- Marginalia - https://marginalia.gr -

«Το Μυστικό του Πατρός Μπράουν», Γκ. Κ. Τσέστερτον: Έγκλημα και ενσυναίσθηση

Το Μυστικό του Πατρός Μπράουν
Γκ. Κ. Τσέστερτον
μετάφραση Χάρης Τανταρούδας – Παπασπύρου
Εκδόσεις Μάγμα, 2021 | 288 σελίδες

Το Μυστικό του Πατρός Μπράουν, μια συλλογή δέκα ιδιότυπων αστυνομικών διηγημάτων με ήρωα τον ρωμαιοκαθολικό ιερέα του τίτλου, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1927, σχεδόν στην καρδιά του Χρυσού Αιώνα της βρετανικής αστυνομικής λογοτεχνίας [1] που κράτησε όσο περίπου και ο Μεσοπόλεμος. Είχαν προηγηθεί ήδη άλλες τρεις συλλογές με συνολικά 32 διηγήματα στα οποία πρωταγωνιστούσε ο πατήρ Μπράουν, ενώ αυτή τη συλλογή την ακολούθησε άλλη μία με εννιά ακόμη διηγήματα το 1935. Το πρώτο από αυτά δημοσιεύεται στα 1910, είκοσι χρόνια δηλαδή μετά το πρώτο διήγημα του Άρθουρ Κόναν Ντόιλ στο οποίο εμφανίζεται ο Σέρλοκ Χολμς και δέκα χρόνια πριν το πρώτο μυθιστόρημα της Άγκαθα Κρίστι με ήρωα τον Ηρακλή Πουαρό. 

Πατέρας του πατρός Μπράουν είναι ο πολυγραφότατος G. K. Chesterton (Gilbert Keith Chesterton [2] – Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον), ο επονομαζόμενος και «πρίγκιπας του παραδόξου», ο οποίος πέραν όλων των άλλων ιδιοτήτων του (συγγραφέας, φιλόσοφος, κριτικός λογοτεχνίας και τέχνης) υπήρξε και αυτοδίδακτος θεολόγος. Έγραψε μάλιστα και μια σειρά από απολογητικά θεολογικά έργα, ενώ σταδιακά μεταστράφηκε από τον αγγλικανισμό στον ρωμαιοκαθολικισμό. Όπως είναι φυσικό, αρκετές από τις θεολογικές του θέσεις εκφράζονται και στα διηγήματά του με τον πατέρα Μπράουν, αυτό όμως ποτέ δεν γίνεται απροκάλυπτα ή με οποιαδήποτε εμφανή διάθεση για θρησκευτικό κήρυγμα. Για να το πω αλλιώς, οι απόψεις του πατρός Μπράουν είναι αυτές που είναι γιατί ο ίδιος είναι ένας ιερέας.

Ο Τσέστερτον περιγράφει τον πατέρα Μπράουν ως μια πραγματική παρωδία του λυγερόκορμου, εκκεντρικού και εκλεπτυσμένου ντετέκτιβ, όπως τον αντιπροσώπευε ο Σέρλοκ Χολμς: έναν κοντόχοντρο ρωμαιοκαθολικό ιερέα με άχαρα ρούχα, που κρατάει διαρκώς μια μεγάλη ομπρέλα, μοιάζει διαρκώς νυσταλέος, ντροπαλός και βαριεστημένος, αλλά διαθέτει μια αλλόκοτη διορατικότητα όσον αφορά το ανθρώπινο κακό. Αυτή η διορατικότητα αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρήσιμη, καθώς συχνά-πυκνά, όπως απαιτεί η σύμβαση του είδους, ο πατήρ Μπράουν καλείται, είτε λόγω μιας τυχαίας συγκυρίας είτε λόγω της φήμης που αποκτά με τον καιρό, να εξιχνιάσει ένα έγκλημα, συνηθέστερα μια δολοφονία ή την κλοπή κάποιου πολύτιμου αντικειμένου. Στην προσπάθειά του αυτή θυμίζει πιο πολύ τις μεθόδους του Πουαρό (ή μάλλον της Μις Μαρπλ), παρά αυτές του Χολμς, καθώς στηρίζεται λιγότερο σε «στοιχεία» και περισσότερο στη μελέτη της ανθρώπινης ψυχολογίας, μέσα από ένα θρησκευτικό πρίσμα πάντα, λόγω της ιδιότητάς του ως ιερωμένου και δη εξομολόγου. 

