- Marginalia - https://marginalia.gr -

Το Πολυτεχνείο ως ενοποιητικός μνημονικός τόπος/μύθος

Με αφορμή την παρεμπόδιση του ΣΥΡΙΖΑ, από δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, είτε να καταθέσει στεφάνι (Θεσσαλονίκη [1]) είτε να πορευτεί με τα υπόλοιπα μπλοκ (Βόλος [2] και Χανιά [3]), ξεκίνησε εκ νέου μια συζήτηση, κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για το δικαίωμα στο Πολυτεχνείο και για τους «πορτιέρηδες της επανάστασης». Η ουσία της όλης συζήτησης είναι η παρουσίαση ενός Πολυτεχνείου που ανήκει σε όλους μιας και δεν είναι παρά μια γιορτή της δημοκρατίας, δηλαδή ένα άνευρο εθνικό αφήγημα. 

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου παρουσιάζεται δηλαδή ως τα πάντα εκτός από εξέγερση, δηλαδή έναν κοινωνικό πόλεμο, μια σύγκρουση θέσεων και πρακτικών ανάμεσα στα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, αλλά και εντός του στρατοπέδου των εξεγερμένων. Σε μια εξέγερση ακόμη και οι εξεγερμένοι δεν είναι απόλυτα ενωμένοι, παρά διεκδικούν, και όχι πάντα επιτυχημένα, μια ελάχιστη συμφωνία στον τρόπο αντιμετώπισης των κυριάρχων με τους οποίους βρίσκονται αντιμέτωποι. 

Ένα πρώτο ζήτημα είναι πως και η ίδια η νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ έπραττε για χρόνια (αναφέρομαι στην προκυβερνητική περίοδο) αντίστοιχα απέναντι στα κυρίαρχα αστικά κόμματα της προηγούμενης περιόδου, τουλάχιστον στη Θεσσαλονίκη. Καλοπροαίρετα θα θεωρήσω πως όλοι αυτοί οι όψιμοι υποστηρικτές του το αγνοούν γιατί τότε ούτε ΣΥΡΙΖΑ ήταν, και αρκετοί εξ αυτών ίσως και να μην ήξεραν ή να είχαν ξεχάσει ακριβώς κατά που πέφτει το Πολυτεχνείο. Αυτό δεν είναι κατ’ ανάγκη κακό, η επιλεκτική μνήμη και η λήθη όμως είναι. Όπως δεν είναι κακή η αλλαγή θέσεων, φτάνει αυτή να τεκμηριώνεται και να εξηγείται επαρκώς η μεταβολή της θέσης. Αντ’ αυτού βλέπουμε απόκρυψη είτε θέσεων είτε πρακτικών ωσάν αυτές να μην υπήρξαν ποτέ. Και το κυρίως πρόβλημα με αυτούς που ξέρουν και το αποκρύπτουν, και εν τέλει και με τις δύο αυτές κατηγορίες υποστηρικτών, παλαιών και νέων, είναι το εξής· όταν προκληθούν να απαντήσουν απλά πετάνε την μπάλα στην εξέδρα. Υποκρισία, μη ανάληψη πολιτικής ευθύνης για πρακτικές που τώρα καταδικάζονται· κοινώς, μονά-ζυγά δικά μας.

Το πρόβλημα είναι πως η αντιπαράθεση διεξάγεται με όρους μάτσο, οργανωτικής ισχύος μάλλον, παρά μαζικής κατακραυγής, ενώ την αντιφατικότητα και την αγωνιστικότητα του Πολυτεχνείου την αποτυπώνουν πολύ καλύτερα και ξεκάθαρα, τόσο σήμερα, όσο και παλιότερα, κυρίως άλλες πρακτικές, όπως ότι οι σύλλογοι έκαναν συντονιστικό συνελεύσεων και καταλήψεων πριν τον εορτασμό, ενώ κατά καιρούς έχει γίνει συντονισμένη προσπάθεια περιφρούρησης της πορείας και προάσπισης του ασύλου· γενικώς, ότι υπήρξε και υπάρχει διαπάλη γραμμών η οποία διεξάγεται με όρους πολιτικούς και όχι οργανωτικούς. Η οργανωτική, και μόνο, αντιπαράθεση είναι η συνέχιση της χρεοκοπίας της πολιτικής με άλλα μέσα.

