- Marginalia - https://marginalia.gr -

Βαρλάμ Σαλάμωφ, Ιστορίες από την Κολιμά

Ο Βαρλάμ Σαλάμωφ [1] γεννήθηκε το 1907 και πέθανε το 1982. Έζησε συνολικά 20 χρόνια σε στρατόπεδα εγκλεισμού. Η πρώτη καταδίκη του σχετίστηκε με την διακίνηση της επιστολής προς το συνέδριο, γνωστής ως «διαθήκη του Λένιν», στην οποία μεταξύ άλλων έκανε κριτική στην προσωπικότητα του Στάλιν. Στη δεύτερη κατηγορήθηκε ότι ήταν τροτσκιστής, ενώ ακολούθησαν και άλλες κατηγορίες, από αυτές που κατασκευάζονταν κατά τη διάρκεια της εξορίας, ώστε ο εξόριστος να μην απελευθερωθεί ποτέ. Το μεγαλύτερο μέρος της εξορίας του, περίπου 15 χρόνια το πέρασε στο στρατόπεδο εργασίας -ορυχείων χρυσού- στην Κολιμά [2], ένα μέρος όπου υπήρχε πάντα χειμώνας. Απελευθερώθηκε το 1953. Τότε περίπου ξεκίνησε να γράφει και τις 145 ιστορίες από την Κολιμά, οι οποίες ολοκληρώθηκαν το 1972. Το έργο του, που αποτελεί ένα από τα κορυφαία έργα της λογοτεχνίας του εγκλεισμού, κυκλοφόρησε αρχικά στην Ευρώπη με τη μορφή Samizdat, τυπώθηκε ολοκληρωμένο πρώτη φορά το 1978 στο Λονδίνο, χωρίς την άδεια του συγγραφέα, και το 1987 κυκλοφόρησε στα ρώσικα.

Οι «Ιστορίες από την Κολιμά» αποτελούν, όπως θα διαβάσει κανείς σε οποιαδήποτε παρουσίαση από την ημέρα που εκδόθηκε το βιβλίο στα ελληνικά ως σήμερα, έναν μεταφραστικό και εκδοτικό άθλο. Οι 1960 σελίδες του «χωράνε» σε έναν κανονικού μεγέθους τόμο χάρη στην εξαιρετική εκτύπωση του σε πολύ λεπτό χαρτί 40 γραμμαρίων. Αυτή η ιδιαίτερη εκδοτική σύλληψη αποτελεί βέβαια μια τεχνική λύση για την έκδοση ενός ογκωδέστατου έργου, αλλά ταυτόχρονα αποτυπώνει με έναν μη προσχεδιασμένο τρόπο την πραγματικότητα της γραφής σε συνθήκες εγκλεισμού. Πρόκειται για εκείνο το ψιλό τσιγαρόχαρτο από τις κασετίνες των τσιγάρων που επέλεγαν και οι δικοί μας έγκλειστοι για να γράφουν με πολύ μικρά γράμματα σκέψεις, πολιτικές αναλύσεις, λογοτεχνικά κείμενα. Φαίνεται ότι και ο ίδιος ο συγγραφέας αγαπούσε αυτά τα μικρά κομμάτια χαρτιού όπως περιγράφει η στενή του φίλη, συνεργάτιδα και βιογράφος του, Ιρίνα Σιροτίνσκαγια (Irina Sirotinskaya [3]). Τα έχω δει αυτά τα μικρά χαρτάκια μαζεμένα σε έναν τεράστιο όγκο, με κείμενα σημαντικά ή λιγότερο σημαντικά να μετράνε το χρόνο. Γι αυτό λέω ότι πριν απ’ όλα οι Ιστορίες της Κολιμά είναι μια κερδισμένη μάχη με το χαμένο χρόνο, αντιστρέφοντας κάπως την αφετηριακή ρήση του Σαλάμωφ με την οποία ανοίγει το βιβλίο: «Συμμετείχα κι εγώ σε μια χαμένη μάχη για πραγματική ανανέωση της ζωής».

