- Marginalia - https://marginalia.gr -

Το βιβλίο στην κρίση: Ένας νόμος και μια πραγματικότητα

Το βιβλίο στην Ελλάδα ήταν κατά βάση πάντα σε κρίση: περιορισμένο αναγνωστικό κοινό σε αναλογία πληθυσμού[1], περιορισμένη τυπογραφική παράδοση -εμφανές ακόμη και σήμερα παρά τις σαφείς βελτιώσεις και τις θετικές εκπλήξεις, ετεροβαρής σχέση μεταξύ πρωτότυπης παραγωγής και εισαγόμενης, αδιαμεσολάβητης, «γνώσης/γνώμης» εις βάρος της πρώτης. Οι αναφορές στα παραπάνω δεν αποτελούν πρωτοτυπία, το να μείνουμε σε αυτές όμως θα αποτελούσε ένα ψευδεπίγραφο άλλοθι για τον ισχυρισμό ότι αφού ήταν πάντα σε κρίση, τίποτα δεν έχει αλλάξει στα χρόνια της κρίσης. Κι όμως, τίποτα δεν είναι όπως παλιά.

Ο χώρος του βιβλίου ακριβώς στο μεταίχμιο της κρίσης, το 2008, φαινομενικά βρισκόταν στο απόγειό του. Πάνω από χίλιοι εκδοτικοί οίκοι και δεκαπλάσιος όγκος βιβλίων λειτουργούσαν κι  εκδόθηκαν, αντίστοιχα, εκείνη τη χρονιά [1]. Μόλις δύο χρόνια αργότερα η αγορά αλλάζει. Η FNAC εγκαταλείπει την αγορά και τα καταστήματά της αναλαμβάνονται από την Public [2], ενώ την ίδια περίοδο κλείνει ο εκδοτικός οίκος Ελληνικά Γράμματα. Οι αλυσίδες Ελευθερουδάκη και Παπασωτηρίου κλείνουν μερικά χρόνια αργότερα, όπως επίσης κλείνουν εκατοντάδες βιβλιοπωλεία, λ.χ. της Εστίας, του Κάουφμαν, αλλά και εταιρείες χονδρικής πώλησης και διανομής βιβλίων, όπως το Κατάρτι. Προφανώς δεν είναι όλοι «θύματα της κρίσης»[2]· υπήρξαν και θύτες ανάμεσα στους χαμένους του παιχνιδιού. Ας μην ξεχνάμε ότι το βιβλίο είναι εμπόρευμα που χρησιμοποιείται για παραγωγή κέρδους, αλλά και για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.

Όμως, το ουσιαστικό πρόβλημα στον χώρο του βιβλίου ως τμήματος της οικονομικής σφαίρας είναι πολύ συγκεκριμένο: συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της διακίνησης σε μια χούφτα βιβλιοπωλεία, αλυσίδες και μη. Αυτό ενισχύθηκε με την κατάργηση της Ενιαίας Τιμής Βιβλίου (εφεξής ΕΤΒ), η οποία επανήλθε μόλις πρόσφατα. Πρόκειται για ένα από τα μνημονιακά μέτρα, το οποίο βέβαια προϋπήρξε ως αίτημα μεγαλοβιβλιοπωλών και που η επαναφορά της σήμερα, όσο κι αν είναι θετική, είναι αμφίβολο για το πόσο μπορεί να αναστρέψει την κατάσταση. Κι αυτό διότι μπορεί να υπάρχουν εκατοντάδες βιβλιοπωλεία ανά την Ελλάδα, πολύ λιγότερα βέβαια απ’ όσα στην αρχή της κρίσης -αποτέλεσμα και της άρσης της ΕΤΒ, αλλά είναι πολύ συγκεκριμένα αυτά που αφενός έχουν αθροιστικά το μεγαλύτερο κομμάτι της αγοράς, και αφετέρου έχουν τη ρευστότητα και την λογική της έγκαιρης πληρωμής ή της πληρωμής σε μη μεταχρονολογημένες (κατά έξι και πλέον μήνες) επιταγές.

Ως εκ τούτου, συγκεκριμένα βιβλιοπωλεία μπορούν να επιβάλουν όρους στους εκδότες, οι οποίοι τα έχουν ανάγκη για λόγους τζίρου και ρευστότητας. Κι αυτά γίνονται ολοένα και λιγότερα και με ολοένα πιο ενιαία λογική, τουτέστιν, απαίτηση μεγάλης έκπτωσης, της τάξεως του 50% ως αναγκαίου όρου για συνεργασία. Αυτά τα βιβλιοπωλεία κερδοφορούν μέσω της ποσότητας των προϊόντων που διακινούν. Έτσι παρέχουν μεν μεγαλύτερη έκπτωση στον αναγνώστη για να πουλήσουν μεγαλύτερη ποσότητα αφού πρώτα όμως έχουν επιβάλει μεγαλύτερη έκπτωση στον εκδότη. Τα μεγάλα βιβλιοπωλεία μέσω των «ανταγωνιστικών» τους τιμών αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς. Αυτό όμως αποτελεί και απότοκο του ελέγχου της αγοράς από αυτό το ιδιότυπο ολιγοπώλιο. Η ΕΤΒ αποτελούσε μια δικλείδα ασφαλείας η άρση της οποίας έφερε άμεσα και καταλυτικά αποτελέσματα στην περεταίρω γιγάντωση του ποσοστού της αγοράς το οποίο ανήκει σε αυτό το ολιγοπώλιο.