Παρόλα αυτά, το πιο σημαντικό ζήτημα είναι άλλο. Λένε είτε πως το Πολυτεχνείο είναι ξένο προς ιδιοκτησιακές λογικές είτε πως ανήκει -εξίσου- σε όλους, ή έστω, πως έχουν λόγο όσοι ήταν τότε στο κίνημα, ασχέτως του τι έπραξαν μετά κοκ. Γενικώς, διαφωνούν διάφοροι με την απαγόρευση του άλλου ως διαδικασία ξένη προς την ίδια την ουσία του Πολυτεχνείου. Δεν θα προσπαθήσω να κριτικάρω την, κατά τη γνώμη μου άκρως προβληματική, θέση της αγωνιστικής προϋπηρεσίας στο βιογραφικό σημείωμα κάποιου, η οποία μάλιστα πρέπει να του εξασφαλίζει είσοδο ελευθέρας ασχέτως πολιτικής πορείας. Και το οποίο είναι και άσχετο μιας και αφορμή για τη συζήτηση υπήρξε η σύγκρουση μεταξύ πολιτικών φορέων και όχι ατόμων. Αλλά και έτσι να ήταν, και πάλι το κρίσιμο έγκειται αλλού και όχι στο τι έκανε ή δεν έκανε ο καθένας και η καθεμία κάποτε.

Το πρόβλημα με την πιο πάνω θέση, περί κοινοκτημοσύνης του Πολυτεχνείου, είναι ότι  παραγνωρίζει πως δεν στήθηκε μόνο ο ίδιος ο εορτασμός του Πολυτεχνείου εν μέσω απαγορεύσεων και διαχωρισμών (απ’ την πρώτη [4] κιόλας πορεία του 1974), αλλά και με διαφωνίες περί του ποιος το πρεσβεύει και το εκπροσωπεί ήδη απ’ την επαύριο του Πολυτεχνείου, διαφωνίες ανάλογες με εκείνες που υπήρξαν και κατά την ίδια την κατάληψη του Πολυτεχνείου το 1973. Κάτι απόλυτα εξηγήσιμο και με βάση την άποψη [5] του ψυχίατρου και στελέχους του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος Νίκου Σιδέρη πως επρόκειτο για «μια οικογενειακή υπόθεση της κομμουνιστικής Αριστεράς» μιας και όλοι ξέρουμε πως εάν χαρακτηρίζει κάτι τις οικογένειες, αυτό είναι οι καυγάδες. Το Πολυτεχνείο ήταν το Σπιρτόκουτο [6] του 1973.

Εντός του Πολυτεχνείου έγιναν μάχες, και δεν εννοώ με χουντικούς -παρακρατικούς και μη- ούτε και αναφέρω τη λέξη με τη μεταφορική της έννοια (και μόνο). Εννοώ πως ανάμεσα στις συνιστώσες του φοιτητικού κινήματος υπήρξαν συγκρούσεις και πιάστηκαν ακόμη και στα χέρια. Η μάχη για τον έλεγχο του ραδιοπομπού, των διαφόρων επιτροπών, των πολυγράφων, των κειμένων, των συνθημάτων, και για ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, είναι υπαρκτή, συνέβη όντως! Και για όσους αμφιβάλλουν ότι η κυρίαρχη ιδεολογία της εθνικής ομοψυχίας έχει κερδίσει κατά κράτος, «δεν είναι λίγοι εκείνοι που θυμούνται τη… μάχη [5] για το ποιος θα πρωτοπάρει τον πολύγραφο: “Ο Νίκος Μπαλής, αναρχικός, έδινε μάχη στήθος με στήθος”».