Όλα αυτά τα στοιχεία τα συναντάμε στην πλήρη τους αναπτυξη στην παρούσα συλλογή, η οποία διαφέρει ως προς τις υπόλοιπες σε δύο σημεία: αφενός τα διηγήματά της (με εξαίρεση δύο) πρωτοδημοσιεύονται σε αυτή, ενώ οι άλλες συλλογές απλώς συγκεντρώνουν διηγήματά που είχαν πρωτοδημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής, αφετέρου τα διηγήματα στα οποία ο πατήρ Μπράουν εξιχνιάζει κάποιο έγκλημα πλαισιώνονται από δύο «κεφάλαια» εν είδει προλόγου και επιλόγου. Σε αυτά διαβάζουμε για μια παράξενη συνάντηση του πατέρα Μπράουν που τον οδηγεί να αποκαλύψει το μυστικό του, ποιο είναι δηλαδή εκείνο το στοιχείο που τον έχει βοηθήσει σε τόσες εγκληματολογικές επιτυχίες: «Βλέπετε, ήμουν εγώ που σκότωσα όλους εκείνους τους ανθρώπους». (σελ. 16)

Μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται για κάποια συγκλονιστική ανατροπή, ούτε σας κάνω κάποιο άκομψο σπόιλερ· όπως εξηγεί λίγο παρακάτω ο ιερωμένος μας: 

«Το καθένα απ’ τα εγκλήματα αυτά το είχα σχεδιάσει πολύ προσεκτικά», συνέχισε ο πατήρ Μπράουν. «Είχα σκεφτεί πώς ακριβώς θα μπορούσε να εκτελεστεί και σε ποια πνευματική κατάσταση θα μπορούσε κάποιος πραγματικά να το διαπράξει. Κι όταν βεβαιωνόμουν ότι ένιωθα ακριβώς όπως ο δολοφόνος, τότε γνώριζα και την ταυτότητά του.[…]
Εννοώ λοιπόν ότι είδα πραγματικά τον εαυτό μου, τον πραγματικό μου εαυτό, να διαπράττει τους φόνους. Πράγματι, δεν σκότωσα αυτούς τους ανθρώπους με τα ίδια μου τα χέρια. Σκέφτηκα ξανά και ξανά πώς ένας άνθρωπος θα μπορούσε να να καταλήξει έτσι, ώσπου αντιλήφθηκα ότι εγώ ο ίδιος ήμουν έτσι, σε όλα εκτός από την τελική απόφαση να προβώ σε τούτη την πράξη.» (σελ. 16-17)

Κι αφού ασκήσει κριτική στην εγκληματολογική επιστήμη, που κατά τον ίδιο σημαίνει το «να αποστασιοποιείσαι από τον άνθρωπο και να τον εξετάζεις σαν να ήταν κάποιο γιγάντιο έντομο»(σελ. 18),[1] συνεχίζει:

«Ε, λοιπόν, αυτό που αποκαλείτε “το μυστικό μου” είναι το ακριβώς αντίθετο. Δεν προσπαθώ να πάρω απόσταση από τον άνθρωπο. Προσπαθώ να μπω μέσα στον δολοφόνο… Στην πραγματικότητα πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο κι απ’ αυτό. Δεν το αντιλαμβάνεστε;  ταυτίζομαι με τον άνθρωπο που παρατηρώ· μπαίνω στο σώμα του· κουνάω τα χέρια και τα πόδια του. Περιμένω όμως μέχρι να καταλάβω ότι είμαι μέσα σ’ έναν δολοφόνο, κάνοντας τις σκέψεις του και παλεύοντας με τα πάθη του· μέχρι να βρεθώ για τα καλά στη θέση του και να νιώσω το κρυφό, κολασμένο μίσος του· μέχρι να δω τον κόσμο με το δικό του αιμοβόρο και αλλήθωρο βλέμμα, κοιτάζοντας ανάμεσα απ’ τις παρωπίδες της πλανημένης του συνείδησης· ψάχνοντας τον πιο σύντομο και ευδιάκριτο δρόμο για την αιματοχυσία. Μέχρι να γίνω στ’ αλήθεια εγώ ο δολοφόνος.» (σελ. 19)

