ενώ ο άλλος τους αποδέχεται για να τους εντάξει στο προλεταριάτο· ο νεοφιλελευθερισμός προσφέρει στους ισχυρούς τα προνόμια της αστικής τάξης, ενώ ο αρχετυπικός ναζισμός το προνόμιο μιας απλής επιβίωσης.

Ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε στις δύο ξεχωριστές ιδεολογίες τον κοινωνικό δαρβινισμό ως μιαν εκλεκτική συγγένεια, ως έναν κοινό ιδεολογικό πυρήνα. Αμφότερες οι ιδεολογίες επιχειρούν να νομιμοποιήσουν καθεστώτα διάκρισης σε βάρος των πιο αδύναμων για να αμειφθούν οι ισχυρότεροι με πλούτο, φήμη, δόξα ή έστω με μιαν απλή επιβίωση σε καιρούς καταστροφής. Ο καθένας με τον τρόπο του, ο νεοφιλελεύθερος και ο ναζί, θέλουν να εγκαθιδρύσουν καθεστώτα διάκρισης που προσφέρουν σε μερικούς το προνόμιο της υπεροχής έναντι των πιο αδύναμων.

Για το λόγο αυτό τρέφουν το ίδιο μίσος για την Αριστερά που θέλει να χτίσει μια κοινωνία όπου οι ισχυροί δεν θα συνθλίβουν τους αδύναμους· μια κοινωνία όπου αυτή η διάκριση, σε ισχυρούς και αδύναμους, δεν θα είναι καν σημαντική και θα θεωρείται κατάλοιπο βαρβαρότητας.

Σήμερα, λοιπόν, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια άνοδο της ιδεολογίας των ανισοτήτων: είτε αυτών που δικαιολογούν οι νεοφιλελεύθεροι με βάση τις ιδεοληψίες τους για τη λειτουργία των αγορών και την «ανθρώπινη φύση»· είτε εκείνων που δικαιολογούν οι ναζί με βάση τις ιδεοληψίες τους για την ανωτερότητα των ισχυρών έναντι των αδύναμων. Ο κοινωνικός δαρβινισμός είναι και η ιδεολογική βάση για τη σύγκλιση που πραγματοποιείται εδώ και καιρό στην Ελλάδα, με διακυμάνσεις και διαλείμματα, αλλά και με εντυπωσιακή σταθερότητα στη μακροχρόνια διάρκεια, μεταξύ αυτών των δύο ρευμάτων (του νεοφιλελευθερισμού και του φασισμού). Μια σύγκλιση που, όταν ολοκληρωθεί, θα κυριαρχήσουν στους δρόμους μας όλα τα τέρατα· το Μαύρο Μέτωπο.

 

Η άνοδος του εθνικισμού

Και να που στη διαδικασία αυτή, της σύγκλισης του νεοφιλελευθερισμού με τον φασισμό, πηδάει στην κεντρική πολιτική απρόσκλητος ο εθνικισμός, παρασύροντας μαζί του τον αδελφό του, τον πατριωτισμό, δεξιό και αριστερό. Και λίγοι φαίνεται ότι θυμούνται πια ότι «από όλα τα όργανα που διαθέτει η φασιστική ορχήστρα, αυτό που βγάζει τους ελκυστικότερους ήχους είναι, χωρίς αμφιβολία, ο εθνικισμός»: «η πλειοψηφία των ‘πατριωτών’ […] καταλαβαίνει πως ο φασισμός είναι ο καταλληλότερος για να ενσαρκώσει την εθνική ιδέα» (Ντανιέλ Γκερέν, Η φαιά πανούκλα [1]).

Στα εθνικιστικά συλλαλητήρια του 2018, μερίδες των υποτελών κοινωνικών τάξεων ήταν παρούσες, υπνωτισμένες από ιδεολογικές παραστάσεις που όλες τους ανήκουν στον φαντασιακό γαλαξία του εθνικισμού. Πρόκειται για τις ιδεολογικές παραστάσεις εθνικισμού που συμμετέχουν στη συγκρότηση των ίδιων των λόχων της Χρυσής Αυγής, οι οποίοι δεν αποτελούνται από παιδιά των βορείων προαστίων (παρά την αυξανόμενη έλξη που αυτά νιώθουν για τον ναζισμό), αλλά από παιδιά των λαϊκών συνοικιών, όπου ο εθνικισμός εμφανίζεται, εδώ και καιρό πλέον, ως το πλησιέστερο υποκατάστατο του αριστερού ριζοσπαστισμού.

Στο δημοψήφισμα του 2015, η παρουσία των υποτελών κοινωνικών τάξεων στο μπλοκ του «όχι» ήταν πολύ μεγάλη· στο πατριωτικό-εθνικιστικό συλλαλητήριο του 2018 δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη.  Ωστόσο, κάθε ένα πλήθος (ο κόσμος του «όχι» στο δημοψήφισμα και ο λαϊκός κόσμος στα εθνικιστικά συλλαλητήρια) συγκροτήθηκε επάνω σε διαφορετική βάση. Σε κάθε μία από αυτές τις βάσεις, συγκεντρώθηκαν οι λαϊκές τάξεις ή μερίδες τους κάτω από διαφορετικές σημαίες: την πρώτη φορά στη βάση των πραγματικών αφόρητων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους (κάτω από την πολιτική και ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς). Και τη δεύτερη φορά στη βάση της εθνικής φαντασίωσης (κάτω από την ιδεολογική ηγεμονία του εθνικισμού και την πολιτική ηγεμονία της ΧΑ).

