- Marginalia - https://marginalia.gr -

Τρία ποιήματα για κείνον

Θαρρούν πως θα σε αποκαλύψουν

Θαρρούν πως θα σε αποκαλύψουν καθώς ριγούν οι αυλαίες
μ’ αυτό το ρεύμα πίσω τους
ίδιο με θρόισμα του ρούχου σου όταν πέφτει
σ’ ένα άλλο φόρεμα να κάνει τόπο
στόμα και μέτωπο με ξένες έγνοιες να πτυχώσει
κι επείγουσα να διαδοθεί η εικασία
με ξέπνοα φώτα πως ζεις και με προβαρισμένα λόγια
κι όσο κι αν σκύβεις για να μοιάζεις μαραμένος
δεν τους γελάς όσους το βλέμμα τους σπαθίζει
τ’ άτακτα κύματα που βάζεις για ρυτίδες
όχι, δεν είσαι γερασμένος.

Μην τον κοιτάς του μπάνιου τον καθρέφτη
σε δείχνει σαν να τρέμει το σαγόνι
σαν να ξεφτίζει όσο υπομένει τις χρονοτριβές το δέρμα
σκληρό το φως και σ’ τα ξαφρίζει κόντρα
τα μάτια τα πνιγμένα στην πολύτιμη δροσιά τους
τ’ αστραφτερά πτερύγια που ‘χεις για σκουλαρίκια
το δαχτυλίδι που στριφογυρίζει πικραμένο
γιατί σε σφίγγει και το βγάζεις πότε πότε,
όλα αντηχούν μες στα νεανικά σου γέλια
που φτιάχνεις με μουστάκια και με πέρλες
μα είναι μάσκα αυτό που σου φορούν και μοιάζεις λυπημένος
κι ούτε της κωμωδίας η μάσκα δεν σου φτάνει για να νιώσεις
πως από πάνω σου τα χρόνια έχουν γλιστρήσει
όχι, δεν είσαι γερασμένος.

Είσαι περίπου στα πενήντα και στα πέντε
ίσα που ξέρεις να μιλάς και να πλανιέσαι
κι εγώ που θέλω σε κρεβάτι να σ’ απλώσω
και στίχους να σου να λέω ως που να φρίξεις
αντί για σένα έχω την όψη ζαρωμένη
χέρια μαθαίνω να ψηλαφώ, και των χεριών τις αγωνίες διαβάζω
«όχι, δεν είμαι γερασμένος»
γράφουν τα δάχτυλά σου στων παραθυριών το χνώτο
μα εγώ και δίχως αποδείξεις σε πιστεύω
και περιμένω, όπως μου μάθανε οι ακατάπαυστοι των παθημάτων κύκλοι,
ως που να βγει από τα μέσα σου ένας θρήνος
«όχι, δεν είμαι γερασμένος»
κλαιν τα φτιασίδια από τις κόγχες σου που στάζουν
και όσο εξαίσια προσποιείσαι πως πεθαίνεις
και καταφέρνεις σε πείσμα όλων να χλωμιάσεις
«όχι, δεν είναι γερασμένος»
σε τυραννούν των θεατών σου τα καπρίτσια
κι όρθιο ξανά σε στήνουνε
να τους γλυκοκοιτάς και να τους κάνεις υποκλίσεις.

Αθόρυβα χωρίζονται κι ανοίγουν τώρα οι αυλαίες
και μια σκιά το φόντο της σκηνής δεξιά μαυρίζει
είναι ο γέρος, ο Πέερ Γκυντ, που ψάχνει το κρεμμύδι του
να μην το βρει ελπίζοντας κατά βάθος.

 

Να σ’ αγκαλιάσουνε πολλές

Να σ’ αγκαλιάσουνε πολλές
ανάγκες, το ένα σου πόδι
να μαζέψουνε ψηλά στο στήθος
μαλακά, ίσα για να γρυλίσεις τρυφερά απ’ τον πόνο,
τ’ άλλο ν’ ακουμπήσουν αφηρημένα στον γλουτό
έτσι άσχημα διπλωμένος μόνο σε μένα να αρέσεις
με χέρια που δεν μοιάζουνε το ένα στ’ άλλο
με μάτια που κοιτάζουν το καθένα το δικό του χάος,
κι όπως υμνούν οι ποιητές το γυναικείο σώμα
μιλώντας για καμπύλες και για βρύσες
να ψαύσω των γραμμών σου το άχαρο περίβλημα
πότε άντρας, πότε γυναίκα εγώ, να σε λειάνω.
Μόνο αθώα να σε κοιτάξω μη ζητήσεις
έτσι η μικρή χαρά μου θα κολλούσε
στις λάσπες που τα στίφη λερώνουν των παιδιών.