Φαινομενικά, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο πατήρ Μπράουν είναι ένας πρώιμος profiler που εφαρμόζει τεχνικές ενσυναίσθησης, δεκαετίες πριν το κάνουν εγκληματολογικές υπηρεσίες στις ΗΠΑ, προκειμένου να βρει τον δολοφόνο. Πράγματι, αυτό είναι το ένα επίπεδο της μεθόδου του, στη δική του περίπτωση όμως αυτή η ενσυναίσθηση είναι απολύτως συνυφασμένη με τον πνευματικό του ρόλο: «Κανείς δεν δικαιούται να ισχυριστεί ότι είναι καλός, προτού γνωρίσει πρώτα πόσο κακός είναι ή πόσο κακός μπορεί να γίνει.» (σελ. 19). Ο ιερωμένος μας θέλει να γνωρίσει, θέλει να καταλάβει και, τέλος, θέλει να συγχωρήσει, αν έχει υπάρξει τουλάχιστον μετάνοια από τη μεριά του δράστη. Για τον ίδιο το βασικό ζήτημα δεν είναι η αποκατάσταση της ανθρώπινης δικαιοσύνης, αλλά της θείας, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν συνεργάζεται συνήθως με τις αστυνομικές και δικαστικές αρχές.

Έτσι, στα οκτώ διηγήματα που ακολουθούν θα δούμε μυστήρια που έλυσε ο πατήρ Μπράουν με αυτόν τον ενδοσκοπικό τρόπο, προκειμένου να καταδειχθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια η μέθοδός του όπως την εφαρμόζει στην πράξη. Παράλληλα, στα περισσότερα από αυτά τα διηγήματα βρίσκουμε διεισδυτικά σχόλια του πατρός Μπράουν ή άλλων χαρακτήρων γύρω από τις εγκληματολογικές μεθόδους, αλλά και γύρω από την απονομή της δικαιοσύνης, την ηθική και τον ρόλο της θρησκείας, σχόλια που τις περισσότερες φορές απηχούν τις απόψεις του ίδιου του Τσέστερτον. Εννοείται ότι το παράδοξο κατέχει κεντρική θέση σε αυτά τα διηγήματα, ένα παράδοξο που εκφράζεται συνήθως είτε μέσα από ένα έγκλημα που φαντάζει αδύνατο είτε, κυρίως, μέσα από τη λύση που έρχεται από την υιοθέτηση μιας τελείως άλλης οπτικής γωνίας εκ μέρους του ήρωά μας.

Θα είχε λοιπόν ενδιαφέρον να δούμε κάποια από αυτά τα σχόλια, χωρίς φυσικά να κάνουμε ασυγχώρητα σπόιλερ γύρω από την πλοκή της κάθε ιστορίας, για να διαπιστώσουμε του λόγου το αληθές. Ξεκινώντας από το πρώτο διήγημα, τον «Καθρέφτη του δικαστή», διαβάζουμε μια παραδοξολογική «υπεράσπιση» των λογοτεχνικών κρατικών αστυνομικών, οι οποίοι στις αστυνομικές ιστορίες συνήθως φτάνουν σε τέλμα από όπου τους ξελασπώνει ο ερασιτέχνης ντετέκτιβ, ενώ στην πραγματικότητα διαθέτουν και (συλλογική) μέθοδο, με βάση την οποία μοιράζονται με τους συναδέλφους τους όσα στοιχεία ανακαλύπτουν, αλλά και πολλαπλάσιους πόρους, χάρη στους οποίους μπορούν να παρακολουθούν τους πάντες: «η υπηρεσία του [αστυνομικού] παρακολουθεί όλους τους ξένους -κάποιοι θα προσέθεταν ότι παρακολουθεί και όλους τους ντόπιους»(σελ. 23). Μίλησε κανείς για κράτος επιτήρησης (surveillance state); Παρεμπιπτόντως, ο πατήρ Μπράουν σε αυτή την ιστορία χρησιμοποιεί την ενσυναίσθηση για να αθωώσει κάποιον.