Ας δούμε ένα παράδειγμα. Ένας εκδότης εκδίδει το βιβλίο Χ, σε 400 αντίτυπα με κόστος 1000 ευρώ. Ως εκ τούτου, το κόστος παραγωγής ανά τεμάχιο αντιστοιχεί σε 2.5 ευρώ. Επιλέγει ως τιμή λιανικής τα 10 ευρώ προκειμένου να έχει 2.5 ευρώ κέρδος ανα βιβλίο (εφόσον το προσφέρει σε χονδρεμπόρους και βιβλιοπωλεία με 50% έκπτωση). Ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο μπορεί να πουλήσει 100 τεμάχια και επιλέγει ως στρατηγική του την έκπτωση της τάξης του 40%. Με διαμορφωμένη την τιμή λιανικής στα 6 ευρώ, εκ των οποίων το 1 αποτελεί το κέρδος του θα κάνει τζίρο 600 ευρώ εκ των οποίων τα 100 αποτελούν το κέρδος του. Ένα μικρό βιβλιοπωλείο έχει τη δυνατότητα πώλησης 10 τεμαχίων και επίσης είναι πολύ πιθανό να προμηθεύεται το βιβλίο μέσω κάποιο χονδρεμπόρου με μικρότερο ποσοστό έκπτωσης, λ.χ. 40%. Προκειμένου να είναι οριακά ανταγωνιστικό μπορεί να επιλέξει μια έκπτωση της τάξης του 15-20%. Ως εκ τούτου, θα διαμορφώσει τη λιανική τιμή πώλησης στα 8 ευρώ με το κέρδος του να κυμαίνεται στα 2 ευρώ ανά τεμάχιο. Ως εκ τούτου θα κάνει τζίρο 80 ευρώ εκ των οποίων τα 20 θα αποτελούν το κέρδος του. Το «αόρατο χέρι της (αυτορυθμιζόμενης) αγοράς» θα πρότεινε να κλείσει το μικρό βιβλιοπωλείο αφού δεν μπορεί να ανταγωνιστεί το μεγάλο που εξυπηρετεί καλύτερα ή έστω φθηνότερα το αναγνωστικό κοινό. Είναι όμως έτσι; Εάν ο εκδότης δεν ήταν έρμαιο του εκβιασμού του 50% η μέση τιμή λιανικής πώλησης δεν θα ήταν χαμηλότερη κι άρα ο αναγνώστης δεν θα αγόραζε φθηνότερα ούτως ή άλλως; Κι αν κάποιος πει πως αυτό είναι απλά μια υπόθεση εργασίας, να πούμε πως μέχρι τη δεκαετία του 1970 το μέσο ποσοστό κέρδους στον τομέα της διακίνησης ήταν κατά 20-25% χαμηλότερο, κυμαινόταν δηλαδή στο 25-30% με αντίστοιχες μειώσεις στις τιμές λιανικής πώλησης.

Με ή χωρίς την ΕΤΒ ο εκδότης λοιπόν γνωρίζει τι θα πρέπει να προσφέρει σε αυτούς που διακινούν τον κύριο όγκο του προϊόντος του κι ως εκ τούτου αναπροσαρμόζει την τιμή λιανικής πώλησης (προς τα πάνω). Ως εκ τούτου, η κριτική [3] του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου ότι η επαναφορά της ΕΤΒ επιβαρύνει τον αναγνώστη, μόνο φαινομενικά ευσταθεί. Διότι, πολύ πριν την κατάργησή της ο αναγνώστης ήταν υποχρεωμένος να υπερπληρώνει το προϊόν που αγόραζε για χάρη της κερδοφορίας των μεγάλων βιβλιοπωλείων, που ολοένα γίνονται μεγαλύτερα και λιγότερα. Κι αυτό το τελευταίο θα έπρεπε να είναι ο φόβος τόσο του αναγνώστη, όσο και του εκδότη, κι όχι η ΕΤΒ. Το ολιγοπώλιο στον χώρο της διακίνησης, διανομής και λιανικής πώλησης μπορεί όχι μόνο να επιβάλει τους δικούς του οικονομικούς όρους, αλλά και να εξαφανίσει από την αγορά τίτλους και εκδότες, κατά το δοκούν.

Υποσημειώσεις[+]