Να σε φιλήσουνε πολλές
λεπίδες, στο ρίζωμα της γλώσσας να σε κόψουν
να μην ακούω αυτό το ξεψυχισμένο σ’ αγαπώ
που λες μηχανικά όταν αφήνεις
πριν απ’ τη γέννησή σου μια λαβίδα να σ’ αρπάζει
τον έρωτα της φλόγας για τη σάρκα να μην νιώσεις,
κι έτσι βουβός να δίνεσαι στης περισυλλογής τις σήραγγες
της κάθε λέξης να σαλιώνεις το σκουλήκι
όπως «ροδοφουντώνω» κι «αργοσβήνω» και «βαθιονιώθωσε» θα έλεγες
αν στων αργόσυρτων βόγκων τους ρυθμούς παραδινόσουν,
κι αν δεν το βλέπεις μόνο το πηχτό σκοτάδι
αλλά στην άκρα απελπισία σου το αδράχνεις και το πλέκεις,
αν, τέλος, δεις τι πάθος για το σφιχταγκάλιασμα του μαυλισμένου νου σου με κατέχει
καθώς, ανόητα, τα θολά νερά των λογισμών μου αναδεύω.

Να σε κυκλώσουν λαχταρώντας
οι απειλές, να φτιάξεις απ’ τα σουβλίσματά τους ένα ρούχο
την ξέγνοιαστη γύμνια πια να μην την πεθυμάς
να ‘ναι το φόρεμα διάφανο πετσί αντί για υφάδι
ν’ αφήνει να φανούν τα στρεβλωμένα σπλάχνα
μαύρες ρουφήχτρες, δέσμες νεύρα και καρδιές
που σου το λεν ξεκάθαρα το σκοτισμένο μέλλον
κι ευθύς αμέσως με ασφάλεια να πιστέψεις
πως θέλω πάνω απ’ όλα το κακό σου
με δόλο και με διεστραμμένο πείσμα ότι σε καταδιώκω
και ανήμπορο στο γόνατό μου πάνω πως θέλω να σε δω.
Έτσι πιο ψυχωμένα θα κερδίσω
της γόησσας τον ρόλο που με αντάλλαγμα τη ζωή μου διεκδικώ,
κι έτσι ακόμα με σαφήνεια καταλαβαίνεις
από τα χρόνια πώς λιγόστεψα που δεν σε βλέπω.

Ιδού και η υπογραφή μου:
Γυναίκα, ετών τριανταεφτά.
Ήμουν τριανταπέντε όταν πρώτη φορά
σε μια στιγμή κακιά
σε είδα και σ’ αγάπησα.

 

Τον ίδιο άντρα αγαπάμε Μαρία

Τον ίδιο άντρα αγαπάμε Μαρία
είν’ το κορμί του πεδιάδα από ποτάμια κλειστή
έχει έναν πύργο βουβό, γκρεμισμένο στη μέση
που τα συντρίμμια του παίρνουμε μια εγώ και μια εσύ.

Όμως δεν θέλω να πολεμήσω μαζί σου Μαρία
μόνο να πάρω από σένα ό,τι έχεις ακριβό
κι αν μου το δώσεις ταπεινά και χωρίς αντιστάσεις
θα σου επιτρέψω να ζεις της αυλής μου φυτό.

Το μενταγιόν που απ’ τον λαιμό δεν βγάζει ποτέ του Μαρία
ενθύμιο απ’ το πρώτο μας πάθος που του χάρισα εγώ
είναι μια μάσκα θεατρίνου με μια πληγή αντί για στόμα
που δεν γελάει ούτε κλαίει, μόνο μένει ανοιχτό.

Το σ’ αγαπώ – μ’ αγαπάς που παίζεις μαζί του Μαρία
μάθε πως έχει σαπίσει το μισό του μυαλό
κι αν τον ακούς να μουγκρίζει στους χορούς σας επάνω
τον λαιμό του φροντίζει, δε σου λέει σ’ αγαπώ.

Αυτός αγαπά τον εαυτό του μονάχα Μαρία
και δεν σ’ το λέει για να ‘χει του τρελού το αβαντάζ
όταν ξαπλώνει πλάι σου σαν νεκρός στο κρεβάτι
είναι από πρόβα που κάνει για του Νταλί τα κολάζ.

Κι απελπισμένα κλαίω στην αγκαλιά σου Μαρία
που τα μικρά σου τα λένε όπως λένε κι αυτόν
ζητώ να μου δώσεις κι εμέ ένα κουτάβι
γιατί παιδιά δεν γεννάω, έχω αυτό το κακό.

Ποθούσα μόνο να με λέγαν και μένα Μαρία
και στα σκοινιά της μπουγάδας σου να μπερδευτώ
στα σιδερωμένα σεντόνια μια στάμπα από αίμα
να ’μαι του αγνού σπιτικού σου το πονηρό στοιχειό.

Στο τέλος θαρρώ πως θ’ αγαπήσω εσένα Μαρία
κι εκείνον θα σου φέρω στην πόρτα μωρό
μια κούνια, μια αλλαξιά, ένα χαρτί με το τηλέφωνό μου
και την ανατροφή του θα κάνουμε οι δυο μας της ζωής μας σκοπό.