Το αίσθημα του συνανήκειν που καλλιεργήθηκε μετέπειτα είναι ξένο ως προς το τι έγινε και τι υποτίθεται πως πρεσβεύει το Πολυτεχνείο. Θεωρώ πως, σε μεγάλο βαθμό – πλην του σημείου για το σε ποιους (τους νεκρούς) ανήκει το Πολυτεχνείο- έχει δίκιο ο Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος όταν, ένα χρόνο μετά, γράφει [7]:

Μα οι νεκροί δεν αγωνίστηκαν γι’ αυτά. Δεν ήθελαν να γίνουν «εθνικοί» ήρωες. Δεν ανήκουν στο έθνος. Στο έθνος ανήκουν οι παπάδες και τα λάβαρα, οι λόγοι και τα στεφάνια των επισήμων.

Στο έθνος ανήκουν οι δολοφόνοι των παιδιών. Τα παιδιά δεν ανήκουν πουθενά. Το νόημα της εξέγερσής τους δεν χωράει στα εθνικά αστικοδημοκρατικά πλαίσια που θέλουν να το στριμώξουν. Ο αγώνας του Νοέμβρη δεν ήταν αγώνας «εθνικός», δεν ήταν καν αγώνας «πολιτικός» – ήταν η επανάσταση. Το Πολυτεχνείο δεν ανήκει στο «έθνος»· αυτή την αλήθεια εξέφραζε ένα σημείωμα αφιερωμένο στους νεκρούς: «Ο ελληνικός λαός ήταν ανάξιος της θυσίας σας». Το Πολυτεχνείο ανήκει στους νεκρούς – μόνο σ’ αυτούς.

Η «φαγωμάρα» γύρω από το ζήτημα σε ποιους ανήκει ή δεν ανήκει το Πολυτεχνείο ίσως είναι το μόνο πράγμα που πραγματικά ανήκει στην παράδοση και την κουλτούρα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, υπό την έννοια ότι ο εκ των υστέρων ενοποιητικός μύθος δεν συνάδει με το τι περιγράφεται ως «το τριήμερο της κατάληψης» από τους συμμετέχοντες. Είναι εξίσου μύθος, όπως η υποτιθέμενη μη βία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Καθόλα λογικό βέβαια μιας και το Πολυτεχνείο, όπως και όλοι οι μνημονικοί τόποι ανήκουν στους ζωντανούς -και όχι στους νεκρούς- οι οποίοι τους κατασκευάζουν, τους νοηματοδοτούν και κατά καιρούς τους ανανοηματοδοτούν. 

 

Επομένως, οι διαφορετικές αναγνώσεις περί του ανήκειν και του ξένου προς το Πολυτεχνείο, μαζί βέβαια με την εξέγερση ως πρακτική και αναγκαιότητα, αποτελούν κομμάτι του και όχι ξένο σώμα. Το Πολυτεχνείο υπήρξε μια εξέγερση με βίαιη αντιπαράθεση μεταξύ ημών και υμών και η οποία καταπνίγηκε στο αίμα από τον κύριο εχθρό, αυτόν που βρισκόταν εκτός των πυλών. Αυτό δεν σημαίνει πως η αντίπερα όχθη της εξέγερσης ήταν ενιαία και δεν υπήρχαν εχθρότητες και συγκρούσεις. Η πορεία της εξέγερσης αποτελούσε συνεχές διακύβευμα, το ίδιο και η μνήμη της. Κι αν ο κύριος εχθρός της σήμερα είναι οι αρνητές [8] της, εξίσου εχθρικά στέκονται απέναντί της όσοι επιχειρούν να την εντάξουν ξεδοντιασμένη σε ένα πασιφιστικό, εθνικά ενοποιητικό αφήγημα και να μετασχηματίσουν την εξέγερση σε μια γιορτή παθητικών υποκειμένων, παρευρισκομένων σε ένα στημένο σκηνικό. Η εξέγερση είναι κι αυτή γιορτή, αλλά με χορογραφίες και μουσική των εξεγερμένων στα οδοφράγματα.

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [9]