Πρόκειται, άραγε, για θεματική μετατόπιση των υποτελών κοινωνικών τάξεων από τα αριστερά προς τα δεξιά; Ακόμη και αν λάβουμε υπόψη μας στα σοβαρά τα δημοσκοπικά ευρήματα που έδειξαν ότι όσοι ψήφισαν «όχι» στο δημοψήφισμα εκπροσωπήθηκαν στις εθνικιστικές-φασιστικές διαδηλώσεις με το ίδιο ποσοστό, μπορούμε, με λίγη αριθμητική, να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι τα ευρήματα αυτά δεν δικαιολογούν το συμπέρασμα μιας μαζικής μετατόπισης από τα αριστερά προς τα δεξιά (1). Στα εθνικιστικά συλλαλητήρια εκφράστηκε ο λαός της Δεξιάς, ένας λαός ήδη συγκροτημένος εκ των προτέρων, ο οποίος όμως κινητοποιείται τώρα όλο και περισσότερο απέναντι σε έναν λαό της Αριστεράς που παραμένει αδρανής και, ως εκ τούτου, αφανής.

Εάν λοιπόν το πρώτο στοιχείο στη διαδικασία συγκρότησης του Μαύρου Μετώπου είναι η σύγκλιση των δυνάμεων της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς με τους ναζί σε έναν ενιαίο συνασπισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, το δεύτερο στοιχείο της συγκυρίας είναι η ικανότητα αυτού του ενιαίου μπλοκ να κινητοποιεί τον λαό της Δεξιάς υπό την ιδεολογική ηγεμονία των εθνικιστικών φαντασιώσεων (φαντασιώσεων, όμως, που γίνονται υλική δύναμη)· εθνικιστικών φαντασιώσεων που φουντώνουν τώρα χάρη στα παιχνίδια πολέμου στα οποία επιδίδεται η κυβέρνηση.

 

Το Κράτος οργανώνει την τάξη του

Οι επιθέσεις του Κράτους στον αναρχικό και αντιεξουσιαστικό χώρο εμφανίζονται καταρχάς ως έργο κάποιων μανιακών δεξιών εισαγγελέων ή της «Δικαιοσύνης» συνολικά· αυτά, όμως, είναι τα επιφαινόμενα. Οι επιθέσεις στον αναρχικό χώρο, η έκδηλη μεροληψία των δικαστών και ο εγκλεισμός ενός ήδη μεγάλου αριθμού αναρχικών στις φυλακές, είναι επεισόδια στη διαδικασία σύνθεσης του νεοφιλελευθερισμού με τον χρυσαυγιτισμό· είναι η απόπειρα της νεοφιλελεύθερης αστικής τάξης να συγκεντρώσει κάτω από την δική της ηγεμονική της ομπρέλα τον «λαό της Δεξιάς» στο σύνολό του. Μια στιγμή της διαδικασίας αυτής είναι η συγκρότηση ενιαίου ιδεολογικού μετώπου. Οι συλλήψεις και οι διώξεις αναρχικών λειτουργούν ως πανίσχυρος ιδεολογικός μηχανισμός προσφέροντας στον λαό της Δεξιάς το θέαμα της συντριβής των εχθρών του Έθνους· ένα θέαμα που λειτουργεί ως ιδεολογική συγκολλητική ουσία της παράταξης στο σύνολό της· ένα θέαμα που ενεργοποιεί κοινές ιδεολογικές αναφορές και αντίστοιχα εμφύλια πάθη που είχαν καταλαγιάσει για πολύ καιρό, εγκλωβισμένα στα όρια της «ευπρέπειας» και της «σοβαρότητας» που είχε επιβάλει η συγκυρία της Μεταπολίτευσης.

Αυτά συγκροτούν ένα χρηστό κύκλο: ο κρατικός αυταρχισμός, συνθλίβοντας τους «εχθρούς της Τάξης και της Ασφάλειας», προσφέρει στον Λαό της Δεξιάς το θέαμα της κατίσχυσης επί των αντιπάλων του και λειτουργεί ως ιδεολογικό τσιμέντο που δένει τις ταξικές συμμαχίες ενός Μαύρου Μετώπου· ενός Μετώπου μιας Δεξιάς που έχει γίνει εμπόλεμη Δεξιά και δεν δεσμεύεται πια από την κοινωνική και πολιτική ειρήνη που θέσπισε η Μεταπολίτευση· που εκδικείται και επιθυμεί να επιφέρει συντριπτικά πλήγματα στους εχθρούς της Έθνους.

