- Marginalia - https://marginalia.gr -

«Βυθισμένη πολιτεία» της Marta Barone: Ανασύροντας μια εποχή από τον βυθό της λήθης

Βυθισμένη πολιτεία
Μάρτα Μπαρόνε
μετάφραση: Κωνσταντίνα Ευαγγέλου
Εκδόσεις Κέλευθος, 2021 | 394 σελίδες

 

Στη «Βυθισμένη πολιτεία» της Μάρτα Μπαρόνε [Marta Barone] μια γυναίκα στο κατώφλι των 30 χρονών αποφασίζει να αναζητήσει τον πατέρα της. Είναι δυνατόν μια κόρη να ψάχνει έναν πατέρα τον οποίο έχει γνωρίσει, με τον οποίο έζησε για αρκετά χρόνια μαζί και για τον οποίο μοιάζει να διατηρεί αντιφατικά, αμφιθυμικά αισθήματα, όταν μάλιστα αυτός είναι πλέον νεκρός;

Η συγγραφέας και πρωταγωνίστρια του βιβλίου, από μια αλληλουχία φαινομενικά ασήμαντων μικροσυμβάντων ξεκινάει μια κοπιώδη ανασύνθεση του παρελθόντος του πατέρα της για να συνειδητοποιήσει ήδη από την αφετηρία ότι η προσωπική του ιστορία όχι απλώς συνδέεται, αλλά σχεδόν συμβαδίζει με τις δραματικές πτυχές του  παρελθόντος της ιταλικής κοινωνίας από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980.

Για τους μυημένους στη σύγχρονη ιταλική πολιτική ιστορία, και ειδικότερα σε αυτήν του ριζοσπαστικού ανταγωνιστικού κινήματος, όλοι οι γνώριμοι πρωταγωνιστές δηλώνουν την παρουσία τους επί της μυθιστορηματικής σκηνής: από τη μια πλευρά, το φοιτητικό κίνημα του 1967-1968 και η μάχη της Βάλε Τζούλια, το νικηφόρο εργατικό «θερμό φθινόπωρο» του 1969, οι σκληροπυρηνικές λενινιστικές οργανώσεις, οι επαναστατικές ομάδες της Potere Operaio, της Lotta Continua, της Avanguardia Operaia, τα κοινωνικά κέντρα, ο αντιφασιστικός αγώνας, η μάχη για το διαζύγιο, το κίνημα της αυτομείωσης, η Αυτονομία και το ’77 και, βέβαια, το «κόμμα του ενόπλου». Και από την άλλη, η φασιστική πρόκληση, οι παρακρατικές αιματηρές προβοκάτσιες, η απειλή ενός πραξικοπήματος τύπου Ελλάδας, οι δολοφονίες αγωνιστριών κι αγωνιστών από την άγρια αστυνομική καταστολή, τα βασανιστήρια, η αθλιότητα των ψυχιατρικών κλινικών, η προπαγάνδα του αστικού Τύπου, όλα τα στηρίγματα της καπιταλιστικής εξουσίας. 

Ακόμα λοιπόν και ένας αμύητος αναγνώστης μπορεί να ψυχανεμιστεί, διαβάζοντας το βιβλίο, ότι στην Ιταλία της δεκαετίας 1968-1978 παίχτηκε για τελευταία φορά στη Γηραιά Ήπειρο, με σοβαρούς όρους, το στοίχημα της επαναστατικής ανατροπής του αστικού καθεστώτος. Η συγγραφέας όμως δεν αρκείται σε μια επιφανειακή σκηνογραφία, αλλά βουτάει πολύ πιο βαθιά: η ζωή του πατέρα της, Λεονάρντο Μπαρόνε, κατακερματίζεται για να επανασυντεθεί. 

Τα κομμάτια που αργά, μεθοδικά, επώδυνα, ανασύρει από τον βυθό η Μάρτα είναι τα κομμάτια μιας αγωνιστικής πορείας με πίστη, πάθος, αφοσίωση, προσδοκίες, απογοητεύσεις, ματαιώσεις. Προς το τέλος του βιβλίου η Μάρτα αποκαλύπτει τη σκηνή ενός συντετριμμένου αγωνιστή, που μονολογεί αποκαρδιωμένος: «χαράμισα τη ζωή μου». Ωστόσο, δυο παλιοί συναγωνιστές του που συναντάει η Μάρτα την διαβεβαιώνουν: «Πρέπει να καταλάβεις πως δεν έπεσε, Μάρτα. Ήταν μέχρι το τέλος, μέχρι το τέλος-τέλος, με εκείνους με τους οποίους έπρεπε να είναι». 

Η Μπαρόνε προσπαθεί να αναμετρηθεί με τα δύσκολα. Στην προσπάθεια αυτή φαίνεται να βαδίζει σε σκηνή ισορροπίας, αλλά στην πραγματικότητα ούτε ισορροπεί ούτε χαρίζεται ούτε τσιγκουνεύεται. Προσεγγίζει με τρυφερότητα και ευαισθησία, με ανθρωπιά, αλλά και αυστηρότητα όλα τα αγκάθια: πρώτα απ’ όλα, το κομματικό «οχυρό» μιας μ-λ οργάνωσης επικρίνεται ως προς τις ακραίες υπερβολές της ολοκληρωτικής κομματικής στράτευσης, αλλά συνάμα υποδηλώνεται ο ανυπόκριτος θαυμασμός για την ανιδιοτελή αλληλεγγύη των οργανωμένων μελών, που γίνονται «ένα» με τους κοινωνικά αποκλεισμένους, τους απόκληρους της ιταλικής μεταπολεμικής ανάπτυξης: τις άστεγες οικογένειες, τους φτωχούς, τους εξουθενωμένους βιομηχανικούς εργάτες της Φίατ, που δούλευαν σε εξαντλητικούς ρυθμούς νοικιάζοντας τρώγλες και συμβιώνοντας με ποντίκια.