Το βιβλίο του Σαλάμωφ υπάρχει ως μια ακόμα ανατροπή -ή μπορεί και όχι- της διατύπωσης του Adorno [4] ότι μετά το Άουσβιτς το να γράψεις ποίηση είναι αδύνατον. Και ο Σαλάμωφ κάνει αυτό ακριβώς· μιλάει για το στρατόπεδο εγκλεισμού γράφοντας ένα λογοτεχνικό κείμενο με μια γλώσσα που μετεωρίζεται ανάμεσα στη μαρτυρία και την απόγνωση. Όμως εδώ ο συγγραφέας γνωρίζει καλά τι θέλει να κάνει. Χρησιμοποιεί τη γλώσσα σαν ένα χειρουργικό νυστέρι με το οποίο ανατέμνει κάθε στιγμή της «έγκλειστης» ζωής. Και ενώ μοιάζει να διαβάζεις μια εξονυχιστική μαρτυρία, στην πραγματικότητα η ποιητική του Σαλάμωφ υποβάλει στον αναγνώστη την αδυσώπητη απόσταση από αυτό που συνέβη, αλλά παραμένει ακατανόητο. Και χάρη στη μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου η ανάγνωση γίνεται μοναδική εμπειρία.

Ο Σαλάμωφ διατυπώνει ρητά και σε πολλά σημεία των κειμένων του ότι ο βασικός του στόχος είναι η διάσωση της μνήμης.

Από το πρώτο λεπτό της φυλακής, μου έγινε ξεκάθαρο ότι δεν γίνονται λάθη, ότι συμβαίνει σχεδιασμένη εξόντωση ολόκληρης «κοινωνικής ομάδας» όλων όσοι από τη ρωσική ιστορία των τελευταίων χρόνων θυμούνται ό,τι δεν έπρεπε να θυμούνται. (Ιστορίες από την Κολιμά: Πρόλογος, σελ. 13)

Και στο «Τρένο» πια της επιστροφής στη Μόσχα γράφει:

Φοβήθηκα την τρομαχτική δύναμη του ανθρώπου -την επιθυμία και τον τρόπο να ξεχνάει. Είδα ότι είμαι έτοιμος να τα ξεχάσω όλα, να διαγράψω είκοσι χρόνια από τη ζωή μου. Και τι χρόνια! Κι όταν το κατάλαβα αυτό κατανίκησα τον ίδιο μου τον εαυτό. Ήξερα ότι δεν θα επιτρέψω στη μνήμη μου να ξεχάσει τίποτα απ΄ όσα είδε. Και τότε ηρέμησα κι αποκοιμήθηκα. (Ιστορίες από την Κολιμά: Τρένο, σελ. 1122)

Εντούτοις, στις ιστορίες της Κολιμά ο συγγραφέας δεν κάνει απλά μια αυστηρή αποτύπωση της πραγματικότητας. Διαρκώς δίνει επιλεγμένα μηνύματα στάσης και κάποιες φορές ερμηνείας. Πηγαίνει πέρα από την γενικά ισχύουσα θέση ότι το στρατόπεδο εγκλεισμού είναι ο τόπος του απόλυτου κακού.
Ήδη στην πρώτη του ιστορία «Στο χιόνι» ο συγγραφέας αποκαλύπτει μια καθαρή και αισιόδοξη σκέψη:

Ο καθένας, ακόμα και ο πιο αδύναμος οφείλει να πατήσει ένα κομματάκι χιονισμένης παρθένας γης ανοίγοντας έτσι ένα δρόμο μέσα στο χιόνι». Η πορεία προς το μέλλον, η πορεία προς τη διάσωση της ζωής απέναντι στο ζόφο είναι κατά βάθος μια υπόθεση συλλογική. Και είναι ενδιαφέρον να σταθούμε σ’ αυτό το άνοιγμα σε ένα έργο που ξεδιπλώνει με τον πιο απελπιστικό τρόπο την μοναχικότητα στον αγώνα για επιβίωση, που σε πλήθος περιπτώσεις παίρνει τις διαστάσεις του «ο θάνατός σου η ζωή μου. (Ιστορίες από την Κολιμά: Στο Χιόνι, σελ. 23-24)

Τέτοια παραδείγματα έμπρακτης αλληλεγγύης, που πολλές φορές έχουν σοβαρές επιπτώσεις για τις ζωές των ανθρώπων, υπάρχουν πολλά μέσα στο βιβλίο. Η επιβίωση δεν είναι μόνο μια μοναχική άσκηση είναι και ανταλλαγή, διατήρηση μιας μικρής φλόγας απ’ ό,τι μπορεί να αποτελεί υποστήριξη της ανθρώπινης υπόστασης. Κάπως έτσι ακούμε να μιλάει για τον έγκλειστο σιδερά Μοισέι Μοϊσέγιεβιτς:

Τα εργαλεία -λαβίδες, σκαρπέλα, σφυράκια, βαριοπούλες- είχαν μια αδιαμφισβήτητη κομψότητα, κάτι που αποκάλυπτε την αγάπη για τη δουλειά του και την κατανόηση της ουσίας της δουλειάς του. (Ιστορίες από την Κολιμά: Η σκύλα Ταμάρα, σελ. 115-116)

Η ανθρωπογεωγραφία των στρατοπέδων του Σαλάμωφ περιγράφει τρεις βασικές κατηγορίες ανθρώπων. Τους κρατικούς υπαλλήλους και αξιωματούχους, τους ποινικούς, και τους πολιτικούς εξόριστους. Ως προς τις δύο πρώτες κατηγορίες ο Σαλάμωφ βρίσκεται σταθερά απέναντι. Για τους έγκλειστους όμως διαθέτει πλούσιες διαφορετικές περιγραφές θέτοντας στο κέντρο της «αξιολόγησής» του το ζήτημα της «αντοχής». Γράφει:

Έμαθα ότι τον κόσμο πρέπει να τον χωρίζεις όχι σε καλούς και κακούς ανθρώπους, αλλά σε δειλούς και μη δειλούς. Το 95% των δειλών με την παραμικρή απειλή είναι ικανοί να διαπράξουν κάθε είδους προστυχιές, προστυχιές που οδηγούν άλλους ανθρώπους στο θάνατο.

Κάποτε είναι επιεικής μπροστά στην κοινή αντιμετώπιση του ζόφου:

Η ψυχική ηρεμία που αποκτούσαμε με την άμβλυνση των συναισθημάτων μας θύμιζε… την τολστοϊκή μη αντίσταση στο κακό- η ξένη βούληση ήταν πάντα ο φύλακας της ψυχικής μας ηρεμίας. Είχαμε γίνει μοιρολάτρες. (Ιστορίες από την Κολιμά: Ξηρά Τροφή, σελ. 88-89)

Κάποτε όμως είναι ρητά καταγγελτικός:

Στο στρατόπεδο το να διατάζεις στη δουλειά ήταν το χειρότερο αμάρτημα. Το να αναλαμβάνεις την ευθύνη να διαχειρίζεσαι την ξένη βούληση, για ζωή ή για θάνατο, εκεί που η τιμωρία είναι αιματηρή, όπου ο άνθρωπος στερείται παντελώς δικαιωμάτων, είναι μεγάλο θανάσιμο αμάρτημα που δεν συγχωρείται. (Ιστορίες από την Κολιμά: Ο βιρτουόζος του φτυαριού, σελ. 753)

Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, λέγοντας ο Σαλάμωφ «Είμαι πεπεισμένος ότι το στρατόπεδο είναι ένα αρνητικό σχολείο, είναι αδύνατον να περάσεις έστω και μια ώρα εκεί δίχως να διαφθαρείς. Ποτέ σε κανέναν τίποτα θετικό το στρατόπεδο δεν έδωσε και δεν μπορούσε να δώσει. Σε όλους, κρατούμενους και ελεύθερους στο στρατόπεδο επιδρά ως παράγων διαφθοράς», κινείται πολύ κοντά στην προσέγγιση της Άρεντ για την ρηχότητα του κακού. Το κακό διασπείρεται οριζόντια. Δεν βρίσκεται στο βάθος της σκέψης και της ψυχής των ανθρώπων, αλλά αντανακλά τη συγκυρία μέσα στην οποία αυτοί κινούνται.

Ίσως αυτό εξηγεί εν μέρει και την στάση του Σαλάμωφ μετά την απελευθέρωση του. Ζει μοναχικά, απόλυτα αφιερωμένος στην μεταφορά του ζόφου στο χαρτί, αλλά σε αντίθεση με τον Πάστερνακ και πολύ περισσότερο τον Σολζενίτσιν δεν προσχωρεί σε μια «αντιπολίτευση» στο σοβιετικό καθεστώς. Ένα καθεστώς που τον αποκαθιστά μεν οριακά, αλλά επιμένει να τον θέτει σε συνθήκη επιτήρησης μέχρι το θάνατό του.