Όλα αυτά φαίνεται ότι στοιχειοθετούν την εκ νέου ενεργοποίηση μιας διαδικασίας που είχε διακοπεί με την δολοφονία του Παύλου Φύσσα και, εν συνεχεία, με την άνοδο των πολιτικών δυνάμεων του προ-κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ: την διαδικασία συγκρότησης ενός συνασπισμού εξουσίας με την σύγκλιση της νεοφιλελεύθερης, συντηρητικής και ναζιστικής Δεξιάς, που αποκρυσταλλώνεται στην οικοδόμηση ενός νέου εμφυλιοπολεμικού κράτους· ενός κράτους με διπλή αποστολή: Πρώτον, την συντριβή του εσωτερικού εχθρού, δηλαδή των αναρχικών, των αντιεξουσιαστών και της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Και, δεύτερον, την ενοποίηση σειράς τάξεων και μερίδων τάξεων σε συνασπισμό εξουσίας. Πρόκειται για έναν συνασπισμό εξουσίας με κοινωνική βάση το τραπεζικό κεφάλαιο, τους μεγάλους και μικρούς κεφαλαιοκράτες των υπηρεσιών και της βιομηχανίας, την παλαιά μικροαστική τάξη του μικρού εμπορίου και της αυτοαπασχόλησης, τους οικονομολόγους, τους δημοσιογράφους και λοιπούς επαγγελματίες των ιδεολογικών μηχανισμών της αστικής εξουσίας, τα στελέχη των μεγάλων ιδιωτικών επιχειρήσεων και του κρατικού μηχανισμού, τους θρησκόληπτους, τους μπράβους και το λοιπό λούμπεν προλεταριάτο του σκοινιού και του παλουκιού. Αλλά και μερίδες ανέργων, εξαθλιωμένων συνταξιούχων, και άλλων λαϊκών στρωμάτων με ιδεολογική καταγωγή από πιο μαύρες ιστορικές περιόδους του κράτους των εθνικοφρόνων.

Αυτό είναι και ένα τρίτο στοιχείο της συγκυρίας: η αυξημένη ικανότητα αυτού του ενιαίου μπλοκ να κινητοποιεί το αστικό κράτος εναντίον των Εχθρών του Έθνους, ώστε αυτό να αναδιατάσσει τις δυνάμεις του σε νέους σχηματισμούς ταξικής μάχης.

 

Τέλος παιχνιδιού; Όχι ακόμα!

Αυτά είναι τρία στοιχεία της συγκυρίας που τείνουν στην συσσώρευση πολιτικής, ιδεολογικής και καταπιεστικής ισχύος του ανερχόμενου Μαύρου Μετώπου. Όμως, όσο σημαντική και αν είναι αυτή, παραμένει ανεπαρκής ως αντίβαρο του ελλείμματος ηγεμονικής δύναμης της αστικής εξουσίας. «Το Κράτος είναι συναίνεση θωρακισμένη με καταστολή», έλεγε ο Γκράμσι: δεν είναι καταστολή με κάποιο συμπλήρωμα συναίνεσης. Για τον λόγο αυτό, το νέο δεξιό/ακροδεξιό κράτος που αναδύεται τώρα επάνω στον φθίνοντα ΣΥΡΙΖΑ θα παρατείνει την κρίση πολιτικής ηγεμονίας στην οποία βρίσκεται η Ελλάδα ήδη από το 2010, με την έναρξη της μνημονιακής πολιτικής: οι «επάνω» δεν μπορούν να εμφανίσουν το δικό τους ιδιοτελές συμφέρον ως γενικό συμφέρον· και, για όσο καιρό θα ισχύει αυτό, η δυνατότητα μιας πολιτικής ανατροπής πρώτου μεγέθους θα παραμένει ανοιχτή στην Ελλάδα.

Το υποκείμενο μιας τέτοιας ανατροπής δεν μπορεί να είναι παρά ο «λαός της Αριστεράς»: η «κοινωνική Αριστερά», που έχει την βάση της στις περισσότερες επαγγελματικές κατηγορίες εργαζομένων με μισθωτή σχέση (πλην όμως όχι τις ανώτερες βαθμίδες της εργασιακής ιεραρχίας), στους εργάτες, στους προλετάριους των υπηρεσιών και της βιομηχανίας, στους επισφαλείς, τους άνεργους, τους αδήλωτους, τους χαμηλόμισθους, τους υποαπασχολούμενους, τους αποθαρρημένους, τους χωρίς φωνή. Με δυο λόγια: η κοινωνική πλειοψηφία, που είναι το 80% της μισθωτής εργασίας. Εδώ όμως συναντάμε το κεντρικό πρόβλημα των δυνάμεων που θέλουν να αντιμετωπίσουν τώρα την ανερχόμενη δύναμη της νέας σύνθεσης της Δεξιάς με την Ακροδεξιά: την παθητικότητα της κοινωνικής Αριστεράς, του λαού της Αριστεράς· της πλειοψηφίας των υποτελών κοινωνικών τάξεων, που η αποστασία του ΣΥΡΙΖΑ καταβύθισε σε αδράνεια και πένθος.