Στον «Άνθρωπο με τις δύο γενειάδες», ο ιερέας-ντετέκτιβ αφηγείται μια ιστορία κάποιου που δολοφόνησε έναν άνθρωπο που του ήταν τελείως ξένος, για να αποδείξει σε έναν εγκληματολόγο ότι δεν μπορούν να ταξινομηθούν όλοι οι δολοφόνοι σε προκαθορισμένες κατηγορίες. Προχωρά όμως ακόμη παραπέρα, σε μια εποχή μάλιστα που κυριαρχούσαν οι ιδέες για την εγκληματική φυσιογνωμία ή τον εγκληματικό ανθρωπότυπο: «Φίλε μου, δεν υπάρχουν εκ προοιμίου καλοί ή κακοί ανθρώπινοι τύποι, ούτε επαγγέλματα στα οποία όλοι είναι κακοί ή όλοι καλοί. Κάθε άνθρωπος μπορεί να γίνει δολοφόνος […]. Και κάθε άνθρωπος, ακόμη και ο ίδιος άνθρωπος, μπορεί να γίνει άγιος». Και συνεχίζει με τα εξής εντυπωσιακά και αρκούντως ανατρεπτικά: «Αν όμως υπάρχει ένας τύπος ανθρώπου που τείνει συχνότερα από τους υπόλοιπους να καταντάει εντελώς ανήθικος και χωρίς φραγμούς, είναι εκείνος του στυγνού επιχειρηματία: δεν διαθέτει κανένα ιδανικό, μα ούτε και θρησκεία. Δεν έχει ούτε το ήθος του τζέντλεμαν ούτε την ταξική αφοσίωση του συνδικαλιστή» (σελ. 82).

Το ζήτημα της οπτικής γωνίας θίγεται στο επόμενο διήγημα που τιτλοφορείται «Το τραγούδι των ιπτάμενων ψαριών», όπου ο πατήρ Μπράουν μας υπενθυμίζει ότι όταν κάτι βρίσκεται πολύ κοντά μας δεν μπορούμε να το δούμε, και ότι, ακόμη κι αν το δούμε, μας φαίνεται πολύ παράξενο, ενώ στη συνέχεια διαβάζουμε δύο από τις πιο χαρακτηριστικές παραδοξολογίες του, οι οποίες παίζουν φυσικά καθοριστικό ρόλο στην επίλυση του μυστηρίου: «Όλα τα εγκλήματα προϋποθέτουν πως κάποιος δεν θα ξυπνήσει εγκαίρως» (σελ. 113) και «Αν, όμως, τολμήσεις να πεις σε μια γυναίκα ότι κάποιο πράγμα πρέπει να γίνει, διατρέχεις τον άμεσο κίνδυνο να το κάνει εκείνη» (σελ. 114).