Αποτελεί όμως η στάση του Σαλάμωφ μια έλλειψη σθένους, μια εικόνα συντριβής όπως την ερμηνεύουν πολλοί αρθρογράφοι και μελετητές του; Κομμάτια από το ίδιο το έργο του Σαλάμωφ, αλλά και η μαρτυρία Σιροτίνσκαγια, μας οδηγούν να σκεφτούμε μια πιο σύνθετη εκδοχή.

Σε ένα παιχνίδι γύρω από την ξυλόσομπα οι κρατούμενοι συζητάνε πού θα ήθελαν να βρεθούν αν φύγουν από το στρατόπεδο. Εκεί ο Σαλάμωφ μας δίνει μια πρώτη νύξη της στάσης του· λέει:

«Εγώ, να πω την αλήθεια, καλύτερα στη φυλακή. Δεν θα ήθελα να επιστρέψω τώρα στη οικογένειά μου. Δεν θα καταλάβουν…» (Ιστορίες από την Κολιμά: Επικήδειος, σελ. 709)

Γράφοντας αυτές τις γραμμές το 1960, ο συγγραφέας ξέρει ήδη ότι τόσο η γυναίκα του, όσο και η κόρη του, έχουν δηλώσει με τη στάση τους ότι δεν καταλαβαίνουν. Τις δικαιολογεί άραγε όταν λέει: «Θα τους φέρω ένα καινούργιο φόβο, ένα ακόμα φόβο στους χιλιάδες φόβους που γεμίζουν τις ζωές τους»;

Ο Σαλάμωφ θέλει να πει μια αλήθεια καθαρή και γυμνή. Ο ίδιος σημειώνει:

«…Βασικά οι ιστορίες μου συνιστούν οδηγίες για το πώς να δρα κανείς μέσα στο πλήθος. Να είναι όχι απλώς λιγάκι αριστερότερα απ’ τ’ αριστερά, μα ακόμα περισσότερο αληθινός απ’ την αλήθεια την ίδια. Για το αίμα που είναι αληθές και ανώνυμο».

Θέλει να μιλήσει πρωτίστως σ’ εκείνον τον κόσμο με τον οποίο έμμεσα ή άμεσα μοιράστηκε αυτή την αλήθεια, γι’ αυτό και τον ενδιαφέρει πολύ να δημοσιευτεί το έργο του στη χώρα του.

Οργίζεται με την διαχείριση του έργου του από τη Δύση. Γράφει το 1962 στην ιστορία «Ιβάν Φιοντόροβιτς»:

Σε μια γιορταστική εκδήλωση έδιναν σε κάθε ήρωα ένα κουτί με το αμερικανικό δώρο. Μόλις έφτασε η σειρά του Ντεμίντοφ, πλησίασε το τραπέζι του προεδρείου, ακούμπησε το κουτί και είπε: “Εγώ αμερικανικά αποφόρια δε φοράω -έκανε μεταβολή και βγήκε”. (Ιστορίες από την Κολιμά: Ιβάν Φιοντόροβιτς, σελ. 400)

Ίσως η προσπάθεια να ερμηνεύσει κανείς τη στάση του Σαλάμωφ την περίοδο μετά την απελευθέρωση και ως το θάνατό του είναι εύκολο να στιγματιστεί από την υποκειμενική οπτική γωνία της πρόσληψης όχι μόνο του έργου, αλλά και της συνολικής ιστορικής συνθήκης μέσα στην οποία αυτό εξελίσσεται. Ο ίδιος το γνώριζε και είχε γίνει συχνά αποδέκτης αυτών των προσεγγίσεων· γι’ αυτό μάλλον και αντιδρούσε λέγοντας: «Αναζητούν σε μένα ένα μυστικό. Δεν υπάρχει κανένα μυστικό. Όλα είναι καθαρά και απλά.»

Ο Σαλάμωφ, κοινωνός της επαναστατικής πρωτοπορίας, ήταν ένας πραγματικός μοντερνιστής. Απεχθανόταν τις δεύτερες αναγνώσεις πάνω στο έργο του και στάθηκε πάντα απέναντι σ’ αυτούς που προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν την προσωπικότητά του. Ωστόσο αυτή η στάση συνοδευόταν από μια σχεδόν μυστικιστική προσέγγιση της ηθικής του ενός. Της ατομικής ηθικής ως ταυτοτικού χαρακτηριστικού που ορίζει την θέση κάποιου εντός του κόσμου.