Και, καθώς οι οργανώσεις-φρούριο, αλλά και οι «κινηματίστικες» οργανώσεις αρχίζουν να φυλλορροούν, εμφανίζονται δίπλα, παράλληλα και ανταγωνιστικά προς το μαζικό ριζοσπαστικό κίνημα, οι ένοπλες οργανώσεις, που στο μυθιστόρημα της Barone ενσαρκώνονται από τη Χίμαιρα, με όλες τις συνδηλώσεις που μπορεί να εμπεριέχει ένας τέτοιος συμβολισμός. 

Αν δεν θέλει κάποια/κάποιος να έρθει σε επαφή με μια μυθιστορηματική εκδοχή του «καταδικάζω τη βία από όπου κι αν προέρχεται», αλλά ούτε και με μια λογοτεχνική υπόκλιση στη γοητεία του P38 και του «ένοπλου αντάρτη πόλης», τότε έχει ανακαλύψει το κατάλληλο κείμενο. Από τη μια πλευρά, η συγγραφέας δηλώνει με διάφορους τρόπους την απαρέσκειά της για την κλιμάκωση της βίας, τον φετιχισμό του «μολυβιού», τις ανθρώπινες και πολιτικές τραγωδίες που δημιούργησε το πέρασμα από το όπλο της κριτικής στην κριτική των όπλων. Αλλά από την άλλη,  δεν στέκεται εκεί, δεν ενδιαφέρεται να μείνει εκεί: ο ανθρωπισμός της δεν έχει τίποτα κοινό με τη νεοφιλελεύθερη καταδίκη της βίας των εξεγερμένων, μια καταδίκη που συνήθως συνοδεύεται από την πλήρη υπεράσπιση της συστημικής κατασταλτικής βίας. 

Η Μάρτα ενδιαφέρεται να μάθει, να ερευνήσει και κυρίως να κατανοήσει τις βαθύτερες αιτίες και τις συνθήκες που οδήγησαν τόσους ανθρώπους να πάρουν τα όπλα σε μια ευρωπαϊκή χώρα και πολύ περισσότερους να τους στηρίζουν. Η φιγούρα του φλεγόμενου Ρομπέρτο Κρεσέντσιο, του θύματος της τυφλής εμπρηστικής επίθεσης του φθινοπώρου του 1977 στο Τορίνο, είναι η τραγική συμπύκνωση της μιας πλευράς. Η εφιαλτική μορφή του Κόντα, του διαβόητου διευθυντή ψυχιατρείου, βασανιστή παιδικών ψυχών και σωμάτων, ουσιαστικά ατιμώρητου από τις επίσημες αρχές, αποτελεί τη φρικτή συμπύκνωση της δεύτερης όψης.

Τα παραπάνω αφορούν σε πολύ αδρές γραμμές το πολιτικό πλαίσιο του μυθιστορήματος. Εντός αυτού ξεδιπλώνεται μια λογοτεχνική προβληματική για τη μνήμη, για τη βασανιστική ανασύνθεσή της -αρχείο το αρχείο, φωτογραφία τη φωτογραφία, μαρτυρία τη μαρτυρία-  δοσμένη με λυρισμό, με λεπτομερείς περιγραφές των αστικών τοπίων και της ιταλικής υπαίθρου, με όμορφες επιβραδύνσεις και συναρπαστικά επιταχυνόμενες αφηγήσεις. Κατά τη διάρκεια αυτής της βουτιάς στο παρελθόν, η συγγραφέας μοιάζει να αναζητάει, παράλληλα, και τον ίδιο της τον εαυτό, ανακαλύπτοντας πλευρές της δικής της ιστορίας, της δικής της ζωής, τις οποίες θεωρούσε σβησμένες, ξεχασμένες.

Πάνω απ’ όλα, όμως, θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για την επίμονη προσπάθεια μιας κόρης να «ξαναβρεί» τον νεκρό πια πατέρα της, να προσεγγίσει όλες τις πτυχές της προσωπικότητας και της ζωής του, να τον καταλάβει, να συμφιλιωθεί μαζί του, να τον αγκαλιάσει με τρυφερότητα, με αγάπη, με το απαλό χάδι μιας ενήλικης του αμήχανου 21ου αιώνα προς ένα παιδί του συναρπαστικού, γεμάτου υποσχέσεις και διαψεύσεις, 20ού αιώνα…


Το κείμενο του Θεοκλή Κακατσάκη επιμελήθηκε ο Αντώνης Γαζάκης

Επιτρέπεται η αναπαραγωγή και διανομή του άρθρου σύμφωνα με τους όρους της άδειας Attribution-ShareAlike 4.0 International (CC BY-SA 4.0) [1]