Όπως μας πληροφορεί σχετική σημείωση του μεταφραστή Χάρη Τανταρούδα – Παπασπύρου, ο Τσέστερτον στα θεολογικά του έργα είχε ασκήσει κριτική στη νιτσεϊκή φιλοσοφία που ασκούσε μεγάλη γοητεία στους κύκλους των μποέμ διανοούμενων της εποχής του. Έτσι, στο διήγημα «Ο ηθοποιός και το άλλοθι» βρίσκει την ευκαιρία να γράψει τα εξής που ακούγονται αλλόκοτα επίκαιρα σήμερα: «Όταν αναφέρεσαι σε όλους αυτούς του ψηλομύτες διανοούμενους που γνωρίζουν από υψηλή κουλτούρα και αντιμετωπίζουν φιλοσοφημένα και στωικά το δράμα τους, θυμήσου τι είδους φιλοσοφία είναι αυτή! Θυμήσου ποιες αρχές ακολουθούν οι εν λόγω διανοούμενοι! Τα πάντα περιστρέφονται γύρω από τη θέληση για δύναμη και το δικαίωμα στη ζωή και τη βίωση νέων εμπειριών!» (σελ. 144).

Στην «Εξαφάνιση του Βόντρυ» διαβάζουμε για ένα πτώμα που χαμογελάει, για μια ιστορία φριχτού μίσους και εκδίκησης και για μια πράξη αυτοάμυνας -μόνο που και εδώ τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται και στο τέλος ο δολοφόνος κερδίζει -κατά κάποιον τρόπο- τη συμπάθειά μας. Αντίθετα, στο «Χειρότερο έγκλημα στον κόσμο» ο δολοφόνος κερδίζει την απέχθειά μας, αφού αντλεί διανοητική απόλαυση από το έγκλημα που έχει διαπράξει, τόση που γελά μόνος του όταν το σκέφτεται. Ο πατήρ Μπράουν εξηγεί: «…υπάρχουν δύο τύποι ανθρώπων που μπορούν και γελούν όταν βρίσκονται μόνοι τους: ο πολύ καλός και ο πολύ κακός. Βλέπεις, είτε εκμυστηρεύεται το αστείο στον Θεό είτε το εκμυστηρεύεται στον Διάβολο. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για εσωτερική διεργασία. Υπάρχει, πράγματι, ένα είδος ανθρώπου που θα εκμυστηρευόταν ένα αστείο στον Διάβολο. Μάλιστα δεν τον νοιάζει αν δεν ακούσει κανείς το αστείο, ούτε καν αν δεν πρέπει να το ακούσει κανείς. Το αστείο είναι από μόνο του αρκετό, φτάνει να είναι κακόβουλο και καταχθόνιο» (σελ. 195).

Με αφορμή την κλοπή ενός ρουμπινιού κατά τη διάρκεια ενός πανηγυριού στο «Κόκκινο φεγγάρι του Μερού», ο πατήρ Μπράουν, αφού εξηγήσει τη διάκριση ανάμεσα στις πνευματικές και τις ηθικές δυνάμεις, και αφού εντοπίσει έναν κλέφτη που ήταν τζέντλεμαν και έναν απατεώνα που δεν ήταν κλέφτης, βρίσκει την ευκαιρία να ασκήσει μια φαρμακερή κριτική στην αποικιοκρατία: «Κι άλλοι Εγγλέζοι τζέντλεμαν έχουν κλέψει στο παρελθόν, έχοντας μάλιστα νομική και πολιτική κάλυψη γι’ αυτές τους τις πράξεις. Η ίδια η Δύση, μάλιστα, είναι μανούλα στο να αρνείται τις κλοπές της διά της σοφιστείας» (σελ. 231).

Στο τελευταίο από τα μυστήρια που επιλύει, το «Πένθος του μαρκησίου», ο πατήρ Μπράουν εξηγεί σε μια παρέα «αθώων» ανθρώπων τον ρόλο του ιερέα απέναντι σε έναν εγκληματία, έναν ρόλο που, όπως προαναφέρθηκε, τον διαφοροποιεί εξ ορισμού από όλους τους άλλους λογοτεχνικούς ντετέκτιβ: «Οφείλουμε να αγγίζουμε αυτούς τους ανθρώπους όχι απλώς χωρίς γάντια, αλλά και με την ευλογία μας. […] Οφείλουμε να κουνάμε το δαχτυλάκι που θα τους σώσει από την Κόλαση. Εμείς μονάχοι μας είμαστε η τελευταία τους ελπίδα για να βγουν από την απελπισία, όταν η ανθρώπινη φιλανθρωπία σας τους εγκαταλείπει. Συνεχίστε, λοιπόν, στον δικό σας -σπαρμένο με ροδοπέταλα- δρόμο, να συγχωρείτε τις αγαπημένες σας αμαρτίες και να είστε γενναιόδωροι απέναντι στα δημοφιλή εγκλήματα. Κι αφήστε μας εμάς στο σκοτάδι, σαν βρικόλακες, να παρηγορούμε εκείνους που χρειάζονται, όντως, παρηγοριά· εκείνους που κάνουν πράξεις πραγματικά αδικαιολόγητες, που ούτε οι ίδιοι ούτε ο κόσμος ολόκληρος μπορεί να δικαιολογήσει -παρά μονάχα ένας ιερέας» (σελ. 266). 

Τα λόγια αυτά, μαζί με το αδυσώπητο ερώτημά του που ακολουθεί, αν αυτοί οι άνθρωποι θα ομολογούσαν κάποια αποτρόπαια πράξη που είχαν κάνει, έστω και πολύ αργότερα και εκ του ασφαλούς, πέρα από τη θεολογική τους διάσταση, θέτουν σε ευθεία αμφισβήτηση, μετά τους διάσπαρτους υπαινιγμούς σε όλο το βιβλίο, την αντιμετώπιση του εγκληματία ως κάποιου απάνθρωπου τέρατος από το οποίο πρέπει να απομακρυνθούμε όσο πιο μακριά γίνεται, και, ταυτόχρονα, βάζουν στη συζήτηση τα ζητήματα του σωφρονισμού, της τιμωρίας, της μεταστροφής. Μια τέτοια μάλιστα πλήρης μεταστροφή αποκαλύπτεται και στον επίλογο του βιβλίου, όταν και επιστρέφουμε στο αφηγηματικό παρόν που πλαισίωσε τα διηγήματα και αφού ακούσουμε και πάλι τον πατέρα Μπράουν να συνοψίζει τη μέθοδό του, απευθύνοντας τα εξής φλογερά λόγια στον δύσπιστο συνομιλητή του: «Ένα έγκλημα μπορεί να το θεωρείτε φρικτό, διότι δεν θα μπορούσατε ποτέ να το διαπράξετε. Μα, για εμένα, μοιάζει φρικτό, επειδή θα μπορούσα να το διαπράξω» (σελ. 274-5).

Οι Εκδόσεις Μάγμα έκαναν στο βιβλίο αυτό γενικά μια πολύ καλή δουλειά, τόσο από πλευράς επιμέλειας όσο και επιλογής εξωφύλλου, ενώ η μετάφραση του Χάρη Τανταρούδα – Παπασπύρου αποδίδει ευφάνταστα την εξαιρετική πρόζα του Τσέστερτον. Οι σημειώσεις του μάλιστα (οι οποίες θα μπορούσαν βέβαια να βρίσκονται στο κάτω μέρος των σελίδων αντί για το τέλος του βιβλίου) είναι πολύ χρήσιμες τόσο για την κατανόηση κάποιων πραγματολογικών στοιχείων που διαφορετικά θα ήταν πολύ σκοτεινά σήμερα, όσο και για τις διακειμενικές αναφορές που επισημαίνουν. 

Είτε έχει διαβάσει κανείς αστυνομική λογοτεχνία είτε όχι, είτε είναι εξοικειωμένος με τον πατέρα Μπράουν είτε δεν έχει ξαναδιαβάσει ιστορίες στις οποίες πρωταγωνιστεί, το «Μυστικό του πατρός Μπράουν» είναι ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα που δεν προσφέρει απλώς τη δεδομένη διανοητική απόλαυση των καλογραμμένων whoddunit, αλλά ανοίγει, όπως προσπάθησα να καταδείξω παραπάνω, και τη συζήτηση γύρω από ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων που παραμένουν ιδιαίτερα επίκαιρα.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [3]

Υποσημειώσεις[+]